Quantcast

BlacKkKlansman: Περιμένοντας τον Σπάικ Λι να επιστρέψει, επιτέλους, στον παλιό καλό του εαυτό

Προς το παρόν, έχουμε μια εξωφρενική ιστορία για μπάτσους, Μαύρους Πάνθηρες και μέλη της Κου Κλουξ Κλαν

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

26 Σεπτεμβρίου 2018

Το ότι ο Spike Lee είναι σπουδαίος σκηνοθέτης, ε, είναι ένα γεγονός σχεδόν αυταπόδεικτο. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερο κόπο, αρκεί να κάνεις ένα scroll-down στη φιλμογραφία του. Είναι ο άνθρωπος που έδωσε όσο ελάχιστοι άλλοι τέτοια ώθηση στην μαύρη κινηματογραφική δημιουργία, κι είναι ο άνθρωπος που γύρισε μερικά αληθινά αριστουργήματα σαν το Do the Right Thing και το Malcolm X, με όλες τις ταινίες του από τα μέσα των 80s έως τα τέλη των 90s να είναι από αξιοπρεπείς μέχρι υπέροχες.

Εξίσου αυταπόδεικτο, όμως, είναι και το γεγονός ότι ο Lee είναι ένας δημιουργός αρκετά άνισος. Για παράδειγμα, από την αυγή του 21ου αιώνα κι έπειτα οι πραγματικά καλές ταινίες εμφανίζονται όλο και πιο αραιά στο έργο του. Ναι, το Bamboozled είναι υποτιμημένο, η 25η Ώρα είναι εκπληκτική, όπως και το Inside Man, αλλά τα τελευταία 10-15 χρόνια έχουμε ποντάρει ουκ ολίγες φορές σε μια αληθινή επιστροφή του Lee στον παλιό, καλό του εαυτό – με το αποτέλεσμα να αποδεικνύεται τις περισσότερες φορές από χλιαρό έως απογοητευτικό.

Τα πράγματα, από την άλλη, πηγαίναν αρκετά καλά τα τελευταία δύο-τρια χρόνια. Το Chi-Raq είχε πολλά από αυτά τα στοιχεία που μας έδιωχναν από το πρόσφατο έργο του Lee, αλλά ήταν μια ιδιαίτερα ζωντανή και παθιασμένη ταινία. Τηλεοπτικά, δε, δημιούργησε πέρσι ένα πολύ όμορφο remake του σκηνοθετικού του ντεμπούτου, She’s Gotta Have It, για λογαριασμό του Netflix, το οποίο ήταν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες σειρές της περασμένης χρονιάς. Και κάπως έτσι, βήμα-βήμα, όλα έμοιαζαν να οδηγούν σε μια επιστροφή στους σκηνοθετικούς θριάμβους με το πολυ-αναμενόμενο BlacKkKlansman, το οποίο κυκλοφορεί αυτήν τη βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Και πράγματι, το BlacKkKlansman θριάμβευσε. Οι κριτικές ήταν οι καλύτερες που έχει λάβει ο Lee εδώ και μια δεκαετία, ενώ η ταινία απέσπασε και το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις φετινές Κάννες. Φυσικά, το μεγάλο όπλο της ταινίας είναι το θέμα του και το ύφος του. Ακολουθώντας την αληθινή ιστορία του μαύρου αστυνομικού Ron Stallworth από τα 70s, και παίρνοντας ως βάση το ομώνυμο βιβλίο του από το 2014, ο Lee αφηγείται την απόπειρα παρείσφρησης της αστυνομίας του Colorado Springs στο τοπικό παράρτημα της Κου Κλουξ Κλαν, μέσα από τις συντονισμένες προσπάθειες του ίδιου του Stallworth και του λευκού Εβραίου αστυνομικού Flip Zimmerman.

Ναι, ακολουθώντας ταυτόχρονα την πορεία του μαύρου ριζοσπαστισμού της εποχής, της ανόδου της λευκής ακροδεξιάς και τα εμπόδια στην ενσωμάτωση των μαύρων Αμερικάνων στους θεσμούς της αμερικάνικης κοινωνίας, το BlacKkKlansman είναι αυτό που λέμε μια ταινία επίκαιρη. Βέβαια, η ίδια η ιδέα του πολιτικά επίκαιρου σινεμά μπορεί να οδηγήσει σε μια σειρά από προβλήματα. Μπορεί να τείνει προς την αγαρμποσύνη, την επιφανειακότητα, τον διδακτισμό ή την αυταρέσκεια. Μ’ αυτήν την έννοια, το πολιτικά επίκαιρο σινεμά και το ριζοσπαστικό πολιτικό σινεμά δεν είναι πάντα το ίδιο πράγμα – και μερικές φορές μπορεί να απέχουν και πολύ κιόλας. Κι η αλήθεια είναι ότι ο Spike Lee έχει βρεθεί και στις δύο άκρες αυτού του φάσματος μέσα στην πορεία του.

Μην υποθέσετε, όμως, ότι το BlacKkKlansman είναι μια ταινία βλοσυρή και σοβαροφανής. Ακόμα και στις στιγμές του πιο αμετροεπούς διδακτισμού του, τουλάχιστον ο Lee φροντίζει να είναι φαντασμαγορικός, μπριόζικος, κινηματογραφικά γλεντζές. Κι όντως, το BlacKkKlansman κατά βάση βλέπεται ως μια πολιτικο-ιστορική κωμωδία βγαλμένη από τα 70s, με στόχο να μιλήσει με αμεσότητα στο σήμερα. Επειδή, όμως, το πολιτικό σινεμά δεν μπορεί να ιδωθεί σαν πολιτικό κείμενο, δηλαδή σαν ένα κομμάτι χαρτί με αφηρημένες και συγκεκριμένες ιδέες ξέχωρα από την κινηματογραφική του γλώσσα και την ποιότητά του, η νέα ταινία του Lee δυσκολεύεται εκεί που ζορίζεται και μεγάλο μέρος αυτού του είδους «επίκαιρου» σινεμά: στην σχέση μεταξύ κυριολεξίας, αλληγορίας και αλήθειας.

Ενώ ο Lee κατασκευάζει μια διασκεδαστική ατμόσφαιρα, γεμάτη με ερεθιστικά χρώματα, ήχους και εικόνες, τελικά το BlacKkKlansman εμφανίζεται αδύναμο στο ύφος και την ανάπτυξή του. Αν, για παράδειγμα, το αντιπαραβάλλουμε με το Malcolm X, την έτερη μείζονα πολιτικο-ιστορική ταινία του Lee, τότε βλέπουμε να εμφανίζεται μια πολύ σημαντική διαφορά στην κατανόηση και την επεξεργασία του αντικειμένου της ταινίας. Ενώ η ταινία του 1992 προσπάθησε να κατανοήσει βαθιά τόσο την πολιτική σπουδαιότητα όσο και την αισθητική δύναμη του Malcolm X και της εποχής του, δεν προσπάθησε ούτε στιγμή να κρυφτεί από τις αντιφάσεις και τις δυσκολίες του ίδιου του περιεχομένου της. Ήταν μια ταινία γενναία, κι η αλήθεια της ανέπνεε μέσα στην οθόνη με μια πειθώ που δεν είχε σχέση με τις συγκεκριμένες λέξεις και απόψεις που εκφράζονται με λόγια.

Το BlacKkKlansman, από την άλλη, μοιάζει να επιθυμεί να φανεί χρήσιμο σαν κινηματογραφικό εργαλείο στην εποχή του Τραμπ και της ανόδου της διεθνούς ρατσιστικής ακροδεξιάς. Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα μεμπτό επί της αρχής σ’ αυτό – κάθε άλλο. Σ’ αυτήν του την προσπάθεια, όμως, θυσιάζει ένα σημαντικό κομμάτι της κινηματογραφικής αλήθειας που θα μπορούσε να εκπέμπει. Κι είναι, κατά τη γνώμη μου, αυτή η κινηματογραφική αλήθεια που καθιστά πολιτικά σημαντική μια ταινία, κι όχι το «πολιτικό της μήνυμα» αφηρημένα και διαχωρισμένα. Απ’ αυτήν την σκοπιά, η βιαστική αφήγηση, ο βιαστικός ρυθμός, η έμφαση στα γεγονότα εις βάρος της επεξεργασίας των χαρακτήρων και των ερωτημάτων που γεννάει η ιστορία, οι φιγούρες που συχνά μοιάζουν από στερεοτυπικά κατασκευασμένες έως και καρικατούρες, όλα αυτά είναι στοιχεία που δεν βοηθάνε καθόλου το BlacKkKlansman.

Επιπλέον, σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές συζητήσεις των τελευταίων χρόνων, ο Boots Riley (ιστορικός ράπερ και ιδρυτής του συγκροτήματος The Coup, και σκηνοθέτης του φετινού Sorry to Bother You, το οποίο ανυπομονούμε να δούμε) άνοιξε έναν δημόσιο διάλογο με τον Spike Lee, ασκώντας του κριτική για την άμβλυνση των γωνιών κατά την αφήγηση της ιστορίας του Ron Stallworth, την ντε φάκτο υπεράσπιση του ρόλου της αστυνομίας και στις ίδιες τις πολιτικές προθέσεις του Lee. Η δημόσια απάντηση του τελευταίου ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, λακωνική – αλλά αυτό δεν σημαίνει πως τα ζητήματα που θέτει ο Riley δεν είναι επίμονα.

Πράγματι, θα περίμενε κανείς από μια τέτοια ταινία, από έναν τέτοιο σκηνοθέτη, να επεξεργαστεί λίγο περισσότερο τις δομικές σχέσεις μεταξύ των θεσμών του αμερικάνικου κράτους, της αστυνομίας και οργανώσεων σαν την ΚΚΚ – αντί να εμφανιστεί, εν μέρει, ως μια ηρωική ατομική ιστορία όπου σχεδόν κάθε χαρακτήρας ενσαρκώνει αρκετά άγαρμπα μια συγκεκριμένη κοινωνική φιγούρα ή πολιτική άποψη χωρίς ιδιαίτερες αποκλίσεις, αντιφάσεις ή βάθος. Φυσικά, αυτό δεν ακυρώνει τις αρετές της ταινίας – την κινηματογραφική της φαντασία, το πετυχημένο χιούμορ, το σκηνοθετικό νεύρο, όλα πράγματα ιδιαιτέρως σημαντικά σε μια εποχή που τόσο μεγάλο μέρος της κινηματογραφικής μοιάζει προκάτ ή άψυχο.

Υπάρχουν όμως, εν τέλει, μια σειρά από σημαντικά πράγματα που κρατάνε πίσω το BlacKkKlansman – που δυναμιτίζουν στα θεμέλια τις φιλοδοξίες του. Πέρα από το αναμενόμενο υπερφούσκωμα με διαφορετικά genres και συχνά ασύνδετες ιδέες που, σ’ έναν βαθμό, αποτελεί και στοιχείο της γοητείας του Lee, οι αδυναμίες της ταινίας καταλήγουν, εν μέρει, να τοποθετούν το BlacKkKlansman όχι στην πρωτοπορία του (μαύρης) ριζοσπαστικής έκφρασης, αλλά μάλλον στην οπισθοφυλακή της (λευκής) δημοκρατικής ευαισθησίας. Μ’ αυτήν την έννοια, ως μαύρη πολιτική ταινία μοιάζει περισσότερο με το περσινό Detroit της Κάθριν Μπίγκελοου παρά με το Malcolm X. Και παράλληλα, ως ταινία που θέλει να διαβάσει την άνοδο του πολιτικού και κοινωνικού συντηρητισμού, μοιάζει περισσότερο με το περσινό The Post του Στίβεν Σπίλμπεργκ παρά με την 25η Ώρα. Το γεγονός ότι η μαύρη καλλιτεχνική έκφραση στο σινεμά και την τηλεόραση, μέσα στα τελευταία χρόνια, έχει διεκδικήσει και κατακτήσει τόσο πολύ χώρο, φέρνοντας πλήθος νέων ριζοσπαστικών στοιχείων στη φόρμα και το περιεχόμενο αυτών των μέσων, δημιουργεί μια έξτρα πρόκληση σε έναν δημιουργό σαν τον Spike Lee. Κι ελπίζουμε να τον οδηγήσει σε καλύτερο σινεμά στο μέλλον.

Best of internet