Quantcast

Το Tuca & Bertie είναι πολλά περισσότερα πράγματα από μια γυναικεία εκδοχή του BoJack Horseman

Είναι μια ανάσα σουρεαλιστικής δροσιάς, με πουλιά

Γενικά, η σχέση της mainstream βιομηχανίας της διασκέδασης με τις γυναικείες τηλεοπτικές και κινηματογραφικές αφηγήσεις είναι συχνότατα αμήχανη – για να χρησιμοποιήσουμε έναν αρκετά ελαφρύ όρο. Αν θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιον βαρύτερο (και ακριβέστερο) όρο, βέβαια, θα λέγαμε ότι το Χόλιγουντ αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα δομικών σεξιστικών διακρίσεων (όπως κι όλοι οι θεσμοί της καπιταλιστικής κοινωνίας) που εντοπίζονται τόσο εντός όσο κι εκτός της οθόνης, από την χρόνια ατιμωρησία των ανδρών που προβαίνουν σε σεξουαλική παρενόχληση μέχρι την μόνιμη αναπαράσταση του γυναικείου σώματος ως θέαμα προς τέρψη του ανδρικού βλέμματος. Παρόλα αυτά, τα μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο και τηλεοπτικά δίκτυα δεν ξεχνούν ποτέ μια επίσης αυταπόδεικτη αλήθεια: ότι το γυναικείο κοινό είναι μεγάλο, και πληρώνει. Κι αυτό, με τη σειρά του, έχει οδηγήσει την σύγχρονη pop κουλτούρα εδώ και δεκαετίας σε μια αντιφατική αμφιθυμία απέναντι στο γυναικείο storytelling: άλλοτε το πράγμα πηγαίνει προς την αποσιώπηση, κι άλλοτε το πράγμα πηγαίνει προς την συγκατάβαση.

Δεν είναι ότι χρειάζεται και κανένα εξαιρετικά έμπειρο μάτι για να καταλάβεις πότε το Χόλιγουντ παράγει συγκαταβατικό και πατροναριστικό φεμινισμό για μαζική κατανάλωση προκειμένου να αξιοποιήσει με επιχειρηματικό κυνισμό την ανάγκη του μοντέρνου κοινού για περισσότερες γυναικείες και lgbt ιστορίες. Εκεί όπου παλιότερα βλέπαμε συνεχώς το στερεότυπο της Στρουμφίτας, τα τελευταία χρόνια η πιο εξόφθαλμα κυνική τακτική των στούντιο είναι η παραγωγή remakes παλιότερων, γνωστών τίτλων με αποκλειστικά γυναικείο καστ. Και, ναι, δεν είναι να σε εκπλήσσει καθόλου που ταινίες σαν το Ghostbusters του 2016 και το Ocean’s 8 του 2018 αποδείχτηκαν τόσο κακές ταινίες. Αντίστοιχα, θα εκπλησσόμασταν ακόμα λιγότερο αν εν τέλει τα επερχόμενα all-female remakes των High Fidelity, Lord of the Flies, What Women Want και Dirty Rotten Scoundrels αποδειχτούν εξίσου κυνικά, συγκαταβατικά και πατροναριστικά.

Στον αντίποδα, φυσικά, υπάρχει μια μακρά παράδοση γυναικείου αγώνα για καλλιτεχνική ορατότητα και αυτονομία στην κινηματογραφική και τηλεοπτική ιστορία – παράδοση που έχει αναπνεύσει με πολύ μεγαλύτερη άνεση στο underground cinema παρά στην mainstream κινηματογραφική βιομηχανία, αλλά μοιάζει να διαπερνάει όλο και περισσότερο την σύγχρονη pop κουλτούρα όπως την γνωρίζουμε στον 21ο αιώνα. Και κατά μία έννοια, η pop τηλεόραση των τελευταίων χρόνων έχει αποτελέσει πολύ πιο πρόσφορο έδαφος για τις αυτόνομες γυναικείες αφηγήσεις σε σχέση με το μαζικό σινεμά. Μέσα στην τρέχουσα δεκαετία τα τηλεοπτικά δίκτυα κι οι streaming πλατφόρμες άρχισαν με τον καιρό να δίνουν όλο και περισσότερη δημιουργική ελευθερία (και φράγκα) στους creators και τους showrunner των τηλεοπτικών σειρών, με αποτέλεσμα το αποτύπωμά αυτών των σειρών να γίνεται μέσα στην τελευταία δεκαετία όλο και πιο προσωπικό, ιδιαίτερο, ιδιοσυγκρασιακό. Κι ένα αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής ήταν η διεκδίκηση όλο και περισσότερο χώρου για ώριμες, σφαιρικές, πολύπλοκες γυναικείες αφηγήσεις σε τηλεοπτικό φορμάτ.

Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά, ας σκεφτούμε μόνο πόσες υπέροχες σειρές από γυναίκες δημιουργούς έχουμε δει αυτά τα χρόνια: είχαμε το Transparent της Jill Soloway,  το Broad City των Ilana Glazer και Abbi Jacobson, το Insecure της Issa Rae, το Skam της Julie Andem, το The Marvelous Mrs. Maisel της Amy Sherman-Palladino, το Fleabag της Phoebe Waller-Bridge, το Shrill της Lindy West, το Russian Doll των Natasha Lyonne, Amy Poehler και Leslye Headland, μεταξύ πολλών άλλων. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του παρελθόντος της αμερικάνικης τηλεόρασης (μιας κι η βρετανική είχε πάντα μεγαλύτερη γυναικεία παρουσία), οι σειρές που δημιουργούνταν από άνδρες θεωρούνταν «σειρές για όλους», σειρές καθολικής απεύθυνσης και αποδοχής, ενώ οι σειρές που δημιουργούνταν από γυναίκες αντιμετωπίζονταν ως απόκλιση από το default, ως δημιουργίες πιο περιορισμένου ενδιαφέροντος: το ανδρικό είναι το κανονικό, το γυναικείο είναι η εξαίρεση. Παρόλα αυτά, σειρές σαν τις παραπάνω έχει διεκδικήσει και κατακτήσει και με το παραπάνω τον χώρο που τους αξίζει στο σύγχρονο τηλεοπτικό περιβάλλον, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα τόσο τον ιδιαίτερο γυναικείο όσο και τον γενικό καθολικό χαρακτήρα τους.

Δεδομένης της συχνής περιστολής της γυναικείας δημιουργίας σε μια απόκλιση από το “φυσιολογικό”, θα ήταν εύκολο να διαβάσει κανείς επιφανειακά το Tuca & Bertie της Lisa Hanawalt ως μια γυναικεία εκδοχή του BoJack Horseman. Ούτως ή άλλως, οι συνδέσεις είναι εκεί κι απλά περιμένουν να γίνουν – χωρίς να είναι και κρυμμένες δηλαδή. Η σειρά που έκανε την πρεμιέρα της αυτόν το μήνα στο Netflix αφηγείται την ιστορία δύο ανθρωπόμορφων πουλιών που έρχονται αντιμέτωπα με μια υπαρξιακή κρίση στα 30 τους χρόνια καθώς οι ζωές τους αρχίζουν να αλλάζουν. Επιπλέον, η δημιουργός της σειράς είναι production designer και παραγωγός στο BoJack Horseman, ενώ ο δημιουργός του τελευταίου, Raphael Bob-Waksberg, έχει ρόλο παραγωγού στο Tuca & Bertie. Με λίγα λόγια, οι δύο σειρές είναι εξαιρετικά συγγενείς μεταξύ τους τόσο σε ανθρώπινο όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Παρόλα αυτά, το Tuca & Bertie αποπνέει μια τεράστια σιγουριά όσον αφορά την αυτοτέλειά του: γνωρίζει καλά πως είναι μια σειρά με δικό της αφηγηματικό και συναισθηματικό στίγμα, κινούμενη με τρομερή άνεση μέσα στο φορμάτ Ανθρωπόμορφα-Ζώα-Με-Υπαρξιακή-Κρίση-Σε-Πολύχρωμο-Περιβάλλον που έκανε το BoJack Horseman να αγγίξει τόσες πολλές ευαίσθητες χορδές.

Από κάμποσες πλευρές, η ιστορία γυναικείας φιλίας και αγάπης που αφηγείται το Tuca & Bertie είναι μια αναζωογονητική ανάσα μέσα στο συχνότατα μοχθηρό και σκοτεινό τηλεοπτικό περιβάλλον των «σοβαρών» (sic) σειρών. Ήδη από τους τίτλους αρχής, η σειρά της Hanawalt προμηνύει μια οργασμική, σουρεαλιστική, fluid αισθητική κινουμένων σχεδίων που δίνει έναν απελευθερωτικά ευφορικό και άναρχο αέρα στην παρακολούθηση του Tuca & Bertie, σα να ανακάτεψε κάποιος το Yellow Submarine με τους De La Soul σε ένα σουρεαλιστικό, pop, φεμινιστικό μίξερ. Εδώ το animation δεν χρησιμοποιείται τόσο για την αποστασιοποίηση από την ανθρωπινότητα της ιστορίας (από τα κλασικά τρικ του ενήλικου κινουμένου σχεδίου που ευτυχώς εγκαταλείπεται από όλο και περισσότερες παραγωγές) αλλά περισσότερο για να υπογραμμίσει την πολύχρωμη ζωντάνια όλων των ανθρώπινων και μη-ανθρώπινων στοιχείων που βρίσκονται μέσα στην οθόνη. Στο Tuca & Bertie όλα μοιάζουν σα να τρώγονται, σα να μπορείς να τα μυρίσεις, σα να έχουν μια ξεχωριστεί υφή το καθένα. Και με εξαιρετικό soundtrack, παρεμπιπτόντως. Απλά δείτε τα opening credits:

Η σειρά, όμως, αποδεικνύεται ακόμα πιο αναζωογονητική με έναν πιο διακριτικό τρόπο – γεγονός που μοιάζει να αντιφάσκει με τον υπερβολικά loud τρόπο που συμβαίνουν τα πάντα στο Tuca & Bertie. Αφηγούμενη την ιστορία των δύο γυναικών-πουλιών που έρχονται αντιμέτωπες με την κρίση των 30 και τις προκλήσεις της αληθινά ενήλικης ζωής (αυτής που ξεκινάει στα 30 δηλαδή), η Hanawalt μας προσφέρει μια υπέροχη αποφετιχοποίηση της millennial εμπειρίας μέσα από την βαθιά αυτοστοχαστική προσέγγιση για τον εαυτό της και τη γενιάς της, δηλαδή των ανθρώπων ανάμεσα πέριξ των 30 που δεν την παλεύουν με τις ζωές τους. Εκεί που μεγάλο μέρος των τηλεοπτικών και κινηματογραφικών αναπαραστάσεων των millennials χαρακτηρίζεται από κυνισμό και πατρονάρισμα (πακέτο με εκμετάλλευση νοσταλγίας, τικάρισμα κουτακίων ψευτοπροοδευτισμού κι εν γένει fellow-kids ατμόσφαιρα), στο Tuca & Bertie προτάσσεται μια τρυφερή, ώριμη κι ειλικρινής διερεύνηση της millennial ταυτότητας μέσα από την αναζήτηση μιας αυθεντικής γυναικείας φωνής. Κι όσο περνάνε τα επεισόδια, αρχίζεις να καταλαβαίνεις ότι η σειρά εισχωρεί όλο και βαθύτερα κάτω από το δέρμα σου εκθέτοντας σφαιρικά την Tuca και την Bertie σαν αληθινά παιδιά της εποχής τους: χωρίς σιγουριά, χωρίς προοπτική, αλλά με σχέσεις αναμεταξύ τους που έχουν πλάκα και νόημα και κατανόηση κι εν τέλει τις βοηθάνε να αντέχουν τον σύγχρονο κόσμο, αποτελώντας τον πραγματικό πλούτο της καθημερινότητάς τους.

Σε τελική ανάλυση, το Tuca & Bertie είναι μια σειρά με χαρά και με πόνο, η οποία μεταχειρίζεται το χιούμορ και το τραύμα με έναν τρόπο άναρχο και αποσταθεροποιητικό, αλλά βασισμένο πάντα στην σχεσιακότητα – στις σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους οι άνθρωποι-πουλιά που βλέπουμε στην οθόνη. Επιστρατεύοντας τα πιο φωναχτά χρώματα και τους πιο πολύχρωμους ήχους, η σειρά της Hanawalt παίρνει την χαοτική υφή της πραγματικότητας του 2019 και την κάνει ακόμα πιο χαοτική. Στόχος της, όμως, δεν είναι η κατάφαση σε έναν meta ειρωνικό κυνισμό όπου όλα έχουν πλάκα αλλά τίποτα δεν έχει νόημα. Όσο προσπαθεί να σε αποσταθεροποιήσει οπτικοακουστικά, άλλο τόσο σου δίνει χέρια να πιαστείς σε αφηγηματικό και συναισθηματικό επίπεδο – μετατρέποντας τις ηρωίδες της σειράς σε πολύ πιο πραγματικούς ανθρώπους απ’ ό,τι περίμενες αρχικά βλέποντας ένα τουκάν κι ένα ωδικό πτηνό να χοροπηδάνε και να τραγουδάνε στην οθόνη. Σε κάτι τέτοια πράγματα, τελικά, είναι που βρίσκεται η μαγεία της κινούμενης εικόνας: στο να παίρνει το ψεύτικο και να το κάνει πιο αληθινό απ’ όσο μπορείς να αντέξεις.

Best of internet