Quantcast

Ο Cormac McCarthy μας έδειξε την σκοτεινή πλευρά της Αμερικής, σημαδεύοντας την λογοτεχνική και κινηματογραφική μας φαντασία

Η πρώτη σπουδαία μεταφορά στη μεγάλη οθόνη ήρθε το 2007 με το No Country for Old Men, αλλά το στίγμα του McCarthy που έφυγε από τη ζωή αυτήν την βδομάδα ήταν ήδη παρόν στο αμερικάνικο σινεμά

Πριν από λίγες μέρες, την Τρίτη 13 Ιουνίου, έφυγε από τη ζωή ένας σπουδαίος Αμερικάνος συγγραφέας. Για την ακρίβεια, ένας από τους σπουδαιότερους του τελευταίου μισού αιώνα, ταυτισμένος αξεδιάλυτα με μια σκοτεινή, βίαιη, αποκαλυπτική (κυριολεκτικά και μεταφορικά) αντίληψη για την σύγχρονη Αμερική. Το όνομά του ήταν Cormac McCarthy, πέθανε πλήρης ημερών στα 90 του χρόνια, μακριά από τα φώτα της mainstream δημοσιότητας όπως έζησε άλλωστε, παρά το γεγονός ότι βιβλία του είχαν κερδίσει βραβεία Πούλιτζερ και ταινίες που βασίστηκαν σε αυτά βραβεία Όσκαρ.

Ο McCarthy, ένας καθ’ όλα Αμερικάνος συγγραφέας που συνεισέφερε στην παράδοση αναζήτησης του Μεγάλου Αμερικάνικου Μυθιστορήματος, δηλαδή της λογοτεχνικής παράδοσης που κατά τον 20ό αιώνα επιχείρησε να συλλάβει την εθνική ψυχή των ΗΠΑ σε όλη της την αντιφατικότητα, πολυπλοκότητα και φυσικά βία, κινήθηκε σε καθ’ όλα αμερικάνικα genres. Ένα τέτοιο genre ήταν το Southern Gothic, στο οποίο ανήκαν οι πρώιμες δουλειές του συγγραφέα όπως το The Orchard Keeper, το Child of God και το Suttree, αμφότερα εκ των οποίων διαδραματίζονται στη νότια πολιτεία του Τενεσί, όπου πέρασε και το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας ο McCarthy. Κι ένα δεύτερο τέτοιο genre ήταν φυσικά το western, το είδος με το οποίο ταυτίστηκε περισσότερο ο McCarthy, και στο οποίο ανήκουν τόσο το magnum opus του, Blood Meridian όσο και η Τριλογία των Συνόρων που τον καθιέρωσε στο αμερικάνικο λογοτεχνικό mainstream με τα All the Pretty Little Horses, The Crossing και Cities of the Plain.

Παίζοντας με τις συμβάσεις του western τόσο στην κλασική εποχή του είδους κατά τον 19ο αιώνα όσο και στον 20ό, κατά τον οποίο το genre απέκτησε πολλούς ριζοσπάστες αναθεωρητές από τα 60s κι έπειτα στο σινεμά και την λογοτεχνία, ο McCarthy σημάδεψε την μαζική λαϊκή μυθοπλαστική φαντασία μέσα από την κατασκευής μια σκοτεινής και βίαιης εικόνας της Αμερικής που ερχόταν σε αντίθεση με την νοσταλγική μυθολογία μιας αγνής, αθώας, αυθεντικής παλαιάς Γης της Ελευθερίας. Η εικονοποιία του McCarthy είναι γεμάτη από ανθρώπους βασανισμένους από αδιέξοδα, σε σύγκρουση με την φύση, με τους ανθρώπους και με τον εαυτό τους. Προφανώς, αυτή η προσέγγιση του McCarthy βρίσκει την καλύτερη εφαρμογή τους στην τραχιά αρρενωπότητα της αμερικάνικης επαρχίας και τα αδιέξοδά της.

Γιατί, πράγματι, ο McCarthy δεν έγραφε για τη μητρόπολη, και για την ακρίβεια η δραματουργία του βρισκόταν στον αντίποδα της προβληματικής της αλλοτρίωσης των μεγάλων αστικών κέντρων που κυριάρχησε στην αμερικάνικη μυθοπλασία (και ειδικά το σινεμά) από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 και μετά. Ο McCarthy στράφηκε στις μικρές πόλεις και τις σκοτεινές γωνιές της αμερικάνικης ενδοχώρας που προσέφεραν μια σκληροτράχηλη αντίθεση στην λαμπερή αλλοτρίωση της Νέας Υόρκης και του Λος Άντζελες, όχι επειδή χαρακτηρίζονταν από ρομαντικοποιημένη αυθεντικότητα αλλά επειδή τα αδιέξοδα ήταν πιο βαριά και βίαια, πράγμα στο οποίο συνεισέφερε βέβαια το σκληρό βλέμμα του συγγραφέα.

Αυτή η προβληματική έφερε τον McCarthy κοντά σε ένα ρεύμα μυθοπλασίας που είχε αρχίσει να ανθεί στο αμερικάνικο σινεμά, και το οποίο χρησιμοποιώντας τα είδη του neo-noir και του neo-western στρεγόταν στην μικρή αμερικάνικη πόλη και τα σκοτεινά μυστικά της για να αποκαλύψει το εφιαλτικό είδωλο του αμερικάνικου ονείρου και της αμερικάνικης ιδεολογίας, επιστρέφοντας συχνά μάλιστα στο ιστορικό παρελθόν και τους ιδρυτικούς μύθους των ΗΠΑ προκειμένου να φωτίσει τα γράμματα αίματος και φωτιάς με τα οποία έχει γραφτεί βίαια η ιστορία της ηπείρου. Αυτήν την παράδοση μπορούμε να την βρούμε στον Terrence Malick των Badlands και Days of Heaven, αλλά και στον David Lynch των Blue Velvet και Twin Peaks, ενώ την καθαρότερη (και πιο σαρδόνια) εκδοχή της την συναντούμε μάλλον στις ταινίες των αδερφών Coen που το 2007 μετέφεραν στη μεγάλη οθόνη με εμβληματικό τρόπο το No Country for Old Men του McCarthy, κερδίζοντας το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας την επόμενη χρονιά.

Δεν είναι βέβαια πολλά τα μυθιστορήματα του McCarthy που έχουν μεταφερθεί στο σινεμά, παρά το μεγάλο κινηματογραφικό potential που έχουν οι ιστορίες του. Πρώτη κινηματογραφική μεταφορά ήταν το All the Pretty Little Horses του 2000 από τον Billy Bob Thornton, έναν σκηνοθέτη πολύ ταιριαστό για το πρότζεκτ αφού το 1996 είχε γυρίσει το εντελώς μακαρθικό εξαίρετο Sling Blade. Το αποτέλεσμα όμως δυστυχώς δεν ήταν το αναμενόμενο, με την ταινία να παίρνει κακές κριτικές και να αποτυγχάνει στο box office. Η επιτυχία του No Country for Old Men το 2007 επιτάχυνε την διαδικασία μεταφοράς βιβλίων του McCarthy στο σινεμά, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει το αξιολογότατο The Road του John Hillcoat το 2009. Γρήγορα ακολούθησαν δύο απογοητευτικές μεταφορές, η τηλεταινία The Sunset Limited του HBO (με σενάριο γραμμένο από τον ίδιο τον McCarthy βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό του) και το Child of God του (πάντα υπερ-φιλόδοξου) James Franco, ο οποίος λίγο νωρίτερα είχε προσπαθήσει επίσης να γυρίσει μια κινηματογραφική μεταφορά του Blood Meridian, χωρίς όμως να καταφέρει να την ολοκληρώσει.

Το Blood Meridian, φυσικά, όντας το κατά γενική ομολογία σημαντικότερο έργο του McCarthy, έχει αποτελέσει περιζήτητο πρωτογενές υλικό κι είναι αρκετοί αυτοί που επιχείρησαν να το μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη, ένα εγχείρημα που έχει θεωρηθεί συχνά καταδικασμένο λόγω του επικού scope της ιστορίας και της ανηλεούς βίας που περιλαμβάνει η ιστορία. Στα τέλη του ’90 ο Tommy Lee Jones αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου σκοπεύοντας να αναλάβει σενάριο και σκηνοθεσία, αλλά το πρότζεκτ έμεινε ανολοκλήρωτο. Περίπου 10 χρόνια αργότερα, σειρά είχε η προσπάθεια του Ridley Scott να κινηματογραφήσει το Blood Meridian, η οποία επίσης αποδείχτηκε ατελέσφορη. Και στις δύο περιπτώσεις, οι δημιουργοί, οι οποίοι είχαν ήδη ολοκληρώσει την συγγραφή του σεναρίου, αποκάλυψαν πως αιτία της κατάρρευσης της μεταφοράς ήταν η δυσκολία των στούντιο να αποδεχτούν την αναπαράστασης της βιαιότητας του Blood Meridian. Μέσα στο 2023 πάντως, στα τέλη Απριλίου, μαθεύτηκε πως ετοιμάζεται ξανά μια απόπειρα μεταφοράς του Blood Meridian στη μεγάλη οθόνη, με τον Hillcoat να αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία (και την πετυχημένη προϋπηρεσία του τόσο στο The Road όσο και στο Αυστραλιανό western The Proposition να αποτελεί καλό οιωνό).

Παρότι δεν υπάρχει πολύ σινεμά βασισμένο στον McCarthy, υπάρχει αρκετό έμμεσα μακαρθικό σινεμά, καθώς ειδικά στα 90s αρκετοί Αμερικάνοι σκηνοθέτες κινηματογράφησαν ιστορίες που μοιράζονται ένα κοινό DNA με τις δικές του. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το Red Rock West του John Dahl, το προαναφερθέν Sling Blade του Thornton, το Lone Star του John Sayles, το A Simple Plan του Sam Raimi, και το Affliction του Paul Schrader μεταξύ άλλων. Λίγο αργότερα μάλιστα, το 2005, είδαμε δύο πετυχημένα neo-western που χρωστάνε αρκετά πράγματα στον McCarthy, το Brokeback Mountain του Ang Lee και το εντελώς μακαρθικό (και πεκινπικό) The Three Burials of Melquiades Estrada του Tommy Lee Jones. Αν υπάρχει έκτοτε βέβαια ένας σύγχρονος Αμερικάνος δημιουργός που μοιράζεται την θεματολογία και την κοσμοθεωρία του McCarthy για την σκοτεινή καρδιά της επαρχιακής Αμερικής και την τραγική βία των Αμερικανο-Μεξικάνικων συνόρων, αυτός είναι ο Taylor Sheridan, τα σενάρια του οποίου για τα Sicario, Hell or High Water και Wind River τον ανέδειξαν σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πένες του αμερικάνικου σινεμά της περασμένης δεκαετίας.

Ο McCarthy ήταν λοιπόν ένας συγγραφέας βαθιά κινηματογραφικός, λαϊκός με την εντελώς αμερικάνικη έννοια του μοντερνισμού των μαζών, και γι’ αυτό βγάζει ακόμα περισσότερο νόημα ο ευλαβής αποχαιρετισμός που επεφύλασσε γι’ αυτόν ένας άλλος λαϊκά κινηματογραφικός συγγραφέας του (περήφανα επαρχιακού) αμερικάνικου 20ού αιώνα, ο Stephen King:

Rest your head upon the clover, Cormac McCarthy.

Best of internet