Quantcast

Το Dark είναι ένα σκότεινο τηλεοπτικό παζλ, αλλά όχι πολλά περισσότερα

Το θέμα είναι, βέβαια, εσύ τι θέλεις να είναι

Είναι Ιούνιος. Το θερμόμετρο έχει βρει την φάση του κι αράζει την πέτσα του σταθερά πάνω από τους 30 βαθμούς. Βάζεις να δεις Dark. Πραγματικά, τι μπορεί να πάει στραβά; Υπάρχει άραγε πιο καλοκαιρινό πράγμα να κάνει κανείς; Ενάμιση χρόνο και κάτι μετά τον πρώτο κύκλο, λοιπόν, ξεκινάω να βλέπω τη δεύτερη σεζόν Dark με αδικαιολόγητη βεβαιότητα για την ικανότητά μου να θυμηθώ τα ονόματα και τις ιδιότητες όλων αυτών που παρήλαυναν από την οθόνη. Χρειάστηκε έντονη βοήθεια από συνοδοιπόρους θεατές και wiki σελίδες για να τονωθεί η μνήμη, αλλά, αλήθεια, ποιος έφταιγε που δεν θυμόμουν;  Εν μέρει εγώ, φυσικά, αφού θα μπορούσα να έχω κάνει μια επανάληψη ξαναβλέποντας τον πρώτο κύκλο διαβάζοντας recaps επεισοδίων, αλλά εν μέρει κι η ίδια η σειρά, αφού το μόνο που μου είχε αφήσει ήταν η αίσθηση της ατμόσφαιρας, τα βασικά σημεία της πλοκής και τα σημεία αναφοράς της από άλλα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά έργα. Αυτό που μου ήταν αδύνατο να θυμηθώ πραγματικά, ακόμα και μετά την απαραίτητη επανάληψη, ήταν οι χαρακτήρες, τα συναισθήματά τους, οι σχέσεις μεταξύ τους. Εκεί ήταν το πρόβλημα, όχι στα γεγονότα.

Από μία πλευρά, ΟΚ, είναι πολύ εντυπωσιακό πράγμα το Dark. Ήρθε στις οθόνες μας το Δεκέμβριο του 2017, ένα μήνα μετά τη δεύτερη σεζόν του Stranger Things και τρεις μήνες μετά το φινάλε της νέας σεζόν του Twin Peaks, μοιάζοντας σα να θέλει να τα συνδυάσει με ή χωρίς τη θέλησή τους. Είχαμε σκοτεινιά, είχαμε μυστήριο, είχαμε παιδιά και ενήλικες, είχαμε πειράματα, είχαμε ραδιενέργεια, είχαμε παράλληλους κόσμους, χωροχρόνους σε σύγχυση, είχαμε μια μικρή πόλη γεμάτη μυστική και ψέματα μυθολογικού βάρους. Εκτός αυτών, όμως, ήταν κι η πρώτη τεράστια μη-αγγλόφωνη επιτυχία του Netflix, έπειτα από την πρώτη φουρνιά σειρών σαν το 3% και το Suburra, αποτελώντας μια σημαντική απόδειξη πως δεν είναι μόνο οι αγγλόφωνες παραγωγές αυτές που μπορούν να γίνουν βιώσιμες και φιλόδοξες στο σημερινό τηλεοπτικό περιβάλλον. Ευτυχώς, πριν από μερικά χρόνια είχαμε και το μεγάλο μπαμ του Skam και των ιταλικών crime dramas που άνοιξαν περισσότερο την πόρτα.

Από την άλλη, βέβαια, αυτή η αδρή περιγραφή του ύφους και της σημασίας της σειράς σε επίπεδο αναφορών και τηλεοπτικού context δεν μας λέει και πολλά για το ίδιο το περιεχόμενό της. Κι αφού λοιπόν ήταν αναγκαίο να θυμόμαστε σφαιρικά τον πρώτο κύκλο, τι ακριβώς ήταν αυτό που έπρεπε να έχουμε κατά νου; Εν πολλοίς, οι σταθερές της σειράς των Baran bo Odar και Jantje Friese παραμένουν οι ίδιες, αλλά στο πιο ζοφερό και μοχθηρό και σκοτεινό. Τέσσερις γερμανικές οικογένειες συνεχίζουν να μένουν εγκλωβισμένες σε μια time-travel συνωμοσία γεμάτη λούπες και παράδοξα που κρατάει εδώ και τρεις γενιές, με τους χαρακτήρες να μετακινούνται ανάμεσα στο 1921 και το 2053 πλέον σα να πηγαίνουν στο περίπτερο για τσιγάρα, μόνο που το περίπτερο είναι ένα πυρηνικό εργοστάσιο και τα τσιγάρα μια μηχανή μεταφοράς στο χρόνο που έχουν από πάνω τους την σκιά της αποκάλυψης που σκεπάζει τα πάντα στο μικρό, γραφικό, ευχάριστο Winden.

Καθώς έβλεπα τα νέα επεισόδια και κάλυπτα τα κενά της μνήμης με την βοήθεια recaps και γενεαλογικών δέντρων σαν αυτό, σκεφτόμουν: τι με συνδέει μ’ αυτούς τους χαρακτήρες και το δράμα τους; Είναι τυχαίο που ο μόνος τρόπος να σχετιστείς μαζί τους είναι μέσα από γενεαλογικά δέντρα; Απαιτεί κάποια δύναμη συναισθηματικής και αφηγηματικής κατανόησης προκειμένου να τους γνωρίσεις; Αν μπορείς να τους προσεγγίσεις τελικά μόνο με βάση την αλληλουχία των γεγονότων και τις γραμμές που τους συνδέουν σε ένα διάγραμμα, αυτό δε συμβαίνει μόνο γιατί οι σχέσεις τους είναι μπερδεμένες, αλλά κι επειδή οι σχέσεις τους είναι άδειες, επειδή δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που να τους δίνει ανθρώπινη ζωή και περιεχόμενο πέρα από το ότι αποτελούν σταθμούς μιας λούπας, κομμάτια ενός παζλ, δεδομένα ενός κώδικα, στοιχεία ενός αινίγματος. Στην πραγματικότητα, σκεφτόμουν, το ζουμί της σειράς είναι ήδη σαφές από το εναρκτήριο τρικ με την ημερομηνία, κατά το οποίο βλέπουμε την δεύτερη σεζόν να κάνει πρεμιέρα την ίδια μέρα όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα του πρώτου επεισοδίου του πρώτου κύκλου: 21 Ιουνίου 2019. Είναι, λοιπόν, αυτή η σειρά κάτι παραπάνω από ένα σκοτεινό κι ατμοσφαιρικό παζλ που αναπαράγει τον εαυτό του και ρουφάει τον θεατή μέσα του καθώς εκείνος φωνάζει στην άβυσσο «Ω ΜΑΛΑΚΑ ΤΙ ΣΚΕΦΤΗΚΑΝ ΟΙ ΤΡΕΛΟΙ»;

Πράγματι, ίσως το Dark να μπορούσε να περιγραφεί απ’ αυτήν την σκοπιά και μόνο, να περισταλεί σ’ αυτήν του την ιδιότητα: ότι είναι ένα παζλ με έμφαση στην ατμόσφαιρα. Ποιο είναι όμως το περιεχόμενο αυτού του παζλ κι αυτής της ατμόσφαιρας από δραματική σκοπιά; Σε τελική ανάλυση, σειρά δε βλέπουμε; Αυτό δεν κάνουν οι σειρές ως έργα μυθοπλασίας; Δεν απαιτούν ένα ανθρώπινο δράμα; Βασικά, παίζεται. Μπορεί, σε κάποιες περιπτώσεις, να μην θέλεις ανθρώπινο δράμα. Να θέλεις απλά να δεις ή να ξεδιαλύνεις τι θα γίνει σαν να πρόκειται για ένα βίντεο με μια καλοκουρδισμένη μηχανή Rube Goldberg. Γιατί, στο κάτω-κάτω, κι οι προσδοκίες από ένα έργο μυθοπλασίας είναι ιστορικά προϊόντα: αλλάζουν, μεταμορφώνονται, αποκτούν νέο περιεχόμενο. Επειδή όμως εμείς πιστεύουμε ότι σοβαρή τηλεοπτική μυθοπλασία μόνο με ατμόσφαιρα και αίνιγμα δε γίνεται, είπαμε να τα πιάσουμε με τη σειρά και να δούμε τι μπορούμε να βγάλουμε.

Όπως και πολλές άλλες σειρές της εποχής του (με προεξέχοντα τα Black Mirror, Game of Thrones, The Handmaid’s Tale και Chernobyl), το Dark ποντάρει τα μάλα σε μια ζοφερή, σκοτεινή, βλοσυρή, επιβλητική ατμόσφαιρα. Απηχώντας όμως τις χειρότερες αντί για τις καλύτερες πλευρές των προαναφερθέντων σειρών, χρησιμοποιεί επίσης αυτήν την ατμόσφαιρα σαν «αποδεικτικό στοιχείο» ότι πρόκειται για «σοβαρή» (sic) σειρά, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να διερευνήσει αυτό το πεδίο με όρους ανθρώπινου δράματος, ενδιαφέρουσας μυθοπλασίας, πολύπλευρων ιδεών ή ισχυρών θεματικών αξόνων. Ουσιαστικά, η ατμόσφαιρα χρησιμοποιείται απλώς εργαλειακά ως σύμβολο για το βάθος, καταλήγοντας εν τέλει να ποζάρει σαν υποκατάστατο του βάθους. Είναι αυτό το πράγμα που στοχεύει σε αντιδράσεις που λένε «Ω ΜΑΛΑΚΑ ΣΚΟΤΑΔΙ» χωρίς να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το συγκεκριμένο δραματικό περιεχόμενο αυτού του ερεβώδους σκότους. Στον αντίποδα αυτής της αντίληψης που μετατρέπει τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους απλώς σε προέκταση της ατμόσφαιρας ως στοιχεία του ντεκόρ βρίσκεται, κατά έναν ειρωνικό τρόπο, το ίδιο το Twin Peaks που εν πολλοίς χρησιμοποιεί σαν blueprint η σειρά του Netflix. Εκεί, ο David Lynch έφτιαξε έναν σαγηνευτικά ζοφερό κόσμο με σκοπό να χαρτογραφήσει τον αγεωγράφητο σκοτεινό χώρο της ανθρώπινης επαφής με τον εαυτό και το σύμπαν – κι ήξερε ότι για να το κάνει αυτό χρειάζεται αληθινό, ανθρώπινο, σάρκινο δράμα ακόμα κι αν μετά σκόπευε να το αποδομήσει μέχρις εσχάτων. Έτσι, η πνιγηρή ατμόσφαιρα του Twin Peaks δεν ήταν εκεί απλά για να γεμίσει κενό χώρο στην οθόνη αλλά για να εκφράσει την θεματική κι αισθητική ενότητα του ψυχικού κόσμου, των κοινωνικών σχέσεων και του (υπερ-)φυσικού περιβάλλοντος.

Σ’ ένα επόμενο επίπεδο, η αντίληψη της αφήγησης ως ένα πομπώδες παζλ προς επίλυση, ως ένα κυνηγετικό παιχνίδι ανάμεσα στο έργο και στο κοινό του, είναι επίσης μια διακριτή παράδοση που έχουμε συναντήσει επανειλημμένα σε πράγματα όπως κάποιες ταινίες του Christopher Nolan, το Lost ή το Westworld. Είναι πράγματα που λατρεύουν να αποκρυπτογραφούν οι fans του, συχνά συνοδεύοντας αυτήν την απόλαυση με μια αυταρέσκεια σχετικά με τη δική τους νοημοσύνη και μια περιφρόνηση για τη νοημοσύνη όσων δεν τα εκτιμούν. Στην ουσία της, όμως, η απροθυμία δέσμευσης σε μια τέτοια αφήγηση-παζλ δεν έχει να κάνει με την αδυναμία κατανόησης των causal loops ή bootstrap paradoxes ενος time-travel αφηγηματικού σχήματος με λογικούς όρους ή την προϋπόθεση διαβάσματος Nietzsche και Poincare – πράγματα που όλα τους υπάρχουν μέσα στο Dark. Έχει να κάνει με την περιστολή του δράματος σε ένα κλειστό σύστημα χωρίς διαφυγή, όπου ο ανθρώπινος χαρακτήρας της ιστορίας υπάρχει μόνο για να εξυπηρετεί τη λογική του συστήματος και να αναπαράγει το παζλ ως challenge, επιθυμώντας την ιδεατή αντίδραση «Ω ΜΑΛΑΚΑ ΚΑΨΙΜΟ». Όπως γράφαμε και με αφορμή το Westworld, κάθε τρικ και ανατροπή έρχεται σαν ένα ακόμα βήμα σε μια συνεχή υπόσχεση ότι όλα θα βγάλουν νόημα στο μέλλον, προσφέροντάς μας ελάχιστα ψίχουλα αληθινού δράματος στο ενδιάμεσο. Μ’ αυτήν την διαρκή παραπομπή από το ένα τρικ στο άλλο – σε μια αλυσιδωτή αντίδραση ανατροπών – το Westworld μοιάζει να προσπαθεί συνειδητά να δημιουργήσει έναν δικό του φαύλο κύκλο, ένα δικό του κλειστό σύστημα που αναγνωρίζει μόνο την δική του λογική, την λογική του συστήματος: το δράμα δεν αποτελείται από ανθρώπινους και μη-ανθρώπινους χαρακτήρες – αποτελείται μόνο από λούπες και glitches.

Μ’ αυτήν την έννοια, ενώ την επιφάνεια το Dark μοιάζει περισσότερο με έναν συνδυασμό του Twin Peaks με το Stranger Things, στην πραγματικότητα μυρίζει περισσότερο Lost, αποπνέοντας αυτό το πράγμα που στο τέλος προσπαθείς να καταλάβεις αν σε εντυπωσίασε ή σε κορόιδεψε – ή αν σε εντυπωσίασε ο τρόπος με τον οποίο σε κορόιδεψε. Έχει πράγματα που έχουν ένα ιδιαίτερο τρόπο να σε κρατάνε σε μια συνεχή εγρήγορση επίλυσης του παζλ και μαζέματος των κομματιών του, αλλά άμα τα επισκεφτείς ξανά τότε δύσκολα φτάνεις πέρα από το “α οκ, εκεί το πήγαινε, μάλιστα”. Με λίγα λόγια, η λογική του παζλ είναι για το Dark (όπως ήταν και για το Lost και το Westworld) ένα κλειστό σύστημα, κάτι που δεν υπακούει στην σχέση αφηγηματικού σκοπού και αφηγηματικών μέσων. Καλούμαστε, λοιπόν, να λύσουμε ένα μυστηριώδες παζλ το οποίο μετά βίας πιστεύει στους ίδιους του κανόνες του, αναγνωρίζοντας αντίστοιχα μόνο την ίδια του την λογική ως σύστημα – χωρίς τίποτα να μας απαντάει στο ερώτημα γιατί να λύσουμε αυτό το παζλ πλέον, τι λόγο έχουμε να ενδιαφερόμαστε ακόμα. Κι ενώ στον πρώτο κύκλο αυτό είχε μια κάπως ιντριγκαδόρικη πλευρά, στον δεύτερο η λογική της κλειστής λούπας και του παράδοξου χωρίς τέλος άρχισε να γίνεται έντονα φορτική.

Αν κοιτάξουμε, λοιπόν, κάτω από την επιβλητική ατμόσφαιρα και την παζλ λογική της πλοκής, τι μένει; Η αλήθεια είναι πως δυστυχώς μάλλον μένει μια συρραφή από κοινοτοπίες που αν πακετάρονταν με λιγότερο σαγηνευτικό τρόπο μάλλον δεν θα τις παίρναμε ούτε ελάχιστα στα σοβαρά. Ουσιαστικά, ένα μεγάλο μέρος της σειράς αποτελείται από μετα-εφηβικού τύπου σκοτεινές ποζεριές. Έχουμε apocalypse porn, έχουμε pop φιλοσοφικό πεσιμισμό, έχουμε αμπλαούμπλα θεολογικό μυστικισμό, έχουμε hardcore επιστημονισμό. Δηλαδή, ΟΚ, η δεύτερη σεζόν ξεκινάει με τον χιλιοφορεμένο αφορισμό του Nietzsche για την άβυσσο, με κάτι λατινικά και κάτι προφητείες, με generic συνωμοσίες κακών για επανεκκίνηση του πολιτισμού σε φάση Batman Begins, με έναν μπάτσο να παραθέτει Freud στο χαλαρό μπροστά στη μισή πόλη, με χρονομηχανές να σε πηγαίνουν 33 χρόνια μπρος και πίσω γιατί λίγος διακριτικότατος συμβολισμός είναι πάντα ευπρόσδεκτος. Βασικά, τι να λέμε, ο τίτλος της σειράς είναι Dark – DARK που να πάρει η οργή.

Πραγματικά, όταν η σειρά αρχίζει τον σοβαρό θεματικό προβληματισμό ξεφεύγοντας από τα ατμοσφαιρικά slow-motion πλάνα προβληματισμένων προσώπων κι ερειπωμένων σκοτεινών δωματίων με εξαιρετική μουσική (Ben Frost είσαι αφού, μην τα ξαναλέμε), τότε το Dark αδειάζει πάνω μας όλη την φαρέτρα pop φιλοσοφικής κοινοτοπίας μιλώντας με στόμφο για δυϊσμούς όπως η ζωή κι ο θάνατος, το καλό και το κακό, ο παράδεισος κι η κόλαση, το τέλος κι αρχή, το ίδιο και το άλλο – περιορίζοντάς τα όλα σε μια σειρά από ρητορικά τεχνάσματα που κάνουν το θεματικό προβληματισμό της σειράς να μην είναι ούτε αρκετά συγκεκριμένος ώστε να οδηγήσει σε μια ταύτιση με το κοινό μέσω της επεξεργασίας ζόρικων ιδεών σε άμεσο ανθρώπινο επίπεδο ούτε αρκετά αφηρημένος ώστε να συμπυκνώσει μια σειρά από βαριά ερωτήματα σε τέτοιο βαθμό που να καταφέρει μια αισθητική υπέρβαση. Όλως τυχαίως, πρόκειται πάλι για πράγματα που κατάφερε το Dark και τα οποία επιβιώνουν σε άλλες περιπετειώδεις και φιλόδοξες σειρές της εποχής μας όπως το Fargo, το Atlanta ή το Legion (που παρεμπιπτόντως στη νέα σεζόν του έχει πολύ πιο ενδιαφέρον time-travel προσπαθώντας να αφηγηθεί με διαφορετικό τρόπο το ταξίδι στο παρελθόν ως μια εκδοχή του προβλήματος της κατανόησης της δύστροπης σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τον χρόνο).

Δυστυχώς, το Dark δεν θέλει ή δεν μπορεί να πάει ένα βήμα πέρα από το κυνήγι του mindfuck ή το θαμπώματος. Αυτά τα κάνει καλά, αλλά από κάτω έχει κενό. Κατά βάθος, δείχνει έναν συντηρητισμό στην φαντασία, αφού εξαντλεί τις αφηγηματικές δυνατότητες που σου δίνει το ξεκούρδισμα του χρόνου για χάρη ενός gimmicky παιχνιδιού ποντικιού και γάτας αντί να επιλέξει το άνοιγμα στο βαθύτερο χάος της εποχής ειδικά και της ιστορίας γενικά. Θα μπορούσε, εν τέλει, να ανοιχτεί στην απελευθέρωση αυτών των μαγικών δυνάμεων που μπορούν να απελευθερωθούν όταν ξεκολλάς από τον χρόνο όπως ο στρατιώτης στο Slaughterhouse-Five του Kurt Vonnegut, όταν συνειδητοποιείς ότι δεν μπορείς να ξεφύγεις από το παρόν ακόμα κι αν ταξιδέψεις πίσω όπως ο χρονοναύτης στο La Jetee του Chris Marker ή όταν αρχίζεις να βλέπεις τον χρόνο περισσότερο σαν την ασθένεια και λιγότερο σαν την θεραπεία όπως o άγγελος στο Wings of Desire του Wim Wenders. Είναι κρίμα, όταν μπορείς να κάνεις τόσα πολλά, να κάνεις τελικά τόσα λίγα.

Best of internet