Quantcast
POLITIX

Τελικά, τι σκατά πρέπει να γίνει για να καταγγείλουμε περιπτώσεις κακοποίησης;

Πόσες αποδείξεις πρέπει να έχουμε στα χέρια μας για να δηλώσουμε ανησυχία για το διπλανό σπίτι;


Κορίνα Πετρίδη · 2 Ιουνίου 2018

Η τοπική κοινωνία «είχε ενδείξεις, δεν είχε αποδείξεις» δήλωσε πριν από κάποιες ημέρες ο δήμαρχος της Λέρου, Μιχάλης Κόλιας, όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει γιατί κανένας δεν είχε μιλήσει για τους γονείς που κακοποιούσαν και βίαζαν επί σειρά ετών τα παιδιά τους, ενώ στη συνέχεια συμπλήρωσε «Ήταν μια περίεργη κατάσταση, αλλά τίποτα δεν έδειχνε τι ακριβώς συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες του σπιτιού. Δεν υπήρχε περίπτωση να γνωρίζαμε τι συμβαίνει και να μην είχαμε κάτι».

Με αυτή την ελαφρότητα τοποθετήθηκε ο δήμαρχος της Λέρου για την υπόθεση των γονέων που ασκούσαν συστηματικά βία πάνω στα τέσσερα παιδιά τους, αφού οι συζητήσεις περί κακοποίησης στη γειτονιά, η περιστασιακή νοσηλεία των παιδιών σε νοσοκομεία και οι τρεις καταγγελίες στο Χαμόγελο του Παιδιού φαίνεται ότι δεν είναι στοιχεία ικανά για να κινητοποιηθούν οι αρχές.

Και για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, η υπόθεση ανοίγει πριν από λίγες ημέρες, όταν η 14χρονη κόρη μεταφέρεται με ακατάσχετη αιμορραγία στο Κέντρο Υγείας της Λέρου. Εκεί θα την εξετάσει παιδίατρος και γυναικολόγος και θα διαπιστωθεί ότι το ανήλικο κορίτσι έχει πέσει θύμα βιασμού.

Ωστόσο, αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που η 14χρονη νοσηλεύεται σε νοσοκομείο. Για την ακρίβεια, είχε νοσηλευτεί και πέρυσι, το 2017, σε Νοσοκομείο Παίδων, όπου την εξέτασε και ψυχολόγος. Η 14χρονη διαγιγνώσκεται με άγχος, αλλά ο ψυχολόγος το αποδίδει σε στρες για τις σχολικές υποχρεώσεις. Έτσι, το οικογενειακό περιβάλλον κρίνεται ασφαλές και το κορίτσι επιστρέφει στη Λέρο, όπου συνεχίζει να κακοποιείται -όπως φάνηκε τελικά- από τη μητέρα και τον πατέρα του.

Θύματα της ίδια βίας υπήρξαν φυσικά και τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας, από το μικρότερο (8 χρονών) μέχρι το μεγαλύτερο (27 χρονών). Και οι δηλώσεις του τελευταίου, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός που κατάφερε να φύγει από το σπίτι, διέλυσαν κάθε ισχυρισμό περί «άγνοιας» της τοπικής κοινωνίας:

«Το περισσότερο ξύλο το έτρωγα εγώ και ο αδερφός μου με την νοητική υστέρηση. Από την παιδική μου ηλικία θυμάμαι αυστηρότητα. Με χτυπούσε μπροστά στους φίλους μου και με τραβούσε για να πάω σπίτι. Τα τελευταία χρόνια σταμάτησε να με χτυπάει γιατί τον είχαν προειδοποιήσει άνθρωποι ότι θα τον πάνε στην αστυνομία»

Μετά τη σύλληψη των γονέων, το Χαμόγελο του Παιδιού σε ανακοίνωσή του δήλωσε ότι γνώριζε για την υπόθεση ήδη από τον Μάιο του 2017, αφού είχε δεχτεί καταγγελίες για τη συγκεκριμένη οικογένεια. Δήλωσε, επίσης, ότι ήταν αναρμόδιο να δράσει, αφού είχε ενημερώσει την Εισαγγελία, η οποία τυπικά θα έπρεπε να διατάξει τη διεξαγωγή έρευνας. Κάτι που δεν έγινε ποτέ.

Στην ανακοίνωσή του, λοιπόν, το Χαμόγελο του Παιδιού αναφέρει:

«Τον Μάιο του 2017, Το Χαμόγελο του Παιδιού είχε λάβει καταγγελία στην Εθνική Τηλεφωνική Γραμμή για τα παιδιά SOS 1056 σύμφωνα με την οποία οι συγκεκριμένοι γονείς ασκούσαν έντονη σωματική κακοποίηση στα ανήλικα παιδιά τους, τα παραμελούσαν και υπήρχαν υπόνοιες για σεξουαλική παρενόχληση της ανήλικης κόρης (13 ετών τότε). Άμεσα, όπως γίνεται για κάθε ανάλογη καταγγελία, ενημερώθηκε η αρμόδια Εισαγγελία Ανηλίκων, ώστε να προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες.

Τον Ιούλιο του 2017, Το Χαμόγελο του Παιδιού έλαβε κλήση από συγγενικό πρόσωπο της οικογένειας, όπου ανέφερε ότι το 13χρονο κορίτσι καθώς και ο 8χρονος αδερφός της βρίσκονταν σε Νοσοκομείο Παίδων κατόπιν εισαγγελικής εντολής. Το συγκεκριμένο άτομο ενημέρωσε ότι το 13χρονο κορίτσι έφυγε μόνο του από το Νοσοκομείο, καθώς φοβόταν ότι θα γυρίσει πίσω στο οικογενειακό της περιβάλλον, ωστόσο εντοπίστηκε άμεσα κι επέστρεψε ξανά»

Επομένως, η επανειλημμένη άσκηση βίας (και) σε δημόσιο χώρο από τους γονείς, οι νοσηλείες, η διάγνωση κάποιας αγχώδους διαταραχής συνιστούν για μία κοινωνία και τις αρχές της «μη-αποδείξεις» ή «ενδείξεις αμελητέας σημασίας».

Περιμένουμε από ανήλικα παιδιά να λεκτικοποιήσουν και να καταγγείλουν τη βία που δέχονται από τότε που μπορούν να θυμηθούν τον εαυτό τους, γιατί για εμάς η απόπειρα ενός 13χρονου κοριτσιού να ξεφύγει από τους γονείς του δεν είναι μία κίνηση που φέρει αρκετή απόγνωση και αποδεικτική σημασία.

Και, συμπτωματικά, ήταν οι ίδιες αποδείξεις που χρειαζόταν η κοινωνία της Λέρου, όπως και η υπόλοιπη ελληνική κοινωνία, για να καταγγείλει- ή να σταματήσει να αναπαράγει- το μαζικό βασανισμό που συνέβαινε επί δεκαετίες στο Ψυχιατρείο της Λέρου. Αντιθέτως, καμία απόδειξη, ένδειξη, ούτε καν δικαιολογία δεν χρειάστηκαν το 2016 κάτοικοι του νησιού για να λιντσάρουν πρόσφυγες  και μετανάστες και να απαιτήσουν την απομάκρυνσή τους από το νησί.

Το επιχείρημα περί αποδείξεων, λοιπόν, όταν συζητάμε για τη συγκεκριμένη υπόθεση -αλλά και για αντίστοιχες περιπτώσεις- είναι τουλάχιστον παιδαριώδες και αφελές, γιατί αν και κανένας δεν θα μπορούσε πράγματι να γνωρίζει το μέγεθος της βαρβαρότητας, το γεγονός ότι ένας πατέρας δέρνει απροκάλυπτα τα παιδιά του σε δημόσιο χώρο, θα έπρεπε να είναι από μόνο του στοιχείο επαρκές για να καταλάβει κανείς με πόση βία μεγάλωναν αυτοί οι άνθρωποι τα παιδιά τους.

Είναι, όμως, και ένα επιχείρημα βολικό που παρέχει άλλοθι σε όσους ήξεραν- ή έστω υποπτεύθηκαν- και δεν μίλησαν, φοβούμενοι να διαταράξουν την ομαλότητα της καθημερινότητάς τους και του νησιού. Ένα επιχείρημα που απαλλάσσει τις αρχές από την κατηγορία της ολιγωρίας που έβαλαν τις καταγγελίες όσων προσπάθησαν να μιλήσουν σε ένα σκονισμένο συρτάρι, αφήνοντας αυτά τα παιδιά εγκλωβισμένα σε ένα τοξικό περιβάλλον.

Best of internet