Quantcast

Το κόψιμο σειρών δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο νέος κανόνας του Netflix

Και το άτυχο 1899 ήταν απλώς το τελευταίο θύμα της λογικής και της οικονομίας των streaming πλατφορμών

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

9 Ιανουαρίου 2023

Κάποτε, μέχρι και την πρώιμη περίοδο της αμερικάνικης τηλεοπτικής golden era των 00s, υπήρχε μια διακριτή μυθολογία κομμένων σειρών. Συνέβαινε πολύ συχνά η ακύρωση μιας σειράς από ένα τηλεοπτικό δίκτυο να έχει κάτι το ελαφρώς τραγικό, σα να επρόκειτο για μια κοσμική αδικία με ειδικό καλλιτεχνικό βάρος, μια έλλειψη αναγνώρισης έργων που έτυχε να βρίσκονται κάπως πιο μπροστά από την εποχή τους, μια παρεξήγηση των σκοπών ή του νοήματός του από το κυρίαρχο πλαίσιο της pop κουλτούρας της περιόδου. Τύχαινε, λοιπόν, κάποιες σειρές να πέφτουν θύματα της δικής τους φιλοδοξίας ή του συντηρητισμού των καναλιών – και η δικαιοσύνη δεν αποκαθίστατο παρά μόνο εκ των υστέρων, με την ανάδειξη σε cult φαινόμενο, με την αναγνώριση από online κοινότητες, με τις πωλήσεις σε home video ή με την μετατροπή σε underground viral sensation. Αν πρέπει να μιλήσουμε με παραδείγματα, θα λέγαμε ότι τέτοιες σειρές στα early 00s ήταν το Deadwood, το Carnivale, το Firefly, το Freaks and Geeks ή το Arrested Development – με κάποιες από αυτές να δικαιώνονται μετά θάνατον και να επιστρέφουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Έκτοτε, η τηλεόραση (αμερικάνικη και σταδιακά όχι μόνο) έγινε ένα διαφορετικό ζώο και μια ογκωδέστερη βιομηχανία. Σταδιακά, καθώς το τηλεοπτικό τοπίο άρχισε να γίνεται όλο και πιο πυκνοκατοικημένο, με την πολιτισμική παραγωγή της μικρής οθόνης να εισχωρεί όλο και περισσότερο στην καθημερινότητά μας με την ανάπτυξη της οικιακής ψυχαγωγίας των έξυπνων συσκευών και των streaming πλατφορμών, είδαμε να αλλάζει και η ίδια η τηλεοπτική μυθολογία. Η νέα κατάρα δεν ήταν πια να κόβεται μια σειρά πριν την ώρα της, αλλά να συνεχίζεται επ’ άπειρον, πέρα από τις προθέσεις των δημιουργών και πέρα από την δραματουργική βιωσιμότητα της αφήγησης, για χάρη της αναπαραγωγής της ως μηχανή κέρδους (είτε με τη μορφή διαφημιστικού χρόνου για τα παραδοσιακά δίκτυα είτε με τη μορφή αύξησης των συνδρομών για τις νέες πλατφόρμες). Ούτως ή άλλως, το να τραβάς μια σειρά παραπάνω απ’ όσο πρέπει είναι απλώς η άλλη όψη από το να την κόβεις πριν την ώρα της: και στις δύο περιπτώσεις έχουμε έλεγχο του έργου από το τηλεοπτικό δίκτυο αντί για τον δημιουργό. Θεωρητικά, για ένα διάστημα έμοιαζε σαν η τηλεόραση να χωράει τα πάντα πλέον, σα να δίνει χώρο σε οτιδήποτε, σαν ένας pop culture παράδεισος όπου σχεδόν κάθε λουλούδι αφήνεται να ανθίσει. Αν είναι έτσι, όμως, τότε γιατί κόβονται ακόμα σειρές που φαντάζουν σημαντικές ή πετυχημένες;

Αφορμή για να τα πούμε όλα αυτά είναι το 1899, η πρόσφατη mindfucking σειρά των Baran bo Odar και Jantje Friese, δημιουργών του επίσης mindfucking Dark, που πρόσφατα κόπηκε άδοξα από το Netflix. Αν θυμάστε, πίσω στο Νοέμβριο, το 1899 ήταν η πιο πολυσυζητημένη σειρά της πλατφόρμας, όντας στο νο.1 παγκοσμίως μέχρι να αποκαθηλωθεί από τον viral οδοστρωτήρα του Wednesday. Σύμφωνα με τα όσα είπαν οι δημιουργοί απευθυνόμενοι προς τους fans στην δική τους ανακοίνωση του κοψίματος της σειράς, οι ίδιοι είχαν στα σχέδια τους την ολοκλήρωση του 1899 μετά από δύο ακόμα κύκλους, ακριβώς όπως είχαν κάνει και με το Dark. Με άλλα λόγια, ασχέτως του τι γνώμη έχει κανείς για το έργο τους (κι εμείς δεν έχουμε την καλύτερη), οι άνθρωποι είχαν ένα πολύ σαφές πλάνο ανάπτυξης της αφήγησης της σειράς, το οποίο εικάζουμε ότι είχαν εκθέσει λεπτομερώς στο Netflix. Και, γενικά μιλώντας, είναι πράγματι καλό να υπάρχει από την σκοπιά των δημιουργών ένα σαφές όραμα και σχέδιο ώστε να μην ξεχειλώνει η σειρά, είτε με ευθύνη των τηλεοπτικών δικτύων είτε ελλείψει προσανατολισμού για την κατεύθυνση και την ολοκλήρωση της αφήγησης.

Στην επιφάνεια, λοιπόν, φαινόταν να είχαμε να κάνουμε με μια καθ’ όλα πετυχημένη σειρά, γεγονός που έκανε την είδηση του κοψίματος να προκαλεί έκπληξη και τους fans να εκφράζουν ανοιχτά την ψηφιακή οργή τους, με τους πιο αποφασισμένους από αυτούς να ξεκινούν διάφορες online καμπάνιες για την διάσωση του 1899. Για να έχετε μια εικόνα, το μεγαλύτερο #Save1899 Twitter account μάζεψε 27,400 followers μέσα σε μια μέρα, και μέχρι τώρα το (προβλεπέ) online petition στο Change.org έχει υπογραφεί από 76,000 ενήλικες ανθρώπους. Και το βασικό ερώτημα όλων αυτών μοιάζει να είναι: πώς γίνεται να κόβεται μια σειρά που έχει πάρει από θετικές μέχρι αποθεωτικές κριτικές και έχει αναπτύξει ήδη ένα ισχυρό fanbase φτάνοντας μέχρι την κορυφή των charts της πλατφόρμας; Η απάντηση είναι μάλλον απλή, δωρική και αρκούντως κυνική: το Netflix περίμενε περισσότερα. Σα να μας λέει δηλαδή: είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε. Και τον τελευταίο καιρό φαίνεται πως τα κριτήρια της πλατφόρμας έχουν γίνει αρκετά πιο σκληρά με όρους προσδοκώμενων επιδόσεων. Για να το καταλάβουμε αυτό, ας ρίξουμε μια ματιά στις υπόλοιπες σειρές που έκοψε το Netflix το 2022.

Λίγο πριν την εκπνοή του χρόνου, η πλατφόρμα έκοψε μαζεμένες κάμποσες σειρές. Κάποιες είχαν πάρει κακές κριτικές, όπως το Blockbuster. Κάποιες είχαν περάσει απαρατήρητες, όπως το The Bastard Son & The Devil Himself. Και κάποιες είχαν αρέσει αρκετά κι είχαν αναπτύξει ένα αξιοπρεπές following, αλλά δεν κατάφεραν να επιβιώσουν, όπως το The Midnight Club και το Warrior Nun. Κι αν προχωρήσουμε λίγο πιο πίσω στο 2022, θα βρούμε επίσης ακυρώσεις όπως του Resident Evil, του Another Life και του The Baby-Sitters Club μεταξύ άλλων. Συνολικά, για τους λάτρεις της στατιστικής, η πλατφόρμα ακύρωσε 19 (!) σειρές μέσα στο 2022, το οποίο λογικά αποτελεί κάποιου είδους ρεκόρ, παρότι δε μας ενδιαφέρει αρκετά ώστε να το ψάξουμε ενδελεχώς. Με μια πρόχειρη σύγκριση με τα νούμερα των αμέσως προηγούμενων ετών, πάντως, δείχνει να ισχύει. Κι αν οι παραπάνω τίτλοι σας φαίνονται κάπως ελάσσονες, ας θυμηθούμε επίσης ότι στο πρόσφατο παρελθόν το Netflix δεν έχει κωλώσει να κόψει ακόμα και πιο πετυχημένες (σε κριτικές ή/και αριθμούς) σειρές, όπως το Mindhunter, το GLOW, το Chilling Adventures of Sabrina και το Altered Carbon, ενώ ακόμα και οι δημιουργοί του BoJack Horseman βρίσκαν κλειστή την πόρτα της πλατφόρμας όταν ζήτησαν μία ακόμα σεζόν ώστε να ολοκληρώσουν την ιστορία τους όπως οραματίζονταν.

Ο κανόνας λέει ότι το Netflix σπανίως δημοσιοποιεί οικονομικά στοιχεία ή έστω τα σκεπτικά πίσω από τις καλλιτεχνικές/εμπορικές αποφάσεις του, αλλά μπορούμε να κάνουμε κάποιες σχετικά ασφαλείς εικασίες ως προς το πότε αποφασίζει να κόψει μια σειρά, ακόμα κι αν με βάσει κάποια άλλα κριτήρια μοιάζει πετυχημένη. Μέχρι στιγμής, η πλατφόρμα μας έχει δείξει ότι τα metrics που την ενδιαφέρουν περισσότερο δεν είναι αυτά των συνολικών θεάσεων ενός τίτλου, άσχετα αν ενίοτε τα φλεξάρει προκειμένου να δώσει μια εξωτερική εικόνα ισχύος έναντι των ανταγωνιστών του. Το Netflix κυρίως καίγεται για τα subscriptions, για τις νέες συνδρομές στην πλατφόρμα. Έτσι, το κριτήριο της επιτυχίας ενός τίτλους γίνεται κάπως πιο σύνθετο σε σχέση με το αν πάτησαν κλικ αρκετοί άνθρωποι πάνω στο thumbnail. Φυσικά, η αύξηση (ή η μείωση) των συνδρομητών είναι ένα πολυ-παραγοντικό ζήτημα, και σίγουρα δεν είναι το μοναδικό κριτήριο για την λήψη τέτοιων αποφάσεων, αλλά είναι ενδεικτικό του επιχειρηματικού μοντέλου και της πολιτισμικής λογικής των streaming πλατφορμών γενικά και του Netflix συγκεκριμένα.

Αξίζει να θυμηθούμε πως, στις αρχές τους, οι streaming πλατφόρμες στις ΗΠΑ στήθηκαν ως disruptors-ανταγωνιστές των βίντεο κλαμπ και γενικότερα των παλιότερων physical μοντέλων ενοικίασης home video κυκλοφοριών. Σταδιακά, και καθώς γίνονταν όλο και μεγαλύτεροι παίκτες της digital οικονομίας αφού κάλυπταν πολύ θεμελιώδεις ανάγκες οικιακής-εξατομικευμένης ψυχαγωγίας, οι πλατφόρμες πέρασαν στο πεδίο της παραγωγής και άρχισαν να κάνουν disrupt στην παραδοσιακή τηλεοπτική βιομηχανία. Έτσι, οι ανταγωνιστές τους δεν ήταν πιά τα βίντεο κλαμπ αλλά τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα, τα οποία με τη σειρά τους άρχισαν να εισχωρούν στη νέα αγορά του streaming. Και, όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, το ίδιο το νέο πεδίο άρχισε σταδιακά να ευθυγραμμίζεται με τις παλιότερες λογικές της πολιτιστικής βιομηχανίας, όπως για παράδειγμα ότι η προτεραιότητα είναι πάντα να έχεις στην ιδιοκτησία σου τις σειρές που αποτελούν το κέντρο της διεθνούς συζήτησης και όχι να χτίσεις σταδιακά ένα πληθωρικό και ποιοτικό back catalogue. Πλέον, ο ανταγωνισμός με πλατφόρμες όπως του Disney+, του Apple TV και του HBO Max μεταξύ αρκετών άλλων (που συσσωρευτικά έχει ρίξει σημαντικά τον ρυθμό αύξησης των συνδρομητών του), έχει κάνει το Netflix αρκετά πιο απαιτητικό από τις ίδιες του τις σειρές: αν δεν γίνουν αμέσως υπερ-επιτυχίες, δεν έχουν πολύ μέλλον στην πλατφόρμα.

Το αποτέλεσμα είναι ότι, αν σκρολάρει κανείς αρκετά στην αρχική σελίδα της πλατφόρμας, τότε συνειδητοποιεί γρήγορα πως το Netflix μοιάζει πλέον με ένα νεκροταφείο ανολοκλήρωτων ιστοριών. Το επιχειρηματικό μοντέλο του Netflix, ακολουθώντας ευρύτερα την επιθετική λογική του καπιταλισμού των πλατφορμών, τείνει πλέον όλο και περισσότερο στην ακύρωση σειρών που δεν φέρνουν κατευθείαν τα προσδοκώμενα οικονομικά μεγέθη. Αν κοιτάξουμε προς τα πίσω, στην πρόσφατη ιστορία της χρυσής εποχής της αμερικάνικης τηλεόρασης, τότε θα δούμε πως το μοντέλο που δικαιώθηκε, αυτό δηλαδή του HBO, βασίστηκε ακριβώς στο αντίθετο: σε σειρές που δεν στόχευαν να είναι άμεσες επιτυχίες αλλά slow burn τίτλοι που αλλάζουν το ίδιο το τηλεοπτικό τοπίο, από το The Sopranos και το The Wire μέχρι το Six Feet Under και το Game of Thrones. Σταδιακά, οι άνθρωποι που ψάχνουν κάτι παραπάνω από μια streaming πλατφόρμα πέρα από το να βλέπουν το viral hit του κάθε μήνα (που ξεχνιέται γρήγορα τον επόμενο) μάλλον θα απογοητευτούν και θα αρχίσουν να παρατούν το Netflix, ή στην καλύτερη να είναι επιφυλακτικοί στο να ξεκινήσουν μια νέα σειρά μέχρι να δουν αν θα κοπεί ή όχι. Αν δούμε τα πράγματα από αυτήν την σκοπιά, τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε με σχετική ασφάλεια ότι πολλές από τις θεωρούμενες καλύτερες σειρές του 21ου αιώνα δεν θα επιβίωναν στο Netflix. Κατά ειρωνικό τρόπο, κάποιες από αυτές τις σειρές, όπως το Breaking Bad ή το Better Call Saul, φιλοξενούνται αυτήν την στιγμή στην πλατφόρμα.

Όλα αυτά μας αποκαλύπτουν αρκετά πράγματα για το πώς δουλεύει πλέον η πολιτιστική βιομηχανία, ιδιαίτερα στο ψηφιακό σκέλος της που αφορά την οικονομία των πλατφορμών. Όπως συμβαίνει γενικότερα σε διάφορα πεδία του platform capitalism, η φαινομενική ελευθερία κινήσεων που δείχνει να προκύπτει από το disruption μιας παραδοσιακής βιομηχανίας γρήγορα ακολουθείται μια σκληρή, άτεγκτη και απόλυτη υπολογιστικότητα, μετρησιμότητα και αλγοριθμοποίηση. Έτσι, μετά από πρώιμη περίοδο δημιουργικού ψευδο-χάους, οι τάσεις της αγοράς που επιβάλλουν την ελαχιστοποίηση του κόστους και την μεγιστοποίηση του κέρδους επιστρέφουν δριμύτερες. Κι έτσι ουκ ολίγοι “ρηξικέλευθοι” ή “καινοτόμοι” παίκτες αποδεικνύονται φούσκες ή μετατρέπονται γρήγορα σε παραδοσιακούς μηχανισμούς σαν εκείνους που υποτίθεται ότι έκακαν “disrupt”. Κατά μία έννοια, μια αντίστοιχη κίνηση παρατηρείται και στο επίπεδο της κατανάλωσης. Μια πλατφόρμα τύπου Netflix αρχικά έμοιαζε ένα βασίλειο ελευθερίας κινήσεων και εύρους επιλογών για τον θεατή, μια αίσθηση που σταδιακά έδωσε την θέση της στον τυποποίηση, τον περιορισμό, τον κομφορμισμό και την ομοιομορφία. Πέρα από τις streaming πλατφόρμες, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό είναι μια τάση που ισχύει ευρύτερα για τις σύγχρονες οικονομίες του convenience με τις start-up τους και τα gigs τους και όλα αυτά τα σκατά: αυτό που στην αρχή μοιάζει με ελευθερία καταλήγει τελικά μονόδρομος, κι η δήθεν απελευθέρωση του καταναλωτή δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ακόμα πιο πλήρη μετατροπή του σε τίποτα περισσότερο από σκέτο πελάτη.

Αντίστοιχα, το έργο τείνει να μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε προϊόν. Έχει σημασία εδώ βέβαια να μην ρομαντικοποιήσουμε τις παλαιότερες φάσεις της βιομηχανίας του θεάματος. Η κινηματογραφική και η τηλεοπτική παραγωγή ποτέ δεν ήταν ένας παράδεισος καλλιτεχνικής ελευθερίας. Το αντίθετο δηλαδή. Η μαζική κουλτούρα, μέρος της οποίας είναι το σινεμά και η τηλεόραση ως πολιτισμικές μορφές του 20ού αιώνα, ήταν πάντα και τέχνη και βιομηχανία – κι αυτή είναι μια αντίφαση που διατρέχει όλον τον καπιταλιστικό πολιτισμό. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει διαφορά με την στροφή προς την οικονομία και την λογική των πλατφορμών. Δεν είναι απλώς ότι η φάση είναι περισσότερο μπίζνα από ποτέ. Είναι ότι πρόκειται επίσης για μια όλο και πιο αυτοματοποιημένη μπίζνα. Το παλιό σύστημα των κινηματογραφικών στούντιο και των τηλεοπτικών δικτύων αποτελούσε ακόμα εν μέρει και μια “οικονομία γοήτρου“: παρήγαγε και συντηρούσε πράγματα ακόμα κι αν έχανε λεφτά από αυτά, είτε για λόγους υστεροφημίας είτε για λόγους πρεστίζ είτε από απλή τρέλα. Τώρα, οι πλατφόρμες υπακούν σε μία αυξανόμενα αφηρημένη και αποπροσωποιημένη διαδικασία, κι οι αποφάσεις καλλιτεχνικής παραγωγής συχνά δίνουν την εντύπωση ότι προκύπτουν από μηχανισμούς αλγοριθμικού μάρκετινγκ.

Έτσι, η παραγωγή και διανομή μιας σειράς γίνεται αντιληπτή πρωτίστως ως κίνηση υψηλού ρίσκου, την οποία η πλατφόρμα είναι παραπάνω από πρόθυμη να πάρει πίσω αν δεν υπάρχει άμεση απόσβεση. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορούμε να ξέρουμε με σιγουριά ποιος ήταν ο υπέρτατος καθοριστικός παράγοντας για το κόψιμο. Η λογική λέει πως τα νούμερα του πρώτου κύκλου 1899 ήταν χαμηλότερα από τον τελευταίο κύκλο Dark, παρότι η προηγούμενη σειρά των δημιουργών χρησιμοποιήθηκε φουλ ως marketing point της νέας. Επίσης, το Netflix δείχνει να τους εμπιστεύθηκε ένα αρκετά μεγαλύτερο μπάτζετ αυτή τη φορά, κάτι που σίγουρα επιβάρυνε την θέση της σειράς από την οπτική γωνία των στελεχών. Στον παρελθόν, έχουν υπάρξει ουκ ολίγες προσπάθειες σοβαρών μέσων να αναλύσουν με ορθολογικό τρόπο τις επιχειρηματικές αποφάσεις της πλατφόρμας. Μερικές φορές, ακόμα και τα ίδια τα αφεντικά του Netflix δείχνουν να μην είναι εντελώς σίγουροι για ποιον λόγο κόβουν μια σειρά πέρα από το ότι “δεν τράβαγε“. Το σίγουρο είναι ότι η βαθύτερη λογική βάσει της οποίας κινούνται λέει: κόψε γρήγορα, προχώρα γρηγορότερα.

Best of internet