Quantcast

Dead Set: Μια ξεχασμένη σειρά που θυμίζει ότι το Big Brother δεν σώζεται, μόνο καταστρέφεται

Την ώρα που ο λαός του ελληνικού ίντερνετ απαιτεί: Cancel Big Brother

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

8 Σεπτεμβρίου 2020

Πώς τα έφερε έτσι η ζωή και βρεθήκαμε ξανά να συζητάμε παθιασμένα για το Big Brother καθώς ο κόσμος μισοκαταρρέει γύρω μας; Την πρώτη φορά, ως τραγωδία, συνέβη το 2001, όταν η ελληνική εκδοχή του reality έκανε πρεμιέρα μια μέρα πριν την 11η Σεπτεμβρίου, το κατεξοχήν γεγονός που επρόκειτο να στιγματίσει ποικιλοτρόπως την αρχή του νέου αιώνα. Την δεύτερη φορά, ως φάρσα (σύμφωνα με το γνωστό ρητό περί της επανάληψης των ιστορικών συμβάντων), συνέβη φέτος που το γνωστό επάρατο τηλεοπτικό κανάλι θεώρησε την κρίση του κορονοϊού ως μια καλή ευκαιρία να βαρέσει tilt στην τρασίλα και να επαναλανσάρει τον Μεγάλο Αδερφό στην ελληνική δημόσια σφαίρα. Όπως τότε έτσι και τώρα, το Big Brother έρχεται ως τηλεοπτική παρέμβαση μέσα σε ένα περιβάλλον αστάθειας και αβεβαιότητας, όταν το παλιό δεν έχει πεθάνει, το νέο δεν έχει γεννηθεί, και στο ενδιάμεσο έρχεται ένα συμβάν που λειτουργεί ως επιταχυντής. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, το Big Brother, κυνικό και σάπιο όπως πάντα, καμώνεται πως σηκώνει έναν καθρέφτη απέναντι στην κοινωνία, πως αποτελεί το συλλογικό της ασυνείδητο, τη συμπυκνωμένη μικρογραφία της.

Το ότι η ανακυκλωμένη ελληνική εκδοχή του Μεγάλου Αδερφού αποτελεί φάρσα δεν στερεί απολύτως τίποτα από τις απύθμενες δυνατότητές του για βαρβαρότητα κι αναξιοπρέπεια. Όσοι παρακολούθησαν τα πρώτα του επεισόδια σημείωσαν αμέσως πως πρόκειται για ένα καζάνι έτοιμο να σκάσει, ξερνώντας τοξική σαπίλα. Προχτές το βράδυ λοιπόν, ως γνωστόν, ο ΣΚΑΙ έγραψε τηλεοπτική ιστορία σημειώνοντας ρεκόρ πάτου ακόμα και για τα δεδομένα της ελληνικής τηλεόρασης, μεταδίδοντας σε live streaming μια τρομακτικά casual παραδοχή ανδρικής ετοιμότητας για βιασμό. Τα μισογύνικα που είπε ο ελληνολεβέντης Αντώνης Αλεξανδρίδης είναι πράγματα κοινότοπα μέσα στη βιαιότητά τους, αλλά σπανίως ομολογούνται δημόσια σε prime time εκπομπές. Η συνέχεια είναι γνωστή: κοινωνική κατακραυγή στα social media, damage control από το κανάλι, ενσωμάτωση της αποπομπής του επίδοξου βιαστή μέσα στην αφήγηση του παιχνιδιού, αποχώρηση χορηγών ώστε να διασώσουν το κοινωνικά υπεύθυνο πρόσωπό τους. Θεωρητικά, αυτός είναι ένας κύκλος που θα μπορούσε να εξασφαλίσει στη Big Brother την απρόσκοπτη συνέχεια του έπειτα από την αποκατάσταση της τάξης. Ευτυχώς, όμως, το λαϊκό αίσθημα που έφερε στην επιφάνεια το αίσχος μοιάζει τουλάχιστον να μην ικανοποιείται από μια συμβολική συμμόρφωση. Μιας και αυτή η σαπίλα παράγεται από την ίδια τη δομή του Big Brother, ζητάει την διακοπή του. Ως σημείο των καιρών που δείχνει τη δύναμη και το όριο της ψηφιακής διαμαρτυρίας, το Cancel Big Brother τρεντάρει όσο τίποτα άλλο στο ελληνικό ίντερνετ.

Από το 1997 που έκανε την πρεμιέρα του στην ολλανδική τηλεόραση, το reality του Μεγάλου Αδερφού δεν έχει σταματήσει καθόλου να δέχεται αμείλικτη κριτική για την χαμηλή του ποιότητα και την ιδεολογική του λειτουργία. Στην Ελλάδα των αρχών του 2000 ήρθε να ταιριάξει γάντι με την δημοσιογραφία της κλειδαρότρυπας, τον επιθετικό ατομικίστικο μικροαστισμό, το γκλαμουράτο lifestyle, την αλαζονεία του ντεμέκ εκσυγχρονισμού, την ψεύτικη ευδαιμονία των δανείων και την ηδονιστική φούσκα του χρηματιστηρίου. Δεν ήταν απλά εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου και προμοτάρισμα της τηλεοπτικής ηδονοβλεψίας. Ήταν κάτι περισσότερο: μια πλήρης υπαγωγή της ζωής στο εμπορευματικό θέαμα. Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα μπορεί να γίνει επικερδής αν μετατραπεί σε εικονικό αντικείμενο προς κατανάλωση. Το Big Brother όμως έπρεπε να παρουσιάζει συνεχώς αυτήν την δραστηριότητα ως αυθεντική, ως φυσική, ως πραγματική. Για να το κάνει αυτό, όφειλε να προμοτάρει διαρκώς τον εαυτό του ως κοινωνιολογικό πείραμα μόνιμου εγκλεισμού και επιτήρησης. Αυτή η ψευδοαυθεντικότητα του Μεγάλου Αδερφού χρειάζεται φυσικά ανθρώπους πρόθυμους να συμμετέχουν στο “πείραμα”, σύμφωνα πάντα με τις ιδέες της παραγωγής για το τι αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοινωνίας. Κι εδώ ακριβώς είναι το ζουμί: ο Μεγάλος Αδερφός ουσιαστικά κατασκευάζει ο ίδιος την εικόνα της κοινωνίας που υποτίθεται ότι “απλά αντικατοπτρίζει”. Δεν σηκώνει έναν καθρέφτη, αλλά δημιουργεί μια προσομοίωση. Κατασκευάζει μια κανονικότητα με αυτά που θεωρεί πιο ιντριγκαδόρικα κι ευπώλητα συστατικά, τα οποία συνήθως είναι είτε τα πιο συντηρητικά είτε τα πιο “εξωτικά” στοιχεία του κοινωνικού συνόλου.

Ανάμεσα σε αυτά τα στοιχεία, ο Μεγάλος Αδερφός παρουσιάζεται σαν ουδέτερος παρατηρητής. Όταν χρειαστεί, καλείται να αποκαταστήσει την τάξη. Ήδη από το πώς αντιμετωπίζει την μικρογραφία μιας κοινωνίας παρατηρεί κανείς εύκολα πως το Big Brother είναι ένα υγρό φιλελεύθερο όνειρο που βλέπει μόνο στερεοτυπικές και διαχωρισμένες κοινωνικές ταυτότητες, με το κράτος ως απόλυτο ηθικό και νομικό εγγυητή της κανονικότητας. Αυτός ο απόλυτος διαιτητής, λοιπόν, δεν διαχειρίζεται απλά την ζωή των παιχτών. Είναι ο ίδιος που την παράγει. Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι στην ελληνική κοινωνία δεν υπάρχουν μισογύνηδες, ομοφοβικοί και ρατσιστές – κάθε άλλο. Αλλά ο Big Brother επέλεξε να τους παράγει ως κανονικοποιημένους, ως αρμονικά στοιχεία ενός συνόλου που ζει υπό το βλέμμα Του. Σίγουρα η παραγωγή προσέβλεπε σε τσακωμούς, εντάσεις, μανούρες και μπινελίκια, αλλά μάλλον δεν περίμενε ότι το πράγμα θα ξέφευγε τόσο γρήγορα σε βαθμό που να απειλεί και το ίδιο το τηλεοπτικό προϊόν του Big Brother ως επένδυση. O ΣΚΑΙ ήθελε τον “αγνό ρεαλισμό” που πουλάει στο κοινό του αλλά μόνο στο βαθμό που μπορεί να ενσωματώσει τις συγκρούσεις εντός του μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού: παίχτης κάνει μαλακία, παίχτης παίρνει πούλο, παιχνίδι συνεχίζεται. Αλλά στον πραγματικό κόσμο οι κοινωνικές συγκρούσεις δεν λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο. Καμιά φορά, εμφανίζεται ακόμα και στο τηλεοπτικό πεδίο ένα προϊόν που εκπροσωπεί αυτές τις αντιθέσεις, που θέλει να τις εντείνει αντί να τις εξομαλύνει. Στο πεδίο των reality shows, αυτό το προϊόν ήταν το Dead Set.

Αν αργήσαμε να πάμε στο ζουμί, είναι γιατί θέλαμε να φτάσουμε στο Dead Set ως κατάληξη μιας κριτικής στο Big Brother, όχι ως αφετηρία της – και θα γίνει πιο σαφές λίγο αργότερα το γιατί. Το 2008, λοιπόν, μια δεκαετία και κάτι μετά την πρεμιέρα του Μεγάλου Αδερφού, εμφανίστηκε μια τηλεοπτική σειρά που προσπάθησε να ενσωματώσει την κοινωνική κριτική απέναντι στο reality μέσα σε μια horror αφήγηση περί ζομπικής αποκαλύψεως. Ο καθ’ ύλην αρμόδιος για να το κάνει αυτό, βέβαια, ήταν ο Charlie Brooker, ο κατεξοχήν σατιρικός γραφιάς της βρετανικής τηλεόρασης της νέας χιλιετίας. Πριν δημιουργήσει το Black Mirror το 2011, ο Brooker είχε ήδη μεγάλη τηλεοπτική εμπειρία, σχολιάζοντας διαρκώς με το έργο του τον τρόπο που παράγεται το τηλεοπτικό προϊόν αλλά και την ίδια την τηλεοπτική κουλτούρα που προκύπτει από αυτό. Έχοντας θητεύσει αρχικά στα σατιρικά The 11 O’Clock Show και Brass Eye, ο Brooker συνέχισε διερευνώντας τόσο το σύγχρονο τηλεοπτικό περιβάλλον με το Screenwipe όσο και την άνοδο των νέων media με το Nathan Barley. Όλη αυτήν την εμπειρία, λοιπόν, την έθεσε σε λειτουργία δημιουργώντας το Dead Set, μια σειρά που φιλοδοξούσε να αποτελέσει τόσο ένα fun τηλεοπτικό προϊόν τρόμου (μιας και τα 28 Days Later και Shaun of the Dead είχαν ήδη ανοίξει το δρόμο της ζόμπι αναβίωσης) όσο και μια ουσιαστική κριτική του κατεξοχήν βασιλιά της millennium τηλεόρασης: το Big Brother.

Ας πάμε για αρχή στα βασικά. Το Dead Set (δυστυχώς αρκετά ξεχασμένο πλέον) είναι μια μίνι σειρά 5 επεισοδίων που διαδραματίζεται μέσα στο σπίτι του βρετανικού Big Brother, καθώς οι παίχτες και το συνεργείο προσπαθούν να επιβιώσουν εν μέσω μια αποκάλυψης στην οποία οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε ζόμπι. Όντας κλεισμένοι μέσα στο σπίτι της οικειοθελούς καραντίνας τους, οι παίκτες είναι οι τελευταίοι που μαθαίνουν την δραματική αυτή εξέλιξη κι έτσι αποτελούν επίσης μερικούς από τους τελευταίους επιζήσαντες. Καθώς οι νεκροζώντανοι επιτίθενται και πολιορκούν το σπίτι του Μεγάλου Αδελφού, αρχίζουν σιγά σιγά να εκρήγνυνται οι ίδιες οι αντιφάσεις του παιχνιδιού. Όπως έχει σημειωθεί συχνά, κατά μία έννοια το Dead Set μοιάζει με αναλογικό prequel του ψηφιακού σατιρικού τρόμου που αποτελεί το Black Mirror. Και πράγματι, η στροφή του βλέμματος του Brooker από την συγκεντροποιημένη τηλεοπτική κουλτούρα που παρήγαγε μεγα-προϊόντα σαν το Big Brother προς την διάχυση των ψηφιακών τεχνολογιών και μέσων σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής μοιάζει με μια απολύτως φυσική συνέχεια. Παρόλα αυτά, όπως βλέπουμε και σήμερα μπροστά μας, αυτά τα δύο δεν αποτελούν διαφορετικά χρονικά στάδια με το δεύτερο να αντικαθιστά το πρώτο. Αντίθετα, συνυπάρχουν και μάλιστα βρίσκουν τρόπους να αλληλοενισχύονται, στοχεύοντας στο να ενσωματώσουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς μας στην ροή του θεάματος. Δεν αρκεί μόνο να βλέπουμε ένα reality στην οθόνη. Πρέπει επίσης να το συζητάμε όλη μέρα στα social media.

Μέσα από τις απολαυστικές συμβάσεις του horror ως genre, ο Brooker κατάφερε πράγματι να γίνει ιδιαίτερα αιχμηρός στην κριτική του. Όταν το αίμα σκάει πάνω στην κάμερα του πλατό, δε μπορείς να κάνεις αλλιώς από το να συνειδητοποιήσεις ότι απολαμβάνεις μια κρεατομηχανή που από τη μία βάζει έμψυχο ανθρώπινο υλικό κι από την άλλη βγάζει ψιλοκομμένη ευπώλητη απανθρωπιά. Αν κάνει κάτι το Dead Set, καθόλου διακριτικά αλλά εντελώς αποτελεσματικά, είναι να φέρνει στην επιφάνεια το ψέμα, την εξαπάτηση, την βία και τον τρόμο που περιέχεται στην παραγωγή αλλά και την κατανάλωση αυτού του τηλεοπτικού πειράματος που λέγεται Big Brother. Υπάρχουν πολλές φάσεις μέσα στη μίνι σειρά που οι δημιουργοί και παραγωγοί του reality καταγγέλονται ανοιχτά ή λαμβάνουν την καρμική τιμωρία που τους ταιριάζει, αλλά καμία άλλη σκηνή δεν αποτυπώνει καλύτερα την διαλεκτική τρόμου ανάμεσα στους “παίχτες” και το “κοινό” από τη στιγμή που οι διαγωνιζόμενοι ακούν τις κραυγές αγωνίας για επιβίωση που προέρχονται από τον έξω κόσμο και τις ερμηνεύουν ως υστερική έκφραση θαυμασμού προς τους εαυτούς τους και το ίδιο το παιχνίδι.

Μισό λεπτό όμως, πριν ολοκληρώσουμε με πανηγυρισμούς την εξύμνηση του Dead Set και του Charlie Brooker, ας βάλουμε έναν έξτρα παράγοντα στο παιχνίδι που φωτίζει με διαφορετικό τρόπο ό,τι έχουμε πει ως τώρα. Ως γνωστόν, εξάλλου, η πανουργία της ιστορίας δεν χαρίζεται σε κανέναν. Το 2013, το ίδιο το Big Brother εμπνεύστηκε από το Dead Set κι έτσι ο 14ος κύκλος του reality περιείχε το φανταστικό σενάριο μιας υποθετικής πανδημίας που αναγκάζει τους παίκτες να μείνουν σπίτι, πράγμα που έπειτα συνέβη πραγματικά στην σεζόν του 2020, όταν οι διαγωνιζόμενοι δεν γνώριζαν τίποτα για τον κορονοϊό και παρέμεναν κλεισμένοι στο παιχνίδι. Αν υπάρχει κάτι αληθινά τρομακτικό εδώ, δεν είναι απλώς ότι η πραγματικότητα βρίσκει τρόπους να αντιγράψει τις πιο αλλόκοτες πλευρές της μυθοπλασίας. Ακόμα πιο τρομακτικό είναι το γεγονός ότι το Dead Set το δημιούργησε η ίδια εταιρία παραγωγής που έφτιαξε και το Big Brother, δηλαδή η Endemol, μέσω της θυγατρικής της, Zeppotron (οκ, υπάρχει και κάτι ακόμα πιο τρομακτικό: αυτά τα ονόματα). Με άλλα λόγια, αυτήν την τρομερή κριτική του Big Brother που ονομάζεται Dead Set και την οποία υμνούμε τόση ώρα την πλήρωσε το ίδιο το Big Brother. Αν σας φαίνεται παράξενο το γεγονός ότι μια καπιταλιστική επιχείρηση μπορεί να χρηματοδοτεί την κριτική του ίδιου του προϊόντος της, σκεφτείτε ότι ο ΣΚΑΙ καπάκια μετά τον Big Brother προβάλει το Pose, την σειρά του Ryan Murphy για την drag ball κουλτούρα των late 80s στη Νέα Υόρκη που αποτελεί ένα από τα ορόσημα της σύγχρονης queer τηλεόρασης.

Θα έπρεπε να μας εκπλήσσει; Μπα, δεν θα το λέγαμε. Αποτελεί μήπως παραφωνία ή παραδοξότητα; Μάλλον όχι. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για το παιχνίδι που αυτο-ονομάστηκε ειρωνικά Big Brother αναφερόμενο στον George Orwell, σιγά μην κώλωνε να αγκαλιάσει προκαταβολικά την κριτική του ή το αντίθετό του, εξουδετερώνοντάς τα έτσι αμφότερα. Αυτός ο μεταμοντέρνος κυνισμός που εμφανίζεται ως “αγνός ρεαλισμός” βρισκόταν πάντα στον πυρήνα όχι μόνο του Big Brother αλλά και της ίδιας της λογικής του reality show ως τηλεοπτικού είδους. Γνωρίζουν ότι γνωρίζουμε ότι γνωρίζει ότι όλα αυτά είναι ψεύτικα, κι αυτό το ειρωνικό παιχνίδι γνώσης είναι που του δίνει τη δύναμη ώστε να εμφανιστεί ως πραγματικό και φυσιολογικό. Στο περιβάλλον του 2020, αυτός ο μεταμοντέρνος κυνισμός παίρνει τη μορφή της μετατροπής της επιτήρησης και της πειθάρχησης, κομβικά προβλήματα της συγκυρίας, σε θέαμα προς κατανάλωση. Κάνει την ίδια την καραντίνα τηλεοπτικό show. Διώχνοντας τον “παραβατικό” παίχτη από το παιχνίδι μέσα από ένα ηθικό κήρυγμα που συνοδεύει την τηλεοπτική του δίκη, ο Big Brother προσπαθεί κι εδώ να μετατρέψει την αμφισβήτησή του σε εικόνα, να απορροφήσει τον ριζοσπαστισμό που καταγγέλλει την κουλτούρα του βιασμού και να τον κάνει να λειτουργήσει υπέρ της λογικής της εκπομπής. Εξάλλου, υπάρχει ουκ ολίγος κόσμος που μοιάζει πλήρως συμφιλιωμένος με την λογική των reality shows εφόσον αυτή υπακούει σε κάποιους στοιχειώδεις κανόνες πολιτικής ορθότητας, μιας και αμέτρητες από αυτές τις εκπομπές έχουν καταλάβει ότι είναι εξαιρετικά επικερδές να πουλάνε ως εμπόρευμα τις καταπιεσμένες ταυτότητες και τα τραύματα των παικτών τους.

Υπάρχει, λοιπόν, δομικό πρόβλημα με το Big Brother και τις σάπιες ή κυριλέ απομιμήσεις του. Δεν είναι απλά θέμα σκουπιδοφιλίας. Όλοι καταναλώνουμε μαλακίες, δεν έχει να λέει. Ίσα ίσα, αυτός ο ελιτισμός που εντοπίζει το πρόβλημα απλώς στις μάζες που βλέπουν τέτοιες εκπομπές μάλλον περισσότερο συσκοτίζει το ζήτημα κι απλά ενισχύει τον ναρκισσισμό των ήδη πεφωτισμένων. Το παράδειγμα του λεβεντοκρητίκαρου μας δείχνει ότι ο μισογυνισμός αποτελεί πραγματικό πεδίο σύγκρουσης και δεν πρέπει να αφήσουμε αυτήν την συγκρουσιακότητα να εξουδετερωθεί με την ενσωμάτωσή της στους κανόνες του θεαματικού παιχνιδιού. Ακόμα, το παράδειγμα του Dead Set μας δείχνει ότι η τηλεοπτική λογική έχει τη δυνατότητα να απορροφά ακόμα και την πιο ευθεία κριτική της, φτάνοντάς μέχρι και στο σημείο να την παράξει η ίδια, ως απαίσια ένδειξη της τεράστιας εξουσίας που ασκεί ο καπιταλισμός ακόμα και στους τρόπους που έχουν οι άνθρωποι να φαντάζονται την καταστροφή του. Το Big Brother δεν σώζεται, και δεν είναι καν το πιο τρομακτικό πράγμα στον κλάδο του πλέον. Ακόμα τρομακτικότερες είναι οι μεταλλάξεις του πνεύματος του reality όπου οι άνθρωποι φαντασιώνονται ότι έχουν οι ίδιοι τον έλεγχο της αφήγησης. Αν δεν μας πιστεύετε, απλά περιηγηθείτε για ένα λεπτό στο σπίτι των influencers του Tik Tok:

Best of internet