Quantcast

Devs: Η σειρά του Alex Garland ήρθε για να σώσει το τηλεοπτικό sci-fi με μια παλιά καλή συνταγή

Έρωτας, τεχνολογία και παράνοια – ό,τι χρειάζεται η ζωή δηλαδή

Υπάρχουν κάποια ονόματα που θα έπρεπε να σημαίνουν παραπάνω πράγματα. Θα έπρεπε να χτυπάνε παραπάνω καμπανάκια. Θα έπρεπε να ανοίγουν περισσότερες πόρτες. Ας πούμε, έχουμε το όνομα Alex Garland. Μπορεί να σας λέει κάτι, μπορεί και όχι. Για την πλειοψηφία των casual θεατών κινηματογράφου και τηλεόρασης μάλλον δεν σημαίνει τίποτα. Το έργο του, όμως, σημαίνει. Ο Garland εμφανίστηκε στη μαζική κουλτούρα το 1996 με το μυθιστόρημα The Beach. Ναι, εκείνο το The Beach που έπειτα μετέφερε στο σινεμά ο Danny Boyle με τον Leonardo DiCaprio. Έπειτα, στις αρχές των 00s, ο Garland κι ο Boyle συνεργάστηκαν για να φτιάξουν το ήδη κλασικό 28 Days Later και το αρκετά υποτιμημένο Sunshine. Στη συνέχεια, ο Garland συνέχισε να γράφει σενάρια επιστημονικής φαντασία για ταινίες όπως το Never Let Me Go ή video games σαν το Enslaved, ενώ το 2014 έκανε το μεγάλο πέρασμα στην σκηνοθεσία με το Ex Machina. Παρά το πλουσιότατο βιογραφικό, όμως, ο Garland δεν σταματάει να ταλαιπωρείται στο επίπεδο της παραγωγής και της διανομής. Με τα χίλια ζόρια κατάφερε να φτιάξει το Annihilation, αλλά δεν βρήκε τον δρόμο για τις αίθουσες. Τα τελευταία δύο χρόνια, δε, πάλευε να φτιάξει τη μίνι-σειρά Devs, η οποία τελικά προβλήθηκε στο Hulu μετά από ένα τηλε-μπουρδούκλωμα με το FX που προσωρινά έθεσε σε κίνδυνο τη σειρά. Τουλάχιστον, όμως, καταφέραμε επιτέλους και το είδαμε.

Όπως καταλαβαίνετε, ο άνθρωπος γενικά το κατέχει στο πεδίο της επιστημονικής φαντασίας, υπηρετώντας το είδος ασταμάτητα εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες στο χαρτί και την οθόνη (μικρή και μεγάλη). Κι αν θέλουμε να εστιάσουμε στο Devs, όπως είναι ο σκοπός μας εξάλλου, θα πούμε ότι η μυθοπλασία του φανταστικού περνάει ένδοξες τηλεοπτικές στιγμές – από πλευράς ποσότητας τουλάχιστον. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η αμερικάνικη τηλεόραση πέρασε μια χρυσή εποχή κατά την δεκαετία που ολοκληρώθηκε, με τα budget και την ποιότητα να αυξάνονται αντίστοιχα, και τα τηλεοπτικά ή ιντερνετικά δίκτυα να προσελκύουν όλο και περισσότερους σκηνοθέτες, σεναριογράφους και ηθοποιούς που μέχρι πρόσφατα εργάζονταν κατά κύριο λόγο στο Hollywood. Ακόμα πιο συγκεκριμένα, η περασμένη τηλεοπτική δεκαετία έφερε μαζί της επίσης και μια άνθιση τηλεοπτικών genres που παραδοσιακά είτε λογίζονταν ως β’ διαλογής είτε απευθύνονταν σε ένα μικρότερο πλην αφοσιωμένο ακροατήριο. Μπορεί η horror, fantasy και sci-fi λογοτεχνία και κινηματογράφος να μετρούν έναν αιώνα παρουσίας στην δυτική μαζική κουλτούρα (περνώντας φυσικά από χίλια κύματα), αλλά οι τηλεοπτικές εκδοχές τους, εκτός κάποιων εμβληματικών franchise-εξαιρέσεων, δεν αποτελούσαν και το πιο ευπώλητο τηλεοπτικό προϊόν.

Συνολικά, λοιπόν, είχαμε μια μεγάλη ανατίμηση της geek κουλτούρας εντός της βιομηχανίας του θεάματος, κάτι που έπειτα έφερε όλο και περισσότερα λεφτά σε sci-fi, fantasy και horror παραγωγές. Βέβαια, όπως είναι γνωστό, η ποσότητα δε μεταφράζεται αυτόματα σε ποιότητα. Για να το πούμε διαφορετικά, η σύγχρονη επιστημονική φαντασία αντιμετωπίζει τα τελευταία ένα μείζον πρόβλημα φόλας: έχουμε πολλές παραγωγές, αλλά οι περισσότερες δεν τρώγονται ιδιαίτερα. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι γι’ αυτό, βέβαια, οπότε δεσμευόμαστε να επανέλθουμε με επόμενο άρθρο στο θέμα της sci-fi φόλας. Συνοπτικά, όμως, θα αρκεστούμε εδώ στο να πούμε ότι υπάρχουν τρία πράγματα που έχουν πλήξει την σύγχρονη επιστημονική φαντασία. Πρώτον, η εμμονή του θεάματος στη νοσταλγία και την ανακύκλ- εεε την αναβίωση. Δεύτερον, η λογική του fan service που εμποδίζει την παραγωγή πρωτότυπου και απαιτητικού περιεχομένου. Τρίτον, η μετατροπή των νέων δικτύων και πλατφορμών σε γιγάντιες γραμμές παραγωγής που παράγουν ομοιόμορφα πολιτισμικά προϊόντα, ακολουθώντας το παράδειγμα του Netflix. Όλα αυτά έχουν συμβάλλει με τον τρόπο τους σε μια κεντρική αντίφαση που βρίσκεται στην καρδιά του σύγχρονου sci-fi: από τη μία προσπαθεί να τιμήσει τις μελλοντολογικές και ριζοσπαστικές ρίζες του είδους, από την άλλη καταλήγει όλο και συχνότερα στη συντήρηση και την κοινοτοπία. Υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις, φυσικά, αλλά γενικά τα πράματα έχουν ζορίσει.

Μια απ’ αυτές τις εξαιρέσεις, για να επιστρέψουμε στην αρχή του κειμένου, ακούει στο όνομα Alex Garland. Και, πράγματι, το Ex Machina και το Annihilation κατάφεραν να επικοινωνήσουν και να τιμήσουν τις ρίζες της μεγάλης sci-fi παράδοσης, φέρνοντας ταυτόχρονα έναν αέρα που μύριζε αυθεντική επιθυμία οπτικής, αφηγηματικής και θεματικής ανανέωσης. Αν το sci-fi του προηγούμενου αιώνα έκλεισε φαντασμαγορικά με το The Matrix πίσω στο 1999, τότε το sci-fi αυτού του αιώνα έχει δικαίως πάνω του το στίγμα ανθρώπων σαν τον Alex Garland, τον Shane Carruth, τον Charlie Brooker και τον Denis Villeneuve. Στο Devs συγκεκριμένα, το οποίο ολοκληρώθηκε την περασμένη βδομάδα, ο Garland επιλέγει τον δρόμο ενός techn0-thriller για να συνεχίσει το δικό του sci-fi νήμα. Φυσικά, πέρα από το ιδιοσυγκρασιακό του ύφος (ερωτικό βάσανο και φιλοσοφικός προβληματισμός), πατάει και στην υπέροχη cult παράδοση του ίδιου του techno-thriller ως subgenre, από τις καλτίλες του παρελθόντος σαν το Brainstorm, το Lawnmower Man ή το Hackers μέχρι σύγχρονες περιπέτειες σαν το Source Code, το Blackhat ή το Upgrade. Βέβαια, παρόλο που διατηρεί έναν βασικό κορμό σκοτεινού hi-tech μυστηρίου, στην πράξη έχουμε ένα εντελώς διαφορετικό αποτέλεσμα. Για την ακρίβεια, το Devs είναι ένα αργό, υπνωτικό, ατμοσφαιρικό cyber-δράμα όπου η τεχνολογία εμφανίζεται ως υλικό υπόστρωμα της ανθρώπινης συσχέτισης και επιθυμίας.

Αφηγούμενο την ιστορία μιας computer engineer που πιστεύει πως η σκοτεινή εταιρία development στην οποία δουλεύει ευθύνεται για την εξαφάνιση του γκόμενού της, το Devs πατάει σε δύο μεγάλους θεματικούς άξονες. Από τη μία, έχουμε τη διερεύνηση της tech κουλτούρας, του Silicon Valley, του cyber-προλεταριάτου και των cyber-μεσσιών που έχουμε δει πρόσφατα σε σειρές σαν το Halt and Catch Fire ή το ομώνυμο Silicon Valley. Βέβαια, εδώ έχουμε μια λιγότερο κοινωνιολογική ή ανθρωπολογική και περισσότερο μια φιλοσοφική ματιά πάνω σε αυτήν την κουλτούρα. Ουσιαστικά, παρουσιάζοντας τον υπερ-τεχνολογικό κόσμο του Devs ως μια hi-tech αίρεση, o Garland αναζητά τον μεσσιανισμό και τον ναρκισσισμό που μετατρέπουν την αυτονομημένη τεχνοεπιστήμη σε μια νέα θρησκεία. Την ίδια ώρα, μέσα από την βαρύγδουπη θεματική επεξεργασία της ελεύθερης βούλησης και του ντετερμινισμού, δίνει μεγάλο οντολογικό και μυθολογικό βάρος στην σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό και το τεχνολογικό. Όπως και το Black Mirror πριν απ’ αυτό, το Devs μεταχειρίζεται την τεχνολογία ως τον κατεξοχήν κοινωνικό μύθο, μπαλαντζάροντας ανάμεσα στην προσδοκία της λύτρωσης ή της καταδίκης. Αντί όμως για έναν αποσπασματικό και gimmicky τρόπο αφήγησης σαν του Black Mirror, o Garland συνεχίζει την παράδοση της δικής του εκδοχής ερωτικού δράματος σε υπερ-τεχνολογικές συνθήκες, συνδεόμενος έτσι με την millennial ατμόσφαιρα της εποχής, όπως την έχουμε επίσης αποτυπωμένη σε πρόσφατες σειρές σαν το Years and Years.

Όχι βέβαια ότι ο Garland είχε ανάγκη να περιμένει μέχρι το 2020 για να ανακαλύψει το βάθος και την πολυπλοκότητα της διασύνδεσης κοινωνίας και τεχνολογίας σε επίπεδο pop κουλτούρας. Όντας ένας από τους κατεξοχήν pop δημιουργούς της Generation X, ο Garland είναι ένα κλασικό δείγμα της γενιάς του, των πρώτων τεχνο-ιθαγενών, των πρώτων ανθρώπων που ανέπτυξαν μια εμμονή με την προσωπική τεχνολογία και την έκαναν στοιχείο του εαυτού και της κουλτούρας, μεταφέροντάς την έπειτα στη μυθοπλασία. Μιλάμε για τους πρώτους χακεράδες και γκατζετάκηδες, cyberpunks και ravers, αναγνώστες της λογοτεχνίας του Douglas Copland, της μουσικοκριτικής του Simon Reynolds και της φιλοσοφίας του Marchall McLuhan. Έτσι, οι προβληματικές της επικοινωνίας και της επαφής, της αλλοτρίωσης και της αυθεντικότητας, βρίσκονται φουλ βαθιά στο γράψιμό του με μια τεχνολογική καρδιά να χτυπάει μέσα στο σώμα της αφήγησής του. Ταυτόχρονα, ως παιδί της εποχής του, ο τρόπος που κάνει τηλεόραση έχει μέσα του κάτι από τη σύντομη sci-fi άνοιξη των 90s, την περίοδο που ο κινηματογράφος κι η τηλεόραση του φανταστικού γνώρισε μια άνθιση χωρίς όμως να έχει την αίγλη της «σοβαρής» τέχνης. Έτσι, απηχώντας την ατμόσφαιρα ενός X-Files ή μιας Buffy, το Devs έχει μια καλώς εννοούμενη τηλεορασίλα. Και θα εξηγήσω τι εννοώ με αυτό.

Παρά τον βαρύγδουπο φιλοσοφικό λόγο του (ενίοτε αμπελοφιλοσοφικό κιόλας), νιώθω πως ο Garland έχει βαθιά συναίσθηση του pulp πυρήνα που έχει κάθε τέτοιο εγχείρημα, εκείνου του υπολείμματος γελοιότητας που χρειάζεται κάθε έργο τέχνης για να είναι πραγματικά σοβαρό. Εδώ, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο μυστικισμός του Devs έχει δραματικά και αισθητικά μερικά στοιχεία τυρίλας και σαπουνόπερας που πιστεύω ότι τα αγκαλιάζει. Υπάρχει, λοιπόν, κάτι βαθιά τηλεοπτικό στο Devs, μια τηλεορασίλα. Γενικά, η τηλεοπτική αφήγηση δε χρειάζεται να είναι προέκταση της κινηματογραφικής έκφρασης. Η χρυσή εποχή της αμερικάνικης τηλεόρασης που εγκαινιάστηκε με το The Sopranos μπορεί να μας έδωσε αριστουργήματα αλλά καλλιέργησε επίσης μια εμμονή ότι η «καλή τηλεόραση» πρέπει να μοιάζει με prestigious σινεμά σε εκδοχή τσέπης. Μ’ αυτόν τον τρόπο, εν πολλοίς άρχισε να εγκαταλείπεται η ιδιαίτερη καλλιτεχνική γλώσσα του τηλεοπτικού παρελθόντος για χάρη ενός «σκοτεινού, ρεαλιστικού, σοβαρού» ύφους. Παρόλα αυτά, αυτή η παλιά τηλεοπτική γλώσσα αξίζει να ανακαλυφθεί εκ νέου, να συνεχιστεί ή να καλλιεργηθεί ξανά. Μιλάω για αυτήν την προ-HBO αίσθηση, αυτήν την τηλεορασίλα που μυρίζει καλό γράψιμο αλλά μυρίζει και ατόφιο fun, χωρίς να προσπαθεί να γίνει σινεμά. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μια ανάκαμψη αυτού του ύφους με ημι-pulp και ημι-camp πράγματα όπως το Killing Eve, το νέο Dracula, το The Witcher, το Big Little Lies, το Barry, το Lodge 49 και βέβαια οι σειρές του Ryan Murphy.

Φυσικά, για να πετύχει αυτή η ισορροπία η λέξη κλειδί είναι το ύφος, η ατμόσφαιρα, η αύρα. Κι ο Garland είναι μετρ σε αυτό. Το Devs είναι σκοτεινό, θεοσκότεινο, αλλά μερικές φορές αχνοφαίνεται μια ειρωνεία και μια αυτοσυνείδηση της εξωφρενικότητας της πλοκής του. Μοιάζει ψυχρό και αποστασιοποιημένο, αλλά δεν αποπνέει κυνισμό. Ίσα ίσα, μερικές φορές γίνεται τίγκα μελοδραματικό. Ο φιλοσοφικός του προβληματισμός είναι υπερ-απλουστευτικός και υπερ-πολύπλοκος μαζί, θυμίζοντας την χαοτική παρανοϊκή αλχημεία ενός Thomas Pynchon ή ενός Illuminatus! Trilogy, αλλά με υπνοστεντόν. Γενικά, η φάση είναι όλα μέσα, σε έναν γοητευτικό και σκοτεινό, υπνωτικό, μεταμοντέρνο πολτό. Ερωτικά δράματα, θρήνος απώλειας, τεχνο-αποκρυφισμός, geek αμπελοφιλοσοφίες, κατασκοπικά μπερδέματα, τεχνολογική παράνοια. Κατά έναν τρόπο, αυτή η σύνδεση του υψηλού με το χαμηλό είναι σήμα κατατεθέν του Garland κι είναι ένας από τους λόγους που τον αγαπάω τόσο πολύ. Πριν δύο χρόνια που συζητάγαμε για το Annihilation, έγραφα ότι ήταν σα να αναθέσανε στον Andrei Tarkovsky να γυρίσει ένα αμερικάνικο 50s scifi/horror b-movie. Καύλα δηλαδή.

Για να επιστρέψουμε στο ύφος, το Devs χαρακτηρίζεται από τον αργό ρυθμό, την υπνωτική ατμόσφαιρα, την οπτική φαντασία. Φυσικά, αυτό είναι κάτι που απαιτεί μεγάλη σκηνοθετική μαεστρία και μεγάλο συγγραφικό-συναισθηματικό πλούτο. Θέλει να εμπιστεύεσαι τα μάτια του σκηνοθέτη και τα συναισθήματα των χαρακτήρων. Κι ενώ ο Garland είναι καλός σκηνοθέτης και καλός σεναριογράφος, δεν έχει πάντα τον απόλυτο έλεγχο του ρυθμού του (όπως τον είχε για παράδειγμα πρόσφατα ο Nicolas Winding Refn στο τηλεοπτικό Too Old to Die Young). Παρόλα αυτά, η ατμόσφαιρα δουλεύει στην εντέλεια. Είναι πραγματικά επιβλητική, ζοφερή, στενά δεμένη με το θέμα και το δράμα της σειράς – αντί να προσπαθεί να φορεθεί καπέλο πάνω τους με το στανιό για να σε πείσει ότι βλέπεις κάτι Υπερβολικά Σοβαρό (γκουχDarkγκουχWestworldγκουχHandmaidsTale). Εδώ, αισθάνεσαι πραγματικά ανοίκεια, άβολα, αμήχανα. Κι αυτή η παραλυτική, υπνωτική δυσφορία εντείνεται και πάλι από την εξαιρετική μουσική των σταθερών συνεργατών του Garland, Geoff Barrow και Ben Salisbury. Για να μην αναφέρουμε κάτι ξαφνικά περάσματα Steve Reich που μας έκοψαν τα γόνατα.

Θα ήθελα πολύ να με είχε ικανοποιήσει στον ίδιο βαθμό μέχρι το τέλος το Devs. Παρότι δεν είμαι από αυτούς που επιθυμούν εμμονικά να γίνει στο φινάλε αυτό ακριβώς που θέλουν ή ζητάνε από την πλοκή, ένιωσα πως το Devs ξεφούσκωσε λίγο τελειώνοντας. Δε με ενοχλεί να μένει κάτι ανοιχτό ή θολό, κάθε άλλο, μου αρκεί να ήταν ικανοποιητικό το ταξίδι από πλευράς δραματικής ανάπτυξης ή θεματικής επεξεργασίας. Δυστυχώς, δεν πιστεύω ότι κατάφεραν στο τέλος να δέσουν αρκετά ο συναισθηματικός κι ο θεματικός πυρήνας του Devs. Μου φάνηκε πως η ερωτική ιστορία και ο φιλοσοφικο-τεχνολογικός προβληματισμός επιχείρησαν να συνδεθούν με έναν εμμενή, βαθύ τρόπο αλλά τελικά δεν βγήκε και τόσο πετυχημένη αυτή η σύνδεση. Ξανά: δε με ενοχλεί. Το απόλαυσα πολύ, ήταν οκτώ αναζωογονητικές τηλεοπτικές ώρες, γιατί ήταν αυτό ακριβώς που ψάχνω από την σύγχρονη τηλεόραση – αν όχι σε επίπεδο αποτελέσματος τότε σίγουρα σε επίπεδο φιλοδοξίας. Νιώθω ότι γενικότερα το έργο του Garland αναπνέει εν τέλει περισσότερο μέσα από τις αδυναμίες, τις ανεπάρκειες, τις ελλείψεις του. Το ίδιο έλεγα για το Annihilation, το ίδιο λέω και τώρα. Δεν είναι τέλειο, αλλά τουλάχιστον ευτυχώς δεν είναι τέλειο.

Best of internet