Quantcast

Το Killing Eve παραμένει ένα από τα πιο εθιστικά και σαρδόνια πράγματα στην τηλεόραση

Η αρχή του τρίτου κύκλου να μας αφήνει συγκρατημένα αισιόδοξους για το μέλλον

Πριν από σχεδόν ακριβώς δύο χρόνια, στις αρχές Απριλίου του 2018, το BBC ξεκίνησε να προβάλει τη σειρά με το όνομα Killing Eve. Τότε, αυτό από μόνο του δε σήμαινε και πολλά πράγματα. Η σειρά βασιζόταν σε μια σειρά από e-νουβέλες του Luke Jennings που είχαν δημιουργήσει μια μικρή διαδικτυακή αίσθηση στα μέσα της δεκαετίας, αλλά μέχρι εκεί. Οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι ανήκαν στην Sandra Oh του Grey’s Anatomy και την λίγο-πολύ άγνωστη ακόμα τότε Jodie Comer, οπότε ούτε το καστ έκανε κάποια τρομερή αίσθηση. Το σενάριο γράφτηκε κατά βάση από την Phoebe Waller-Bridge – αλλά αυτό ήταν ένα όνομα που δεν σήμαινε ακόμα και τόσα πολλά. Το Crashing κι η πρώτη σεζόν Fleabag είχαν τραβήξει την προσοχή κυρίως των πιο αφοσιωμένων σειρεφίλ, ενώ ο πλανήτης δεν την είχε ερωτευθεί ακόμα παράφορα όπως συμβαίνει εδώ κι έναν χρόνο περίπου. Με άλλα λόγια, το Killing Eve έμοιαζε να έρχεται από το πουθενά. Κι ήταν διαβολεμένα εθιστικό, σαρδόνιο, θανατηφόρο, κωμικά σκοτεινό και σκληροτράχηλα ειρωνικό.

Βέβαια, η τηλεόραση είναι ένα παράξενο ζώο και μπορούν να αλλάξουν πολλά πράγματα από τη μία σεζόν στην άλλη. Σε αντίθεση με το σινεμά που υπάρχει μια μεγαλύτερη τάση συγκεντροποίησης γύρω από το τρίπτυχο παραγωγή-σκηνοθεσία-σενάριο, η τηλεόραση είναι ένα μέσο με αρκετά περισσότερα χέρια να εμπλέκονται στη δημιουργική διαδικασία, να έχουν ενεργό ρόλο στις αποφάσεις και να εναλλάσσονται μεταξύ τους σε κομβικούς ρόλους. Σε αυτήν την περίπτωση, το τηλεοπτικό δίκτυο αποφάσισε πως κάθε σεζόν του Killing Eve μια έχει μια διαφορετική γυναίκα σε ρόλο showrunner. Φυσικά, αυτή είναι μια απόφαση που επί της αρχής φαντάζει ωραιότατη, αλλά αν μη τι άλλο στην πράξη αφήνει μια πόρτα ανοιχτή στην πιθανότητα να υπάρχει διακύμανση συνοχής και ποιότητας από τον ένα κύκλο στον άλλο. Αλλά, είπαμε, συμβαίνουν κατά κόρον αυτά στην τηλεόραση.

Με τις βάσεις του πρώτου κύκλου, λοιπόν, να έχουν μπει εξαιρετικά από την Waller-Bridge, η δεύτερη σεζόν είχε για showrunner την Emerald Fennell, η οποία είχε ήδη θητεύσει ως ηθοποιός σε σειρές σαν το Call the Midwife και το The Crown. Όντας προσωπική επιλογή της Waller-Bridge, η Fennell αποτέλεσε μια αρκετά φυσική συνέχεια από πλευράς ύφους. Αμφότερες είναι Βρετανίδες millennials με έμφαση στο προσωπικό γράψιμο (η πρώτη στο θέατρο, η δεύτερη στη λογοτεχνία) και στο ειρωνικό χιούμορ. Εν ολίγοις, είναι δύο δημιουργοί που αποδείχτηκε ότι μπορούν να πιάσουν τον παλμό της εποχής τους. Βέβαια, η δεύτερη σεζόν βγήκε εν τέλει αρκετά διαφορετική από την πρώτη σε κάποια σημεία. Εκεί που ο πρώτος κύκλος βασίστηκε στο κοφτερό, σφιχτό, πνευματώδες γράψιμο της Waller-Bridge, ο δεύτερος έγινε πιο φανταχτερός, campy, μελοδραματικός, (σαπουν)οπερατικός. Αν μας ρωτάτε, το αποτέλεσμα ήταν σαφώς κατώτερο σε σχέση με την πρώτη σεζόν – αλλά το dna του Killing Eve ήταν ακόμα στη θέση του. Και γι’ αυτό παρέμεινε για μας μια από τις καλύτερες σειρές της δεκαετίας.

Την προηγούμενη φορά που συζητάγαμε εκτενώς για την σατιρική ερωτική κατασκοπική ιστορία της βρετανίδας πρακτόρισσας Eve Polastri και της μυστηριώδους πληρωμένης δολοφόνου Villanelle λέγαμε ότι ο βασικός λόγος που μας εξέπληξε τόσο θετικά αυτή η σειρά είναι ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίστηκε τρία κλασικά κινηματογραφικά και τηλεοπτικά tropes. Πρώτον, ο τρόπος που επεξεργάστηκε την τρελή αγάπη, την εμμονική προσήλωση, την ακαταμάχητη επιθυμία για κατοχή του Άλλου μέσα από την ιστορία δυο γυναικών που βρίσκονται αμφότερες τόσο κοντά στο θάνατο. Δεύτερον, ο τρόπος που έπαιξε με όλα τα στερεότυπα των κατασκοπικών αφηγήσεων και ακόμα περισσότερο ο τρόπος που αποσταθεροποίησε ειρωνικά και παιχνιδιάρικα τις πατριαρχικές προϋποθέσεις τους. Τρίτον, ο τρόπος που μας σύστησε δύο γυναίκες αντι-αντι-ηρωίδες έτσι ώστε να μην αποτελούν απλά θηλυκές εκδοχές-αποκλίσεις ενός αρσενικού πρωτοτύπου-κανόνα. Μέσα από αυτά τα τρία πράγματα, το Killing Eve πήρε επάξια την θέση του δίπλα σε πλήθος νέων γυναικείων αφηγήσεων στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη που τείνουν προς μια γυναικεία καλλιτεχνική-εκφραστική αυτονομία που στοχεύει στην καθολικότητα. Κι αυτό είναι καλό, πολύ καλό – γιατί παραδοσιακά η βιομηχανία του θεάματος μας μάθαινε ότι οι ταινίες/σειρές ανδρών δημιουργών είναι «για όλους», ενώ των γυναικών είναι «για γυναίκες».

Χοντρικά, αυτά περιμέναμε να δούμε κι από τη συνέχεια του Killing Eve – κι η τρίτη σεζόν έφτασε τελικά αυτές τις μέρες (στην Ελλάδα προβάλλεται από το Vodafone TV) με την Suzanne Heathcote του Fear the Walking Dead και του See να παίρνει τον ρόλο του showrunner. Βλέποντας το πρώτο επεισόδιο του νέου κύκλου, η αίσθηση που μας έμεινε ήταν σε γενικές γραμμές θετική. Όπως θα περίμενε κανείς, η Eve παραμένει ζωντανή μετά το γκραν φινάλε της δεύτερης σεζόν, αλλά πλέον δουλεύει ως μαγείρισσα στην κουζίνα ενός ασιατικού εστιατορίου προσπαθώντας να ξεχάσει την προηγούμενη ζωή της. Από την άλλη, η Villanelle επιστρέφει στην παλιά της εκπαιδεύτρια καθώς ανελίσσεται στον ευγενή χώρο των πληρωμένων δολοφόνων. Καθώς οι ζωές των δύο ηρωίδων απομακρύνονται, τόσο το κενό ανάμεσά τους γεμίζει με το δηλητήριο της επιθυμίας χωρίς διαφυγή ή εκπλήρωση. Ο θεματικός άξονας της εμμονής συνεχίζει να είναι κεντρικός, με την τοξική και θυελλώδη σχέση ανάμεσα στις δύο γυναίκες να έχει αφήσει πίσω της ένα καταραμένο απόθεμα, μια υπόσχεση ξανακυλίσματος, ένα κάλεσμα που το ακούς να κυλάει στο αίμα και να φωνάζει το όνομα του αντικειμένου της επιθυμίας σου.

Κρίνοντας από το πρώτο επεισόδιο για αρχή, ο νέος κύκλος φαίνεται να είναι πιο σφιχτός αφηγηματικά, το γράψιμό του φαίνεται πιο στοχευμένο και τα πατήματά του πιο σίγουρα σε σχέση με τον δεύτερο. Από την άλλη, διακρίναμε και μια υφολογική στροφή που δε μας άφησε και την καλύτερη επίγευση. Οι πρώτοι δύο κύκλοι του Killing Eve ήταν σκοτεινοί, αλλά όχι με τον υπερβολικά βλοσυρό και σοβαροφανή τρόπο που το συνηθίζει η prestigious τηλεόραση των τελευταίων δύο δεκαετιών (ξέρετε, μιλάμε γι’ αυτό το υπερβολικά σκοτεινό στυλ που καθιέρωσε το HBO). Αντίθετα, το σκοτάδι του Killing Eve ήταν ένα σκοτάδι φαντασμαγορικό, γκροτέσκο και campy – είχε μια θεατρικότητα και μια σαγήνη, μια γοητευτική ειρωνεία. Οι αντι-ηρωίδες εδώ δεν ήταν σαν τους βλοσυρούς και υπερ-σοβαρούς άνδρες αντι-ήρωες που έχουμε συνηθίσει. Αντίθετα, το δικό τους σκοτάδι φλέρταρε συνεχώς με την ειρωνική αυτο-υπονόμευσή του. Αυτό το είδος σκοταδιού έδινε στη σειρά ένα πάθος, έναν παλμό, μια αμφισημία και μια αστάθεια που την έκαναν να ξεχωρίζει από την μανιερίστικη πλέον dark and gritty ατμόσφαιρα που έχει πλημμυρίσει την τηλεόραση. Είχε, αν θέλετε, μια καλώς εννοούμενη τηλεορασίλα.

Οκ, εντάξει, αυτό δε σημαίνει ότι ξαφνικά το Killing Eve έγινε ένα γυναικείο Breaking Bad ή Mad Men. Ακόμα υπάρχει ο fabulous κοσμοπολιτισμός που πηδάει ανάλαφρα από τη μία μητρόπολη στην άλλη, ακόμα υπάρχει η αλλοπρόσαλλη υψηλή-χαμηλή μόδα της Villanelle, ακόμα υπάρχει ο pulp αχταρμάς που μπλέκει διεθνή κατασκοπεία, πολιτική διαφθορά και θανατηφόρο ερωτισμό, ακόμα υπάρχει η ειρωνική κιτς μουσική που δίνει ρυθμό στη σειρά. Ελπίζουμε αυτά τα στοιχεία να συνεχίσουν να κυριαρχούν στα επόμενα επεισόδια κι ελπίζουμε να συνδυαστούν με το σφιχτότερο γράψιμο που υπόσχεται το πρώτο επεισόδιο. Κυρίως, όμως, περιμένουμε πώς και πώς να φτάσουμε στα δύο επεισόδια του φινάλε που σκηνοθέτησε η Shannon Murphy, δημιουργός του υπέροχου Baby Teeth με την οποία είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε πέρσι στο Φεστιβάλ Βενετίας. Έχει θεατρικό background, έχει κοφτερή πένα, έχει ζωντανή σκηνοθετική ματιά – θα γίνει η επόμενη Phoebe Waller-Bridge, θυμηθείτε μας.

Best of internet