Quantcast

Κλείστε το μυαλό, ανοίξτε τα μάτια, απολαύστε το Love Death + Robots

Ή πώς έμαθα να πάψω να ανησυχώ και να αγαπώ το τέλος της ανθρωπότητας

Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να πούμε ότι μέσα στην τελευταία δεκαετία υπάρχει ένας πανζουρλισμός κινηματογραφικής και τηλεοπτικής sci-fi παραγωγής. Όπως γράφαμε πέρσι με αφορμή το υπερ-τζούφιο Mute του Duncan Jones: “Σημαίνει αυτό ότι στο παρελθόν δεν είχαμε πολλές sci-fi, fantasy και horror ταινίες και σειρές; Σε καμία περίπτωση. Σημαίνει, όμως, ότι πλέον αυτοί οι τίτλοι είναι οι ναυαρχίδες των studios και των δικτύων, απασχολώντας σημαντικά ονόματα σε επίπεδο συντελεστών και στοχεύοντας περισσότερο σε μυριάδες κινηματογραφικά και τηλεοπτικά blockbusters παρά σε ένα πιο περιορισμένο genre κοινό.” Αυτό, βέβαια, έχει τα θετικά του. Για παράδειγμα, είναι πολλές οι σύγχρονες sci-fi ταινίες και σειρές που θα δυσκολεύονταν τραγικά να πραγματοποιηθούν σε προηγούμενες δεκαετίες. Παράλληλα, όμως, είναι και θλιβερό μερικές φορές να βλέπεις την υπερεξάντληση του είδος να κοντοζυγώνει έπειτα από τόση έλλειψη θεματικής και αισθητικής φαντασίας – πράγμα διπλά στενάχωρο όταν πρόκειται για το genre που στην λογοτεχνία και το σινεμά μας ταρακούνησε τις βεβαιότητες για το παρελθόν, το παρόν και κυρίως το μέλλον όσο ελάχιστα άλλα πράγματα.

Φυσικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα ινία σ’ αυτήν την κοινοτοποίηση του sci-fi τα κατέχει αυτήν τη στιγμή το Netflix, το οποίο μοιάζει να βγάζει μικρομεσαίες ταινίες επιστημονικής φαντασίας με ρυθμό αλυσίδας παραγωγής. Για να το θέσουμε και διαφορετικά, το έχει γαμήσει τα τελευταία χρόνια. Μιλάμε για κάτι TAU, για κάτι Extinction, για κάτι IO, για κάτι Cloverfield Paradox και κάμποσα ακόμα που νυστάξαμε και μόνο που τα αναφέραμε. Στις sci-fi σειρές τα έχει πάει κάπως καλύτερα, αλλά κι εκεί έχουμε δει πράγματα που προσπαθούμε να ξεχάσουμε, όπως το Lost in Space, το The Rain και το 3%. Ε, θυμάστε πίσω στο 2003 που το The Animatrix, μια animated ανθολογία, ήταν καλύτερο από τα δύο κινηματογραφικά sequels του The Matrix; Περίπου κάτι τέτοιο έκανε τώρα το Netflix με το Love, Death & Robots, την animated sci-fi σειρά ανθολογίας που έσκασε μύτη αυτές τις μέρες στην streaming πλατφόρμα.

Συνοπτικά, για να ξεμπερδεύουμε μ’ αυτό, το Love, Death & Robots (στο εξής LDR) είναι μια σειρά 18 επεισοδίων διάρκειας από 6 έως 17 λεπτά, τα οποία έχουν δημιουργηθεί από μια πληθώρα διαφορετικών studios κι έχουν αρκετά έως πολύ διαφορετικό animation μεταξύ τους. Οι συνδετικοί τους κρίκοι, θα λέγαμε, είναι δύο. Πρώτον, το LDR έχει για δημιουργό τον Tim Miller (σκηνοθέτη του Deadpool με σημαντική εμπειρία στα video game visual effects) και για βασικό παραγωγό τον David Fincher, δηλαδή ένα από τα πιο βαριά χαρτιά του αμερικάνικου σινεμά εδώ και δυόμιση δεκαετίες που τα τελευταία χρόνια έχει ανοιχτεί σημαντικά στην τηλεόραση με σειρές σαν το House of Cards και το Mindhunter. Το δεύτερο στοιχείο που συνέχει το LDR είναι η βία, το σεξ κι ο χαμός της ανθρωπότητας, δηλαδή ο τίτλος της σειράς είναι αρκετά έως πολύ σαφής, εφόσον βέβαια αποφασίσουμε να περιστείλουμε το περιεχόμενο των λέξεων love και death στη βιολογική τους λειτουργία. Αποτελώντας μια sci-fi σειρά που ποντάρει στο μηδενιστικό σκοτάδι, την meta ειρωνεία και την προκλητική ακρότητα, το LDR είναι μάλλον αυτό ακριβώς που περιμέναμε από μια δουλειά που περιλαμβάνει τον David Fincher και τον Tim Miller.

Σε υφολογικό επίπεδο, μιας και τα 18 μίνι επεισόδια του LDR είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, η σειρά αποτελεί έναν οργασμικό συνδυασμό από fast-track worldbuilding και συνεχές παιχνίδι με το sci-fi genre, αντιμετωπίζοντας το είδος σαν ένα θεματικό dna που μπορεί να διαπεράσει κάθε διαφορετικό setting, κάθε διαφορετική οπτική ταυτότητα, κάθε διαφορετική ιστορία. Απ’ αυτήν την σκοπιά, είναι σ’ έναν βαθμό άξιο θαυμασμού ως τεχνικό επίτευγμα sci-fi animation που συμπεριέλαβε την δουλειά τόσων πολλών συντελεστών από τόσα πολλά animation studios ανά τον κόσμο. Φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, η καλειδοσκοπική ποικιλία των ιστοριών του ήταν τόσο η δύναμη όσο και η αδυναμία του LDR. Συνολικά, η σειρά είναι προφανέστατα τρομερά άνιση, αφού ουσιαστικά πρόκειται για 18 συνεκτικές αφηγήσεις με δικό τους δραματικό σύμπαν – άλλοτε υπερβολικά απλό και περιορισμένο, κι άλλοτε τόσο φουσκωμένο που θα μπορούσε να γεμίσει κινηματογραφικό franchise. Βλέποντας αυτά τα 18 επεισόδια, λοιπόν, μπήκαμε σε σκέψεις σχετικά με το ποια μας άρεσαν και ποια δε μας άρεσαν – και, κυρίως, γιατί.

Κατά μία έννοια, το LDR έχει μια πλευρά καλή και μια πλευρά κακή – τουλάχιστον με βάση τις δικές μας προσδοκίες και προτιμήσεις. Αν μας ρωτάτε, κάτι που εμφανώς δεν έχετε κάνει μέχρι τώρα, το LDR βρίσκει τον καλύτερό του εαυτό όταν επενδύει τα μέγιστα στον πειραματισμό, την κωμωδία, την σάτιρα, το cuteness, την ψυχεδέλεια, την απρόβλεπτη αισθητική και θεματική προσέγγιση. Μας άρεσε η τουριστική χαριτωμενιά του Three Robots, η υπέροχη ασυναρτησία του When the Yogurt Took Over, η αντι-αποικιακή steampunk ματιά του Good Hunting, ο σκουπιδοφουτουρισμός του The Dump, o neon ηδονισμός του Fish Night, η απρόσμενη ανθρωπιά του Zima Blue, η κοσμική κωμωδία του Ice Age και το απρόβλεπτο σοβιετικό setting του Secret War.

Από την άλλη πλευρά, οι χειρότερες στιγμές του LDR ήταν αυτές όπου η σειρά έμοιαζε να μετατρέπεται σε ένα οριακά ανούσιο sci-fi λούνα παρκ όπου ενθουσιάζεσαι στιγμιαία για να διαγράψεις μετά μέσα σε μια στιγμή από τη μνήμη σου αυτό που είδες. Υπάρχουν επεισόδια που θυμίζουν περισσότερο μέτρια video game cutscenes, που στοχεύουν σε μια χιλιοζορισμένη σοβαροφάνεια κι ένα προκάτ πρεστίζ μέσα από την αναπαραγωγή sci-fi κοινοτοπιών. Υπάρχουν άλλα επεισόδια που ξεχειλίζουν ματσίλα και μισογυνισμό, βρίσκοντας στον NSFW χαρακτήρα του LDR μια ευκαιρία για ξεδίπλωμα μιας ανώριμης ακρότητας χωρίς περιεχόμενο, με το gore να παίρνει διαστάσεις αυταξίας κι όχι δραματικού μέσου, το edginess να μην πείθει ούτε δευτερόλεπτο για την ειλικρίνειά του, καταλήγοντας συχνά μια αγορίστικη εφηβικού τύπου φαντασίωση – θεαματική αλλά κενή.

Η αίσθηση που μεταδίδει του LDR, μέσα από αυτήν του την αντιφατικότητα, είναι η αίσθηση ενός συναρπαστικού προϊόντος πλήρως εναρμονισμένου με τον pop δυστοπικό μηδενισμό της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας – κι ειδικότερα των πιο ειρωνικών ή meta πλευρών της. Ξέρετε, αυτή η αύρα που υπονοεί ή βροντοφωνάζει ότι τίποτα δεν έχει αληθινά νόημα, αλλά όλα δυνητικά μπορούν να γίνουν διασκεδαστικά ως references – χωρίς καμιά ιδιαίτερη απαίτηση για ειλικρίνεια, συναισθηματική επένδυση ή ανθρώπινο βάθος. Ειδικότερα, όπως έχουμε δει πρόσφατα σε τηλεοπτικές ναυαρχίδες του sci-fi όπως το Black Mirror ή το Westworld, τέτοια έργα διαπνέονταν συχνά κι από μια κυνική post-human προβληματική που, αντί να βαθαίνει την σκέψη για την διάκριση ανάμεσα στο ανθρώπινο και το μη-ανθρώπινο, βρίσκει εν τέλει απόλαυση μέσα στην ίδια την καταστροφή της ανθρωπότητας. Η διαφορά, βέβαια, είναι ότι εδώ η εξαφάνιση της ανθρωπότητας δεν έχει πια την φιλοσοφική κλίμακα ενός 2001: A Space Odyssey, αλλά το μπλαζέ, ειρωνικό, cute, gory, pop στίγμα σαν αυτό που αφήνει το LDR.

Αν κοιτάξουμε την μεγάλη εικόνα του ενήλικου animation του φανταστικού, μοιάζει πολύ λογικό που οι δημιουργοί του LDR επέλεξαν την απολαυστικά cult υφή του Heavy Metal ως θεματική βάση για την σειρά τους. Εμείς θα προτιμούσαμε σαφέστατα τον περιπετειώδη cyberpunk μετα-ανθρωπισμό της ιαπωνικής anime παράδοσης που περιλαμβάνει ένα Robot Carnival, ένα Ghost in the Shell κι ένα Serial Experiments Lain (μεταξύ πολλών άλλων), αλλά θα λέγαμε ψέματα αν υποστηρίζαμε ότι δεν απολαύσαμε τα μάλα, με απενεργοποιημένο τον εγκέφαλο, την επική μονομαχία μεταξύ Kharnivore και Turboraptor (!) ή το θέαμα τριών ρομπότ να παίζουν με ένα γατάκι ανάμεσα στα ερείπια του ανθρώπινου πολιτισμού. Και δεν είναι σωστό να λέμε ψέματα.

Best of internet