Quantcast

Το Atlanta, ο Donald Glover κι ο «Childish Gambino» έφυγαν κι άφησαν πίσω τους συντρίμμια

Ο δεύτερος κύκλος της σειράς και η ρευστή αυτονομία της μαύρης κουλτούρας

Αυτό ήταν. Το Atlanta, η σειρά του Donald Glover, ή Childish Gambino αν προτιμάτε το μουσικό του ψευδώνυμο, τελείωσε. Στις 10 Μαΐου, την περασμένη Πέμπτη δηλαδή, το τηλεοπτικό δίκτυο FX προέβαλε το τελευταίο επεισόδιο της δεύτερης σεζόν – κι εμείς, σ’ αυτήν την πλευρά του Ατλαντικού, το είδαμε την επόμενη μέρα με την ησυχία μας απ’ τις γνωστές ιντερνετικές τοποθεσίες. Πριν απ’ αυτό όμως, ο Childish Gambino, ή Donald Glover αν προτιμάτε το ονοματεπώνυμό του, είχε φροντίσει να στρέψει τα φώτα της δημόσιας pop σφαίρας προς τα πάνω του με τον πιο εμφατικό τρόπο αναρτώντας το νέο single του This Is America στις 5 Μαΐου στο YouTube. Προσοχή: δεν εννοούμε ότι ο Glover έκανε κάποιο διαφημιστικό τρικ ρίχνοντας αυτό το αναμενόμενα δυνατότατο χαρτί λίγο πριν το φινάλε του δεύτερου κύκλου της σειράς του. Εννοούμε, όμως, ότι ενορχήστρωσε ένα εκπληκτικό momentum προκειμένου να εξαναγκάσει την σύγχρονη pop κουλτούρα σε ένα στιγμιαίο urgency, μια αίσθηση πολιτισμικού κατεπείγοντος που συμβαίνει τώρα και δεν επιτρέπει να το αγνοήσουμε – ούτε αυτό, ούτε τις κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές προεκτάσεις του. Προφανώς, έχουν γραφτεί ήδη πολλά ενδιαφέροντα πράγματα για το This Is America. Η αλήθεια είναι πως η σύνθεση του Glover και η σκηνοθεσία του Hiro Murai, όσο πυκνές και κρυπτικές κι αν μοιάζουν εκ πρώτης όψεως, έστρωσαν από μόνες τους τον δρόμο για τον αγώνα ερμηνείας και αποκρυπτογράφησης που ακολούθησε. Και βέβαια, όπως συνηθίζεται έτσι κι αλλιώς, αυτή η πυκνότητα οδήγησε ταυτόχρονα στην αναζήτηση του πολιτικού/πολιτισμικού περιεχομένου αλλά και στο κυνήγι των παραπομπών και των references.

Ναι, λοιπόν, το This Is America πέφτει τρομερά μέσα στο πνεύμα της εποχής με έναν εξαιρετικά κατεπείγοντα τρόπο, αλλά το κυρίως πιάτο των επίδικων (είτε πρόκειται για την δημιουργικότητα του Glover είτε για την ίδια την σχέση της με την μαύρη κουλτούρα) είναι, κατά τη γνώμη μου, το ίδιο το Atlanta. Ο λόγος που φτάνω σ’ αυτό το συμπέρασμα σχετίζεται με την ερμηνεία της ίδιας της πορείας του Glover μέσα στα χρόνια. Η διαδρομή της καλλιτεχνικής προσωπικότητας του Glover είναι έτσι κι αλλιώς στενά συνδεδεμένη με την ίδια την εξέλιξη της pop κουλτούρας στο internet. Γεννημένος το 1983, καταγόμενος από μια μαύρη middle-class οικογένεια Μαρτύρων του Ιεχωβά και σπουδαγμένος στο New York University, o Glover ξεκινάει την τηλεοπτική πορεία του φτιάχνοντας viral σκετς στο YouTube και στέλνοντας σεναριακά δείγματα για τους Simpsons, ενώ η μουσική του διαδρομή στο rap ξεκινάει με την υιοθέτηση ενός ονόματος από Wu-Tang name generator και μια σειρά από diy mixtapes με σαφείς αναφορές στην nerd κουλτούρα. Έπειτα, φυσικά, έρχεται κι η δουλειά σεναριογράφου στο 30 Rock, ο ρόλος στο Community, τα Grammy ως Childish Gambino, τα Emmy για το Atlanta κι οι blockbuster εμφανίσεις στα επερχόμενα Solo: A Star Wars Story και The Lion King. Ο Glover κατέχει πλέον μια ιδιαίτερη θέση σ’ αυτήν τη σύγχρονη δημόσια σφαίρα που ξεκινάει από τις σελίδες του Reddit και φτάνει μέχρι τα cultural studies. Κατά μία έννοια, είναι ίσως ο πρώτος αληθινός auteur της νέας αμερικάνικης συγκυρίας που οριοθετείται από την meme-οποίηση της δημόσιας σφαίρας, την άνοδο της ακροδεξιάς, το κίνημα Black Lives Matter, τις πολιτικές των ταυτοτήτων και της ορατότητας.

Παρ’ όλα αυτά, ακόμα κι αν είναι ένας από τους τηλεοπτικούς δημιουργούς που αγκαλιάζουν την εποχή τους όσο ελάχιστοι, δεν είναι καθόλου πρόθυμος να εμφανιστεί ως επίσημος εκφραστής της. Αυτό γίνεται εξαιρετικά εμφανές αν κανείς μπει στον κόπο να διαβάσει την γιγάντια συνέντευξή του στο New Yorker τον περασμένο Μάρτιο. Σύμφωνα με τον τίτλο, ο Glover δεν μπορεί να σε σώσει. ΟΚ, αυτό είναι πασιφανές, αλλά το πραγματικό ζήτημα είναι το ότι δεν θέλει να σε σώσει – ούτε εσένα, ούτε τον εαυτό του, ούτε τίποτα. Ως αναδυόμενος μαύρος auteur, με το Atlanta ως πρώτο έργο της καλλιτεχνικής ωριμότητάς του, ο Glover εμφανίζεται ως απρόβλεπτος, απρόθυμος και αποσταθεροποιητικός. Αυτά τα τρία στοιχεία δεν είναι απλώς συμπτωματικά στοιχεία του χαρακτήρα του που εισχωρούν στο πεδίο της τέχνης του. Ίσα-ίσα, είναι βασικοί πυλώνες αυτής της τελευταίας. Γράφοντας τις προάλλες για το Barry του Bill Hader και την κατάσταση της αμερικάνικης τηλεοπτικής κωμωδίας κατά την τελευταία δεκαετία, προσπαθήσαμε να εντάξουμε το Atlanta και τον Glover σε ένα άτυπο ρεύμα με κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Ενδεικτικά, γράφαμε ότι αυτό το ρεύμα μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει το Transparent της Jill Soloway, το Togetherness των αδερφών Duplass, το πρώην Louie του Louis C.K., το Broad City των Ilana Glazer και Abbi Jacobson, το Insecure της Issa Rae και του Larry Wilmore, το She’s Gotta Have It του Spike Lee ή το Master of None του Aziz Ansari. Πέρα απ’ το ότι τέτοιες σειρές αποτελούν μια εξέλιξη στην μορφή του κλασικού αμερικάνικου μισάωρου sitcom, αποτελούν επίσης και μια τάση που βάζει στο επίκεντρο την προσωπική σφραγίδα και ενδοσκόπηση με τρόπο που, εκτός εξαιρέσεων, δεν συνηθιζόταν και τόσο πολύ στην τηλεόραση. Πρόκειται για σειρές που μιλάνε στο πρώτο πρόσωπο, που προσπαθούν να πλοηγηθούν μεταξύ ειρωνείας, κυνισμού και ειλικρίνειας, που βάζουν σε πρώτο πλάνο την επεξεργασία της ταυτότητας και της κοινότητας.

Το Atlanta, όμως, έχει κάτι ιδιαίτερο – κάτι πιο φευγαλέο, πιο δύσκολο να προσδιοριστεί, να αναδειχθεί και να ερμηνευθεί. Ήδη από την πρώτη σεζόν της σειράς, έμοιαζε σαν ο Glover να προσπαθεί να κάνει για το hip hop αυτό που έκανε ο David Lynch για το dream pop – όπως έχει ξαναγραφτεί χαριτωμένα. Φυσικά, αυτό μας προσφέρει μια στιγμιαία αίσθηση της ατμόσφαιρας, αλλά φυσικά το κεντρικό ζήτημα εδώ είναι το προφανές. Το επίδικο ήταν η μαύρη εμπειρία στις ΗΠΑ – όσο το δυνατόν λιγότερο μεσολαβημένα από το λευκό βλέμμα και θέαμα. Καθώς το επίκεντρο της χαλαρής πλοκής της σειράς ήταν το hip hop κι η προσπάθεια των ξαδερφιών Earn και Alfred να τα καταφέρουν στην μουσική βιομηχανία, ο Glover έρχεται στην θέση όπου μπορεί να μετατρέψει σε αφήγηση τις αναπαραστάσεις και τις προσδοκίες που έχει η λευκή Αμερική από έναν νεαρό μαύρο καλλιτέχνη, ηθοποιό, μουσικό και σεναριογράφο σαν αυτόν. Μέσα από την σχέση του Earn και του Alfred, το Atlanta ρίχνει φως στην μαύρη κοινωνικότητα που αναπτύσσεται γύρω από το hip hop ως αυθεντικά λαϊκή και κοινοτική μουσική. Δηλαδή, σαν τρόπο να διηγούνται καλλιτεχνικά τις ιστορίες τους οι υποτελείς τάξεις και σαν διέξοδο για βελτίωση των όρων ζωής τους. Αυτή είναι μια αμφίσημη δυναμική, βέβαια, κι αυτό το ξέρει πολύ καλά ο Glover. Το πρώτο σκέλος αφορά την αυτονομία της έκφρασής τους, την δυνατότητα να μιλούν με την δική τους φωνή – εκπληρώνοντας την υπόσχεση της παρουσίας του hip hop στις μαύρες κοινότητες από τις αρχές του ’70 κι έπειτα. Το δεύτερο σκέλος, όμως, ενώ εμφανίζεται σαν επικύρωση αυτής της αυτονομίας με υλικούς όρους (δηλαδή σαν αναγνώριση και επιτυχία, λεφτά και αμάξια, χρυσαφικά και γυναίκες), στην πραγματικότητα ανοίγει έναν νέο κύκλο οριοθέτησης και επιτήρησης από την λευκή βιομηχανία του θεάματος.

Η πρωτοτυπία του Atlanta, όμως, δεν είναι θεωρητική ή αναλυτική. Δεν είναι ότι αυτά έλειπαν σαν προβληματισμοί, αφού ο μαύρος ριζοσπαστισμός έχει φροντίσει να αναδείξει τέτοια ζητήματα εδώ και πολλές δεκαετίες. Το εντυπωσιακό στην προσέγγιση του Glover είναι ότι δίνει χώρο σε μια αισθητική γλώσσα που καταφέρνει ταυτόχρονα να είναι μαχητική και αινιγματική, σαφής και φευγαλέα. Κατά μία έννοια, στην πρώτη σεζόν τουλάχιστον, ο Glover γράφει το Atlanta ακριβώς σαν να γράφει ένα hip hop δίσκο. Η αφήγηση συγκρατείται από την ίδια την εμπειρία της κοινότητας, περιλαμβάνοντας θραύσματα πλοκής και καθημερινών ιστοριών, ναρκισσιστικό braggadocio, στιγμές τρομερής διαύγειας και αιφνιδιαστικής αυτο-αμφισβήτησης, απρόβλεπτα non sequitur και ελεύθερους συνειρμούς. Κι η συγκολλητική ουσία είναι η ανάδυση του ρυθμού μέσα στο randomness, όπως το sampling δίνει διαλεκτικά νέο περιεχόμενο σε μια προϋπάρχουσα ηχητική μορφή. Δεν ξέρω, αλλά έχω την εντύπωση πως το ίδιο το hip hop είναι το σημαντικότερο στοιχείο για την κατανόηση του Atlanta. Όχι σαν ερμηνευτικό εργαλείο ή εξωτερικό σημείο αναφοράς της πλοκής, αλλά ως πραγματικό ζωντανό μοντέλο για την μορφή και το περιεχόμενό του. Μ’ αυτήν την έννοια, το Atlanta μοιάζει περισσότερο με το να ακούς έναν εξαιρετικό rap δίσκο με κλειστά μάτια και να ανασυγκροτείς θραυσματικά την αφήγηση μέσα από το ύφος και την ατμόσφαιρα, παρά το να βλέπεις μια παραδοσιακή τηλεοπτική σειρά που εφιστά την προσοχή σου στην κυριολεξία των χαρακτήρων και της πλοκής. Και βέβαια, όλο αυτό έχει από πίσω μια εκκωφαντική υλική πολιτισμική βάση: το πώς η μαύρη κουλτούρα των από-τα-κάτω φιλτράρεται από το λευκό εμπόριο υψηλής και χαμηλής κουλτούρας, ξαναπακετάρεται σε εμπορεύσιμη μορφή και ξαναπουλιέται στους πάντες με το αζημίωτο. Λίγα πράγματα αντικατοπτρίζουν καλύτερα αυτήν τη δυναμική αυθεντικότητας και εκμετάλλευσης απ’ ό,τι ο διάλογος ανάμεσα στον Paper Boi και τον επίδοξο entrepreneur στο τέταρτο επεισόδιο του πρώτου κύκλου, όταν ο πρώτος λέει «niggas die, people are forgotten, shit is real» κι ο δεύτερος απαντάει «can I use that?».

Εν ολίγοις, για να μην τα πολυλογώ, η πρώτη σεζόν του Atlanta ήταν κατ’ εμέ ένα απ’ τα καλύτερα πράγματα που έχουν προβληθεί ποτέ στην αμερικάνικη τηλεόραση. Έτσι, όπως ήταν λογικό, οι προσδοκίες για τον δεύτερο κύκλο ήταν τεράστιες. Ο Glover όμως δεν θέλει να σε σώσει, πόσω μάλλον εμένα, οπότε τα πράγματα αλλάζουν και παίρνουν διαφορετική τροπή. Προφανώς, η συνέχεια του Atlanta ήταν ένα τεράστιο στοίχημα τόσο καλλιτεχνικά όσο και εμπορικά. Δεδομένου ότι ακόμα και οι σειρές με πλειοψηφικά μαύρο καστ ή δημιουργούς έχουν κατά κύριο λόγο λευκό ακροατήριο (για ευνόητους λόγους φυλετικού και ταξικού αποκλεισμού), το Atlanta κατάφερε να φέρει αυτό το ποσοστό σε ένα αρκετά εντυπωσιακό 50/50, αντανακλώντας μια νέα τάση στην αμερικάνικη τηλεόραση. Παράλληλα, το ύφος και το γράψιμο της σειράς γίνεται όλο και πιο προσωπικό, όλο και πιο ενδοσκοπικό, αινιγματικό ή αφηρημένο. Κατά μία έννοια, ο Glover αφήνεται όλο και περισσότερο στις αντιφάσεις του. Όσοι κι όσες τον παρακολουθούν από την αρχή της πορείας του ως rapper, μιας και οι rappers τείνουν να αποκαλύπτουν πολλά για τον εαυτό τους (είτε σκόπιμα είτε όχι), ο Glover φαινόταν να βλέπει καλλιτεχνικά τον εαυτό του μέσα από το πρίσμα της παρεξηγημένης ιδιοφυΐας που αδυνατεί να καταλάβει πραγματικά ο κόσμος. Αυτό άλλοτε εκφραζόταν μέσα από την αίσθηση ότι, ως μορφωμένος nerd, είναι πολύ λευκός για τους μαύρους ή ότι ως μαύρος δεν μπορεί να ξεπεράσει το δομικό σύνορο της λευκής υπεροχής στην αμερικάνικη κοινωνία. Ή, ταυτόχρονα, ότι η low-brow/meme αισθητική του (γεμάτη φυσικά με edgy κυνισμό και μισογυνισμό του είδους που ευδοκιμεί στο 4chan) εμποδίζει την αναγνώρισή του ως αυθεντικού lyricist με στιχουργικές και εκφραστικές φιλοδοξίες στο rap του. Φυσικά, ο Glover δεν είναι πια ο ίδιος με τότε.Όμως, παρόλο που ως μουσικός διέκοψε αυτήν τη δυναμική με το Awaken, My Love! όπου το γύρισε σε μια λυρική retro φάση τύπου Funkadelic και Parliament, στην δεύτερη σεζόν του Atlanta μας ζητάει να αποκοπούμε σχεδόν εντελώς από το ρευστό storytelling του πρώτου κύκλου και να αφεθούμε σε ένα ύφος πιο αποσπασματικό, ανεκδοτολογικό, ναρκισσιστικό, self-indulgent. Με λίγα λόγια, ο Donald Glover μας καλεί να τον ακολουθήσουμε μέσα στο μυαλό του. Δεν ξέρουμε ακριβώς γιατί το κάνουμε και τι θα πάρουμε απ’ αυτό, αλλά το κάνουμε χωρίς να κοιτάμε πίσω.

Ενώ αναμφίβολα το Atlanta διατηρεί ακόμα μια πολύ άμεση επαφή με την μαύρη εμπειρία, ο Donald Glover περπατάει με όλο και πιο ακροβατικό τρόπο στη γραμμή ανάμεσα στην ειρωνεία και την ειλικρίνεια, τον κυνισμό και την ευαισθησία. Ενώ αυτό από τη μία πλευρά έρχεται ως μια σαφέστατη δήλωση μαύρης καλλιτεχνικής αυτοπεποίθησης, η οποία έχει αναμφίβολα μεγάλη αυτοτελή αξία για το πνεύμα της εποχής, από την άλλη αυτή η meta ενδοσκόπηση του Glover αποκτάει όλο και περισσότερο αυτήν την αυτάρεσκα μπλαζέ φιλοδοξία που διεκδικεί, αδιάφορα και πιεστικά μαζί, τον τίτλο της ιδιοφυΐας. Το ζητούμενο, βέβαια, δεν είναι να κρίνουμε τον Glover ως προσωπικότητα, αλλά να δούμε στην πράξη τις συνέπειες που έχει αυτό στο πως συνεχίζει να χτίζει την ιστορία του Atlanta. Κατά έναν τρόπο, οι συνέπειες αυτές χτίζονται σε δύο επίπεδα. Πρώτον, οι άνθρωποι της σειράς (με πυλώνες τον Earn, τον Alfred, τον Darius και την Van) αρχίζουν να γίνονται όλο και πιο συμπτωματικά στοιχεία που απλά βρίσκονται εκεί για να περιβάλλουν την προσωπική και κοινωνική αναζήτηση του Glover. Δεύτερον, ο όλο και πιο αποσπασματικός χαρακτήρας της αφήγησης κάθε επεισοδίου καθιστά πλέον το Atlanta σχεδόν μια σειρά ανθολογίας, δίνοντάς της όλο και περισσότερο μια hit and miss αίσθηση. Αυτές οι δύο συνέπειες δεν είναι απόλυτες, φυσικά. Δίπλα σε μέτρια επεισόδια όπως το Helen με τη γερμανική γιορτή ή το Champagne Papi με το πρωτοχρονιάτικο πάρτι (που δείχνουν ότι ο Glover δυσκολεύεται ή αδιαφορεί πλέον να γράψει για γυναικείους χαρακτήρες με ουσιαστικό τρόπο), είχαμε και κάποια πραγματικά καταπληκτικά μισάωρα σαν το μπεκετικά αναβλητικό Barbershop με το κούρεμα του Alfred, το ακραία στοιχειωτικό Teddy Perkins και το υπέροχα ευαίσθητο FUBU με την τραυματική παιδική ηλικία του Earn.

Η αλήθεια είναι πως συνήθως τέτοιες καλλιτεχνικές προσεγγίσεις, που δίνουν τόσο πολύ χώρο στον αυτάρεσκο και αυτο-αναφορικό κυνισμό, με κλωτσάνε αρκετά και στο τέλος καταλήγω ψιλο-εκνευρισμένος να σταματάω την τάδε σειρά ή ταινία. Παρόλα αυτά, υπάρχει κάτι στη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Glover, ειδικά στον δεύτερο κύκλο, που όσο σε διώχνει μακριά άλλο τόσο σε τραβάει κοντά. Δεν είναι πια τόσο η ιστορία, οι χαρακτήρες ή το κείμενο. Τα ίδια αυτά τα στοιχεία, αν τα πάρουμε στην κυριολεξία τους, μάλλον έχουν μπει ελαφρώς στο background. Πλέον, είναι ξεκάθαρα το ύφος – τόσο σαν πολιτικό όσο και σαν αισθητικό εργαλείο. Στον πρώτο κύκλο, τα set-ups που δεν ξεδιαλύνονταν, τα ερωτήματα που έμεναν στον αέρα και η στιγμές σουρεαλισμού εμφανίζονταν περισσότερο σαν δομικά glitches της καθημερινής εμπειρίας που διεκδικούν τον χώρο τους σε μια τηλεοπτική αναπαράσταση. Στην δεύτερη σεζόν, από την άλλη, η δομή η ίδια χαλαρώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Το αποτέλεσμα αποκτάει μια Lynch-ιανή αίσθηση, αλλά όχι τόσο αιθέρια και ονειρική. Είναι περισσότερο ριζωμένη στην άμεση μαύρη εμπειρία, αλλά παραμένει θολή στο μάτι. Ίσως, με έναν τρόπο, αυτό να προσπαθεί να κάνει πλέον ο Glover: να μετατρέψει το παράξενο σε κάτι χειροπιαστό και άμεσο, προσπαθώντας να μην θυσιάσει ούτε την παραξενιά ούτε την αμεσότητά του. Έτσι, ειδικά ως λευκός θεατής, αναγκάζεσαι να σκεφτείς συχνά τι είναι αυτό που δεν πιάνεις και γιατί. Παράλληλα, όμως, δεν αντιμετωπίζει την μαύρη ταυτότητα σαν κάτι συμπαγές πολιτισμικά, κοινωνικά, ιδεολογικά. Ερχόμενος «αντιμέτωπος» με ένα ταυτόχρονα λευκό και μαύρο κοινό, ο Glover προσπαθεί να πλοηγηθεί με έναν καινοτόμο τρόπο μέσα στο φάσμα των ταυτοτήτων, επισημαίνοντας με τον πιο σαφή πολιτικό τρόπο ότι το blackness είναι ένα φάσμα σκληρά και αυστηρά επιτηρούμενο και περιφρουρούμενο από την λευκή ανωτερότητα. Είναι μια δύσκολη πλοήγηση – κι ο προορισμός της μοιάζει να είναι μια αληθινή αυτονομία της μαύρης έκφρασης, η οποία δεν θα μεσολαβείται από την λευκότητα, αλλά επίσης θα προσπαθεί να αποσταθεροποιεί και τον εαυτό της. Πιθανώς γι’ αυτό να συμβαίνει που το ύφος του Atlanta στοχεύει πλέον τόσο πολύ στην αίσθηση του φευγαλέου, αυτού που διαφεύγει, αυτού που κινείται ασταμάτητα και το βλέπουμε αλλά δυσκολευόμαστε να πιάσουμε την ουσία του.

Βέβαια, ο Donald Glover δεν είναι ο πρέσβης της μαύρης εμπειρίας σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Κατά έναν λεπτό τρόπο, η λευκή προοδευτική Αμερική έχει συχνά αυτήν την αντιφατική σύλληψη του φιλόδοξου μαύρου καλλιτέχνη που συμπυκνώνει όλη την μαύρη κουλτούρα της εποχής του στην ανώτερη μορφή της, περιορίζοντας αρκετά τόσο την ιστορική πραγματικότητα της μαύρης έκφρασης όσο και τον χώρο που αφήνεται σ’ αυτήν την, θεωρητικά ευπρόσδεκτη, καλλιτεχνική φιλοδοξία. Τα τελευταία 10 χρόνια, λίγο-πολύ αυτή η διαδικασία περιελάμβανε τον Kanye West, τον Kendrick Lamar και εσχάτως τον Donald Glover. Παρόλα αυτά, η ιστορία έχει δείξει πως ο αγώνας για μια αυτόνομη μαύρη καλλιτεχνική έκφραση είναι τόσο παλιός μέσα στον 20ό αιώνα όσο το Harlem Renaissance και η jazz έκρηξη του μεσοπολέμου και της μεταπολεμικής περιόδου, η κλασική λογοτεχνία της Civil Rights περιόδου, το Black Arts Movement και το θρασύ πολιτικοποιημένο blaxploitation του ’60 και του ’70 και φυσικά η σχεδόν 40ετής πλέον πορεία του hip hop – μεταξύ πολλών άλλων. Έχοντας βιωμένη και αφομοιωμένη όλη αυτήν την πλούσια ιστορία, αλλά όντας ταυτόχρονα διαμορφωμένος από την σύγχρονη online δημόσια σφαίρα, ο Glover δεν μοιάζει να βλέπει την επιτυχία του Atlanta (ή της μουσικής) του σαν έναν όμορφα στρωμένο δρόμο πως την μαύρη εκφραστική αυτοτέλεια. Αντίθετα, στις συνεντεύξεις και στην τέχνη του εμφανίζεται κυνικός, μηδενιστικός, απαισιόδοξος ως προς την δυνατότητα εξόδου από το δομικό αντι-black κοινωνικό περιβάλλον των ΗΠΑ. Μ’ αυτή την έννοια, το Atlanta περιλαμβάνει μια εκδοχή του μαύρου μέλλοντος – χωρίς να είναι μια μελλοντολογική σειρά. Από τη μία πιάνει το πνεύμα της εποχής, από την άλλη μοιάζει βγαλμένη από ένα παράλληλο σύμπαν. Ο Glover γνωρίζει τα όρια του Atlanta και της τέχνης του μέσα στο υπάρχον πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο – κι αυτό το έκανε σαφές, εν είδει ανασκόπησης για την επιτυχία του, με την σαφέστατη εκδοχή του για την αμερικάνικη κοινωνία στο βίντεο του This Is America. Κατά έναν τρόπο, ο Glover πλέον εμφανίζεται σαν μια avant-garde και pop εκδοχή των προβληματισμών του αφρο-πεσσιμισμού, του σύγχρονου ρεύματος μαύρης σκέψης και κριτικής που λίγο-πολύ βλέπει τον αντι-black ρατσισμό σαν κάτι δομικά αξεπέραστο στα πλαίσια αυτής της κοινωνίας όπως την ξέρουμε.

Σ’ αυτήν την τεράστια συνέντευξή του στο New Yorker που αναφέραμε και προηγουμένως, ο ίδιος ο Glover αναγνωρίζει πως υπάρχει μια αλήθεια στην περιγραφή του Atlanta σαν ένα «μαύρο Seinfeld». Ναι, ο Jerry Seinfeld και ο Larry David κατά μία έννοια στερεοποίησαν όσο λίγοι το ειρωνικό πνεύμα της τηλεοπτικής κωμωδίας στη δεκαετία του ’90. Σύμφωνα με την διάσημη ρήση, το Seinfeld ήταν «μια σειρά για το τίποτα». Οι ιστορίες μοιάζουν ασήμαντες, οι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται, ο συναισθηματισμός αποφεύγεται, ο κυνισμός κυριαρχεί. Παρόλα αυτά, το Seinfeld ήταν αγχωμένο γι’ αυτό το «τίποτα», αγωνιούσε να το ξεπεράσει, απλά οι προσπάθειες ήταν εν τέλει ανεπιτυχείς. Το Atlanta, από την άλλη, αξιοποιώντας τόσο την μαύρη κοινωνικότητα όσο και την δομική καταπίεσή της, δεν αγχώνεται γι’ αυτό το τίποτα. Αγκαλιάζει το τίποτα και διασκεδάζει μαζί του. Ξέρει ότι, όταν φύγει κι εξαφανιστεί, αυτό το τίποτα θα συνεχίσει να είναι εκεί – κι αυτό που θα έχει αφήσει πίσω του είναι ένας μικρός σωρός από συντρίμμια πάνω στον μεγάλο σωρό από συντρίμμια. Ο ίδιος ο Glover λέει ότι πολύ σύντομα θα σταματήσει τόσο το μουσικό όσο και το τηλεοπτικό του έργο, γιατί το εύρος των ιστοριών που είναι διαθέσιμες για να ειπωθούν μικραίνει τόσο πολύ που θα σταματήσει να τον ενδιαφέρει πια. Στην καλύτερη περίπτωση, σύμφωνα μ’ αυτόν, το Atlanta θα καταλήξει απλώς μια σειρά που θα σε κάνει να σκεφτείς μερικά πράγματα – αλλά δεν πρόκειται να συμβάλλει σε καμία αλλαγή. Ήδη προαναγγέλλει την φυγή του με τον πιο Atlantοειδή τρόπο: «Θα είναι σαν ένα μεγάλο πάρτι που όλοι θα περνούν καλά και κάποια στιγμή κάποιος θα πει “Πού πήγε ο Donald;”. Τότε οι παρευρισκόμενοι θα συμπληρώσουν “Μα εδώ ήταν πριν από λίγο!” και τελικά θα σηκώσουν τους ώμους και θα πουν “Μάλλον θα έφυγε..“».

¯\_(ツ)_/¯

Best of internet