Quantcast

Το Altered Carbon φέρνει με πάταγο το νουάρ sci-fi στη μικρή οθόνη

Είδαμε τη νέα υπερπαραγωγή του Netflix και μας άρεσε ακριβώς γι’ αυτό που είναι

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

5 Φεβρουαρίου 2018

Αν τυχόν έχετε κουραστεί να βλέπετε fantasy, horror και sci-fi παραγωγές στην τηλεόραση και το σινεμά, τότε τα νέα για σας είναι άσχημα. Το πράγμα όχι μόνο είναι σε ανοδική πορεία, αλλά μοιάζει να αποτελεί και το πεδίο στο οποίο θα συνεχίσουν να επενδύουν περισσότερο τα χολιγουντιανά studios, τα τηλεοπτικά δίκτυα και οι streaming υπηρεσίες. Όσον αφορά το τηλεοπτικό πεδίο, ιδιαίτερα, τα genres που παλιότερα λογίζονταν ως β’ διαλογής ή απευθύνονταν σε περιορισμένο πλην αφοσιωμένο κοινό, είναι εδώ και κάμποσα χρόνια τα δυνατότερα χαρτιά του bingewatching. Η μαζικοποίηση της pop νοσταλγίας και των nerd υποκουλτούρων μας χάρισε τον τελευταίο καιρό πράγματα που δεν περιμέναμε να δούμε στην μικρή οθόνη, από το American Gods, το Westworld και το The Handmaid’s Tale, μέχρι το Philip K. Dick’s Electric Dreams, το Black Mirror και, φυσικά, το Stranger Things. Τι κοινό έχουν όλα αυτά; Πρώτον, βασίζονται σε adaptations σημαντικών συγγραφέων του είδους ή σε παλιότερα τηλεοπτικά και κινηματογραφικά franchises. Δεύτερον, δείχνουν μια σημαντική στροφή σε σενάρια βουτηγμένα σε sci-fi ανησυχίες που παραδοσιακά είτε έλειπαν από τις mainstream τηλεοπτικές σειρές είτε γίνονταν υπερβολικά pop προκειμένου να χωρέσουν στις προσδοκίες των παραγωγών και του κοινού.

Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, λοιπόν, το Altered Carbon, το οποίο έκανε πρεμιέρα στο Netflix την Παρασκευή, είναι μια τέτοια βουτιά στα βαθύτερα νερά του sci-fi. Πρόκειται για ένα τολμηρό και φιλόδοξο adaptation, αφού βασίζεται στο ομώνυμο υπερμέγεθες μυθιστόρημα του Richard K. Morgan από το 2002. Tο βιβλίο του Morgan είναι ένα από τα πιο γνωστά και μοσχοπουλημένα σύγχρονα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, αποτελώντας μια μίξη σκοτεινού δυστοπικού cyberpunk, κλασικής βρώμικης detective λογοτεχνίας και επικού war fiction. Έχοντας στο επίκεντρο τον αντι-ήρωα Takeshi Kovacs, ο Morgan συνέχισε αργότερα με δύο ακόμα βιβλία, τα Broken Angels και Woken Furies. ΟΚ, το Altered Carbon δεν είναι και κανένα αριστούργημα της cyberpunk λογοτεχνίας  σαν τα κλασικά έργα του William Gibson ή του Neal Stephenson, αλλά είναι ένα πολύ ευχάριστο και διασκεδαστικό ανάγνωσμα αν γουστάρετε τέτοια πράγματα.

Μπορεί να είναι γεμάτο ιλιγγιώδη δράση, αλλά το γεγονός πώς πρόκειται για ένα μεγάλο, βίαιο και χαοτικό έργο το καθιστούσε αρκετά σημαντικό κινηματογραφικό ρίσκο. Γι’ αυτό και πριν το αναλάβει το Netflix το ’16, το μυθιστόρημα βρισκόταν στα συρτάρια των χολιγουντιανών στούντιο για πάνω από μια δεκαετία κι η showrunner της σειράς, Laeta Kalogridis, πήγε το Altered Carbon εν τέλει στην γνωστή υπηρεσία streaming. Και μάλλον καλά έκανε, θα προσθέσουμε, αφού τα περισσότερα sci-fi κινηματογραφικά adaptations την περσινής χρονιάς υπέφεραν από τις παθογένειες που θα είχε να αντιμετωπίσει και το Altered Carbon. Κυρίως, δηλαδή, την αδυναμία να ενσωματωθεί αποτελεσματικά το ογκώδες πρωτογενές λογοτεχνικό υλικό σε ένα συνεκτικό δίωρο, με αποτέλεσμα είτε να γίνεται κουλουβάχατο είτε να φτηναίνει τραγικά – πράγματα που τα συναντήσαμε πέρσι σε ταινίες όπως το Ghost in the Shell, το Dark Tower και το Valerian & the City of a Thousand Planets.

Η αλήθεια είναι ότι σ’ ένα τέτοιο τεντωμένο σχοινί πατάει και το Altered Carbon. Από την μία πλευρά βρίσκεται ο αισθητικός και σεναριακός πειραματισμός πάνω στην sci-fi παράδοση των τελευταίων δεκαετιών, μαζί με μια προσπάθεια να πιαστούν κάπως βαθύτερα ζητήματα. Από την άλλη όμως βρίσκεται ο περιορισμός στα adaptations (κάτι που πάντα δημιουργεί προβλήματα αν δεν υπάρχουν δυνατές πένες στο σενάριο) και η συνήθης απουσία πραγματικά νέων ιδεών, η οποία οδηγεί σ’ έναν μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ανακύκλωσης. Έτσι λοιπόν, μπορεί το Altered Carbon να αποδεικνύεται πολύ γνώριμο στο ύφος και την προσέγγιση διαλόγων ή χαρακτήρων, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι έχουμε δει ελάχιστα αντίστοιχα τηλεοπτικά πράματα σε οπτικό και σεναριακό επίπεδο.

Τι συμβαίνει στο Altered Carbon; Βρισκόμαστε στο έτος 2384 και το μέλλον είναι, προς τρομερή μας έκπληξη, δυστοπικό. Η ανθρώπινη συνείδηση αποθηκεύεται σε “stacks”, δηλαδή σε hardware συσκευές που βρίσκονται στον σβέρκο, ενώ τα ανθρώπινα σώματα μετατρέπονται σε “sleeves”, αναλώσιμα δοχεία που μπορούν να υποδεχτούν νέα stacks, δίνοντας υποσχέσεις αιωνιότητας και αιώνιας νεότητας σε όσους έχουν τις αντίστοιχες οικονομικές δυνατότητες. Ο αντι-ήρωας της ιστορίας, λοιπόν, είναι ο (προφανώς) αινιγματικός Takeshi Kovacs, ένας ιάπωνο-ανατολικοευρωπαίος πρώην υπερ-μισθοφόρος που έρχεται ξανά στη ζωή 250 χρόνια μετά τον θάνατο του sleeve του. Εκεί είναι που έρχεται αντιμέτωπος με το εξής δίλημμα: είτε να επιστρέψει στην αιώνια φυλακή της συνείδησής του, είτε να αναλάβει την εξιχνίαση της δολοφονίας του πλουσιότερου ανθρώπου στον πλανήτη, ο οποίος βρίσκεται πλέον σε νέο sleeve χωρίς ανάμνηση του θανάτου του. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο βρίσκεται ο Joel Kinnaman, γνωστός από το House of Cards και το Suicide Squad, ενώ μαζί του βρίσκονται οι James Purefoy (Rome, The Following), Martha Higareda, αλλά και ο Matt Frewer, ως ένα δυνατό κλείσιμο του ματιού στους σκληροπυρηνικούς sci-fi fans αφού στα 80s είχε υποδυθεί τον θρυλικό καλτ Max Headroom.

Η Kalogridis, η οποία έχει υπ’ ευθύνη της σειράς, έχει πίσω της ένα μεγάλο αλλά αντιφατικό βιογραφικό. Ενώ έχει υπάρξει παραγωγός στο Avatar και σεναριογράφος στο Shutter Island του Scorsese, παράλληλα έχει δουλέψει σε ηχηρές sci-fi κινηματογραφικές και τηλεοπτικές αποτυχίες, από το Bionic Woman και το Birds of Prey μέχρι το Night Watch και το Terminator Genisys. Βέβαια, η φουτουριστική νουάρ αισθητική του Altered Carbon είναι δοκιμασμένη κι έχει φέρει κάτι περισσότερο από ικανοποιητικά αποτελέσματα στο παρελθόν. Προφανώς το κυρίαρχο σημείο αναφοράς είναι το Blade Runner του Ridley Scott, αλλά η σειρά πατάει επίσης και στην action/sci-fi παράδοση του 12 Monkeys και του Minority Report, με ολίγη από την σκοτεινή θριλερική ατμόσφαιρα του Gattaca και του Thirteenth Floor. O Miguel Sapochnik, σκηνοθέτης του πρώτου επεισοδίου και γνωστός ήδη από το Game of Thrones, χτίζει το tech-noir ύφος του Altered Carbon και το δουλεύει μια χαρά, δίνοντας ένα αποτέλεσμα πλήρως εθιστικό οπτικά.

Κατά τ’ άλλα όμως, έχουμε μια πολυδοκιμασμένη, σε βαθμό τετριμμένου, συνταγή. Κλασικό ντετεκτιβίστικο ύφος, μυστήριο που αποκαλύπτεται μέσα από κοινότοπους διαλόγους, πολύ χορογραφημένο ξύλο, φιλοσοφία από το σούπερ-μάρκετ, φουτουριστικό γυναικείο γυμνό, βροχεροί δρόμοι με neon φώτα και ολογράμματα σε διαφημιστικές πινακίδες. Το μυθιστόρημα δεν είναι και τόσο ρηχό βέβαια. Αντίθετα, προσπαθεί να εντάξει τον προβληματισμό γύρω από τις ταξικές, φυλετικές και σεξουαλικές διακρίσεις μέσα στο περιβάλλον του, χωρίς να χάνει σε ατμόσφαιρα και δράση. Η σειρά από την άλλη, σ’ αυτό το πεδίο, δεν έχει και τον πιο επεξεργασμένο χειρισμό, αφού χτίζει τους διαλόγους και τις σχέσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες με μηδέν διακριτικότητα και λεπτότητα.

Σημαίνουν όλα αυτά ότι το Altered Carbon είναι κακή σειρά; Κι όμως, όχι, μια χαρά είναι. Πρόκειται για ένα cyberpunk λούνα παρκ κι έχουμε ένα εισιτήριο με διάρκεια 10 ωρών. Αν ήταν η εκατομμυριοστή και χιλιοπαιγμένη action-thriller σειρά με τα ίδια χαρακτηριστικά, δεν θα ασχολούμασταν καν. Αλλά είναι μια προσπάθεια για τηλεοπτικό blockbuster πάνω σε μια περιπετειώδη sci-fi συνταγή. Ήδη έχει αρχίσει να εμφανίζεται μια απόσταση μεταξύ επαγγελματικής κριτικής και Netflix, με την σειρά να λαμβάνει κυρίως μέτριες κριτικές, οπότε η περίοδος της αποθέωσης ως υπέρτατο σημείο της χρυσής τηλεοπτικής εποχής μοιάζει να έχει τελειώσει. Το Netflix στοχεύει πλέον εξίσου σε blockbuster προϊόντα ώστε να συναγωνιστεί ευθέως τα χολιγουντιανά στούντιο, εκμεταλλευόμενο τις δυνατότητες της bingewatching μανίας. Η αλήθεια είναι όμως ότι έχουμε ανάγκη από φιλόδοξη και pop διασκέδαση, με αντιφάσεις και προβλήματα αλλά και με έναν αέρα αισθητικής ανανέωσης. Το cyberpunk sci-fi μπορεί να γεννήσει ξανά blockbusters, 30 χρόνια μετά τα Terminator και Total Recall και 20 χρόνια μετά το Matrix. Ναι, συχνά η pop επιστημονική φαντασία μπορεί να γίνει pulpy και κιτς και γελοία, αλλά την αγαπάμε και θέλουμε περισσότερη.

Best of internet