Quantcast

Ο Louis CK ήρθε κι ήταν σα να μην τρέχει τίποτα, αλλά τρέχει

Πήγαμε στην παράσταση του Louis CK και προβληματιστήκαμε ακόμα περισσότερο

Όπως είναι ήδη γνωστό περίπου τοις πάσι, το σαββατοκύριακο που μας πέρασε ο κωμικός Louis CK εμφανίστηκε στην Αθήνα για 3 sold out παραστάσεις μέσα σε 2 μέρες. Πριν προχωρήσουμε παρακάτω, θα ξεκινήσω εντελώς προσωπικά: ο Louis CK ήταν ο αγαπημένος μου κωμικός εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία που παρακολουθώ σταθερά κι επισταμένα (όσο μπορώ δηλαδή) το αμερικάνικο stand-up comedy. Λάτρευα, λοιπόν, τον Louis CK μέσα από τα specials και τις σειρές του. Με λίγα λόγια, τον παρακολουθούσα σε μόνιμη βάση κι έβλεπα την κωμωδία και την τέχνη του συνολικότερα να εξελίσσεται, να μεταμορφώνεται, να αλλάζει με τα χρόνια. Το Νοέμβριο του 2017, μετά τις αποκαλύψεις 5 διαφορετικών γυναικών συναδελφισσών του για σεξουαλική παρενόχληση, προφανέστατα απογοητεύτηκα βαθιά από τον Louis CK. Κατά μία έννοια, δεν είναι ότι έπεσα ακριβώς από τα σύννεφα, αλλά εκνευρίστηκα πολύ που αποδείχτηκε τόσο απαίσιος – εν πολλοίς επειδή το όλο πράγμα είχε μεταξύ άλλων μια εξαπάτηση που ήταν εξοργιστική. Ενώ ο ίδιος παραβίαζε τόσο εξόφθαλμα την συναίνεση τόσων διαφορετικών γυναικών χρησιμοποιώντας το κύρος και την εξουσία του ως καταξιωμένος άνδρας κωμικός, παράλληλα στην τέχνη του γινόταν όλο και πιο αυτοκριτικός κι αναστοχαστικός με φαινομενικά ευαίσθητο κι ειλικρινή τρόπο όσον αφορά την ταυτότητα του λευκού straight αρτιμελούς άνδρα – συνεισφέροντας επίσης έντονα στο να βλέπουνε κι άλλοι τέτοιοι άνδρες με πιο επεξεργασμένο τρόπο την ταυτότητά τους.

Δεν είναι λίγο περίεργο να έρχεται για παράσταση στην Ελλάδα το μεγαλύτερο όνομα που έχει εμφανιστεί ποτέ από τον χώρο της κωμωδίας στην χώρα και να παίζει τόση λίγη συζήτηση και τόση λίγη ορατότητα στη δημόσια σφαίρα, τόσο λίγο promotion, τόση λίγη διαφήμιση, τόσο λίγο νταβαντούρι; Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι έτσι κι αλλιώς ήταν sold out οι παραστάσεις, οπότε δεν θα είχε νόημα η διαφήμιση. Κάποιος άλλος βέβαια, περισσότερο υποψιασμένος, θα έλεγε ότι αυτό το χαμηλό προφίλ ήταν μια συγκεκριμένη απόφαση με σαφή χαρακτηριστικά εκ μέρους πρωτίστως του κωμικού (και δευτερευόντως της διοργάνωσης). Φυσικά, ας μην γελιόμαστε, δεν θα έπαιζε θέμα λογοκρισίας ή βίαιης ακύρωσης των παραστάσεων. Το πολύ-πολύ να υπήρχε παραπάνω μανούρα στα social media – σε σχέση με την μάλλον λίγη που υπήρξε, δεδομένων των περιστάσεων. Ουσιαστικά, στην πράξη είχαμε απλά την αποφυγή του δημόσιου διαλόγου, την αποφυγή του να είναι υπό συζήτηση η εμφάνιση του Louis CK ακριβώς επειδή υπάρχουν πραγματικά πολιτικά και καλλιτεχνικά ζητήματα γύρω από την περίπτωσή του.

Προχωρώντας λοιπόν, πριν πάμε στα της παράστασης, ας κάνουμε ένα γρήγορο recap της επιστροφής του Louis CK στη σκηνή. Αφού καταλάγιασε κάπως ο αχός από τις αποκαλύψεις που έφερε μαζί της η καμπάνια MeToo, κι αφού το brand του κωμικού είχε δεχτεί ένα μεγάλο πλήγμα με ακύρωση της σειράς του και της ταινίας του (μαζί με τα πρότζεκτ στα οποία επρόκειτο να εμφανιστεί στο μέλλον), ο Louis CK ξεκίνησε πέρσι τον Αύγουστο να εμφανίζεται ξανά στην σκηνή, αρχής γενομένης από μια απροειδοποίητη εμφάνιση στο θρυλικό Comedy Cellar της Νέας Υόρκης. Κι ενώ συνάδελφοι κωμικοί και κοινό σχολίαζαν αν είναι έτοιμος να επιστρέψει ή αν βιάστηκε, ο ίδιος συνέχιζε με χαμηλό προφίλ όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των εμφανίσεων (αρχικά με μια σειρά εμφανίσεων στη Νέα Υόρκη κι έπειτα με ένα tour επικεντρωμένο εν πολλοίς στον αμερικάνικο νότο) αλλά και με φουλ επιθετικότητα όσον αφορά το περιεχόμενο, περνώντας ανοιχτά στην αντεπίθεση έπειτα από την ούτως ή άλλως αμφιλεγόμενη απολογητική του ανακοίνωση (όπου επιβεβαίωνε το περιεχόμενο των καταγγελιών) την περασμένη χρονιά. Και τώρα, ενάμιση χρόνο μετά, ο Louis CK περιοδεύει εκτενώς στην Ευρώπη (εκτός από την Αγγλία όπου δύο παραστάσεις του ακυρώθηκαν από τους διοργανωτές μετά από αρνητικά σχόλια στα social media), δοκιμάζοντας το υλικό του σε ένα κοινό θεωρητικά πιο αποστασιοποιημένο από τα τεκταινόμενα στις ΗΠΑ κι άρα θεωρητικά μέσα σε ένα κλίμα φιλικότερο προς τον ίδιο.

Δυστυχώς, στην μεγάλη πλειοψηφία των όσων διάβασα για τις εμφανίσεις του κωμικού επί ελληνικού εδάφους, ένα βασικό ερώτημα που ετίθετο (ήδη απαντημένο από τα πριν στην πραγματικότητα) ήταν αν δικαιούται επί της αρχής να επιστρέψει στην σκηνή ο Louis CK, αποφεύγοντας αρκετά επιμελώς την συζήτηση για τη συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο αυτής της επιστροφής (με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις βέβαια, κι ανάμεσά τους μία από συνάδελφό του). Χοντρικά, ο Louis CK είναι σα να απαιτεί την διευκόλυνση του να του συγχωρεθούν όλα και να του επιτραπεί να ξεκινήσει ξανά απ’ το μηδέν σαν να μην έγινε τίποτα, σαν να “τιμωρήθηκε αρκετά ήδη” (sic). Στην πραγματικότητα, όμως, το βασικό ερώτημα δεν είναι αυτό. Το βασικό ερώτημα τίθεται στην πράξη, στο τι συμβαίνει πραγματικά, στο πώς συνεχίζεις στη ζωή και την τέχνη – με τι ύφος, με τι ήθος, με τι αισθητική, με τι περιεχόμενο. Πίσω στο 2017, ο Louis CK είχε δεσμευτεί ότι θα κάνει πίσω και θα ακούσει πλέον. Το 2018 επέστρεψε κάνοντας μια κίνηση υψηλού επιχειρηματικού κυνισμού ποντάροντας σε ένα κάπως διαφορετικό πλέον κοινό που διψάει να ακούσει μπόλικη άκοπα edgy κωμωδία και πύρινους λόγους εναντίον της πολιτικής ορθότητας. Ούτως ή άλλως, ξέρει καλά από μάρκετινγκ και γνωρίζει πως υπάρχει αγορά για τα πάντα, αρκεί να πακετάρεις με τον κατάλληλο τρόπο το προϊόν σου στο σούπερ μάρκετ των ιδεών. Ουσιαστικά, προκειμένου να ανατιμηθεί επαγγελματικά και καλλιτεχνικά επέλεξε μέχρι ενός σημείου να συστρατευθεί με ένα μέρος της σύγχρονης νεο-συντηρητικής ατζέντας, δίνοντας στα set της επιστροφής του δείγματα ελάχιστης έως καθόλου μεταμέλειας (κόντρα ακόμα και στην πρώτη ανακοίνωσή του) και κάνοντας μια σειρά από σχόλια που γνώριζε πολύ καλά ότι θα προκαλέσουν συγκεκριμένου τύπου αντιδράσεις, όπως το να κράζει τους “υπερευαίσθητους millennials”, να “απορεί” με τρανσφοβικό τρόπο για το πόσα φύλα υπάρχουν πια ή να χλευάζει τα ίδια τα θύματα του πυροβολισμού στο Parkland.

Σε τελική ανάλυση, ο Louis CK στήνει το νέο του περιεχόμενο πάνω στην παρουσίαση του εαυτού του ως του υπέρτατου θύματος αυτής της ιστορίας, και μάλιστα σε δύο επίπεδα. Πρώτον, ως θύμα της υπόθεσης των παρενοχλήσεων με άμεσο τρόπο. Δεύτερον, έμμεσα πλέον, ως θύμα της ατμόσφαιρας στην pop κουλτούρα που για πρώτη φορά ζητάει λίγο περισσότερη λογοδοσία από άνδρες σε θέσεις εξουσίας μέσα στην βιομηχανία της διασκέδασης. Δεν χρειάζεται να ζορίσεις και πολύ το μυαλό σου προκειμένου να ψυχανεμιστείς ότι πρόκειται για μια κλασική ρητορική και χειριστική αντιστροφή της σχέσης ανάμεσα στον θύτη και το θύμα. Όπως είπε εύστοχα η κωμικός Hannah Gadsby που πέρσι έκανε πάταγο με το Nanette, το περιεχόμενο του comeback του Louis CK τον έχει μετατρέψει σε ανέκδοτο – κι είναι σημαντικό να συνεχίσουμε να γελάμε μ’ αυτό το ανέκδοτο. Είναι όμως, σε κάθε περίπτωση, ένα ανέκδοτο σκληρό. Είναι σκληρό γιατί, πέρα από την παραβιαστική του συμπεριφορά προς αυτές τις γυναίκες, ο Louis CK χρησιμοποιούσε για χρόνια την εξουσία και την επιρροή που συσσώρευε προκειμένου να το κρατήσει μυστικό στον χώρο του. Είναι θλιβερό, επίσης, γιατί ουσιαστικά έναν χρόνο τώρα έχει επιστρέψει κλαιγόμενος για τα όσα του συνέβησαν – πρωτίστως επιχειρηματικά – κατηγορώντας έπειτα ευθέως τις νέες γενιές snowflakes που είναι “υπερευαίσθητες”, χωρίς να μιλάει ούτε μια φορά για την ανάγκη να αλλάξει τον εαυτό του μετά από αυτήν την ιστορία, ή έστω να γίνει και πάλι πιο ευάλωτος (όπως δίδαξε ο ίδιος) εξετάζοντας βασανιστικά πλην ξεκαρδιστικά την ίδια του την συμπεριφορά.

Ενδεικτικό του πως βλέπει ο Louis CK την συζήτηση γύρω από τις πράξεις του και τις συνέπειές τους στην τέχνη και την ζωή είναι το εξής. Κατά την διάρκεια της φετινής του καλοκαιρινής περιοδείας, ο κωμικός χρησιμοποίησε το διαδεδομένο σύστημα YONDR που απαγορεύει τα κινητά τηλέφωνα προκειμένου να προφυλάξει την δουλειά του από την μαγνητοφώνηση και τη βιντεοσκόπηση. Απόλυτα λογικό για την δουλειά του κωμικού, φυσικά, αλλά ο Louis CK πρόσθεσε στους όρους την απαγόρευση της παράθεσης μέρους ή και ολόκληρου αστείου από την παράστασή του σε γραπτό λόγο, θέλοντας καταφανώς να αποφύγει την συζήτηση για το περιεχόμενο της κωμωδίας του στην δημόσια σφαίρα. Κάτι τέτοια είναι που αποτελούν ξανά και ξανά ενδείξεις πως το επίδικο δεν είναι η “λογοκρισία” για την οποία μιλάνε οι υποστηρικτές της ασυδοσίας αλλά η επιθυμία κάποιων να είναι μονίμως υπεράνω δημόσιας κριτικής.

Και κάπως έτσι, χίλιες λέξεις μετά (απαραίτητες για μας και πιθανώς κουραστικές για σας), φτάνουμε στην παράσταση. Το πρώτο που παρατηρούσες, μπαίνοντας στον χώρο, ήταν το γεγονός πως το κοινό έμοιαζε ιδιαίτερα θερμό (και γρήγορα αποδείχθηκε αποθεωτικό) χωρίς καμία αίσθηση αμηχανίας στην ατμόσφαιρα, ενώ -αναμενόμενα- αποτελούταν κατά συντριπτική πλειοψηφία από νεαρούς άνδρες. O Louis CK ξεκίνησε με ένα αστείο που έλεγε ότι δεν επιτρέπονται γυναίκες στον χώρο (προσθέτοντας έπειτα ότι δεν επιτρέπονται ούτε άνδρες), ενώ το πρώτο του bit ουσιαστικά αφορούσε τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης εκ μέρους του. Άρχισε λέγοντας ότι “η χρονιά του ήταν χάλια” και τελείωσε το bit λέγοντας λίγο-πολύ ότι οι γυναίκες έχουν μια ειδική ικανότητα να λένε ότι νιώθουν εντάξει με κάτι ακόμα κι αν δεν είναι αλήθεια (…). Προφανέστατα υποτίμησε τα περιστατικά δια του χαβαλεδιάσματος, μετατρέποντας την παραβιαστική του συμπεριφορά σε gimmick, σε απλό βίτσιο, σε “thing” όπως είπε κι ο ίδιος – αποφεύγοντας κάθε είδους ειλικρινή επεξεργασία (έστω κωμική) της συναίνεσης και της παραβίασής της. Από εκεί κι έπειτα, ακολούθησε ένα μπαράζ επιθετικότητας και edginess, γεμάτο πικρόχολο κυνισμό. Δεν ήταν εκείνη η ακρότητα με την οποία είχαμε συνδέσει τον Louis CK στο παρελθόν, δηλαδή η ακρότητα που κρύβει κοινωνιολογική διαύγεια και ανθρώπινη ευαισθησία, αλλά μια ακρότητα μανιερίστικη και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο – απλά με πολλούς αποδέκτες. Έτσι, ακούσαμε πολλά όχι-και-τόσο-πρωτότυπα αστεία για το Ολοκαύτωμα, τους τζιχαντιστές, την συνεχή επινόηση “νέων φύλων” (…), την κτηνοβασία, την αναπηρία, την νοητική υστέρηση, τις κλανιές και το χέσιμο. Γενικά, δεν του ξέφυγε κάτι. Και βέβαια, όλο αυτό πακεταρίστηκε με την διαμαρτυρία ότι δεν μπορεί πια να φτιάχνει σειρές και ταινίες, ενώ στο τέλος δέχτηκε κι ερωτήσεις από το κοινό, οι οποίες έφτασαν σε αιχμηρότητα μέχρι και το “γιατί έπεσε το site του” (χωρίς πλάκα). Φυσικά, επειδή πρόκειται για κωμικό με τεράστιο έργο πίσω του, υπήρχαν στιγμές υψηλής κωμικής αξίας που θύμιζαν Louis CK απ’ τα παλιά, αλλά συνολικά ήταν σχεδόν αυταπόδεικτο ότι πρόκειται για το χειρότερο περιεχόμενό του με διαφορά από πλευράς ποιότητας, προετοιμασίας και συνοχής.

Όλο αυτό είναι διπλά θλιβερό για μένα, γιατί πρόκειται συγκεκριμένα για τον Louis CK. Για να το πω αλλιώς, ήταν θλιβερό να μην βλέπεις κανενός είδους αναστοχασμό κι ευαισθησία από τον πάλαι ποτέ κατεξοχήν αναστοχαστικό κωμικό (ο οποίος στις τηλεοπτικές σειρές Louis και Horace and Pete έδειξε επίσης τρομερή κατανόηση, ευαισθησία κι ανθρώπινο βάθος). Συνολικά, ακόμα και στις αδέξιες κι άγαρμπες στιγμές του, ο στόχος της κωμωδίας του Louis CK ήταν ο ίδιος, εκείνος ήταν συνήθως το punchline. Στόχευε στον εαυτό του όχι απλώς με το φορμαλιστικό τελετουργικό self-deprecation των κωμικών, αλλά με μεγαλύτερη ακρίβεια και βάθος, είτε αυτό αφορούσε την κοινωνική του ταυτότητα ως λευκός straight άνδρας είτε τον εαυτό του ως πατέρα/γιο/σύζυγο/κωμικό. Έκανε κωμωδία σκοτεινή μέσα στο awkwardness της, αλλά εδώ, αυτήν την φορά, το punchline ήταν σχεδόν πάντα οι άλλοι, οι απέναντι, και μάλιστα με ιδιαίτερα μνησίκακο (κι άρα φτωχό συναισθηματικά τρόπο). Είναι θλιβερό, λοιπόν, για έναν τέτοιο κωμικό να κάνει τέτοιου είδους κωμωδία, γιατί κι η κωμωδία είναι μια μορφή τέχνης που έχει έναν συγκεκριμένο τύπο ενότητας μορφής και περιεχομένου (τι λες και πώς το λες), έναν συνδυασμό εσωτερικών κανόνων και κοινωνικού περιβάλλοντος. Και πιο συγκεκριμένα το κωμικό έργο τέχνης, όπως είναι μια stand-up παράσταση, εγείρει μια σειρά από ζόρικα ερωτήματα. Έχει σημασία το περιεχόμενο της κωμωδίας ή απλά κρίνουμε επί της αρχής το δικαίωμα κάποιου να τα λέει; Το αστείο κρίνεται μόνο εκ του αποτελέσματος (δηλαδή αν προκαλεί γέλιο) ή όντας κι αυτό μια τέχνη κρίνεται επίσης συνολικά αισθητικά (δηλαδή διαπλεκόμενα αναγκαστικά με την ιστορία, την κοινωνία και την πολιτική); Κι εν τέλει πώς προκύπτει με τι γελάμε και τι όχι; Είναι θέμα γούστου; Κοινωνικής θέσης; Και των δύο; Αυτά τα ερωτήματα μπορούν να γίνουν ιδιαιτέρως άβολα για όποιον απλώς ξεμπερδεύει διαχωρίζοντας πλήρως τον καλλιτέχνη από το έργο, αδιαφορώντας όμως παράλληλα για την διαχωρισμό ανάμεσα στην καλλιτέχνη και τον άνθρωπο, δηλαδή για τον διαχωρισμό ανάμεσα στους κοινωνικούς ρόλους που επιβάλλονται κι αναπαράγονται στο πεδίο της κουλτούρας.

Υπάρχουν πολλοί που, μιλώντας καταχρηστικά και σχετικοποιητικά (κι ενίοτε πλήρως γραφικά) για “χούντα της πολιτικής ορθότητας“, αρνούνται πεισματικά να δουν έστω και περιφερειακά πως το υλικό επίδικο αυτής της συζήτησης (που περιλαμβάνει τον Louis CK και το MeToo αλλά φτάνει μέχρι τις περιπτώσεις του Guardians of the Galaxy και του Star Wars) αφορά μερικά πολύ κρίσιμα ζητήματα της εποχής, όπως η στοιχειώδης δυνατότητα για ενσυναίσθηση κι αυτοαμφισβήτηση σε ατομικό επίπεδο ή η αντίδραση σε ένα πολύπλοκο καπιταλιστικό πατριαρχικό ρατσιστικό σύμπλεγμα κοινωνικών σχέσεων και θεσμό σε συλλογικό επίπεδο. Συγκεκριμένα για τον Louis CK, ένα πρώτο επίδικο ήταν όντως να κάνει ένα βήμα πίσω και να δώσει χώρο, όπως υποσχέθηκε. Ένα δεύτερο επίδικο, όμως, είναι τι κάνεις μετά – πώς το διαχειρίζεσαι, πώς συνεχίζεις. Ζητάς μια διεκπεραιωτική συγγνώμη την οποία έπειτα ακυρώνεις επανειλημμένα με τις πράξεις και τα λόγια σου, περιμένοντας παράλληλα να θαφτεί το ζήτημα κάτω από την πατριαρχική δυναμική των πραγμάτων, ή μήπως ανοίγεσαι και κάνεις μια δύσκολη κατάβαση στις βαθύτερες αιτίες αυτής της συμπεριφοράς (ατομικά και κοινωνικά) μετασχηματίζοντας την τέχνη σου μέσα από την ευαλωτότητα και την κατανόηση;

Σε περίπου σχετικά νέα, αυτές τις μέρες ο Aziz Ansari έκανε κι αυτός το δικό του comeback με ένα νέο special στο Netflix, το Right Now, σε σκηνοθεσία του Spike Jonze. Πρόκειται επίσης για ένα comeback έπειτα από καταγγελίες για παραβιαστική σεξουαλική συμπεριφορά. Βέβαια, η περίπτωση του Ansari έχει πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτήν την του Louis CK, αλλά λόγω περιορισμών χώρου και χρόνου δεν θα το αναλύσουμε εδώ διεξοδικά. Σε κάθε περίπτωση, κρατάμε αυτήν την λιγότερο ή περισσότερο επιφανειακή ομοιότητα. Στο δια ταύτα, μιλάμε για μια πολύ διαφορετική αντιμετώπιση των ζητημάτων γύρω από την απουσία του ενός και του άλλου κωμικού έπειτα από τις καταγγελίες εναντίον τους. Ο Ansari επίσης ξεκίνησε με την αναφορά στο περιστατικό, ζητώντας μια λιτή και σύντομη συγνώμη χωρίς κωλοπαιδαρισμούς, κι έπειτα δεν το αναφέρει ούτε μια φορά κατά την διάρκεια του special. Παρόλα αυτά, δεν ξεμπερδεύει με το θέμα – κάθε άλλο. Χωρίς να το αναφέρει ρητά, χρησιμοποιεί αυτήν την εμπειρία προκειμένου να αναστοχαστεί κωμικά, κι αυτός ο αναστοχασμός διαπερνά συνολικά το πώς βλέπει πλέον την τέχνη του και την ζωή του. Ουσιαστικά, όλο το special λίγο-πολύ περιστρέφεται γύρω από την δουλειά που έκανε ο ίδιος πάνω στην σχέση του με τον εαυτό του και τους άλλους. Δείχνει ότι είναι ικανός να ωριμάσει, συνεχίζοντας να είναι αστείος. Δεν έχει αστεία με κλανιές και τζιχαντιστές δυστυχώς, αλλά τι να κάνουμε.

Αντίθετα, χτες το βράδυ, σε κάποια φάση ο Louis CK μίλαγε για τον όρο retarded κι αναρωτιόταν ρητορικά αν αυτός ο όρος (ο καθυστερημένος δηλαδή) θεωρείται πια κι εδώ στην Ελλάδα προσβλητικός όπως στις ΗΠΑ. Περιμένοντας κάποια απάντηση από το κοινό, πράγματι κάμποσα άτομα που κάθονταν κοντά του άρχισαν να απαντάνε αυθόρμητα: όχι. Εκείνος παραξενεύεται λίγο, αλλά πού να εξηγείς τώρα. Κομπιάζει στιγμιαία, δεν το σκέφτεται και πολύ, κι έπειτα συνεχίζει να κάνει αυτό που έκανε – αυτό που γουστάρει, αυνανιστικά.

Best of internet