Quantcast

O Ridley Scott πιστεύει ότι η επιστημονική φαντασία χρειάζεται περισσότερη φαντασία

Μιλήσαμε μαζί του καθώς περιμένουμε το Raised by Wolves, την πρώτη του τηλεοπτική σειρά

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

3 Σεπτεμβρίου 2020

Έχουμε προβληματιστεί επανειλημμένα για την κατάσταση του sci-fi σήμερα, έχουμε ανησυχήσει γι’ αυτήν, συχνά μάλιστα την έχουμε οικτίρει. Οι αφορμές ήταν πολλές και διάφορες αυτά τα χρόνια. Εξάλλου, η geeky κουλτούρα του φανταστικού, τμήμα της οποίας είναι κι η sci-fi παράδοση, έχει ανατιμηθεί τρομερά εντός της pop κουλτούρας κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, κάτι το οποίο φυσικά μεταφράζεται σε διαρκώς αυξανόμενη ποσότητα παραγωγών επιστημονικής φαντασίας στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη. Ως γνωστόν, όμως, η ποσότητα δε μεταφράζεται αυτόματα σε ποιότητα. Αντιθέτως, όλο και περισσότερες sci-fi ταινίες και σειρές μοιάζουν εξουθενωτικά ομοιόμορφες και προβλέψιμες, χωρίς ίχνος της αχαλίνωτης φαντασίας, του περιπετειώδους πνεύματος εξερεύνησης και της ριζοσπαστικού προβληματισμού – στοιχεία με τα οποία είχε κατεξοχήν συνδεθεί το είδος στο παρελθόν. Αυτό μας οδηγεί σε μια κεντρική αντίφαση που βρίσκεται στην καρδιά του σύγχρονου sci-fi: από τη μία προσπαθεί να τιμήσει τις μελλοντολογικές και ριζοσπαστικές ρίζες του είδους, από την άλλη καταλήγει όλο και συχνότερα στη συντήρηση και την κοινοτοπία. Υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις, φυσικά, αλλά γενικά τα πράματα έχουν ζορίσει.

Η sci-fi κινηματογραφική και τηλεοπτική γλώσσα λοιπόν, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, χρωστάει πολλά στον Ridley Scott και το πρωτοπόρο πλην προσβάσιμο πνεύμα που προσέδωσε στην χολιγουντιανή επιστημονική φαντασία κατά τα τέλη του ’70 και τις αρχές του ’80. Πράγματι, το επίτευγμα του Scott εκείνη την εποχή ήταν τεράστιο. Μέσα σε τρία χρόνια, δημιούργησε δύο από τα μεγαλύτερα ορόσημα στην ιστορία του είδους: αφού εισήγαγε τον αποπνικτικό διαστημικό τρόμο με το Alien το 1979, έπειτα έδωσε πνοή στην φουτουριστική cyberpunk noir αισθητική με το Blade Runner του 1982. Δύο genre-defining αριστουργήματα back-to-back. Τέτοια πράγματα συμβαίνουν πολύ σπάνια στο σινεμά, κι ο Scott ήταν ένας από αυτούς που τα έκανε. Μακάρι να μπορούσαμε να πούμε ότι η συνέχεια της κινηματογραφικής του πορείας παρέμεινε στο ίδιο επίπεδο. Οι τελευταίες του φιλόδοξες sci-fi δουλειές, το Prometheus και το Covenant, παρά τις ενδιαφέρουσες ιδέες που έχουν εδώ κι εκεί, εν τέλει δεν καταφέρουν να πάνε πέρα από το αναμάσημα της μυθολογίας και της εικονογραφίας που ο ίδιος δημιούργησε. Παρόλα αυτά, όταν μαθαίνεις ότι ο Scott ετοιμάζει μια νέα δουλειά (και μάλιστα στο τηλεοπτικό sci-fi), τότε είναι αδύνατον να αδιαφορήσεις. Το έχει κερδίσει δια παντός αυτό.

Πρόκειται για το Raised by Wolves, τη νέα sci-fi σειρά του HBO που έχει δημιουργήσει ο Aaron Guzikowski (σεναριογράφος στο Prisoners του Denis Villeneuve) και στο οποίο ο Scott εκτελεί χρέη παραγωγού και, κυρίως, σκηνοθέτη για τα καθοριστικά πρώτα δύο επεισόδια. Μπορεί, λοιπόν, αυτή να είναι η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Scott στην σύγχρονη χρυσή εποχή της αμερικάνικης τηλεόρασης, αλλά (όπως κι άλλοι σημαντικοί δημιουργοί της γενιάς του) δεν είναι καθόλου ξένος προς το τηλεοπτικό πεδίο. Πέρα από την εμπειρία του στο BBC τη δεκαετία του ’60, τα τελευταία χρόνια έχει αναλάβει ρόλο παραγωγού σε μια πληθώρα αξιόλογων τηλεοπτικών σειρών σαν το Taboo, το The Terror, το The Man in the High Castle, το The Good Wife και το The Good Fight. Τώρα, όμως, αποφασίζει να σκηνοθετήσει διαλέγοντας την ιστορία του Guzikowski που μας μεταφέρει σε έναν μακρινό πλανήτη όπου η τελευταία αποικία ανθρώπων του κόσμου μεγαλώνει υπό την επίβλεψη δυο ανδροειδών την ώρα που η κοινωνία τους σπαράζεται από θρησκευτικές διαφορές. Επιλέγοντας μια high-concept ιστορία σε ένα οικείο δυστοπικό περιβάλλον, ο Scott μοιάζει πρόθυμος να πειραματιστεί οπτικά και θεματικά μετά από καιρό – κι αυτό είναι κάτι εξαιρετικά ευπρόσδεκτο κι ευχάριστο.

Η σειρά κάνει πρεμιέρα σήμερα, 3 Σεπτεμβρίου στο HBO Max στις ΗΠΑ, με τα πρώτα τρία επεισόδια μαζεμένα, ενώ από αύριο έρχεται στο Vodafone TV, αποκλειστικό διανομέα της HBO στην Ελλάδα, όπου και θα προβάλλεται κάθε Παρασκευή. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο βρίσκουμε τον Travis Fimmel, γνωστό κι αγαπημένο στο κοινό μέσα από την ερμηνεία του ως Ragnar Lothbrok στο Vikings, ενώ το βασικό καστ της σειράς συμπληρώνεται από την Niamh Algar, τον Abubakar Salim και την Amanda Collin. Καθώς λοιπόν περιμένουμε την επίσημη πρεμιέρα της σειράς, είχαμε την χαρά και την τιμή να συνομιλήσουμε σε ένα ψηφιακό roundtable με όλους τους προαναφερθέντες συντελεστές του Raised by Wolves (ναι, και με τον Scott <3). Έχοντας δει τα δύο επεισόδια που έχει σκηνοθετήσει ο ίδιος, η σειρά μοιάζει μέχρι στιγμής να χτυπάει την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στην εκκεντρική πολυπλοκότητα ενός πρωτότυπου worldbuilding εκ του μηδενός και την τηλεοπτική συμβατικότητα που είναι απαραίτητη προκειμένου να καταφέρει να αποτελέσει μαζική επιτυχία με όρους εβδομαδιαίας επιστροφής του κοινού.

Δεδομένου ότι μεγάλο μέρος της πλοκής αφορά την σχέση των ανδροειδών με τους ανθρώπους, οι ηθοποιοί Abubakar Salim και Amanda Collin που ερμηνεύουν τους δύο A.I. ρόλους προβληματίστηκαν σχετικά με το πώς προσεγγίζεις μια τέτοια εμπειρία. “Προσφέρει ευκαιρίες να παίξεις με πράγματα που δεν θα το έκανες σε άλλες περιπτώσεις. Μ’ άρεσε να πειραματίζομαι με το αν μπορείς να νιώσεις τη ζέστη ή το κρύο ως ανδροειδές. Ονειρεύεσαι άραγε;“, αναρωτιέται η Collin, ενώ ο Salim συμπληρώνει: “Είχαμε αρκετά ελεύθερο πεδίο για να δοκιμάσουμε πράγματα. Είμαστε σε έναν τελείως καινούργιο sci-fi κόσμο. Συζητήσαμε πολύ μεταξύ μας για την προέλευση των ανδροειδών προκειμένου να τα κατανοήσουμε.” Στην ερώτηση σχετικά με τις επιρροές τους ως προς την ερμηνεία των ανδροειδών (πέρα από το Blade Runner φυσικά), ο Salim μας είπε ότι η δική του βασική επιρροή ήταν “τα video games, ειδικά το Portal 2 και ο τρόπος που παίζει με το artificial intelligence“. Παράλληλα, ο Fimmel τόνισε την έκταση του κόσμου που χτίζει το Raised by Wolves, προτρέποντας τους θεατές “να αφεθούν να χαθούν μέσα στον κόσμο της σειράς. Η δουλειά που έχει πέσει στο world-building είναι τρομερή, τόσο σε επίπεδο ατμόσφαιρας όσο και σε επίπεδο φιλοσοφικό/θρησκευτικό.”

Φυσικά, καθώς περιμέναμε να μιλήσουμε με τον Scott, οι ηθοποιοί ήταν έτσι κι αλλιώς πρόθυμοι να μιλήσουν για τη συνεργασία τους με εκείνον. Ο Salim μας είπε ότι ο Scott “ενεπλάκη πολύ έντονα στην διαδικασία. Τις πρώτες 2-3 βδομάδες απλά μελετούσαμε το σενάριο μαζί και συζητούσαμε για τους χαρακτήρες, πράγμα ανήκουστο για τηλεόραση. Και μας έδωσε πολύ χώρο να δοκιμάσουμε πράγματα. Αρχικά τον φοβόμουν, αλλά δημιουργεί ένα τρομερά ασφαλές περιβάλλον γύρω σου.” Η Collin συμπλήρωσε ότι “είναι ένας σκηνοθέτης που έχει απάντηση για όλα, αλλά δεν φοβάται επίσης να την κάνει πέρα για να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Σπάνιος συνδυασμός. Είναι ιδιοφυΐα.” Για τον Fimmel, ο Scott “έχει τρομερή ικανότητα να σε βάζει σε έναν άλλο κόσμο. Είναι φοβερά δημιουργικός και ο ρυθμός του είναι ασταμάτητος”, ενώ η Algar σημείωσε ότι “είναι σαν ζωγράφος όταν στήνει μια σκηνή”. Στην ερώτηση ποιο ήταν το κίνητρο για να παίξουν στη σειρά, η Algar απάντησε “θα το έκανα και δωρεάν λόγω του Ridley” κι ο Fimmel δήλωσε ότι πήρε την απόφαση όταν στην πρώτη σελίδα του σεναρίου είδε να γράφει “directed by Ridley Scott”.

Όλα αυτά απλά ενέτειναν την αγωνιώδη χαρά για το ότι σε λίγα λεπτά θα βρισκόμασταν απέναντι από τον Scott, ψηφιακά πάντα, συνομιλώντας μαζί του face-to-face. Από την πρώτη ερώτηση, ο Scott βουτάει κατευθείαν στα βαθιά. Ερωτώμενος για τον ρόλο του sci-fi στο σημερινό κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον, απαντάει: Το να γράφεις sci-fi είναι σα να γράφεις ένα βιβλίο ιστορίας. Συνειδητοποιείς ότι δεν μαθαίνουμε και πολλά από αυτά που συμβαίνουν στο παρελθόν και κάνουμε τα ίδια λάθη. Κοιτώντας προς τα μπροστά, το sci-fi κρούει τον κώδωνα του κινδύνου.” Αναγνωρίζοντας πως η δημιουργικότητα κι η πρωτοτυπία είναι κάθε άλλο παρά δεδομένη, παραδέχεται πως η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν η αποφυγή της κοινοτοπίας: Πάντα προσπαθείς να μην επαναλάβεις τον εαυτό σου. Πλέον έχω αποδεχτεί ότι είναι ΟΚ να ακολουθώ το ένστικτό μου, γιατί κουβαλάει την εμπειρία μου. Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να καταφέρω να το κάνω να μοιάζει διαφορετικό. Πιστεύω ότι το καταφέραμε.”

Στην ερώτηση για την επιλογή του να σκηνοθετήσει μια τηλεοπτική σειρά, ο Scott απαντάει πως πάντα προηγείται το υλικό: Όλο έχει να κάνει με το υλικό. Το διάβασα, είπα θέλω να το κάνω, ήταν τόσο απλό. Τελευταία φορά που σκηνοθέτησα στην τηλεόραση ήταν το ‘60 στο BBC με ζωντανά θεατρικά έργα. Αυτή η εμπειρία με βοήθησε έπειτα να κινούμαι γρήγορα σε μια κινηματογραφική παραγωγή.” Πώς βλέπει όμως την σημερινή κατάσταση της επιστημονικής φαντασίας; Με μεγάλη ετοιμότητα, απαντάει: Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για κάτι φρέσκο στο είδος. Πάντα όταν συμβαίνει κάτι σημαντικό σε ένα είδος, έπειτα ακολουθεί μια γενιά μιμητών. Έτσι, καταλήγει να αποδυναμώνεται αυτό που ήταν ριζοσπαστικό σε μια συγκεκριμένη περίοδο στο παρελθόν. Απαιτείται μια διαρκής αναζήτηση για πρωτοτυπία ώστε να μην επαναλάβεις ό,τι έχουμε δει ήδη. Το σενάριο του Aaron μου φάνηκε ότι έχει πρωτότυπη σκέψη κι έτσι μου έδωσε έμπνευση. Κι όταν εμπνέομαι αρχίζω να βλέπω εικόνες.”

Για το σενάριο αυτό, ο Aaron Guzikowski μας αποκαλύπτει ότι η πηγή έμπνευσης ήταν “τα τρία παιδιά μου και το πώς τα μεγαλώνω σε αυτόν τον τεχνολογικό κόσμο με το αβέβαιο μέλλον του. Η σχέση μεταξύ ημών και της τεχνολογίας γίνεται όλο και πιο πολύπλοκη κι αυτό με ενδιαφέρει πάρα πολύ”, ενώ προσθέτει ότι η σειρά “είναι περισσότερο για την πίστη παρά την θρησκεία. Και ειδικά την πίστη προς την τεχνολογία. Η πίστη σου δίνει σκοπό. Ακόμα κι αν πιστεύεις σε κάτι που δεν είναι αληθινό, πράττεις μαζί με ανθρώπους με τρόπο που δίνει νόημα στις πράξεις σου.” Στο κλείσιμο της συζήτησής μας, ο Scott μας εκμυστηρεύεται ότι η πηγή έμπνευσης για το μη-ανθρώπινο συνεχίζει να έρχεται από τα 60s και τα 70s. Μιλώντας για τα νέα ανδροειδή του, σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά το Blade Runner, μας λέει: “Σκεφτόμουν τον David Bowie.” Κι εμείς, Ridley. Κι εμείς…

Best of internet