Quantcast

Οι “Φίλοι” μας στην Biennale

Ριζοσπάστες και πρωτοποριακοί στην υπηρεσία των επιχειρήσεων-σκούπα

Normo Gin

23 Οκτωβρίου 2013

“Αν το 2011 ήταν έτος διαμαρτυρίας και ριψοκίνδυνων ονειροπολήσεων, το 2013 απαιτεί να σκεφτούμε επινοητικά και με εποικοδομητική διάθεση. Σε μια περίοδο όπου η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες κορυφώνεται, η 4η Μπιενάλε της Αθήνας (ΑΒ4) δεν μπορεί παρά να θέσει ένα καίριο ερώτημα: Και τώρα τι;
[…] Η απάντηση στο ερώτημα Και τώρα τι; ονομάζεται AGORA.
[…] Η AGORA εδράζεται στις έννοιες της συνέλευσης και της συνάθροισης. […] Στην AGORA τα έργα και οι θέσεις προτείνουν ό,τι έχουμε επειγόντως ανάγκη τη δεδομένη στιγμή: μια στάση κριτική και επίκαιρη, έτοιμη να επανεξετάσει παρελθούσες στρατηγικές της τέχνης και της ζωής, να αποδομήσει κυρίαρχους μύθους και να ανακαλύψει καινούριες, λειτουργικές προσεγγίσεις και συμπεριφορές.”

– Απ’ την αυτοπαρουσίαση της φετινής Biennale

 
 

Μπιενάλε, «να ξεβρωμίσει ο τόπος»

 
 

agora4

 
 

Όλοι θα έχουν διαισθανθεί τις αλλαγές στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια, ακόμα κι αν δεν είχαν την ακριβή ορολογία για να τις περιγράψουν. Η λέξη που αρμόζει εδώ, ο “εξευγενισμός” (gentrification), περιγράφει συνοπτικά την εξής διαδικασία: επιλέγονται περιοχές του κέντρου που χαρακτηρίζονται από χαμηλότερα εισοδήματα και μικρή εμπορική αξιοποίηση· μεθοδεύεται μέσω διαφόρων τρόπων η υποβάθμισή τους, π.χ. με την αστυνομία να προωθεί πιάτσες προς τις περιοχές αυτές· η αξία των ακινήτων πέφτει κατακόρυφα· επιχειρηματίες προχωρούν στη μαζική αγορά ακινήτων σε τιμή-ευκαιρία, ανακοινώνοντας σχέδια “ανάπλασης” των περιοχών· τα σχέδια αυτά προπαγανδίζονται από τον lifestyle τύπο και τις διάφορες “κινήσεις πολιτών”· οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες στήνουν μεγάλα καλλιτεχνικά events τα οποία αναβαθμίζουν το πολιτιστικό ενδιαφέρον για την περιοχή· εμφανίζονται μαγαζιά διασκέδασης και η αναβάθμιση αυτή ανοίγει το πεδίο στις επιχειρήσεις-σκούπα και στο άδειασμα κτιρίων που έχουν καταληφθεί από άπορους· η αξία των αγορασμένων ακινήτων ανεβαίνει ραγδαία, αποφέροντας τεράστια κέρδη στους επιχειρηματίες και εξωθώντας τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα στα προάστια.

Πρωταγωνιστής στην αθηναϊκή εκδοχή του gentrification υπήρξε η εταιρεία Ανάπτυξης Ακινήτων Oliaros υπό τον Ιάσωνα Τσάκωνα με το σχέδιο ανάπλασης του Κεραμεικού και του Μεταξουργείου (KM Properties). Στα πλαίσια της πρώτης Biennale, η Oliaros διοργάνωσε την έκθεση τέχνης ReMap, η οποία μέχρι σήμερα τρέχει σε διετή βάση παράλληλα (ή διαδοχικά, όπως φέτος) με την Biennale.

Eνώ η συγκεκριμένη ιστορία δεν έχει φτάσει ακόμα στο ευρύ κοινό, το θέμα έχει απασχολήσει κι ανθρώπους εκτός των συνόρων. Ένας απ’ αυτούς, ο Δανός καλλιτέχνης Thierry Geoffroy, γνωστός και ως Colonel, έχει αφιερώσει πολύ κόπο τα τελευταία χρόνια για να εξερευνήσει τη διαπλοκή των Biennale ανά τον κόσμο με τα σχέδια “εξευγενισμού” των μητροπόλεων. Ο Geoffroy επισκέφτηκε για τις ανάγκες της μελέτης του την Αθήνα το 2011, την περίοδο της τρίτης Biennale “Μονόδρομος”. Μίλησε με διοργανωτές και συμμετέχοντες, οι οποίοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά ότι οποιαδήποτε αστυνομική επιχείρηση έλαβε χώρα πέριξ της Πλατείας Θεάτρου. Οι μετανάστες με τους οποίους μίλησε ο Geoffroy, ωστόσο, είχαν διαφορετική άποψη, καταγγέλωντας ρητά κυνήγια τοξικομανών και ομοεθνών τους από την αστυνομία.

 
 

 
 

Αν παρακολουθήσει κανείς το Biennalist του Geoffroy, αλλά και τις χιλιάδες καταχωρήσεις περί gentrification σε διαδικτυακά περιοδικά, οι προ-μπιεναλικές εκκαθαρίσεις αποτελούν ένα παγκόσμιο μοτίβο, πράγμα που δημιουργεί έντονες υποψίες ότι η επικουρική διάθεση των απανταχού δημάρχων, του ΕΣΠΑ (πηγή επιδοτήσεων και για τις δράσεις της Oliaros), της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων απέναντι στον θεσμό, περισσότερο αποτελεί μέρος πολιτικής στρατηγικής, παρά ευαισθησία για την προώθηση μιας σύγχρονης τέχνης που προτάσσει μάλιστα την “καταστροφή της Αθήνας”.

Αντιδράσεις στο gentrification υπήρξαν πολλές και ενίοτε προσέλαβαν και πιο ενδιαφέρουσα μορφή, όπως στην περίπτωση μιας προηγούμενης Biennale που δέχθηκε επίθεση με ρίψη περιττωμάτων από ομάδα διαφωνούντων.

 
 

Πολλές αντιφάσεις και μια εκκωφαντική σιωπή

 
 

agora3

 
 

Μόνο δύο κριτικές εμφανίστηκαν για τη φετινή διοργάνωση και προέρχονται αμφότερες από τον ίδιο άνθρωπο. Ο Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, σε άρθρο του στο iefimerida.gr καυτηρίασε τους ανθρωπολογικούς τύπους που πλαισιώνουν την έκθεση, παρουσιάζοντας λεπτομερειακά τη δική του θεώρηση για τη λειτουργία της καλλιτεχνικής σκηνής στην Ελλάδα. Ακόμα πιο καυστικός υπήρξε στην επιτόπια τοποθέτησή του, όπου σε πέντε λεπτά κατάφερε να διατυπώσει μία δριμεία καθολική κριτική τόσο για τη διάρθρωσή της, όσο και τη λειτουργία της στα πλαίσια του εξευγενισμού. Δυστυχώς, όποιος ακούσει το ηχητικό της ομιλίας, θα παρατηρήσει στο τέλος το ηχηρό χειροκρότημα που προέρχεται απ’ τους ίδιους ανθρώπους τους οποίους προ ολίγου είχε αποκαλέσει “θλιβερά ανθυπανθρωπάκια”, μάλλον σε μία προσπάθεια να εξορκίσουν τον χαρακτηρισμό από πάνω τους.

Παρότι οι κριτικές στον εξευγενισμό δεν έλειψαν τα τελευταία χρόνια από τον εγχώριο τύπο, χαρακτηρίζονται από μία προκλητική σιωπή σχετικά με την Μπιενάλε. Φαίνεται να έχει κυριαρχήσει η αντίληψη πως η «καλή σύνθεση» των συμμετεχόντων είναι πιο ισχυρή από τα δομικά προβλήματα του θεσμού.

Συνιδρυτής της Biennale είναι ο Αυγουστίνος Ζενάκος, υπεύθυνος σύνταξης του περιοδικού μάχιμης δημοσιογραφίας, Unfollow. Στις διοργανώσεις έχουν δώσει το παρόν σημαντικοί διανοητές της εγχώριας και ξένης Αριστεράς όπως ο Θάνος Λίποβατς, ο Γιάννης Σταυρακάκης και ο David Harvey. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες που συμμετέχουν, έχουν δηλώσει πολλάκις (και ενίοτε εμπράκτως) τη συμπάθειά τους προς τα κοινωνικά κινήματα, δομώντας συχνά το έργο τους πάνω στα περιεχόμενα των κινητοποιήσεων. Οι κριτικές στον καπιταλισμό, την αλλοτρίωση, την εθνική ταυτότητα, τον ρατσισμό, τον σεξισμό, την ομοφοβία τόσο στη φετινή, όσο και στις προηγούμενες Biennale, αποτέλεσαν θεμέλιο της δημιουργίας και ενδεχομένως τον ανομολόγητο κοινό άξονα της καλλιτεχνικής προσέγγισης των συμμετεχόντων. Πρόκειται για ένα σύνολο ανθρώπων που είναι παραπάνω από ικανοί να κατανοήσουν τον ρόλο της έκθεσης στα σχέδια εξευγενισμού.

Η αποσιώπηση του ρόλου της Biennale στo gentrification, δεν αποτελεί ανώδυνη παράλειψη. Αντίθετα, φαίνεται να κατευθύνει την πολιτική διαφωνία σε άγονες πρακτικές. Το χειροκρότημα στα λεγόμενα του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου είναι ενδεικτικό, όπως ενδεικτική είναι και η στιγμή της φετινής Μπιενάλε όπου γνωστός επιχειρηματίας του αθηναϊκού κέντρου και θιασώτης της ανάπλασης, φωτογραφίστηκε χαρωπός δίπλα από την καταχώρησή του στο έκθεμα “Οι 100 Χειρότεροι Έλληνες”. Σε ένα – πληρέστατο κατά τ’ άλλα – άρθρο της Έφης Γιαννοπούλου στο 18ο τεύχος του Unfollow με θέμα το Gentrification, το ReMap παρουσιάζεται ως διοργάνωση “κατά τη διάρκεια” και όχι “στα πλαίσια” της 1ης Biennale, σχηματίζοντας την εντύπωση ότι η σύμπτωση των δύο είναι αποκλειστικά και μόνο χρονική, μια λογική την οποία αν προεκτείναμε, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο – αφελές, στην καλύτερη περίπτωση – συμπέρασμα ότι η Biennale του ΕΣΠΑ και του Δήμου Αθηναίων, γίνεται να υπάρξει έξω από την πολιτική της διαχείριση για την ανάπλαση του κέντρου.

Ενδιαφέρον έχει παρενθετικά και η περίπτωση της Ελένης Τζιρτζιλάκη, μέλους του Δικτύου Νομαδικής Αρχιτεκτονικής, και συγγραφέως της εξαιρετικής μελέτης “Εκ-τοπισμένοι Αστικοί Νομάδες στις Μητροπόλεις” (εκδόσεις Νήσος), η οποία ήταν η πρώτη που έφερε στην επιφάνεια, από το 2007 ήδη, τον ρόλο της Μπιενάλε στον εξευγενισμό. Με μία ζοφερή ειρωνία, φέτος επανέφερε – στο εσωτερικό της διοργάνωσης αυτήν τη φορά – το θέμα των επιχειρήσεων-σκούπα, μετατρέποντάς το σε άλλο ένα δρώμενο μιας έκθεσης που έκανε ανεπίσημα εγκαίνια με επιχείρηση-σκούπα πέριξ της Σοφοκλέους.

 
 

Μία προβληματική αντίληψη

 
 

agora1

 
 

Η ανυπαρξία κριτικής σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η λέξη “αφομοίωση” συνήθως παραπέμπει σε περιπτώσεις σαν του Χρύσανθου Λαζαρίδη, ανθρώπων δηλαδή που εκμεταλλεύτηκαν το πολιτικό τους παρελθόν μέσω της άρνησής του για να βρεθούν στον περίγυρο πρωθυπουργών, έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό ανάχωμα στην αποτίμηση των στρατηγικών του εξευγενισμού. Η Biennale, κομβικό σημείο συνάντησης της καλλιτεχνικής τάξης της Ελλάδας έχει θέσει στον διάλογο για τη συγκρότηση και τη λειτουργία της τάξης αυτής σαφέστατα όρια, εντός των οποίων οι κοινωνικοπολιτικοί προβληματισμοί παρουσιάζονται με τη δυναμική ενός αισθητικού καπρίτσιου.

Η αφομοίωση δεν είναι συνώνυμο της “προδοσίας”, δεν αφορά άτομα, έχει να κάνει με κάθε κοινωνική διεργασία με την οποία τα στοιχεία μιας ριζοσπαστικής (αντι-)κουλτούρας απογυμνώνονται, το περιεχόμενό τους μετατοπίζεται σε πιο ανώδυνες μορφές, καταλήγοντας έτσι να αποκτούν άλλη χρησιμότητα απ’ την αρχική τους. Η Biennale στην υπηρεσία του εξευγενισμού, αποτελεί μία έκφανση ενός ισχυρότατου μηχανισμού αφομοίωσης που φέρνει όλη την εμπειρία των αιτημάτων γύρω απ’ την οικονομία, την εργασία, το φύλο, την κουλτούρα στην υπηρεσία κοινωνικών δράσεων με τις οποίες αντιτίθενται, αδρανοποιώντας πολιτικά τους “διαμεσολαβητές” (εδώ: οι καλλιτέχνες), ενώ παράλληλα εγγράφει την επαγγελματική δραστηριότητα τους σε συγκεκριμένα πλαίσια: είτε συμμόρφωση και συμμετοχή στις ιδεολογικές υποχωρήσεις που απαιτούν οι Biennale ή επαγγελματική εξολόθρευση. Η κατάσταση αυτή κάνει τα λεγόμενα του συνιδρυτή της Biennale Poka-Yio στο περιοδικό “Άρδην” το 2007 σχετικά με τους “καπιταλιστικούς μηχανισμούς” που “χρησιμοποιούν επαναστατική σημειολογία στο πλασάρισμα των προϊόντων τους”, να μοιάζουν απ’ τη μία με αναπάντεχη στιγμή διαύγειας και απ’ την άλλη με πικρό αυτοσαρκασμό.

Η περίπτωση της Biennale και της συγκρότησης της σύγχρονης ελληνικής καλλιτεχνικής τάξης, θυμίζει τον γερμανό φιλόσοφο Χέρμπερτ Μαρκούζε όταν έγραφε στον “Μονοδιάστατο Άνθρωπο” ότι ίσως η προχωρημένη βιομηχανική κοινωνία να αποδειχθεί ικανή να εμποδίσει ποιοτικούς μετασχηματισμούς της. Μόνο που εδώ, η “προχωρημένη βιομηχανική κοινωνία” καταφέρνει τον ποιοτικό μετασχηματισμό μιας ολόκληρης πόλης, αλλά όχι προς την κατεύθυνση που θα ήθελαν οι τάσεις τις οποίες αφομοίωσε. Η Biennale, ως event κι ως επαγγελματική κουλτούρα, είναι ένα διπλό free pass στο gentrification, τόσο για την προώθηση των σχεδίων ανάπλασης, όσο και για την αδρανοποίηση των κριτικών που θα μπορούσε να δεχθεί αυτή η πρακτική.

 
 

Best of internet