Quantcast

Frances Ha: To αισιόδοξο διαμάντι του ανεξάρτητου κινηματογράφου για το 2013

Μαυρόασπρος φόρος τιμής στη Νέα Υόρκη και την αναποφάσιστη νεολαία

danaouki-hime

9 Δεκεμβρίου 2013

Το Frances Ha είναι από αυτές τις ταινίες που οι περισσότεροι θα το δουν τυχαία, θα είναι μάλλον ένα βράδυ που ξέμειναν από σειρές ή γνωστές χολυγουντιανές παραγωγές, ένας φίλος κάποια στιγμή το είχε προτείνει ως το ψαγμένο φιλμ της χρονιάς και είπαν να του δώσουν μια ευκαιρία. Κάποιοι θα το δουν γιατί παρακολουθούν τα κινηματογραφικά νέα των mainstream πολιτιστικών μέσων και είδαν ότι άνοιξε τις Νύχτες Πρεμιέρας. Λίγοι είναι όμως αυτοί που θα το δουν γιατί περίμεναν πως και πως τη νέα δουλειά του Νόα Μπάουμπαχ και της Γκρέτα Γκέργουικ, ενός από τα πιο δημιουργικά ζευγάρια του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου. Μια – η υποφαινόμενη – το είδε για πιο προσωπικούς λόγους, γιατί είναι μια ταινία πάνω απ’ όλα για το πως είναι να είσαι 27 χρονών σήμερα, εγκλωβισμένος ανάμεσα σε μια εξαναγκασμένη ενηλικίωση που δεν ήρθε ποτέ και την αναζήτηση ενός ονείρου ζωής. “Do I look old to you?”, “No. Yes. How old?”, “Older than I am. Older than 27.”, “No… 27 is old, though.”

Ανεξάρτητα όμως για ποιο λόγο το είδε κάθε ένας, σίγουρα όλοι θα συμφωνήσουν ότι είναι από τις πιο ευφορικές και καλές ταινίες της χρονιάς.

Η ταινία αποτελεί φόρο τιμής στο μοντέρνο γαλλικό κινηματογράφο, ειδικά στον Τριφό, με την “καθαρή” ασπρόμαυρη εικόνα, τις μελαγχολικές καρτ-ποσταλικές λήψεις της Νέας Υόρκης αντί για το Παρίσι και τη μουσική επένδυση από τα 60s. Ταυτόχρονα είναι ξεκάθαρα επηρεασμένη από τον Woody Allen και το Μανχάταν, με τη ρομαντική του μελαγχολία, τους καυστικούς και κυνικούς διαλόγους, τις νευρωτικές σχέσεις και μια Γκρέτα Γέργουικ ως σύγχρονη Annie Hall. Αναφέρεται σε μια άλλη Νέα Υόρκη όμως, αυτή των φτωχών και άνεργων καλλιτεχνών που μένουν στο Μπρούκλιν και κάνουν άσχετες δουλειές από δω κι από κει για να συντηρήσουν ένα διαμέρισμα και το όνειρο τους.

Η Frances δεν είναι ο χαρακτήρας που θα αγαπήσει κάποιος από την αρχή, έχει πολλά ελαττώματα: είναι ανασφαλής, μόνιμα αναποφάσιστη και ανεύθυνη. Βρίσκεται σε μια μετέωρη κατάσταση, είναι χορεύτρια αλλά όχι επαγγελματίας, μένει στη Νέα Υόρκη αλλά δεν έχει μόνιμο σπίτι, έχει αγόρι αλλά δε θέλει να συγκατοικήσει μαζί του για να μην αφήσει την κολλητή και συγκάτοικο της. Ναι σίγουρα δε θα την αγαπήσετε από την αρχή. Αλλά σιγά σιγά καθώς προχωρά το φιλμ ξεδιπλώνονται οι στρώσεις της Frances και καταλήγετε να γελάτε και να συμπάσχετε με την αγαρμποσύνη της, την ανικανότητα της να πάρει πρωτοβουλίες, την νευρικότητα της και το ιδιαίτερο χιούμορ της.

Είναι σχεδόν λογοτεχνικός ο τρόπος με τον οποίο την παρακολουθούμε να ωριμάζει, να απεμπλέκεται από τη σχέση εξάρτησης που είχε με τη συγκάτοικο της Σόφι – “We’re like an old lesbian couple that doesn’t have sex any more” – να τρώει τα μούτρα της επανειλημμένα και εντέλει να καταφέρνει να βρει το δρόμο για να κάνει το όνειρο της πραγματικότητα και φυσικά να βρει και δικό της σπίτι. Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, “τι διαφορά έχει λοιπόν από μια κλασική happy end ταινία του Χόλιγουντ;”. Έχει τεράστια διαφορά, ο Μπάουμπαχ γράφει ένα εκπληκτικό σενάριο μαζί με τη – σύντροφο και μούσα του – Γκρέτα Γκέργουικ, που όπως και οι προηγούμενες ταινίες του (βλ. The Squid and the Whale, 2005) διηγείται με εξαιρετική διορατικότητα ιστορίες ανθρώπων που θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς ή η οικογένεια μας και γεγονότα που μοιάζουν να είναι ιδιαιτέρως προσιτά.

 

Η Γκέργουικ κυριαρχεί στο έργο, την βλέπουμε σε κάθε σκηνή να δίνει ένα ρεσιτάλ ερμηνείας, σε ένα ρόλο που προφανώς γράφτηκε γι’ αυτήν, με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η ίδια προέρχεται από την Καλιφόρνια, όπως και η ηρωίδα και σπούδασε στη Νέα Υόρκη. Προέρχεται από αυτό το low-budget κομμάτι του ανεξάρτητου κινηματογράφου που ονομάζεται “mumblecore”, εξαιτίας του φυσικού και “νευρωτικού” του λόγου. Είχε δουλέψει με τον Μπάουμπαχ και το 2010 στο Greenberg, όπου δεν είχε όμως τη δυνατότητα να αξιοποιήσει στο έπακρο το ταλέντο της.

 

Η υποβόσκουσα μελαγχολία της ταινίας δεν καταπιέζει, τα μηνύματα της δεν είναι καθόλου διδακτικά και η αισιοδοξία θα σας τυλίξει εκεί που δεν το περιμένετε. Αν είστε κι εσείς 27 και δεν έχετε ιδέα τι κάνετε στη ζωή σας, δε σας αρέσει αυτό που σπουδάσατε, οι σχέσεις είναι λίγο χλιαρές, θέλετε τα πάντα και τίποτα συγκεκριμένο, σας διακατέχει μια αδεξιότητα και ένα συναίσθημα ανικανοποίητων προσδοκιών, τότε η Frances Ha θα μιλήσει κατευθείαν στην καρδιά σας και θα ξεκαθαρίσει πολλά πράγματα. Είναι πολλές οι στιχομυθίες που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και πιθανά θα ταίριαζαν σε κάτι που έχετε ξανασκεφτεί, αλλά μια είναι αυτή που γυρνάει ξανά και ξανά στο μυαλό μου γράφοντας αυτές τις γραμμές: “It’s that thing when you’re with someone and you love them and they know it, and they love you and you know it, but it’s a party! And you’re both talking to other people and you’re laughing and shining and you look across the room and catch each other’s eyes. But…but not because you’re possessive or it’s precisely sexual but because that is your person in this life. And it’s funny and sad but only because this life will end. And it’s this secret world that exists right there in public unnoticed that no one knows about. It’s sort of like how they say that other dimensions exist all around us, but we don’t have the ability to perceive them. That’s…that’s what I want out of a relationship or just life, I guess.”

Το “ταξίδι” της Frances – όπως παρουσιάζεται εύστοχα – από καρτελάκι σε καρτελάκι με τη νέα της διεύθυνση, φτάνει στο τέλος του όταν επιτέλους καταφέρνει να μετακομίσει μόνη στο δικό της σπίτι και το όνομα της δεν χωρά ολόκληρο στη θυρίδα, παρά μόνο Frances Ha, αφήνοντας μας να κρίνουμε μόνοι αυτόν τον συμβολισμό. Χα!

 

Best of internet