Quantcast

Θέλει Top Gun ο μικρός, θέλει να γίνει άντρας

Ο Tom Cruise επέστρεψε ως Maverick και έστειλε το νέο Top Gun στους αιθέρες του κινηματογραφικού 2022, αλλά το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της ταινίας συνεχίζει να είναι (ω ναι) πολιτικό

Ο Tom Cruise δεν είναι απλά ένας κινηματογραφικός action star. Το να πούμε ότι είναι ο απόλυτος κινηματογραφικός action star που έχει αυτή τη στιγμή του Hollywood μοιάζει μάλλον με αυτονόητη κοινοτοπία. Ο άνθρωπος είναι μια μεγα-μηχανή από μόνος του, ένα γιγάντιο brand, ίσως ο πιο ισχυρός ηθοποιός του αμερικάνικης κινηματογραφικής βιομηχανίας. Λέγοντας ότι δεν είναι απλά ένας κινηματογραφικός action star, όμως, είχα στο μυαλό μου κάτι διαφορετικό. Κι αυτό είναι ότι, κατά έναν περίεργο τρόπο, εδώ και χρόνια ο Tom Cruise αποτελεί αποκλειστικά έναν τεράστιο action star και τίποτα άλλο. Η αφοσίωσή του στον ρόλο του μεγα-producer και του μεγα-star των ταινιών του είναι τόσο μεγάλη που μοιάζει να έχει απορροφήσει κάθε άλλο κινηματογραφικό ενδιαφέρον και φιλοδοξία. Μιλάμε για έναν ηθοποιό που στα 90s-00s υπήρξε τρεις φορές υποψήφιος για Όσκαρ ερμηνείας κι έχει συνεργαστεί με σκηνοθέτες σαν τον Stanley Kubrick, τον Martin Scorsese, τον Francis Ford Coppola, τον Steven Spielberg, τον Michael Mann και τον Paul Thomas Anderson μεταξύ άλλων. Κι όμως, η τελευταία φορά που τον είδαμε να πρωταγωνιστεί σε ταινία που δεν αποτελούσε επίδοξο action blockbuster, που περιείχε δηλαδή ένα διαφορετικού τύπου αφηγηματικό βάρος και απαιτούσε έναν πιο παραδοσιακά δραματικό τύπου ερμηνείας, ήταν πίσω στο 2008 όταν γύρισε το ιστορικό πολιτικό thriller Valkyrie.

Έκτοτε, ο Cruise έχει καταπιαστεί σχεδόν αποκλειστικά με τον ρόλο του ως πάτρονας και επιμελητής μεγάλων ταινιών-events, όπως τα franchises των Mission: Impossible και Jack Reacher, αυτοτελείς ταινίες σαν το Oblivion και το (γαμάτο) Edge of Tomorrow, και αναβιώσεις σαν του Top Gun που είδαμε τις προηγούμενες μέρες να κυκλοφορεί στις κινηματογραφικές αίθουσες. Καθώς οι παραγωγικές απαιτήσεις αυτών των ταινιών μετατρέπουν την διαδικασία δημιουργίας τους σε μια μεγάλη και πολύπλοκη μηχανή, βλέπουμε τον Tom Cruise στην καλύτερη περίπτωση μια φορά τον χρόνο στη μεγάλη οθόνη. Σταδιακά, και όσο η εμπλοκή του στην πραγματική δράση και τα stunts γινόταν όλο και πιο εντυπωσιακή, κάθε επιστροφή του στο action σινεμά έμοιαζε από μόνη της ένα πολιτισμικό event: “τι άλλο θα κάνει πια αυτός ο τρελός ο Tom Cruise;” Το brand που λέγεται Tom Cruise έχει φτάσει στη μέγιστη αναγνωρισιμότητα και αξία του, καθώς τα κατορθώματά του μοιάζουν όλο και πιο απίστευτα καθώς εκείνος ξεπερνάει την ηλικία που είθισται να ταυτίζεται με τέτοιες σκληρές κινηματογραφικές καταστάσεις. Εντελώς προσωπικά μιλώντας, δεν με τρελαίνει ο Cruise. Βρίσκω ότι έχει μια κενότητα, μια ψυχρότητα και μια μηχανικότητα σαν performer που δεν είναι του στυλ μου. Όσον αφορά τους action stars, προτιμώ την ευγενή next-door ποιότητα του στυλ Bruce Willis ή το deadpan wholesomeness ενός Keanu Reeves. Παρόλα αυτά, θα ήταν ηλίθιο να αρνηθεί κανείς ότι αυτό που κάνει ο Tom Cruise είναι αληθινά μοναδικό και εντυπωσιακό, σε βαθμό που να δικαιολογείται απόλυτα ο χαρακτηρισμός “φαινόμενο”. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους διασκεδαστές που έχει γνωρίσει ποτέ το Hollywood. 

Και δε μιλάω εδώ μόνο για την δημοτικότητα του Cruise ως celebrity, η οποία χτίζεται σταθερά από τα 80s μέχρι σήμερα, παρά τα σκαμπανεβάσματα που έφεραν περιστατικά όπως ο χωρισμός του με τη Nicole Kidman ή τα τραβήγματά του με την σαϊεντολογία. Αναφέρομαι κυρίως στην ικανότητά του να κατασκευάζει immersive κινηματογραφικές εμπειρίες ως παραγωγός και πρωταγωνιστής. Την ικανότητά του, δηλαδή, να φτιάχνει larger-than-life blockbusters, αποτελώντας κι ο ίδιος ως ανθρώπινο ον ένα τέτοιο πλέον. Και το να φτιάξεις ένα καλό blockbuster είναι από μόνο του μια πολύ απαιτητική υπόθεση. Πριν από 4 χρόνια, την τελευταία φορά που τον είχαμε δει στη μεγάλη οθόνη με το Mission: Impossible – Fallout, γράφαμε σχετικά ότι πάντα έχουμε ανάγκη από καλό, διασκεδαστικό, λαϊκό blockbuster κινηματογράφο και ότι δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολη υπόθεση να φτιάξεις μια αληθινά καλή ταινία δράσης. Τέτοια φιλμ ικανοποιούν την επιθυμία μας να δούμε πράγματα απίστευτα, να μας επιβεβαιώσει την πεποίθηση ότι μέσα στην κοινοτοπία του κόσμου μπορούμε να νιώσουμε αυτήν την μοναδική αίσθηση του wonderment, την αναστολή της δυσπιστίας, το αίσθημα ότι μέσα σ’ αυτήν την οθόνη συμβαίνει κάτι εξωπραγματικό – ακόμα κι αν το καταναλώνουμε, σε τελική ανάλυση, ως ένα προϊόν ανάμεσα στα υπόλοιπα. Φυσικά, αυτή είναι μια δύσκολη ισορροπία, ένα εξαιρετικά μετέωρο βήμα μεταξύ κοινοτοπίας και καινοτομίας.

Μ’ αυτήν την έννοια, δεν είναι καθόλου παράξενος ο ενθουσιασμός που δημιούργησε η κυκλοφορία του Top Gun: Maverick, κι ακόμα λιγότερο παράξενη είναι η τεράστια επιτυχία του στο box office. Για την ακρίβεια, επρόκειτο για ένα πολύ σημαντικό συμβάν για τον post-covid κόσμο της κινηματογραφικής βιομηχανίας, αφού μοιάζει να είναι το πρώτο χολιγουντιανό blockbuster που φέρνει το ενήλικο κοινό μαζικά πίσω στους αίθουσες. Ο λόγος που το λέμε αυτό είναι ότι αφενός οι μεγάλες superhero επιτυχίες της πανδημίας (Spider-Man: No Way Home και The Batman) απεύθύνθηκαν εν πολλοίς στο εφηβικό-νεανικό κοινό που δεν δίσταζε να πάει σινεμά εν μέσω covid, κι αφετέρου το No Time to Die, η ταινία των τελευταίων δύο χρόνων που είναι πιο συγκρίσιμη με το Top Gun: Maverick ως κινηματογραφικό event, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του ’21 πάνω σε ένα νέο πανδημικό κύμα και, παρόλο που τα πήγε πολύ καλά αναλογικά, δεν κατάφερε να αγγίξει την επιτυχία των προηγούμενων 007 τίτλων. Το νέο Top Gun, από την άλλη, έχει ξεπεράσει τα 500 εκ. δολάρια μέσα σε λιγότερο από δύο βδομάδες και θα πάει χαλαρά για το δισεκατομύριο. Κι ενώ είναι σίγουρα χαρμόσυνο το γεγονός ότι οι άνθρωποι επιστρέφουν στο σινεμά, η επιτυχία τέτοιων ταινιών δε μας λέει πολλά για την επιβίωση του κινηματογραφικού οικοσυστήματος εν γένει. Βλέπουμε αντιθέτως να σταθεροποιείται μια κατάσταση που φαίνεται να χωράει μόνο μια επιτυχία στο box office σε κάθε δεδομένη στιγμή. Ας πούμε, στο δεύτερο σαββατοκύριακό του στις ΗΠΑ το Top Gun: Maverick μάζεψε 86 εκ. δολάρια (εντυπωσιακό νούμερο), ενώ καμία άλλη ταινία δεν ακούμπησε καν τα 10 εκ. το ίδιο χρονικό διάστημα. Κι αυτό μας δείχνει για άλλη μια φορά ότι κοιτάμε προς ένα μέλλον όπου οι μεγάλες ταινίες θα αποτελούν μαζικά κινηματογραφικά events, ενώ τα φιλμ της μικρής και μικρομεσαίας παραγωγής θα δυσκολεύονται να αποδείξουν την βιωσιμότητά τους στις αίθουσες και θα κατευθύνονται όλο και συχνότερο αποκλειστικά σε έναν κύκλο ζωής του τύπου κινηματογραφικό φεστιβάλ-streaming πλατφόρμα.

Όπως και να ‘χει, ο κόσμος το χαίρεται το Top Gun: Maverick, και πολύ καλά κάνει. Μετά από δύο χρόνια σκατίλας, κλεισούρας και ψυχολογικής πίεσης, έχουμε ανάγκει να ξεσκάσουμε και να ξεδώσουμε. Να περάσουμε καλά, χωρίς αστερίσκους. Όπως θέλουμε απλά να βρεθούμε ξανά μαζί με άλλους ανθρώπους σε καλοκαιρινές συναυλίες και φεστιβάλ, έτσι θέλουμε να δούμε ξανά εντυπωσιακά μεγάλα πράγματα να συμβαίνουν στην οθόνη καθώς απενεργοποιούμε το μυαλό μας για να τα απολαύσουμε. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να αρνηθούμε την ανάγκη για κριτική ανάλυση των πραγμάτων που μας κάνουν να περνάμε καλά, ακόμα κι αν είναι σε περιόδους που τα έχουμε ανάγκη. Δεν είναι απλά κόμπλεξ και δεν είναι απλά γκρίνια, ούτε είναι απλά buzz killer και party pooper διάθεσή επειδή βλέπεις τον κόσμο να χαίρεται με ένα pop φαινόμενο. Ο στόχος δεν (πρέπει να) είναι το να κλέψεις την απόλαυση απ’ όσους περνάνε καλά με κάτι που γνωρίζει μαζική απήχηση. Ίσα ίσα, επειδή απολαμβάνουμε κι εμείς τα pop φαινόμενα, θεωρούμε ότι είναι σημαντικό παράλληλα να τα υποβάλλουμε σε κριτική ανάλυση, κι αυτή η κριτική ανάλυση να αγγίζει τόσο την κατασκευαστική-καλλιτεχνική τους πλευρά όσο και την ιδεολογική-πολιτική λειτουργία τους. Ας τα πιάσουμε με αντίστροφη σειρά.

Πολλές φορές, ένα μέρος του ελληνικού κοινού χαρακτηρίζει ταινίες σαν το Top Gun ως “αμερικανιές“. Αυτός ο ορισμός μπορεί να μοιάζει ξεπερασμένος και μπουμερίστικος, και να κρύβει όντως μια ναρκισιστική αυταρέσκεια εκ μέρους του ομιλώντος, ο οποίος είναι αρκετά έξυπνος/ψαγμένος ώστε να “μην τα χαύτει αυτά” (sic). Ακόμα κι αν τέτοιες σινεφιλικές νοοτροπίες μας κριντζάρουν, και δικαίως θα πω εγώ, αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να παραγνωρίσουμε τον πυρήνα αλήθειας που κρύβουν. Το Top Gun, παλιό και νέο, είναι πράγματι “αμερικανιά”, αλλά το ζητούμενο δεν είναι να το περιφρονήσουμε ως pop αμερικάνικο υπο-πολιτισμικό προϊόν. Το ζήτημα είναι να δούμε πώς αυτές οι ταινίες, κι ολόκληρη η κινηματογραφική βιομηχανία που τις παράγει, ήταν και είναι απαραίτητο συμπλήρωμα της ιδεολογίας και της πολιτικής της διεθνούς αμερικανικής ηγεμονίας. Η πρώτη ταινία του 1986 είχε κυκλοφορήσει σε μια περίοδο του ψυχρού πολέμου που οι ΗΠΑ είχαν ξεκάθαρα το πάνω χέρι, και το φιλμ ήρθε σε μια δεκαετία που το χολιγουντιανό σινεμά είχε στόχο να ενισχύσει ιδεολογικά-πολιτισμικά την γεωπολιτική ισχύ της Αμερικής. Σήμερα, όπως γράφει πολύ εύστοχα ο αναλυτής James Crabtree σε πρόσφατο άρθρο του στους Financial Times, το νέο Top Gun αντιστοιχεί σε μια εποχή που οι ΗΠΑ μετατρέπονται σε μια όλο και πιο αγχώδη υπερδύναμη που ανησυχεί για την διαφαινόμενη φθίνουσα ισχύ της, αφού αντί για μια παρακμάζουσα Σοβιετική Ένωση όπως αυτή του 1986 έχει να αντιμετωπίσει δύο αποφασιστικούς αντιπάλους όπως η Κίνα και η Ρωσία του 2022. Το νέο Top Gun, λοιπόν, εκφράζει το άγχος επιβίωσης των ΗΠΑ στο περιβάλλον μιας νέα πολυπολικής αυτοκρατορίας.

Ο νεαρός και ελπιδοφόρος Tom Cruise του 1986 ενσάρκωνε τα χαρακτηριστικά της μακρόχρονης περιόδου γεωπολιτικής και στρατιωτικής υπεροχής όπου έμπαιναν οι ΗΠΑ κι η οποία επρόκειτο να διαρκέσει για τρεις δεκαετίες. Ο γερασμένος αλλά ακόμα δραστήριος Tom Cruise του 2022 εκφράζει μια αγχώδη Αμερική που νιώθει τη πολιτικο-στρατιωτική της ισχύ να κλονίζεται τόσο από την άνοδο των γεωπολιτικών της αντιπάλων όσο και από την ποικιλόμορφη ανάπτυξη νέων αυτοματοποιημένων τεχνολογιών που έχουν αποσταθεροποιήσει την πάλαι ποτέ μονοκρατορία του αμερικάνικου στρατο-βιομηχανικού συμπλέγματος παραγωγής οπλικών συστημάτων. Τα άγχη αυτά φαίνονται ξεκάθαρα στη νέα ταινία, από την ανάγκη εκπαίδευσης ενός άπειρου στρατιωτικού δυναμικού και την πολιτική ατολμία των ανώτερων κλιμακίων του αμερικάνικου στρατού μέχρι την αγωνία για επιτάχυνση στην κούρσα της στρατο-βιομηχανικής παραγωγής υψηλής τεχνολογίας. Αν τα κινηματογραφικά 80s του πρώτου Top Gun με την φαντασίωση ισχύος προεικόνιζαν την αμερικανοκεντρική αυτοκρατορία των επόμενων χρόνων, τα κινηματογραφικά 20s του δεύτερου επαναφέρουν την ίδια φαντασίωση ισχύος ως νοσταλγία για μια πιο απλή γεωπολιτική εποχή. Το Top Gun: Maverick μοιάζει και πάλι σαν δίωρη διαφήμιση κατάταξης στον αμερικάνικο στρατό ή σαν διαφήμιση για πώληση αεροσκαφών 4ης γενιάς (μαζί με την σχετική εκπαίδευση φυσικά) σε τρίτες χώρες, αλλά έχει μια σημαντική διαφορά από τον προκάτοχό του. Και όχι, αυτή δεν είναι ότι πήγε να το δει ο Έλληνας Tom Cruise.

Και τώρα, όπως και τότε, ο εχθρός δεν κατονομάζεται ευθέως. Υπάρχουν διάφορα άρθρα στο αγγλόφωνο ίντερνετ που “αναζητούν” την ταυτότητά του, αλλά δεν χρειάζεται να ζοριστούμε και πολύ. Το εχθρικό κράτος φαίνεται να είναι εξοπλισμένο από τη Ρωσία ή την Κίνα, κι αυτό σημειολογικά δηλώνει περισσότερα από τις ακριβείς συντεταγμένες του (έχω και μια multiversal θεωρία πως είναι ο Καναδάς γιατί ήταν κυριολεκτικά δίπλα στη βάση τους, έφτασαν τσακ-μπαμ, είχε χιόνι, ήταν τόσο ευγενικοί που τους άφησαν να φύγουν με ένα ολόκληρο αεροσκάφος αλλά δεν θα επεκταθώ περισσότερο). Έχει ενδιαφέρον όμως εδώ ότι στην ταινία δεν εμφανίζεται ευθέως κάποια ιδεολογική ή πολιτισμική προπαγάνδα εναντίον του εν λόγω εχθρού. Σε προηγούμενες ΄πρόσφατες περίοδους άνθισης του war propaganda χολιγουντιανού blockbuster (πχ πόλεμοι σε Αφγανιστάν και Ιράκ), το ιδεολογικό και πολιτισμικό στίγμα της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής ήταν εξαιρετικά σημαντικό και άρρηκτα δεμένο με το σινεμά. Τα αμερικάνικα πολεμικά αεροσκάφη έφερναν την δίκαιη αντίσταση στον κομμουνισμό ή τον ισλαμισμό, έφερναν την ελευθερία και την δημοκρατία, “εκπολίτιζαν” του βάρβαρους και τους υποανάπτυκτους με ιερές αποστολές διάδοσης του αμερικάνικου exceptionalism σε όλον τον πλανήτη. Έτσι κι αλλιώς, σαν μέρος της βιομηχανίας της κουλτούρας, το σινεμά πάντα ήταν σημαντικό κομμάτι του soft power των ισχυρών κρατών ώστε να επεκτείνουν την ηγεμονία τους και να ικανοποιήσουν τα ιμπεριαλιστικά-καπιταλιστικά συμφέροντά τους. Απλά πλέον ανταγωνίζονται με άλλες μορφές soft power, όπως των πόλεμο των fake news και των dank memes στην περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία (όσο πάει ξεμακραίνουμε όλο και περισσότερο απ’ το φως του Κυρίου κλπ).

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η απουσία ενός σαφούς ιδεολογικού στίγματος όσον αφορά την στρατιωτική αποστολή της ταινίας είναι αποτέλεσμα ενός κλίματος πολιτικού wokeness και χολιγουντιανής ευαισθησίας που θέλει να αποφύγει “παλιακού” τύπου κορώνες σχετικά με την αμερικάνικη υπεροχή. Δεν αποκλείω το γεγονός κάτι τέτοιο να έπαιξε ρόλο, άλλωστε τα marketing tests του Hollywood πλέον έχουν γίνει μια βιομηχανία και μια επιστήμη από μόνα τους. Η εκτίμησή μου, όμως, είναι κάπως πιο απαισιόδοξη. Μπορεί κάμποσες σύγχρονες δυτικές παραγωγές να έχουν επιστρέψει στο παλιό καλό μοτίβο των “κακών” Ρώσων, από το Stranger Things και το Chernobyl μέχρι το Tenet και το No Time to Die (οι Κινέζοι είναι λιγότερο δημοφιλείς ως villains γιατί η Κίνα είναι πολύ πιο μεγάλη κινηματογραφική αγορά), αλλά εκτιμώ ότι η στάση που κρατάει το Top Gun είναι ακόμα πιο επικίνδυνη. Ο λόγος είναι ότι εκφράζει την τάση για μια κινηματογραφική πολεμική προπαγάνδα που θεωρεί τους πολιτικούς-ιδεολογικούς σκοπούς της αμερικάνικης πολεμικής πολιτικής τόσο φυσικούς που καθίστανται σχεδόν αόρατοι. Αντιθέτως, την θέση τους παίρνει η ίδια η εξύμνηση της πολεμικής τεχνολογίας ως τέτοιας – ως μια ουδέτερη, ορθολογική και απαραίτητη δύναμη που αυτονομείται και γίνεται απλώς αντικείμενο διαφορετικών μορφών διαχείρισης. Δεν υπάρχει πολιτική-ιδεολογική διαπάλη, ούτε καν ως πρόφαση όπως σε άλλες ταινίες. Υπάρχει μόνο η διάσταση της τεχνικής ικανότητας, της τεχνολογικής υπεροχής και του αποτελεσματικού management. Ο σκοπός έχει χαθεί από το κάδρο. Τώρα καθαγιάζουμε τα μέσα. Το ανθρώπινο δυναμικό που τα διαχειρίζεται είναι τέλεια εκπαιδευμένο-πειθαρχημένο και εμφορείται από τα ιδεώδη του λευκού δυτικού ηρωικού ανδρισμού (άσχετα αν πλέον έχει diversity για να εναρμονιστεί με τα νέα ήθη), αλλά δεν έχει πλέον πολιτικές ιδέες. Η μόνη δύναμη που αναγνωρίζει είναι η ίδια η δύναμη. Ο φιλόσοφος Jean Baudrillard πολύ ευφυώς παρατηρούσε 40 χρόνια πριν ότι η κινηματογραφική δύναμη γίνεται ίση με αυτήν του στρατο-βιομηχανικού συμπλέγματος, συμπληρώνοντας σχεδόν ανατριχιαστικά ότι “ο πόλεμος γίνεται σινεμά και το σινεμά γίνεται πόλεμος, καθώς τα δυο τους συνδέονται από την κοινή τους διάλυση μέσα στην τεχνολογία”.

Ας είμαι ξεκάθαρος και ειλικρινής όμως. Τίποτα από τα παραπάνω δεν θα με εμπόδιζαν, επί της αρχής, να απολαύσω την ταινία. Έχω λατρέψει και Rambo και Rocky και απ’ όλα, αναγνωρίζοντας ένα καθαρά ψυχαγωγικό παράγοντα σε αυτό το είδος σινεμά, τον οποίο είμαι πρόθυμος να διαχωρίσω (με σχετικό και όχι απόλυτο τρόπο) από την ιδεολογική λειτουργία του – τουλάχιστον στο επίπεδο της πρωτογενούς κατανάλωσης, δηλαδή εκεί που έχεις μπουκώσει ποπ κορν και πορώνεσαι με τα μπαμ μπουμ. Τα παραπάνω, λοιπόν, δεν αποτελούν από μόνα τους τεκμήριο για το ότι το Top Gun: Maverick δεν είναι καλή ταινία. Για αυτό που είναι, είναι οκ. Όταν είναι καλό, δηλαδή στις σκηνές καταιγιστικής δράσης και στις στιγμές ξεκάθαρης κωμωδίας, είναι πολύ καλό. Στο υπόλοιπο μέρος του, δε με τρέλανε και δεν το απόλαυσα όσο θα μπορούσα ή θα ήθελα. Έλειπε η συνειδητή cheesy αισθητική που περίμενα από ένα τέτοιο reboot, κι έλειπε ο horny ανεξέλεγκτος ομοερωτισμός με τον οποίο είχαμε συνδέσει το προωτότυπο. Ήθελε περισσότερο τυρί και περισσότερο ιδρώτα, με άλλα λόγια. Αντιθέτως, σε πολλά σημεία της η ταινία προσπαθεί υπερβολικά για πράγματα που δεν της βγαίνουν με τίποτα: λίγο σοβαροφάνεια στο θέμα, λίγο ψευδο-ανάπτυξη χαρακτήρων, λίγο νοσταλγία για το παρελθόν. Όλα τους, εν τέλει, μένουν στο “λίγο”, επιβεβαιώνοντας το αξίωμα με το οποίο ξεκινήσαμε: το να φτιάξεις ένα καλό action blockbuster είναι πολύ πιο δύσκολο απ’ όσο φαίνεται. Το να καταφέρει μια ταινία σαν το Top Gun: Maverick να σε κάνει να νοιαστείς είναι αρκετά δύσκολο, κι ο λόγος είναι ότι σε τελική ανάλυση το φιλμ αποδεικνύεται ψυχρό και ημίμετρο σε διάφορα επίπεδα.

Δεν λέω τυχαία ότι είναι ημίμετρο, αφού νιώθω όλο και συχνότερα πως αυτό είναι το αμάρτημα των περισσότερων σύγχρονων action blockbusters. Αφήνοντας απ’ έξω τα μεγάλα superhero franchises τύπου Marvel/DC και τις sci-fi/space όπερες τύπου Star Wars/Dune, μιλάω για το παλιό, καλό, ανθρώπινο action blockbuster που γίνεται υπεράνθρωπο μέσα από την larger-than-life κινηματογραφική κατασκευή των ηρώων ή/και των set pieces του. Οι πιο πολλές τέτοιες ταινίες μου φαίνονται πλέον υπερβολικά ημίμετρες, μεσοβέζικες και χλιαρές. Νιώθω όλο και συχνότερα πως τα μόνα τέτοια φιλμ που έχουν να πουν κάτι είναι τα μη-δυτικά action films που φέρνουν μια νέα φαντασία στη δράση (πχ The Raid και The Night Comes for Us από Ινδονησία ή The Man From Nowhere και The Yellow Sea από Κορέα), οι action ταινίες που τεντώνουν τον ενισχυτή στο 11 σα να έχουν πάρει κινηματογραφικά στεροειδή (όπως το γιγάντιο Mad Max: Fury Road και κάποιες πλευρές από τα τελευταία Mission: Impossible) και οι ταινίες που αναγνωρίζουν πως το ίδιο το είδος μπορεί να προσεγγιστεί πλέον μόνο αυτοπαρωδιακά (κάτι που κάνει πια ο Michael Bay, το Fast and Furious και φυσικά ο John Wick).  To Top Gun: Maverick, από την άλλη, θέλει να πατήσει όλα τα σωστά κουμπιά αλλά καταλήγει να μην πατάει κανένα από αυτά όσο θα έπρεπε ώστε να το τερματίσει. Προσπαθεί να είναι ένα στρωτό, φυσιολογικό και σοβαρό φιλμ. Ισορροπημένο, θα έλεγε κανείς. Η εποχή της ισορροπίας, όμως, δεν είναι και στις μεγαλύτερες δόξες της. Όπως η αμερικάνικη αυτοκρατορία, έτσι και το χολιγουντιανό blockbuster περνάει την κρίση του – αλλά αμφότερα είναι αναγκασμένα να συνεχίσουν να προσποιούνται ότι δεν συμβαίνει τίποτα.

Best of internet