Quantcast

Το Spider-Man: No Way Home είναι ένα τεράστιο λούνα παρκ, με την καλή και με την κακή έννοια

Και γι’ αυτό θα αναλύσουμε τον χαμό που προκαλεί, χωρίς spoilers, με ψυχραιμία

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

21 Δεκεμβρίου 2021

Λούνα παρκ. Έτσι περιέγραψε ο Martin Scorsese τις ταινίες Marvel πριν από δύο χρόνια. Πράγματι, ήταν Νοέμβρης του 2019 κι ο γερο-Marty είχε βγει στη γύρα για να προωθήσει το καινούριο τότε The Irishman, σχολιάζοντας στο μεταξύ την κατάσταση της σύγχρονης pop κινηματογραφικής βιομηχανίας – και κυρίως την μονοκρατορία του franchise filmmaking, μέσα από την κυρίαρχη εκδοχή της, δηλαδή το υπερηρωικό σινεμά. Έκτοτε, δεν έχουμε σταματήσει να συζητάμε αυτές τις δηλώσεις. Ίσως όχι τις δηλώσεις του Scorsese με την στενή έννοια, αλλά την προβληματική που έβαλαν στο τραπέζι: πού πηγαίνει το σύγχρονο σινεμά και τι είναι αυτό που βλέπουμε πια στις σκοτεινές αίθουσες; Φυσικά, στο μεταξύ έσκασε μια παγκόσμια πανδημία, η οποία επιτάχυνε τις τάσεις αναδιάρθρωσης της βιομηχανίας του θεάματος, και πλέον η στάση του Scorsese μοιάζει σχεδόν ήπια και μαλακή αν αναλογιστούμε τι έχουμε δει τα τελευταία δύο χρόνια: δηλαδή τα franchises να ρουφάνε σχεδόν οτιδήποτε άλλο, τις streaming πλατφόρμες να κατακτούν όλο και μεγαλύτερο μέρος της οπτικοακουστικής παραγωγής, τις αίθουσες να αγωνιούν αν θα επιβιώσουν ως προνομιακός χώρος της κινηματογραφικής εμπειρίας, την λογική του on demand και του fan service να γίνεται χρυσός κανόνας της νέας πολιτιστικής βιομηχανίας, την φιλοσοφία του content να κονιορτοποιεί τον παραδοσιακό καταμερισμό των μορφών καλλιτεχνικής έκφρασης.

Όλα αυτά, δηλαδή οι πραγματικές διεργασίες που μετασχημάτιζαν την παραγωγική βάση και την κοινωνική ιδεολογία της κινηματογραφικής βιομηχανίας, ήταν και είναι σημαντικότερα από το αν αρέσουν οι superhero ταινίες στον χ ή ψ σκηνοθέτη. Αυτό λέγαμε τότε, όταν αναλύαμε τις δηλώσεις του Scorsese – και κατά μία έννοια αυτό προσπαθούσε να πει κι ο ίδιος ο Scorsese, τουλάχιστον στο op-ed που δημοσίευσε σε δεύτερο χρόνο στους New York Times, αλλά οι τίτλοι των sites προτιμούσαν σαφώς τις πιο clickbaity προσεγγίσεις που εδώ και δύο χρόνια δεν σταματούν να αναζητούν την επόμενη MARVEL FILMS = CANCELLED BY PRESTIGIOUS FILMMAKER είδηση που θα κάνει τον viral γύρο των social media. Και λέγαμε επίσης, ξανά απηχώντας τον ίδιο τον Scorsese και το άρθρο του, ότι η λειτουργία-λούνα-παρκ ήταν πάντα παρούσα μέσα στην ιστορία του κινηματογραφικού μέσου, καθώς μιλάμε για την κατεξοχήν μαζικολαϊκή ψυχαγωγία που αναδύθηκε μέσα από την ανάπτυξη των τεχνολογικών δυνάμεων και την εδραίωση της μαζικής κοινωνίας του καπιταλισμού του 20ού αιώνα. Αν δούμε το σινεμά μέσα από αυτό το πρίσμα, τουλάχιστον στα πλαίσια της “επίσημης” κινηματογραφικής παραγωγής, τότε θα διαπιστώσουμε ότι μοιραία κάθε ταινία έχει μια διάσταση έργου τέχνης και μια διάσταση εμπορικού προϊόντος. Με άλλα λόγια, το λούνα παρκ ήταν, είναι και θα είναι πάντα στο παιχνίδι. Το θέμα είναι, βέβαια, ποιοι είναι οι συσχετισμοί σε κάθε δεδομένη περίοδο ανάμεσα σε αυτές τις διαφορετικές πτυχές της κινηματογραφικής παραγωγής. Αλλά αυτό είναι κάτι στο οποίο θα επιστρέψουμε αργότερα.

Προς το παρόν, ας ξεψαχνίσουμε λίγο περισσότερο την μεταφορά του λούνα πάρκ, γιατί είναι αρκετά αποκαλυπτική και σίγουρα λιγότερο απόλυτα μειωτική απ’ όσο μοιάζει επιφανειακά. Πριν από δυόμιση χρόνια, την άνοιξη του 2019, έβλεπα το Avengers: Endgame σε δημοσιογραφική προβολή στο κέντρο της Αθήνας. Συνήθως, οι δημοσιογραφικές προβολές είναι ένα αρκετά ψυχρό οικοσύστημα – πόσο μάλλον όταν πρόκειται για nerdy τίτλους, αφού μάλλον λίγοι από τους συναδέλφους και τις συναδέλφισσες που τείνουν να παρευρίσκονται σε αυτές αποτελούν το target audience αυτών των ταινιών. Εκεί λοιπόν, όντας προσωπικά μεγάλος fan του Marvel Cinematic Universe παρά τις ενστάσεις μου στο επίπεδο της κριτικής ανάλυσης, ενθουσιάστηκα και συγκινήθηκα ουκ ολίγες φορές – αλλά δεν ένιωσα να μοιράζομαι αυτά τα συναισθήματα με τον υπόλοιπο κόσμο στην αίθουσα. Προφανώς κι άλλοι άνθρωποι ένιωσαν έτσι κατά μόνας εκείνο το πρωί, αλλά σίγουρα δεν ήταν αυτή η κυρίαρχη ατμόσφαιρα. Αντιθέτως, την προηγούμενη βδομάδα που είδα το Spider-Man: No Way Home σε μια αντίστοιχη προβολή στο ίδιο σινεμά, κάτι είχε αλλάξει. Προς μεγάλη μου έκπληξη, άκουσα ανθρώπους να κρατάνε την ανάσα τους, να πανηγυρίζουν και να χειροκροτούν σε κρίσιμες στιγμές της ταινίας (δεν θα αναφέρω εδώ ποιες είναι αυτές, το κείμενο που διαβάζετε είναι spoiler-free). Δεν το περίμενα καθόλου – και έπειτα προσπαθούσα να το ερμηνεύσω. Κατά μία έννοια, αυτό με ιντρίγκαρε περισσότερο σαν ερώτημα προς διερεύνηση σε σύγκριση με την ίδια την ταινία.

Κι εδώ επιστρέφω στο λούνα παρκ. Η μεταφορά του Scorsese ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό. Θυμήθηκα επίσης τις προβολές του Infinity War και του Endgame σε αίθουσες γεμάτες παθιασμένους ανθρώπους αντί για τις άδειες των δημοσιογραφικών προβολών, κι η αίσθηση που μου είχαν αφήσει ήταν πράγματι κάτι ανάμεσα σε γηπεδική κερκίδα και λούνα παρκ. Αν έπρεπε να διακρίνω κάποια κομβικά χαρακτηριστικά σε αυτήν την αίσθηση, αυτά θα ήταν η αδρεναλίνη και υπερ-εγρήγορση που σου προκαλεί η εμπειρία που βιώνεις, η προσωπική σχέση-επένδυση με το θέαμα που απολαμβάνεις, η προσομοίωση μιας κοινοτικής-συλλογικής εμπειρίας όπου ο δεσμός μεταξύ του κοινού είναι ισχυρότερος από το κάθε άτομο ξεχωριστά κι η επιθυμία σύνδεσης με κάτι μεγαλύτερο, κάτι υπερβατικό, η ανάγκη να γίνεις μέρος μιας αφήγησης που σε ξεπερνάει δίνοντάς σου νόημα. Καθώς οι καπιταλιστικές κοινωνίες αδυνατούν όλο και περισσότερο να παράξουν νέες μυθολογίες και νέες θεολογίες ώστε να αντικαταστήσουν τις παλιές, αυτές οι ανάγκες των ατόμων διοχετεύονται όλο και συχνότερα σε προϊόντα και εμπορεύματα (είτε υλικά είτε άυλα). Φυσικά, καθώς αυτά τα πράγματα αδυνατούν να πάρουν την θέση του real thing, απαιτούμε περισσότερα, μεγαλύτερα, εντονότερα, θεαματικότερα. Ε, τον ενθουσιασμό που βλέπω αυτές τις μέρες για το No Way Home, και τον λουναπαρκισμό/χουλιγκανισμό που εισπράττω από το feedback των προβολών, δεν τους έχω ξαναδεί σε άλλη superhero ταινία.

Κατά μία έννοια, είναι απόλυτα λογικό. Ο Spider-Man είναι ο πιο relatable απ’ όλους τους υπερήρωες κι έχει τη δυνατότητα να αγγίξει μια μεγάλη γκάμα ηλικιών – και φυσικά τα audience analytics είναι η θρησκεία του franchise κινηματογράφου. Τα πιτσιρίκια ταυτίζονται γιατί ο Tom Holland και η Zendaya είναι δύο από τους πιο relevant Generation Z stars του σύγχρονου Hollywood. Οι μεγαλύτεροι ταυτίζονται γιατί αγόραζαν τα κόμιξ της Modern Times, έβλεπαν το καρτούν τα πρωινά του σαββατοκύριακου στο Star, αποκτούσαν μερικές από τις πρώτες τους κινηματογραφικές εμπειρίες πηγαίνοντας στις ταινίες του Sam Raimi. Χοντρικά μιλώντας, είναι αρκετά δύσκολο να είσαι κάτω από 45 ετών και να μην σου λέει τίποτα ο Peter Parker, ένας αγαθός loser που φορτώνεται με γιγάντια δύναμη χωρίς να χάνει την γήινη ποιότητά του. Όπως γνωρίζουν όσοι έχουν δει την ταινία και σίγουρα υποψιάζονται όσοι θα το κάνουν αργότερα ή δεν σκοπεύουν να το κάνουν ποτέ, η Marvel κι η Disney πόνταραν φουλ στο αποδοτικό ξεζούμισμα αυτής της σύνδεσης του κοινού με τον χαρακτήρα και την ιστορία του (κινηματογραφική και μη) αλλά και στην επιθυμία τον ανθρώπων για επαναφορά των μεγα-events που θα ενώσουν ξανά τους πάντες στην μετα-covid εποχή του social distancing και της εξατομικευμένης ψυχαγωγίας. Αυτό σημαίνει πως, δυνητικά μιλώντας, το MCU είχε στα χέρια του ένα χρυσωρυχείο. Το μόνο που έμενε ήταν να οργανώσει και να ξεκινήσει την εξόρυξη. Κι έτσι κι έγινε. Το αποτέλεσμα ήταν ο λεγόμενος χαμός. Ας δούμε τι σημαίνει ακριβώς αυτό.

Στην online οικονομία του hype και της προσοχής, ο spoilerοπανικός είναι το ισχυρότερο νόμισμα. Γύρω από το No Way Home και τις εκπλήξεις που υποσχόταν, λοιπόν, χτίστηκε ένα παιχνίδι προσδοκιών που κυρίευσε την ψηφιακή δημόσια σφαίρα, από τα YouTube videos που αναλύουν τα easter eggs των trailers μέχρι τα threads με τρελές θεωρίες στο Reddit κι από τα clickbait άρθρα των pop culture sites μέχρι τα κινηματογραφικά groups του Facebook που δεν σταματάνε να παράγουν content (κι άρα engagement και awareness, για να χρησιμοποιήσουμε τους μαρκετίστικους όρους της ίδιας της βιομηχανίας) για λογαριασμό της ταινίας. Φυσικά, το ξεζούμισμα της νοσταλγίας κι η λογική του fan service είναι δύο πράγματα που έχουμε αναλύσει ξανά και ξανά σε αυτό το site, κι αποτελούν πράγματι δύο βασικούς πυλώνες της τεράστιας επιτυχίας που άρχισε να καταγράφει στον δημόσιο διάλογο το No Way Home πριν καν φτάσει στις κινηματογραφικές αίθουσες (κι η οποία βέβαια αποκρυσταλλώθηκε στις διεθνείς προπωλήσεις εισιτηρίων που βάρεσαν ρεκόρ). Έχει ενδιαφέρον, πάντως, ότι αυτό που συμβαίνει με το spoiler talk γύρω από την ταινία περιλαμβάνει μια αντίθεση. Από τη μία πλευρά, τα πράγματα που συμβαίνουν στην ταινία είναι απολύτως προβλέψιμα και αναμενόμενα, γιατί αυτές είναι οι αυτονόητες επιλογές που θα έκανε ένας μιντιακός κολοσσός σαν την Disney με ένα brand σαν του Spider-Man (κι εξάλλου το MCU δεν φημίζεται για την πρωτοτυπία του ή για την ανατροπή των προσδοκιών του κοινού). Την ίδια στιγμή, οι fans αναλωνόμαστε υστερικά στην κουβέντα περί spoilers σα να έχει πραγματικά νόημα και σα να διακυβεύονται στ’ αλήθεια πράγματα, σαν προφύλαξη απέναντι στην κλοπή μιας απόλαυσης που σε τελική ανάλυση είναι απολύτως τυποποιημένη. Όλο αυτό δημιουργεί μια αίσθηση ψευδο-συμμετοχής στο μεγα-event της κυκλοφορίας της ταινίας μέσα από την εμπλοκή σε μια από τις χειρότερες συνήθειες του τοξικού fandom: τα spoilers.

Και τελικά τα νούμερα μίλησαν. Το No Way Home έκανε πρεμιέρα με 600 εκ. δολάρια παγκοσμίως, κι ήδη από το πρώτο του τετραήμερο στα σινεμά έγινε η 6η πιο πετυχημένη ταινία του 2021, με τον δρόμο προς την πρωτιά να μοιάζει προδιαγεγραμμένος. Την εντυπωσιακή πορεία του στο box office την αναλύσαμε ήδη αλλού, οπότε δεν θα επεκταθούμε εδώ περισσότερο όσον αφορά τις οικονομικές επιδόσεις. Θα μείνουμε όμως στο πιο πολιτισμικό σκέλος αυτός της επιτυχίας, δηλαδή αυτό που αφορά την στάση του κοινού και τον χειρισμό της από τους μεγάλους παίκτες της μαζικής κουλτούρας. Ουσιαστικά, θα λέγαμε ότι η στροφή του MCU προς το κινηματογραφικό multiverse είναι αφηγηματική μορφή που αντιστοιχεί στο σύγχρονο τεχνολογικό-υποδομιακό σύμπλεγμα της οπτικοακουστικής ψυχαγωγίας. Πλέον τα franchises έχουν γιγαντωθεί σε τέτοιο βαθμό που απλώνονται σε αμέτρητες ιστορίες, σε διάφορες πλατφόρμες, σε διάφορα επίπεδα αφήγησης, προς διάφορες κατευθύνσεις που απευθύνονται σε διαφορετικά κομμάτια του κοινού ανά πάσα στιγμή. Μετά το πέρας του Phase Three και το άνοιγμα του Disney+, η Disney, ως κατεξοχήν πολιτισμικό μονοπώλιο της εποχής μας, κινείται προς το να ικανοποιεί όλα τα γούστα των fans προς κάθε κατεύθυνση, αντλώντας ακόμα περισσότερη δύναμη από το ότι αυτές οι κατευθύνσεις ενδέχεται να είναι ακόμα και αντιθετικές μεταξύ τους μερικές φορές. Έτσι, ο θεατής-καταναλωτής βρίσκεται ακόμα βαθύτερα εγκλωβισμένος σε ένα σούπερ-μάρκετ κουλτούρας με φαινομενικά άπειρες ελευθερίες επιλογής για κάθε δυνατό γούστο, οι οποίες όμως καταφέρνουν να συγκλίνουν σε μια και μοναδική μυθολογία/αφήγηση (πχ MCU ή Star Wars) που απλώνεται σε διάφορα μέσα (ταινίες, σειρές, games κλπ) και διάφορες πλατφόρμες (αίθουσες και streaming πρωτίστως αλλά όχι μόνο). Άλλωστε, αυτό είναι μάλλον το μέλλον του fan service: όχι τόσο η ικανοποίηση του ελάχιστου κοινού παρονομαστή ή του απόλυτου fan, αλλά το ταυτόχρονο άνοιγμα προς όλα τα κοινά-αγορές μαζί. Μ’ αυτήν την έννοια, το diversity και το multiverse μοιάζουν πια λιγότερο με καλλιτεχνικές επιλογές και περισσότερο με εργαλεία marketing για βελτιστοποιημένο brand-building.

Αν προσεγγίσουμε λοιπόν εκ νέου το No Way Home μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα, ξανά χωρίς spoilers (άλλωστε αυτό το κείμενο δεν αποτελεί παραδοσιακή κριτική, μάλλον το έχετε καταλάβει μέχρι τώρα), τότε θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται ουσιαστικά λιγότερο για το επιστέγασμα μιας τριλογίας και περισσότερο ένα self-reboot για απεριόριστη επέκταση ως προς το πού μπορεί να πάει το franchise και με πόσους τρόπους μπορεί να συνδεθεί με το υπόλοιπο MCU. Αυτό το self-reboot επιτυγχάνεται μέσα από μια έξυπνη επιστροφή στις ρίζες του κινηματογραφικού brand Spider-Man, μοιάζοντας περισσότερο με ένα meta origin story του ίδιου του MCU και του pop υπερηρωισμού του 21ου αιώνα ευρύτερα. Μιλώντας ως fan του χαρακτήρα και του σύμπαντος, με καλύπτει. Το Homecoming μου άρεσε επειδή ήταν μια low-stakes προσγειωμένη ιστορία και έναν τέτοιο Spider-Man θα ήθελα να δω στη συνέχεια. Έναν Spider-Man πιο κοντά στο serialized μοτίβο των μητροπολιτικών αφηγήσεων των σειρών της Marvel στο Netflix, οι οποίες άλλωστε αποδείχθηκαν πιστότερες στο πνεύμα των κλασικών runs που μας μεγάλωσαν σε σύγκριση με τις γιγάντιες ταινίες-events α λα Far From Home και No Way Home. Μου άρεσε η ταινία, και πέρασα καλά, αλλά αν έπρεπε να την κρίνω πιο αποστασιοποιημένα και ψύχραιμα τότε θα έλεγα ότι ουσιαστικά είναι σαν το Into the Spider-Verse αλλά με χειρότερο σενάριο, μικρότερα ρίσκα και λιγότερο ενδιαφέρουσα αισθητική.

Το No Way Home, εν τέλει, εκπροσωπεί την λογική του κινηματογραφικού λούνα παρκ τραβηγμένη μέχρι τις πιο ακραίες της λογικές συνέπειες. Αυτό μοιάζει να ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις ανάγκες του κοινού αυτή τη δεδομένη στιγμή, κι είναι απόλυτα φυσιολογικό και ανθρώπινο (χρειαζόμαστε το μικρό και το μεγάλο escapism γιατί ζούμε σε σκατόκοσμο), αλλά την ίδια στιγμή η μεγα-επιτυχία της ταινίας συμπυκνώνει μερικές εξαιρετικά ανησυχητικές τάσεις για το μεσοπρόθεσμο μέλλον της κινηματογραφικής παραγωγής και εμπειρίας όπως την ξέραμε (κι ήδη τα πιθανά αποτελέσματα έχουν αρχίσει να αναλύονται). Η τελευταία ταινία του Spider-Man εκφράζει τη δύναμη και το όριο του fan service: αυτό είναι το καλύτερο που μπορεί να γίνει για τους fans, κι αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να κάνει για το σινεμά. Σε επίπεδο κινηματογραφικής απόλαυσης, αν με ρωτάτε, έμοιαζε με έναν άδειο οργασμό. Τον απολαμβάνεις, αλλά δεν σε ακολουθεί. Το ερώτημα είναι αν η δύναμη της ταινίας καταφέρνει να ξεπεράσει τα όρια του fandom της. Η δική μου απάντηση είναι όχι. Ήταν μια όμορφη εμπειρία, και δεν θεωρώ ότι πρέπει να νιώθουμε ενοχές για τα πράγματα που απολαμβάνουμε, ούτε καν, αλλά θα πρέπει ταυτόχρονα να είμαστε ειλικρινείς και κριτικοί απέναντι τους. Τι θέλουμε άλλωστε από τον Spider-Man; Να νιώσουμε ότι είναι ένας από εμάς. Και να πάμε μαζί του στο λούνα παρκ. Από το σινεμά, όμως, ζητάμε περισσότερα.

Best of internet