Quantcast

Another Round: Με μάθαν οι παρέες μου στο πίνε πίνε πίνε

Κοντά μια δεκαετία μετά το The Hunt, Thomas Vinterberg και Mads Mikkelsen επέστρεψαν για να κάνουν την φάση ώπα

Το σινεμά, ως κοινωνική εμπειρία, έχει γίνει τριμπούρδελο. Για την ακρίβεια, είναι ο χρόνος της κινηματογραφικής εμπειρίας που έχει θρυμματιστεί. Η συγκυρία της πανδημίας, επιταχύνοντας βαθύτερες τάσεις που ήδη υπήρχαν στο πεδίο της παραγωγής και της διανομής, έδειξε ότι το ταξίδι ενός κινηματογραφικού έργου από το κεφάλι ενός δημιουργού μέχρι τα υψηλά κλιμάκια ενός στούντιο κι από εκεί στην σκοτεινή αίθουσα μπορεί να γίνει μια διαδρομή χαοτική, περίπλοκη, απρόβλεπτη, συνεχής αλλά και με ρωγμές, και σίγουρα σε τελική ανάλυση πιο μπουρδουκλωμένη χρονικά σε σύγκριση με ό,τι είχαμε συνηθίσει να αποκαλούμε κανονικότητα. Προφανώς, οι ταινίες που επηρεάστηκαν περισσότερο και αμεσότερα ήταν εκείνες που είχαν ολοκληρώσει την παραγωγή τους πριν την έλευση του covid και ετοιμάζονταν να διανεμηθούν σε ένα κινηματογραφικό περιβάλλον εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι πριν. Η διαταραχή σε αυτόν τον “φυσικό” κύκλο παραγωγής-διανομής, φυσικά, δεν είναι απλά ένα πρακτικό glitch. Είναι, επίσης, μια διαταραχή στην ίδια την παραδοσιακή κινηματογραφική εμπειρία.

Ας πιάσουμε το Another Round, ή Άσπρο Πάτο στα ελληνικά ή Druk στο πρωτότυπο δανέζικο, την νέα (;) ταινία του Thomas Vinterberg που κυκλοφόρησε φέτος (;) στις κινηματογραφικές αίθουσες. Πότε βγήκε αυτό το φιλμ; Περίπλοκη ερώτηση, έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα. Ας την ξεψαχνίσουμε. Το Another Round επρόκειτο να κάνει πρεμιέρα περσινές Κάννες, οι οποίες βέβαια ακυρώθηκαν λόγω covid. Έτσι, αντί για τον Μάιου του 2020, η ταινία παίχτηκε για πρώτη φορά στο φεστιβάλ του Τορόντο τον Σεπτέμβριο. Μετά από μία σύντομη πλην πυκνή φεστιβαλική πορεία το φθινόπωρο, το Another Round ξεκίνησε την μαζική διανομή του στις ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 2020 (είχε ήδη αρχίσει να παίζει σε Δανία, Γαλλία και λίγες ακόμα αγορές από νωρίτερα), πάνω στην ώρα για να εξασφαλίσει την δυνατότητα να κατέβει στα Όσκαρ, αφού έτσι κι αλλιώς έμοιαζε φαβορί από νωρίς. Ξεκίνησε την μαζική διανομή του, όμως, με έναν αστερίσκο. Την ίδια μέρα που βγήκε στα σινεμά, η ταινία κυκλοφόρησε και σε video on demand για ψηφιακό streaming. Έτσι, όταν τον Απρίλιο του 2021 σήκωνε το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, το Druk ήταν μια ταινία που είχαν δει λίγοι άνθρωποι στα σινεμά και πάμπολλοι σε (νόμιμο ή παράνομο) streaming.

Έπειτα, εκμεταλλευόμενη φυσικά το οσκαρικό clout, η ταινία άρχισε να διανέμεται όλο και πιο μαζικά προς την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2021, όταν άρχισαν να ανοίγουν και περισσότεροι κινηματογράφοι σε σύγκριση με την ζοφερή lockdown κατάσταση του χειμώνα. Βέβαια, όσο παραπάνω απλωνόταν χρονικά το διεθνές κύκλωμα διανομής, τόσοι παραπάνω άνθρωποι είχαν δει ήδη την ταινία ψηφιακά. Έτσι, ενώ η ταινία κέρδιζε hype και βραβεία, ταυτόχρονα η πιθανότητά της να τραβήξει μαζικά κόσμο στις αίθουσες και να βγάλει κέρδος (αυτά τα δύο δεν είναι ο στόχος, υποτίθεται, από την σκοπιά της βιομηχανίας;) μειωνόταν. Στην Ελλάδα, τελικά, κυκλοφόρησε 1η Ιουλίου και μέσα σε έναν μήνα, μέχρι τις αρχές Αυγούστου δηλαδή που έχουμε διαθέσιμα στοιχεία, έκοψε σχεδόν 40.000 εισιτήρια. Σχετικά αξιοπρεπές νούμερο, δεδομένων των συνθηκών, αλλά σίγουρα αναντίστοιχο των εμπορικών δυνατοτήτων που θα είχε η ταινία αν ακολουθούσε τον ομαλό, προ-covid κύκλο παραγωγής-διανομής. Σύμφωνα με το Box Office Mojo, το Another Round, μετά από έναν χρόνο physical και digital κυκλοφορίας, έχει μαζέψει 10,6 εκ. δολάρια έναντι ενός budget 5,7 εκ. Όχι και το καλύτερο δυνατό, θα τολμούσε να πει κανείς. Προφανώς, η ταινία του Thomas Vinterberg δεν είναι η μοναδική τέτοια περίπτωση. Το ίδιο πράγμα συνέβη με πολλές ακόμα ταινίες τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Είναι, όμως, ένα καλό παράδειγμα.

Πέρα από την οικονομική-τεχνολογική πλευρά του όλου πράγματος (που έχει φυσικά τεράστιο ενδιαφέρον), η διαταραχή του παραδοσιακού κινηματογραφικού κύκλου παραγωγής-διανομής επηρεάζει βεβαίως σε μεγάλο βαθμό την πολιτισμική-κοινωνική εμπειρία του σινεμά. Δηλαδή, επηρεάζει το πώς το κοινό απολαμβάνει, μοιράζεται, συζητάει και επικοινωνεί γύρω από το έργο τέχνης. Ιδανικά, κάθε ταινία επιθυμεί να αποτελέσει ένα “event“. Με άλλα λόγια, θέλει να χτίσει γύρω της, και με τα προβλεπόμενα έξοδα marketing φυσικά, μια δημόσια σφαίρα όπου ο κόσμος θα ασχοληθεί έντονα μαζί της μέσα σε ένα πυκνό χρονικό διάστημα, κάτι που έπειτα θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά σε επίπεδο κερδών και πρεστίζ (δηλαδή τραβώντας παραπάνω ανθρώπους στις αίθουσες και βελτιώνοντας τις προοπτικές κυριλέ βραβεύσεων). Αν όμως το “πότε κυκλοφορεί μια ταινία” γίνεται πλέον κάτι όλο και πιο σχετικό, αφού εξαρτάται όλο και περισσότερο από ένα μπερδεμένο σύμπλεγμα παλιών και νέων τρόπων διανομής, τότε γίνεται και πιο σχετικό το “πότε ασχολείσαι με μια ταινία”. Πότε συζητάς για αυτήν; Πότε γράφεις για αυτήν; Πότε την έχει δει ο κόσμος ώστε να γίνει θέμα; Κατά μία έννοια, μιλώντας από την σκοπιά του κριτικού, είναι καλύτερα να ανοίγεις την συζήτηση για μια ταινία αφού την έχουν δει ήδη πολλοί άνθρωποι. Μ’ αυτόν τον τρόπο, αποφεύγεις κάπως τον άχαρο ρόλο του διαφημιστή που προτρέπει κάποιον να δει ή όχι μια ταινία, και συζητάς περισσότερο επί ίσοις όροις, καθώς η φωνή σου είναι απλά μία ανάμεσα στις υπόλοιπες.

Αυτά τα ερωτήματα πιθανόν να μοιάζουν ασήμαντα, και ακόμα πιθανότερο να είναι, αλλά τα θέτω προσπαθώντας να σκεφτώ το πώς επηρέασε κι εμένα προσωπικά το γεγονός ότι μια ταινία σαν το Another Round πέρασε από πολλές φάσεις μέχρι να καταλήξει να γίνει η αφορμή για να γράψω αυτό το κείμενο (το οποίο, όπως έχετε καταλάβει είναι λιγότερο μια κριτική ταινίας και περισσότερο μια αυτο-κριτική της κριτικής). Πολλές φορές, οι άνθρωποι που ασχολούνται με την κινηματογραφική κριτική, έμμισθα ή άμισθα (δυστυχώς στην Ελλάδα συχνότερα το δεύτερο) αναγκάζονται να γράψουν για σινεμά με όρους ταχύτητας και αποδοτικότητας: να γράψουν, δηλαδή, έγκαιρα, την ώρα που μια ταινία είναι στην επικαιρότητα. Παρόλα αυτά, ο χρόνος της κινηματογραφικής επικαιρότητας είναι διαφορετικός από τον χρόνο της επαφής με το έργο τέχνης. Μ’ αυτό εννοώ ότι ο χρόνος του hype, το παιχνίδι του οποίου δυστυχώς παίζουμε όλοι, κυλάει διαφορετικά (δηλαδή με άλλη ένταση, ροή και ποιότητα) από τον χρόνο με τον οποίο ένα έργο ωριμάζει μέσα σου, ζυμώνεται με τις ιδέες και τα συναισθήματά σου, και αφήνει σταδιακά το αποτύπωμά του (ή και όχι) στην επιφάνεια της ζωής σου. Για να το πω πιο απλά: προκειμένου να γράψουμε για μια ταινία στην ώρα μας, γράφουμε μαλακίες. Και γι’ αυτό είναι συχνά τόσο cringeworthy να διαβάζεις ξανά μια κριτική που έγραψες παλιά, έχοντας επιτρέψει σε μια ταινία να κάτσει μέσα σου μόνο 1-2 μέρες, ή και λιγότερο. Και γι’ αυτό, προσωπικά, αποφεύγω να γράφω κλασικές κριτικές ταινιών και προσπαθώ να γράφω, τι πράγμα, ό,τι είναι αυτό εδώ τουλάχιστον.

Το Another Round, λοιπόν, το είδα 3 φορές μέσα σε 8 μήνες. Η πρώτη ήταν τον χειμώνα, όταν βγήκε σε torrent. Η δεύτερη ήταν στις αρχές του καλοκαιριού, όταν επρόκειτο να κυκλοφορήσει στις ντόπιες αίθουσες. Κι η τρίτη ήταν αυτές τις μέρες, προκειμένου να γράψω το κείμενο. Και τις τρεις φορές, προφανώς, η ταινία μου φάνηκε διαφορετική: την πρώτη δεν μου άρεσε, την δεύτερη με προβλημάτισε έντονα, την τρίτη την αγάπησα. Έτσι δεν είναι το φυσιολογικό να συμβαίνει; Να αλλάζεις γνώμη, εννοώ, και ταυτόχρονα να επεξεργάζεσαι τι ήταν αυτό που διαμόρφωσε την γνώμη σου σε κάθε στιγμή (λεπτές αποχρώσεις αυτές για τον ιντερνετικό τοξικό φανατισμό, αλλά τι να κάνουμε). Σε ένα πρώτο επίπεδο, η στάση των περισσότερων ανθρώπων απέναντι στο Another Round επηρεάζεται άμεσα από την σχέση που έχουν με το θέμα της: το αλκοόλ. Όλοι έχουμε μια άποψη και μια σχέση με το αλκοόλ, αναπόφευκτα. Για άλλους αυτή η σχέση είναι βάλσαμο, για άλλους είναι βάσανο. Για κάποιους είναι διασκέδαση, για κάποιους είναι δουλειά. Για κάποιους είναι λύση, για κάποιους είναι πρόβλημα. Είναι, όμως, πραγματικά το αλκοόλ το θέμα αυτής της ταινίας όπου τέσσερις Δανοί καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αποφασίζουν να κάνουν ένα κοινωνικό-βιολογικό πείραμα στο οποίο πίνουν κάθε μέρα μια συγκεκριμένη ποσότητα προσδοκώντας να επηρεάσει με συγκεκριμένο τρόπο την επαγγελματική και προσωπική τους ζωή; Ερώτημα.

Η αλήθεια είναι πως δεν βρίσκω ότι η ταινία έχει ουσιαστικά σαν θέμα της το αλκοόλ. Αυτό το λέω με την έννοια ότι, αντίστοιχα, δεν βρίσκω ότι έχει νόημα να την κρίνει κανείς σε αυτό το επίπεδο, δηλαδή ανάλογα με το τι άποψη έχει για την άποψή της πάνω στο αλκοόλ. Θεωρώ ότι το Another Round δεν κρύβει κάποιο “μήνυμα” (sic) για το αλκοόλ, κι επομένως είναι μάλλον ανούσιο να αναζητήσεις άμα ήταν “υπέρ ή κατά” του αλκοόλ. Έτσι κι αλλιώς, ο τρόπος που τοποθετείται το βιολογικό και πολιτισμικό φαινόμενο της μέθης μέσα στον κόσμο της ταινίας επιχειρεί από την αρχή μια ανατροπή των κυρίαρχων συνειρμών που μας δημιουργούνται σχετικά με τον αλκοολισμό: εδώ δεν έχουμε μια παθητική κατάσταση στην οποία εκπίπτουν οι άνθρωποι, αλλά ένα συλλογικά επεξεργασμένο σχέδιο ώστε να επιστρατευθεί ο τρόπος που επενεργεί το αλκοόλ πάνω τους στην υπηρεσία ενός διαφορετικού σκοπού. Το αλκοόλ λοιπόν δεν κρίνεται, αλλά τίθεται σε χρήση. Βρίσκω μεγάλο ενδιαφέρον σε αυτήν την αποηθικοποίηση και απομυστικοποίηση της μεθυστικής ουσίας με την οποία ξεκινάει η ταινία. Βέβαια, και σωστά, στην συνέχεια η ιστορία ξεδιπλώνεται με τρόπο που φωτίζει ότι η ψευδοεπιστημονική εξύψωση της μέθης είναι απλά μια εναλλακτική επένδυση νοήματος που κατά τ’ άλλα αφήνει ανέπαφες τις βαθύτερες αιτίες που προκαλούν τον πόνο, την χαρά, την απόγνωση, την συντροφιά, την αλλοτρίωση ή την ευτυχία. Μ’ αυτήν την έννοια, η μοιραία κατάρρευση του συλλογικού σχεδίου έρχεται να επιβεβαιώσει την αρχική υπόθεση της ταινίας: ότι η μέθη δεν έχει εγγενές, δικό της, αυτόνομο και αυτοτελές νόημα. Κι ότι όλες οι νοηματοδοτήσεις της, από τις ιατρικές-παθολογικές μέχρι τις αισθητικές και τις ψευδοεπιστημονικές, είναι εξίσου αυθαίρετες και συμβατικές. Από αυτήν την σκοπιά, το Another Round καταπιάνεται ελάχιστα με το να κρίνει το αλκοόλ αλλά παθιάζεται, διακριτικά και χειρουργικά (σκανδιναβικά, θα έλεγε κανείς), με το να κρίνει τις μυθολογίες γύρω από το αλκοόλ. Τον τρόπο δηλαδή που, σύμφωνα με όσα μας έχει διδάξει η κλασική ανάλυση του Roland Barthes για την λειτουργία του σύγχρονου μύθου, τα “ουδέτερα” αντικείμενα και υλικά χρησιμοποιούνται έτσι να επιβεβαιωθούν (ή να ανασκευαστούν) οι κυρίαρχες αξίες της καπιταλιστικής κοινωνίας (κι ειδικότερα, εδώ, της δανέζικης ταυτότητας, την οποία ανατέμνει με αξιοθαύμαστο τρόπο ο Vinterberg).

Κι αν το Another Round αποφεύγει από νωρίς τις κακοτοπιές της αισθητικοποίησης της μέθης ως μυθολογίας-των-καταραμένων (ξέρετε, Jack Kerouac, Ernest Hemingway, Charles Bukowski, Malcolm Lowry, όλο το κλασικό πακέτο), τότε η μεγαλύτερη πρόκλησή του είναι να αποφύγει επίσης την μακρά κινηματογραφική ιστορία της αναπαράστασης της μέθης με όρους ηθικίστικους, ως morality tale πτώσης και λύτρωσης. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ειδικά, και σε συνάρτηση με τις ιστορικές συνθήκες που ευνόησαν την πρόσληψη του αλκοολισμού ως μείζον κοινωνικό πρόβλημα (μα είναι δυνατόν να υπάρχουν μέλη της κοινωνίας μας που να μην είναι παραγωγικά και υπεύθυνα;!), το Hollywood έδωσε μπόλικο πόνο στο να παράξει ταινίες “σοβαρής θεματολογίας” και “κοινωνικού μηνύματος” με κεντρικό άξονα το αλκοόλ, από το The Lost Weekend και το A Star Is Born μέχρι το Cat on a Hot Tin Roof και το Days of Wine and Roses. Άσχετα με την ποιότητα της κάθε μεμονωμένης ταινίας (η πρώτη κι η τελευταία από αυτές πχ είναι αγαπημένες μου), το σύνηθες μοτίβο ήταν πάνω κάτω γνωστό: οι βασανισμένοι ήρωες σέρνονταν στους βούρκους της μέθης μέχρι να γυρίσει τούμπα η ζωή τους, να αναγνωρίσουν το αδιέξοδό στο οποίο πορεύονται, και να βγουν από το σκοτάδι νικητές, επιζήσαντες, ηθικά καθαροί και έτοιμοι για μια καινούρια αρχή. Ακόμα κι αν τελικά το σκοτάδι τους ρούφαγε ανεπίστρεπτα, αυτό λειτουργεί πρωτίστως σαν ηχηρή προειδοποίηση, σαν θυσία που λειτουργεί ως υποβλητική ηθική πυξίδα για τον θεατή.

Βλέποντας το Another Round και σκεπτόμενος το πώς μεταχειρίζεται την μέθη, θυμήθηκα μια ακόμα πρόσφατη ταινία, το εξαιρετικό Bloody Nose, Empty Pockets, και χάρηκα πολύ που το είδα να αναφέρεται σε 1-2 ακόμα αγγλόφωνες κριτικές του φιλμ. Όπως συμβαίνει κι εκεί, έτσι και στο Another Round, η ματιά της ταινίας ενδιαφέρεται ελάχιστα για το ίδιο το πιώμα και πολύ περισσότερο για τους ανθρώπους που πίνουν. Η αποηθικοποίηση της μέθης, εκφρασμένη στο Another Round μέσα από το τέχνασμα του ψευδοεπιστημονικού σχεδίου, απομακρύνει την προσοχή από την ουσία των φαινομένων και την στρέφει προς την ουσία των πραγμάτων. Όπως στο Bloody Nose, Empty Pockets, έτσι κι εδώ η ταινία αγαπάει βαθιά τους ανθρώπους της, επιλέγοντας όχι να επιβραβεύσει ή να τιμωρήσει αλλά πρωτίστως να κατανοήσει και να φωτίσει. Ο Vinterberg ούτε κρίνει ούτε διδάσκει, αποφεύγοντας το κούνημα του δακτύλου όπως ο διάολος το λιβάνι, φροντίζοντας αντιθέτως να ορατοποιήσει αυτό που δεν φαίνεται, να φωτίσει τις γωνίες που φοβόμαστε να πλησιάσουμε, να αναδείξει τις συνδέσεις που δεν μοιάζουν δυνατές. Πολύ σχηματικά μιλώντας, αυτή θα λέγαμε ότι είναι η διαφορά του να διαποτίζεις το έργο με τον προβληματισμό της ηθικής με το να επιλέγεις την δρόμο του απροβλημάτιστου ηθικισμού. Κι εδώ είναι που ο Martin του Mads Mikkelsen, παιγμένος με φοβερή πλαστικότητα, γίνεται ένας από τους πιο ενδιαφέροντες κινηματογραφικούς χαρακτήρες που έχω δει τελευταία: ποια θλίψη και ποια ματαίωση προσπαθείς να πνίξεις μέσα σου; Αυτό είναι, εν τέλει, το ερώτημα που αξίζει να θέσει κανείς.

Προσοχή όμως: ο Vinterberg, γαλουχημένος καθώς είναι στο σινεμά του Δόγματος ’95, δεν πέφτει σε έναν χλιαρό και ξεδοντιασμένο ανθρωπισμό που επιχειρεί να βγάλει μια αφηρημένη καθολικότητα μέσα από την πρόχειρη γενίκευση του δράματος των χαρακτήρων του. Αντιθέτως, το Another Round είναι τόσο ισχυρό ακριβώς επειδή είναι εξαιρετικά ακριβές, ειδικό και συγκεκριμένο. Οι ήρωές του δεν αποτελούν συμπυκνώσεις κάποιου “πανανθρώπινου δράματος/αλήθειας/μαρτυρίου”, όπως κάνει πολύ συχνά το mainstream σινεμά για να προκαλέσει εύκολη συγκίνηση και ταύτιση. Η ανθρώπινη κοινότητα του Vinterberg, πάντα αστεία και θλιβερή μαζί, έχει πολύ στάνταρ κωδικοποιήσεις: μιλάει για την μεσοαστική, μεσήλικη, πολιτισμένη, βόρεια, δυτική κοινότητα των ανδρών που δεν είναι ικανοποιημένοι με την ζωή τους, παρόλο που αυτή μοιάζει, γενικά μιλώντας, φτιαγμένη έτσι ώστε να τους διευκολύνει σχεδόν σε κάθε επίπεδο. Ιδωμένη από αυτήν την σκοπιά, η προνομιούχα πλην γκρίζα ζωή των ανδρών κρύβει μια καταπνιγμένη οργή και μια εύθραυστη αρρενωπότητα που μπορεί εύκολα να πάρει τη μορφή μια ντροπιαστικής ψευδο-εξέγερσης, χαρακτηριστικό δείγμα άλλωστε των κρίσεων ανδρικής υστερίας κατά τη μέση ηλικία. Αυτές οι σκέψεις είναι που με οδήγησαν στο να αντιπαραβάλω το Another Round σε μια άλλη ταινία, το Husbands, τη μόνη ταινία του John Cassavetes που δε μου αρέσει. Οι δύο ταινίες έχουν το κοινό στοιχείο ότι, πράγματι, αναπαριστούν την ανδρική κοινότητα της μέσης ηλικίας με τρόπο non-judgemental. Εκεί όμως που ο Cassavetes αναζητά την ελευθερία μέσα από το σπάσιμο των συμβάσεων, ο σαφώς πιο υποψιασμένος σε αυτά τα θέματα Vinterberg γνωρίζει πως αυτή η ελευθερία ήταν, είναι και θα είναι μια άδεια λέξη, μια κενή αφαίρεση. Το Husbands προσπερνάει την κατανόηση για να υμνήσει την φυσικότητα. Το Another Round προτείνει ότι τίποτα δεν είναι, κι ούτε θα μπορούσε, φυσικό. Κι έτσι, φτάνει στην κατανόηση. Αυτό είναι, νομίζω, που κάνει το Another Round να αποφεύγει τις κοινοτοπίες και τις κακοτοπιές του genre “σινεμά της ανδροπαρέας” – ειδάλλως, θα έμοιαζε με μια ψαγμένη εκδοχή του 50-50 με ευρωπαϊκά κρασιά αντί για ελληνικά τσίπουρα.

Σχεδόν σε κάθε ταινία του, από το Festen και το Dear Wendy μέχρι το The Hunt και το The Commune, o Vinterberg καταπιάνεται ουσιαστικά με τις αντινομίες της ανθρώπινης κοινότητας και την ευθραυστότητα του ανθρώπινου δεσμού – από την οικογένεια και την παρέα μέχρι την εργασία και την πόλη. Δεν ρομαντικοποιεί τις κοινότητες, ούτε νοσταλγεί μια δήθεν χαμένη και αυθεντική εκδοχή του. Ξέρει ότι η επιθυμία για κοινότητα είναι επιθυμία για έναν κόσμο που δεν είναι διαθέσιμος σε μας, όπως γράφει ο Zygmunt Bauman, αλλά ξέρει επίσης πως τις περισσότερες φορές τα ίδια πράγματα που προσφέρουν ζεστασιά, ασφάλεια και φροντίδα είναι αυτά που τραυματίζουν ανεπανόρθωτα τους ανθρώπους. Γνωρίζει, λοιπόν, πως κάποιες αντιφάσεις είναι ασυμφιλίωτες – και πως ο άνθρωπος ποτέ δεν θα είναι πλήρως διάφανος προς τον εαυτό του. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι τόσο ισχυρό το εκστατικό μουσικοχορευτικό φινάλε του Another Round. Επειδή αναγνωρίζει το ασυμφιλίωτο. Απορρίπτει την δραματική διαλεκτική ανάμεσα στο βάσανο και την λύτρωση, κι έτσι επιλέγει να κάνει μια εντελώς ασύμμετρη κίνηση: να ξεσπάσει σε μια μελαγχολική γιορτή. Αφού η χαρά μπορεί να ξεσπάσει οπουδήποτε, χωρίς να προϋποθέτει την λύπη ώστε να την υπερβεί μέσα από μια αντίθεση μαζί της που ξεδιπλώνεται ορθολογικά, γιατί να μην τραβήξει κανείς μια τυχαία και ασύμμετρη γραμμή φυγής προς την ευτυχία; Είναι στιγμιαία, ναι, αλλά είναι πραγματική. Όχι απλά είναι πραγματική. Είναι η εκδίκηση του πραγματικού. Για όλες λοιπόν τις φορές που κάποιος άνθρωπος με τράβηξε να χορέψουμε κι εγώ δεν χόρεψα: συγνώμη.

Όλα αυτά, για να επιστρέψω στην αρχή του κειμένου, ξεκίνησαν να με προβληματίζουν την δεύτερη φορά που είδα την ταινία. Και σχηματοποιήθηκαν σαν ιδέες την τρίτη φορά, πριν από λίγες μέρες. Την πρώτη φορά, όπως προείπα, δε μου άρεσε. Οι λόγοι βασικά ήταν δύο. Πρώτον, κι αυτό ακόμα ισχύει, δε με τρελαίνει κινηματογραφικά ο Vinterberg. Η αισθητική του, δηλαδή, δεν μου ταιριάζει γενικά. Τον εκτιμώ, γιατί είναι ένας σκηνοθέτης που με μπερδεύει και με αποσταθεροποιεί, και αυτό το προτιμώ σε σύγκριση με το σινεμά που χαϊδεύει τις βεβαιότητές μου/μας (το απέδειξε περίτρανα με το The Hunt, κι ακόμα δεν έχω καταλήξει πώς νιώθω για αυτήν την ταινία). Δεύτερον, μου φάνηκε αρχικά πως το Another Round πέφτει λίγο στην παγίδα της εύκολης σάτιρας του “καθωσπρεπισμού” και της καταγγελίας των κοινωνικών συμβάσεων ως καταπίεση των δήθεν “αυθεντικών” ή “φυσικών” τάσεων των ανθρώπων. Μου φαίνεται ότι αυτή είναι μια, ας μου επιτραπεί ο όρος, boomer αντίληψη που καταλήγει σε μπανάλ ασκήσεις πρόκλησης και αισθητικοποίηση των ντεμέκ αρχέγονων, χαμένων, καταπιεσμένων ενστίκτων. Αυτός, για παράδειγμα, ήταν ένας βασικός λόγος που αντιπάθησα τόσο πολύ το The Square του Ruben Ostlund πριν από 3 χρόνια. Προφανώς, όμως, ήμουν εξαιρετικά βιαστικός και απορροφημένος από τις δικές μου προκάτ αντιλήψεις, κι αυτά ακριβώς τα πράγματα είναι που μπορούν να σε οδηγήσουν στο να λες μαλακίες.

Κάπου στην άνοιξη, είχα μια κουβέντα για την ταινία με μια καλή μου φίλη. Εγώ δεν την θυμόμουν και πολύ καθαρά (την ταινία, όχι την φίλη), αλλά εκείνη είχε ενθουσιαστεί. Η κουβέντα μαζί της άρχισε να με βάζει σε σκέψεις. Γενικά, θα ήθελα να πιστεύω ότι είμαι ανοιχτός στο να μου αλλάζουν την γνώμη οι άλλοι, και ότι δεν εμμένω υπερβολικά στην δική μου άποψη. Αυτό, βέβαια, δε μπορώ να το πω εγώ αλλά εκείνοι – όμως υποψιάζομαι ότι δεν έχω και το καλύτερο ιστορικό σε αυτόν τον τομέα. Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση με έκανε να θέλω να ξαναδώ την ταινία, περιμένοντας να συναντήσω κάτι διαφορετικό τώρα πια. Να την δω μέσα από άλλα μάτια. Ή, μάλλον, να προσθέσω ένα ακόμα ζευγάρι ματιών πάνω από το δικό μου, σαν έξτρα φακό. Να βάλω δηλαδή τον άλλο μέσα στον εαυτό μου, να φροντίσω να υπάρχει κι εκείνος, ως στιγμή, μέσα σε οτιδήποτε κάνω. Προσπαθώ να βλέπω έτσι και την κινηματογραφική κριτική, αλλά δεν είναι πολύ εύκολο. Έχει κι εκείνη, άλλωστε, τις δικές της συμβάσεις και μυθολογίες, όπως η μέθη, όπως κάθε πράγμα. Η κριτική, λοιπόν, θα έπρεπε να είναι μια διαλογική δραστηριότητα, μια δραστηριότητα που βασίζεται σε συνομιλίες που λαμβάνουν χώρα σε διάφορα επίπεδα, επικοινωνώντας μεταξύ τους και διαρρέοντας η μία μέσα στην άλλη: μεταξύ έργου και δημιουργού, μεταξύ έργου και κοινού, μεταξύ έργου και κοινωνίας – αλλά και μεταξύ κοινού και κοινωνίας, μεταξύ έργου και έργων, μεταξύ δημιουργού και δημιουργών. Για να το θέσω με μεγαλύτερη ακρίβεια, η κριτική είναι ήδη μια διαλογική δραστηριότητα, εκ των πραγμάτων. Θεμελιώνεται σε συνομιλίες, πραγματικές και φανταστικές, κι αυτή της διαλογικότητα απαλλοτριώνεται μετά από την ατομική έκφραση και την ατομική υπογραφή. Αλλά, αυτοί είμαστε.

Όλοι οι πραγματικοί και φανταστικοί διάλογοι μέσα και έξω από το κεφάλι σου, περιέχοντας αναγκαστικά την επαφή με τον άλλο, υπεξαιρούνται από την “κρίση”, την γνώμη, την άποψη που ανήκει στο μεμονωμένο άτομο. Κατά μία έννοια, αυτό συμβαίνει με κάθε είδους πνευματική δραστηριότητα. Αυτό άλλωστε είναι το θεμέλιο της πνευματικής ιδιοκτησίας, που ποτέ δε μπορεί να είναι πραγματικά ατομική, αλλά εδραιώνεται σαν προέκταση της ατομικής ιδιοκτησίας που αποτελεί πυλώνα του καπιταλιστικού πολιτισμού και αποικίζει μέχρι και τις βαθύτερες ψυχικές διεργασίες των ατόμων. Επομένως, αυτό που είναι εμμενώς διαλογικό και δι-ατομικό, μετατρέπεται σε ατομικό προϊόν του κριτικού, όπως και γενικότερα η πνευματική εργασία του μεμονωμένου ατόμου ιδιοποιείται την συλλογική διάνοια που παράγεται μέσα σε μια ιστορική εποχή. Εδώ, λοιπόν, βρίσκουμε μια από τις βασικές παθογένειες του επαγγέλματος της κριτικής, και ταυτόχρονα μια από τις βασικές πηγές της αλλοτρίωσής που παράγει: ο κριτικός προσποιείται την πρωτοτυπία, την απουσία διαλόγου, την πατρότητα των ιδεών και την ατομική ιδιοκτησία των απόψεων, ενώ όλοι ξέρουν ότι μιλάμε ασταμάτητα με άλλους, δανειζόμαστε τις απόψεις τους, διαβάζουμε προσεκτικά τι γράφουν, και το αποτέλεσμα είναι πάντα ένα μίγμα προσωπικού και συλλογικού, άσχετα τι λέει η υπογραφή (και το τσεκ).

Γιατί, επομένως, άρχισε να μου αρέσει σταδιακά όλο και περισσότερο αυτή η ταινία; Πώς έφτασε, από εκεί που αρχικά με άφησε ψιλοαδιάφορο, να με συγκινεί με τόση ένταση; Η επανάληψη, πάντα, αποκαλύπτει κάτι διαφορετικό (στην φιλοσοφία, στην τέχνη, στον έρωτα, παντού). Παρατήρησα την λεπτότητα της κινηματογραφικής γλώσσας του Vinterberg, και βρήκα την κατανόηση και την αγάπη να τρυπώνουν από χαραμάδες σχεδόν αόρατες. Είδα την ιστορία να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μου, αλλά ήταν σχεδόν σα να μην συμβαίνει καν, σαν οι άνθρωποι αυτοί να αφήνουν τη ζωή να περάσει από πάνω τους, προσποιούμενοι κάθε τόσο ότι έχουν τον έλεγχο. Οι αποτυχημένες απόπειρες των ηρώων κατάφεραν να επικοινωνήσουν με κάθε δική μου αποτυχία έτσι ώστε, μαζί, την επόμενη φορά, να αποτύχουμε ξανά, να αποτύχουμε καλύτερα. Είδα την χαρά μέσα στην απόγνωση, όχι ως λογική αντίθεση, αλλά ως απρόβλεπτη έκρηξη. Έκανε, λοιπόν, αυτό που κάνει το σινεμά όταν κάνει σωστά τη δουλειά του. Μου έθεσε ερωτήματα, ως εικόνα που σκέφτεται πάνω στον εαυτό της, για την μορφή και το περιεχόμενο της ζωής. Πώς ζω; Το οποίο σημαίνει: πώς θέλω να ζω; Το σινεμά είναι, στα μάτια μου, μια τέχνη της παρέας. Επομένως, αν η κριτική έχει κάτι από τέχνη, τότε οφείλει να είναι κι αυτή της παρέας. Διαλογική και δι-ατομική. Πολλές φορές, δεν έχω ιδέα τι να γράψω. Άμα κουβεντιάσω με ανθρώπους, μου έρχονται πολλά. Το επόμενο μπορεί να σου φανεί και λίγο αστείο μα δεν είναι: με μάθαν οι παρέες μου στο κρίνε κρίνε κρίνε.

Best of internet