Quantcast

Ο Sacha Baron Cohen πήρε το 2020 και το έκανε ταινία – με την καλή έννοια, μάλλον

Το Borat Subsequent Moviefilm είναι αυτό που αξίζει στην εποχή μας, δια χειρός του σημαντικότερου κωμικού της

Όλοι το ξέρουν πως το 2020 βρίσκεται σε μια κούρσα θανάτου με τον εαυτό του για το πιο 2020 πράγμα του 2020. Μόλις δύο μήνες πριν την εκπνοή αυτού του σιχαμερού χρόνου, ο Sacha Baron Cohen ήρθε για να τερματίσει την 2020ίλα και να πάρει όλο το χαρτί. Με το Borat Subsequent Moviefilm. Ή, ολογράφως, Borat Subsequent Moviefilm: Delivery of Prodigious Bribe to American Regime for Make Benefit Once Glorious Nation of Kazakhstan. Ή, πιο απλά, Borat 2. Ας το πούμε Borat 2. Κάπως τα έφερε η ζωή, λοιπόν, και βρεθήκαμε με ένα νέο Borat στα χέρια μας, 14 χρόνια μετά την πρώτη ταινία, 10 μέρες πριν τις αμερικάνικες εκλογές. Τα πάντα γύρω από την δημιουργία και την κυκλοφορία του Borat 2 μοιάζουν ανορθόδοξα, τουλάχιστον σε σύγκριση με τον παραδοσιακό κύκλο παραγωγής και διανομής ταινιών εντός της mainstream κινηματογραφικής βιομηχανίας. Όπως αρμόζει σε μια χρονιά όπου ο ίδιος ο χαρακτήρας και το μέλλον αυτής της βιομηχανίας είναι κάτι ρευστό πλέον, η νέα ταινία του Cohen έρχεται με όρους disruption ως προς το πώς γυρίζεται και πώς μαρκετάρεται πλέον ένα φιλμ. Το fiction μπλέκεται με την πραγματικότητα, η κινηματογραφική ματιά διαχέεται μέσα στον post-truth κόσμο, τα γυρίσματα γίνονται με όρους guerilla, η κυκλοφορία έρχεται με το στοιχείο της έκπληξης, του αιφνιδιασμού και του virality. Όταν λέμε ότι το Borat 2 είναι η πιο 2020 ταινία του 2020, το λέμε εννοώντας ότι τα πάντα γύρω από αυτήν είναι 2020.

Ας δούμε συνοπτικά με τη σειρά πώς έγινε το πράγμα. Αρχικά, μέσα στο 2019, κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά οι φήμες ότι κάποιος κόσμος τον πέτυχε με μεταμφίεση Borat στον δρόμο. Στις αρχές του 2020, εμπανίσθη μεταμφιεσμένος σε Donal Trump, αν και κανείς δεν ήξερε ακόμα ότι πρόκειται για τον Cohen. Το καλοκαίρι που μας πέρασε, εθεάθη να προβαίνει σε ακρότητες σε μια συγκέντρωση ακροδεξιών, ενώ μέσα στον Αύγουστο τον πετύχανε να κάνει γυρίσματα στο Λος ‘Αντζελες ως Borat, οπότε άρχισε να μοιάζει βέβαιο πλέον ότι έρχεται νέα ταινία. Στις αρχές του Σεπτέμβρη, μαθαίναμε ότι η ταινία όχι μόνο υπάρχει αλλά έχει ολοκληρωθεί κιόλας, ενώ σύντομα άρχισαν και τα πρώτα leaks σχετικά με τον τίτλο. Μέσα σε ελάχιστες μέρες, πραγματοποιήθηκε ένας αγώνας ταχύτητας για την αγορά των δικαιωμάτων της ταινίας. Ο ίδιος ο Cohen μίλησε με διάφορους διανομείς, αλλά οι περισσότεροι αρνήθηκαν να την πάρουν λόγω του αμφιλεγόμενου πολιτικού της περιεχομένου. Τελικά, το αγόρασε η Amazon, με τον Jeff Bezos (ένας κλασικός καπιταλιστής που κατουράει ενάντια στον άνεμο και μετά πουλάει σε εμάς αυτό το κάτουρο) να ρίχνει έπειτα 20 εκ. δολάρια σε χρόνο ρεκόρ για το marketing της ταινίας (εστιασμένο σε Instagram, Tik Tok και Twitter, με τον Cohen να εμφανίζεται in-character παντού) πριν την πρεμιέρα της στην πλατφόρμα του Prime Video στις 23 Οκτωβρίου. Το πρώτο trailer κυκλοφόρησε αισίως την 1η Οκτωβρίου, λιγότερο από ένα μήνα έπειτα απ’ την ανακοίνωση της ταινίας και λιγότερο από ένα μήνα πριν την κυκλοφορία της.

Όλο αυτό είναι αξιοθαύμαστο – κι ίσως είναι μια εικόνα από το accelerated μέλλον του σινεμά, ποιος ξέρει. Αποτελεί, πάντως, ένα κάποιο κατόρθωμα. Είχαμε ένα sequel μιας μεγάλης επιτυχίας, το οποίο, στην εποχή του μεγα-hype, του fan service και της αναβίωσης των franchises, γυρίστηκε στα κρυφά κι έπειτα κυκλοφόρησε μόλις ένα μήνα αφότου έγινε γνωστή η ύπαρξή του. Αν συνυπολογίσουμε επίσης ότι ο Cohen πρέπει να κατέβαλε γιγάντιες προσπάθειες για να το γυρίσει ως Borat όντας ήδη τόσο διάσημος, ότι πλέον οτιδήποτε κάνει ακολουθείται από μια παρέλαση μηνύσεων κι ότι είναι μάλλον η πρώτη μείζονα παραγωγή που μιλάει ευθέως για την πανδημία και τον covid ενσωματώνοντάς την στην πλοκή της, τότε καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι το Borat 2 είναι μια εξαιρετικά σημαντική ταινία – ίσως η σημαντικότερη της χρονιάς, τώρα που το Tenet απέτυχε να εκπληρώσει την ιστορική αποστολή του και το Dune αναβάλλεται για το θολό μέλλον. Και, κατά έναν ταιριαστό τρόπο για το παγκόσμιο κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό και ψυχολογικό κλίμα του 2020, το Borat 2 είναι ταυτόχρονα πιο ανάλαφρο και πιο σκοτεινό, πιο αισιόδοξο και απαισιόδοξο από τον προκάτοχό του.

O Sacha Baron Cohen, κωμική φωνή του 21ου αιώνα

Αν με ρωτάτε, πιστεύω ότι ο Cohen είναι ο πιο σημαντικός κωμικός του 21ου αιώνα μέχρι στιγμής. Όχι απαραίτητα ο αγαπημένος μου (που όντως δεν είναι), αλλά ο πιο σημαντικός, ο πιο κρίσιμος, ο πιο καίριος. Ήδη από την αρχή της καριέρας του μέσα από το βραχύβιο αλλά εμβληματικό βρετανικό The 11 O’Clock Show (όπου έκανε και τις πρώτες του εμφανίσεις ο χαρακτήρας του Ali G), ο Cohen έδειξε εξαιρετικά πρόθυμος να βουτήξει με τα μπούνια μέσα στην pop γλώσσα της μαζικής κουλτούρας (ψυχαγωγικής και πολιτικής μαζί) της εποχής του και να κινηθεί μέσα της σαν ένα ψάρι με ποδήλατο: αλλόκοτα, εκρηκτικά, μεταμφιεσμένα, ακραία. Στην εποχή μετά την 11η Σεπτεμβρίου και την αμερικάνικη εισβολή στο Ιράκ, πολλοί μείζονες κωμικοί προσπάθησαν να γίνουν δημόσιοι διανοούμενοι, σχολιαστές και δημοσιολόγοι, είτε ως ειλικρινά ανήσυχοι καλλιτέχνες είτε ως ηθικιστές και κήρυκες ενός παθιασμένου διδακτισμού. Εκείνος, από την άλλη, έμοιαζε να ενδιαφέρεται περισσότερο για ένα ρεπορτάζ των χαρακωμάτων, εκεί που πάλλεται η πραγματικότητα, εκεί που τα πράγματα έχουν ρίσκο, κίνδυνο, αστάθεια – αλλά και πηγαίο κωμικό πλούτο. Μέσα σε έναν όλο και πιο κυνικό και μηδενιστικό κόσμο, ο Cohen έμοιαζε να βρίσκεται παντού ώστε να αναδείξει τις αντιφάσεις της πραγματικότητας με τρόπο άτσαλο, άγαρμπο, cringeworthy, ενίοτε καθόλου αστείο, αλλά πάντα ζουμερό ως προς τις προκλήσεις που θέτει στην σκέψη και το συναίσθημα. Ο Cohen εκείνης της περιόδου, στις αρχές προς μέσα του 2000, εγκαινίασε μια ολόδική του αδίστακτη κριτική απέναντι σε οτιδήποτε υπάρχει, χωρίς μέθοδο αλλά με τρέλα. Ακόμα κι αν το 2006 δεν εμφανιζόταν ο Borat, η εποχή του Bush θα έπρεπε να τον επινοήσει.

Κατά μία έννοια, το Who Is America? του 2018 ήταν η δουλειά του Cohen που κατέστησε όλα τα παραπάνω σαφή με τον πιο εμφατικό τρόπο. Οι προηγούμενες ταινίες του Cohen ήταν ήδη εξαιρετικά δημοφιλείς, αλλά πολύ συχνά ήταν κωμικά άνισες κι ακόμα πιο συχνά ήταν πολιτικά προβληματικές. Ενίοτε η κωμωδία του εξόκειλε στο cringe-για-το-cringe και στο edginess-για-το-edginess. Ουσιαστικά, η εποχή του Ali G και του Borat, εκεί μέχρι τα μέσα των 00s, είχε αφήσει μια υπόσχεση: ότι αυτός ο άνθρωπος μπορεί να είναι ο κατεξοχήν κωμικός του νέου αιώνα. Για μένα, αυτό επιβεβαιώθηκε με το Who Is America. Μου φαίνεται ότι ελάχιστα άλλα πράγματα έχουν καταφέρει να αναπαραστήσουν την Αμερική ως ένα οικοδόμημα υπό κατάρρευση, σε κάθε πλευρά της κοινωνικής εμπειρίας, με καλύτερο τρόπο απ’ ό,τι αυτή η εκπομπή. Σ’ έναν κόσμο δηλητηριασμένο από τον νιχιλισμό και την ειρωνεία, γεμάτο με νεκροζώντανα ζόμπι της πολιτικής και μιντιακής εξουσίας που δεν πεθαίνουν με τίποτα, ο Cohen βάλθηκε να σοκάρει μια ανθρωπότητα που δεν σοκάρεται πλέον με τίποτα. Προσπάθησε να ταρακουνήσει το ακλόνητο πλέον έδαφος του καπιταλιστικού ρεαλισμού που παρουσιάζει την υπάρχουσα πραγματικότητα ως αναπόφευκτη και ορθολογική, έχοντας απορροφήσει όλα τα αποθέματα κοινωνικής φαντασίας κι έχοντας καταργήσει όλα τα πιθανά εναλλακτικά μέλλοντα της ανθρωπότητας.

Προσοχή: δεν λέω ότι ο Cohen πρότεινε έναν νέο, ουτοπικό δρόμο ή κάτι τέτοιο (αν και έχει κάποιες ουτοπικές πλευρές που θα τις δούμε παρακάτω πιο συγκεκριμένα). Λέω, όμως, ότι προσπάθησε να σαμποτάρει την υφή της αμερικάνικης πραγματικότητας βάζοντας βόμβες στα βασικά της θεμέλια. Βρήκε στόχο; Ναι, βρήκε, κατά μία έννοια. Αν περιμέναμε ότι το Who Is America? θα τέλειωνε την καριέρα του Dick Cheney και το Borat 2 του Rudy Giuliani, τότε η πραγματικότητα θα μας απογοητεύσει γιατί δεν δουλεύει έτσι ο κόσμος. Είπαμε, αυτές οι φιγούρες είναι νεκροζώντανες και απέθαντες. Πώς να τελειώσεις έναν τύπο που έχει για μότο του το “truth isn’t truth“; Η έκθεσή τους, όμως, συνεχίζει να έχει νόημα. Σε ένα πρώτο επίπεδο, η ανατρεπτική γελοιοποίηση της εξουσίας ώστε να εκτεθεί η θεμελιώδης ψευτιά της νομιμότητάς της βρίσκεται ως γνωστόν στον πυρήνα της κωμωδίας. Ταυτόχρονα, η ίδια η έκθεση αποκαλύπτει την πραγματική ζωή αυτής της εξουσίας, την εσωτερική της λογική, τη νομιμοποίησή της όχι μόνο μέσα από τους κοινωνικούς θεσμούς αλλά και στο επίπεδο της επιθυμίας και τους συναισθήματος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Cohen επιστρατεύει τον μέγιστο βαθμό ψευτιάς για να αποκαλύψει τον μέγιστο βαθμό αλήθειας. Μας δείχνει ότι η τεχνητή πρόκληση της αμηχανίας, μέσα σε ένα στημένο και κατασκευασμένο περιβάλλον συναναστροφής, αποκαλύπτει κάτι πραγματικό. Μ’ αυτήν την έννοια, η κωμωδία του Cohen μας βοηθάει να κατανοήσουμε μια σειρά από σύγχρονα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα με πολύ βαθύτερο τρόπο απ’ ό,τι έκαναν άλλοι κωμικοί στο παρελθόν (ή ακόμα κι απ’ ό,τι μας επιτρέπει η κοινωνική θεωρία σε ένα βαθμό). Κάνει το αίσχος ακόμα πιο επαίσχυντο, δίνοντάς το στη δημοσιότητα, όπως έλεγε ένας παλιότερος γενειοφόρος κωμικός. Ο Cohen δημοσιοποιεί – η τέχνη του είναι μια τέχνη της δημοσιότητας ως διάλυση της ψευδαίσθησης. Εξαπατώντας και γελοιοποιώντας το θύμα του, ο Cohen το καθιστά διάφανο.

Εδώ εμφανίζει μεγάλο ενδιαφέρον η ίδια η μέθοδος που χρησιμοποιεί ο Cohen. Τι κάνει; Προσποιείται ότι είναι άλλος, έτσι ώστε να αποδείξει ότι αυτοί που είναι *κάτι*, διάσημοι και ανώνυμοι, είναι στην πραγματικότητα και *κάτι άλλο* από αυτό που φαίνονται. Ουσιαστικά, αναγκάζει τους άλλους να χάσουν τον έλεγχο του εαυτού τους, χωρίς να το καταλάβουν καν, κι έτσι αυτό που κάνουν κάτω από το κρυφό φως της δημοσιότητας να γίνει η νέα τους ταυτότητα. Ποντάροντας στις απρόβλεπτες στιγμές, ξέρει ότι υπάρχει κάτι πολύ αποκαλυπτικό στο να χάνεις τον έλεγχο του εαυτού σου. Την ίδια ώρα, ο ίδιος υποτίθεται πως στέκεται έξω από αυτό. Κλείνει ειρωνικά το μάτι στο κοινό, λέγοντάς μας πως εμείς είμαστε κάτι καλύτερο απ’ αυτό, σχηματίζοντας έτσι μια αρκετά κυνική κοινότητα που κρίνει από απόσταση τα εκτεθειμένα και δημοσιοποιημένα κοινωνικά υποκείμενα-θύματα της σάτιρας. Όλο αυτό θα μπορούσε να καταλήξει να πάρει τη μορφή μιας εντελώς ελιτίστικης και αριστοκρατικής κριτικής απέναντι στις αδαείς και χοντροκομμένες μάζες αν δεν το διαχειριζόταν καλά ο ίδιος ο Cohen. Συνήθως το σώζει, όμως, μέσα από το γεγονός ότι το δικό του χιούμορ είναι εξίσου χοντροκομμένο, στα όρια του γκροτέσκου (όπως έχει σημειωθεί και σε άλλες συζητήσεις για την κωμωδία του) και του χυδαίου. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Cohen παρασύρει κι εσένα, τον δήθεν “ανώτερο” κι “εκλεπτυσμένο” θεατή, σε έναν δρόμο που θέλει να καταργήσει την διάκριση ανάμεσα στην υψηλή και την χαμηλή κωμωδία. Για την ακρίβεια, ο Cohen στις καλύτερες στιγμές του κάνει κωμωδία υψηλή όσον αφορά τους σκοπούς της και χαμηλή όσον αφορά τις εκφράσεις της. Έτσι, ο Cohen καταφέρνει να κάνει transgressive λαϊκή κωμωδία. Έξυπνη και σαχλή, προοδευτική και χυδαία, με αυθάδεια και θράσος, με στόχο το ξεπέρασμα των ορίων και το ξεγύμνωμα της ηθικής – τις περισσότερες φορές με καλό σκοπό, ενίοτε με όχι-και-τόσο-προσεκτικά-διαλεγμένους στόχους, αλλά σχεδόν πάντα συναρπαστική.

Ο άρχοντας της αμηχανίας

Από κάποιες πλευρές, ο Cohen κάνει ένα υβριδικό είδος κωμωδίας, παρουσιάζοντας έτσι προκλήσεις σχετικά με το πώς μπορούμε να την αναλύσουμε. Πώς κρίνεις, λοιπόν, μια ταινία σαν το Borat; Ως δραματουργία; Ως άθροισμα από περίπλοκα και περίτεχνα pranks; Ως πολιτικο-καλλιτεχνική παρέμβαση στην συγκυρία; Κατά μία έννοια, αυτή η υβριδικότητα είναι που δίνει στην ταινία (και στον Cohen συνολικά) τόση δύναμη. Αν θέλαμε να υπερβάλουμε λίγο, θα λέγαμε ότι ως κωμικός κινείται πλέον κάπου ανάμεσα στην ψυχαγωγία και τον ακτιβισμό. Οι τελευταίες του δουλειές, δηλαδή το Who Is America? και το Borat 2, στοχεύουν να φέρουν γέλια αλλά και αποτελέσματα (κάτι που έχουν καταφέρει εδώ κι εκεί). Απ’ αυτήν την σκοπιά, υπάρχουν μερικές πτυχές του Cohen που μοιάζουν βγαλμένες από τις ριζοσπαστικές αμερικάνικες παραδόσεις σαμποταρίσματος της μαζικής κουλτούρας, από τους Merry Pranksters και τους Yippies μέχρι τους Adbusters και τις Guerilla Girls. Είναι φυσικά μια παράδοση ενσωματωμένη πλέον στην βιομηχανία του θεάματος, η οποία ξέρει πολύ καλά πώς να αφομοιώνει την άρνησή της, αλλά διατηρεί επίσης μια ανατρεπτική δυναμική που αναπνέει (και) μέσα από τον Cohen στις καλύτερες στιγμές του, εκεί που τον βλέπεις να κάνει κάτι ακραίο κι επικίνδυνο, διακρίνοντας έναν συγκεκριμένο πολιτικό σκοπό από πίσω, νιώθοντας ότι εκείνη τη στιγμή παίρνει ένα ρίσκο που αξίζει τον κόπο, ότι υπάρχει κάτι που διακυβεύεται.

Αυτή η ιδιαίτερη ανατρεπτικότητα του Cohen είναι στενά δεμένη με το cringe, μια κατεξοχήν κοινωνική τέχνη του ανθρώπου του 21ου αιώνα. Το ίδιο το cringe είναι βέβαια τεράστιο θέμα, κι έχει αναλυθεί εκτενέστατα (σε μορφή βίντεο και κειμένου), αλλά όσο περνάει ο καιρός αυτή η ιδιαίτερη μορφή δευτερογενούς αμηχανίας γίνεται όλο και πιο σημαντική ως πολιτική κατηγορία. Πλέον το cringe δεν είναι τόσο κάτι που δυσκολεύεσαι να δεις γιατί σου προκαλεί ετεροντροπή όσο κάτι στο οποίο υποβάλλεις εμμονικά τον εαυτό σου ώστε να τον εξοργίσεις. Αυτή η νοσηρή απόλαυση της αμηχανίας μέσα από τον Άλλο έχει μεγάλη πολιτική δύναμη, κι αυτό ο Cohen μοιάζει να το γνωρίζει πολύ καλά. Κατά μία έννοια, η Αμερική που αναπαριστά στο Borat και το Who Is America? είναι μια cringe δυστοπία όπου κανένας δεν καταλαβαίνει στ’ αλήθεια πόσο γελοία, θλιβερή και τρομακτική είναι η πραγματικότητα γύρω του. Εξάλλου, ο Cohen μέσα στο παιχνίδι μεταμφίεσης/εξαπάτησης πάντα έμοιαζε να ενδιαφέρεται περισσότερο για τις στιγμές μέγιστης αμηχανίας, ως ολοκληρωμένη παρεξήγηση ή ως αδυναμία επικοινωνίας, παρά για τις στιγμές του confrontation. Η μέγιστη αμηχανία αναδύεται έτσι σαν ο κατεξοχήν σύγχρονος τρόπος να υπάρχεις στον κόσμο, τόσο για το αδικημένο “θύμα” όσο και για τον “προνομιούχο” θεατή. Η αμηχανία είναι η ιδιαίτερη γλώσσα που μοιράζονται εκείνη τη στιγμή, η οποία μεσολαβείται μέσα από τον Cohen. Και εμείς και τα θύματα υπάρχουμε μέσα στο ίδιο φάσμα του cringe. Μπορεί να βρισκόμαστε σε διαφορετικές ιεραρχικά θέσεις, μιας και το αστείο γίνεται έμπρακτα εις βάρος τους, αλλά κατοικούμε μέσα στο ίδιο φάσμα. Παγώνουμε μπροστά σε αυτό που συμβαίνει, αδυνατούμε να το κατανοήσουμε, υπάρχει μια αγεφύρωτη απόσταση ανάμεσα στο πώς βιώνουμε τον κόσμο και στο πώς αυτός υπάρχει πραγματικά. Και, στο τέλος, υπάρχει μια δομική αδυναμία δράσης. Αυτή είναι η δύναμη του cringe, κι ο Cohen την ξεδιπλώνει για να μπορέσουμε να την κατανοήσουμε και, ει δυνατόν, να την χρησιμοποιήσουμε.

Το ότι ο Cohen καταφέρνει να μιλήσει με άνεση και ευφράδεια αυτήν την κωμική γλώσσα, την γλώσσα της εποχής του, τον διαχωρίζει από πολλούς συναδέλφους του που προκαλούν οι ίδιοι το cringe με τον διδακτισμό και την ηθικολογία τους. Η γλώσσα του Cohen είναι χαοτική και αντιφατική, ενίοτε πολύ προβληματική αλλά και πιο ειλικρινής στην εξέλιξή της σε σχέση με την ψευδο-ειλικρίνεια των  κωμικών ιεροκηρύκων. Αυτό τον καθιστά εκ των πραγμάτων άνισο ποιοτικά, με τις δουλειές του να είναι αναγκαστικά hit and miss, αλλά του δίνει επίσης το σημαντικό προνόμιο να μπορεί να κινηθεί στα όρια – κι ενίοτε να τα ξεπερνάει με τρόπο πειστικό και ουσιαστικό. Βασικό του όπλο σε όλο αυτό είναι, φυσικά, οι μεταμορφώσεις του προσώπου του. Μερικές φορές μοιάζει σα να μην έχει καν δικά του διακριτά χαρακτηριστικά, σα να αποτελεί ένα blueprint για άπειρο αριθμό μεταμορφώσεων. Τον βλέπεις χωρίς μεταμφίεση και δε μοιάζει καν με τον Sacha Baron Cohen. Μέσα από τις μεταμορφώσεις του, όμως, το πρόσωπο του Cohen είναι πλέον κάτι σαν ένα πλέγμα από φανταστικά και πραγματικά κοινωνικά χαρακτηριστικά, αντί για ένα πρόσωπο που ανήκει σε έναν και μοναδικό ατομικό ιδιοκτήτη. Σε ένα βαθμό, ο Cohen γίνεται ανατρεπτικός απλά και μόνο αλλάζοντας διαρκώς το πρόσωπό του. Επεμβαίνοντας αποφασιστικά στην πρόσοψη, την επιφάνεια, μπορείς ενίοτε να δυναμιτίσεις ολόκληρη τη δομή που βρίσκεται από κάτω.

Η πολιτική κριτική του Cohen

Όλα τα παραπάνω αφορούν την ανατρεπτική δυναμική της κωμωδίας που κάνει ο Cohen με έναν πιο γενικό κι αφηρημένο τρόπο. Τι συμβαίνει όμως στο πεδίο της συγκεκριμένης πολιτικής κατάστασης στην οποία επιθυμεί να επέμβει ο ίδιος τα τελευταία χρόνια; Εδώ έχει ενδιαφέρον να κάνουμε μια αντιπαραβολή ανάμεσα στο Who Is America? και το Borat 2. Ανάμεσα στο 2018 της εκπομπής και το 2020 της ταινίας, ο Άγγλος Cohen αποφάσισε να γίνει πιο ενεργός όσον αφορά την πολιτική των ΗΠΑ. Μέσα από ομιλίες, συνεντεύξεις και in-character εμφανίσεις, ο Cohen προσπάθησε να προειδοποιήσει επανειλημμένα για την επικίνδυνη ολίσθηση της αμερικάνικης αστικής δημοκρατίας προς τον αυταρχισμό. Εξάλλου, σύμφωνα με τον ίδιο, αυτός ήταν κι ο στόχος της κυκλοφορίας του νέου Borat ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου. Αυτή η στάση “πολιτικής ευθύνης” μοιάζει να βρίσκεται σε μια ελαφριά αντίθεση με το χαοτικό πολιτικό περιεχόμενο του Who Is America. Σταδιακά, κι ο ίδιος ο Cohen γίνεται με τη σειρά του πιο διδακτικός και παρεμβατικός, απηχώντας του κωμικούς δημοσιολόγους που αναφέραμε προηγουμένως. Κι αυτό φαίνεται και στο περιεχόμενο του Borat 2. Ενώ το Who Is America έβαζε στο στόχαστρο τον σύγχρονο συντηρητισμό επιχειρώντας παράλληλα να αναδείξει και τις αντιφάσεις του σύγχρονου προοδευτισμού, το Borat 2 μοιάζει πολιτικά πιο επίπεδο και μονόπατο. Προσοχή: ο Cohen ποτέ δεν εξίσωσε τον συντηρητισμό και τον προοδευτισμό, αλλά στο Who Is America επιχείρησε να αναδείξει με σαφήνεια τον βαθμό στον οποίο και τα δύο αξίζουν τα βέλη της κριτικής. Μ’ αυτήν την έννοια, μοιάζει να κάνει ένα βήμα πίσω με το να περιστέλλει το πολιτικό του μήνυμα σε κάλεσμα για ψήφο ενάντια στον Trump. Λογικό σε χρονιά εκλογών και σίγουρα σημαντικό ως επίδικο, αλλά δεν παύει να λειαίνει τις απαραίτητες πολιτικές γωνίες της ριζοσπαστικής σάτιρας.

Ο λόγος που το λέω αυτό είναι γιατί υποστηρίζω πράγματι ότι το Who Is America? ήταν πολιτικά ριζοσπαστικό – κι ήλπιζα αυτός ο ριζοσπαστισμός να επιβιώσει όσο περισσότερο γίνεται στο Borat 2. Ο Cohen είναι σαφέστατα στο προοδευτικό στρατόπεδο πολιτικά, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό, αλλά δεν υπήρξε γελωτοποιός των Δημοκρατικών όπως οι περισσότεροι κωμικοί των talk shows. Η καλλιτεχνική του γλώσσα, ειδικά στο Who Is America?, είχε μπόλικη αμφισημία, και την αμφισημία θεωρώ ότι πρέπει να την υπερασπιστούμε ως ανατρεπτικό παιχνίδι αποσταθεροποίησης απέναντι στην αφόρητη κυριολεξία της ψευδο-ειλικρίνειας και του ηθικισμού. Με εργαλείο αυτήν την αμφισημία, ο Cohen αποδόμησε τη συντηρητική δημόσια σφαίρα όσο κανένας άλλος τα τελευταία χρόνια. Ξεψαχνίζοντας τις πολιτικές σταθερές του κοινωνικού συντηρητισμού στις ΗΠΑ, από την οπλοκατοχή μέχρι τη μισαλλοδοξία, κατάφερε να αναδείξει όχι απλά τις κοινωνικές φιγούρες της δεξιόστροφης ιστορικής κίνησης, αλλά να σκάψει βαθιά μέσα τους: να φτάσει μέχρι τις επιθυμίες, τις ταυτίσεις, τις εικόνες που έχουν για τον εαυτό τους και για τους άλλους. Ρωτώντας Who Is America?, προς τα δεξιά και τα αριστερά, ο Cohen έβαλε στο στόχαστρο την ίδια την ταυτότητα ως βασική πολιτική κατηγορία. Και, καθόλου τυχαία, εστίασε στην σεξουαλικότητα και τη λίμπιντο.

Μπορεί η επιμονή του Cohen στη σεξουαλική χυδαιότητα να μοιάζει εκ πρώτης όψεως απολίτικη, αλλά στην πραγματικότητα είναι μάλλον το σημαντικότερο πράγμα που έχει να μας πει ο κωμικός για την σημερινή πολιτική κατάσταση. Αποδομώντας την συντηρητική ταυτότητα και αυτο-εικόνα, ο Cohen, με το να στρέφει συνεχώς τις καταστάσεις προς την σεξουαλικότητα, αποκαλύπτει τις διάφορες μορφές που παίρνει η επένδυση της λίμπιντο στην σύγχρονη πολιτική. Έτσι, φέρνοντας μονίμως στην επιφάνεια το σεξουαλικό υπόστρωμα της καθημερινότητας ως σημαντικό θεμέλιο της πολιτικής, ο Cohen ρίχνει φως σε μια σειρά από μορφές κοινωνικής καταπίεσης ως προβλήματα σεξουαλικής καταπίεσης. Στο Borat 2, ας πούμε, η σχέση του συντηρητισμού με τα σεξουαλικά ταμπού είναι κυρίαρχη, από τον χορό του αίματος της περιόδου μέχρι τον γυναικείου αυνανισμό και την παιδική σεξουαλικότητα. Επιπλέον, η σύνδεση ανάμεσα στην άνοδο του αυταρχισμού και την σεξουαλική καταπίεση (κάτι που απηχεί τις απόψεις του Wilhelm Reich για την μαζική ψυχολογία του φασισμού) μας αποκαλύπτει σίγουρα περισσότερα για την ερμηνεία της γοητείας που άσκησε ο Trump σε τόσους πολλούς ανθρώπους. Φτάνοντας αρκετά παραπέρα από τους περισσότερους liberal κωμικούς, ο Cohen καταφέρνει να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την απήχηση του αυταρχισμού και του συντηρητισμού ως ζήτημα επιθυμίας, συναισθήματος και ταυτότητας. Και στις πιο αποκαλυπτικές στιγμές της συνάντησής του με τους επώνυμους και ανώνυμους εκπροσώπους του συντηρητισμού/αυταρχισμού βλέπουμε αυτό που υπάρχει κάτω από την επισημότητα και τους κώδικες της δημόσιας πολιτικής: την επιθυμία εξαφάνισης του άλλου, την δίψα για κυριαρχία και έλεγχο, το αίτημα για επιστροφή σε ένα καθησυχαστικό παρελθόν, την απαίτηση για απλοποίηση ενός πολύπλοκου κόσμου, την δυστυχία που κρύβεται κάτω απ’ όλα αυτά.

Από την φαρσοκωμωδία στην τραγικωμωδία

Πέρα από όλα τα παραπάνω, όμως, το Borat 2 παραμένει και μια αυτοτελής ταινία με αρχή, μέση και τέλος. Για την ακρίβεια, αυτό είναι κάτι που εν πολλοίς την διαφοροποιεί τόσο από το πρώτο Borat όσο κι από άλλες δουλειές του Cohen. Εδώ, ο κωμικός θέλει να ξεπεράσει την παράθεση φαρσών και να συγκροτήσει το όραμά του σε δραματουργία με συνοχή. Έτσι, το Borat 2 σε καλεί να το κρίνεις και από την σκοπιά της δομής, της πλοκής, των ερμηνειών, των χαρακτήρων, του δράματος. Ένα ερώτημα, φυσικά, είναι αν η ταινία καταφέρνει να συνδυάσει το plot-driven δράμα χαρακτήρων με τα pranks και τις πολιτικές προεκτάσεις τους. Η σύντομη απάντηση είναι ότι, ναι, οκ, το ψιλοκαταφέρνει. Δεν το κάνει τέλεια, ούτε καν πολύ καλά. Αν ο Cohen θέλει να γίνει δραματουργός, θα πρέπει να διανύσει πολλά χιλιόμετρα ακόμα (σαν ηθοποιός είναι μια πολύ καλός πάντως και το απέδειξε ξανά πρόσφατα στο The Trial of the Chicago 7). Παρόλα αυτά, καταφέρνει κάποια στοιχειώδη πράγματα, όπως το να στήσει δύο λίγο-πολύ συνεκτικά character arcs για τους κεντρικούς ήρωες και να μας κάνει να νοιαζόμαστε για το δράμα τους (σε ένα βαθμό τουλάχιστον).

Για να το κάνει αυτό, το Borat 2 παίρνει αρκετά νωρίς την απόφαση να εστιάσει περισσότερο στην κόρη του Borat 2 όσον αφορά το κεντρικό δραματικό conflict της ταινίας, με την Maria Bakalova να αναδεικνύεται σε απρόσμενη σταρ και με τον Cohen να την προτείνει εμφατικά για τα επερχόμενα Όσκαρ. Αυτή είναι λοιπόν ο χαρακτήρας με το πιο ολοκληρωμένο arc και την πιο σφαιρική ανάπτυξη, αφού γύρω της στήνεται ο βασικός δραματικός σκελετός της ταινίας ενώ παράλληλα ο έλεγχος της γυναικείας υποκειμενικότητας και η περίφραξη του γυναικείου σώματος αποτελούν κομβικούς θεματικούς άξονες της ιστορίας. Η Tutar ξεκινάει από το “υπανάπτυκτο” και καταπιεστικό κοινωνικό οικογενειακό περιβάλλον του Καζακστάν, προσδοκώντας την απελευθέρωση μέσα από τον αμερικάνικο τρόπο ζωής και τον ιδιαίτερο τρόπο που έχει να καταπιέζει τη γυναίκα εξυψώνοντάς την σε ύψιστο αγαθό προς απόκτηση στην σεξουαλική αγορά. Από εκεί κι έπειτα, ξεκινώντας από το gimmick της προσφοράς μιας νεαρής ανίσχυρης έφηβης σε έναν μεσήλικα ισχυρό άνδρα, το ταξίδι της Tutar την φέρνει αντιμέτωπη με πολλές από τις σύγχρονες πτυχές του δυτικού πατριαρχικού κόσμου που δημιουργούν το σεξιστικό σύμπλεγμα ντροπής/ελέγχου γύρω από το γυναικείο σώμα: το ταμπού για την περίοδο, η καταστολή του αυνανισμού, η έκτρωση ως πεδίο σύγκρουσης, οι αισθητικές επεμβάσεις, η αυτο-πώληση του influencing, η κουλτούρα της παρενόχλησης και του βιασμού.

Μετά απ’ αυτό το ταξίδι, η Tutar επανασυνδέεται με τον πατέρα της και την πατρίδα της, αλλά αυτήν την φορά με νέους όρους, έχοντας κερδίσει την ανεξαρτησία της μέσα από την γνωριμία με το πραγματικό πρόσωπο του “ελεύθερου κόσμου”. Έτσι, επιλέγει την επιστροφή, αφενός στον πατέρα (με όρους νέας αγάπης και ισότητας) κι αφετέρου στο “υπανάπτυκτο” Καζακστάν αλλά με μεγαλύτερη ελευθερία και αυτονομία πλέον. Κι ο Borat; Ο Borat γίνεται καλύτερος άνθρωπος μέσα από αυτήν την διαδικασία. Μαθαίνει πράγματα, συγκινείται κι ενίοτε μας συγκινεί κι εμάς. Έτσι, το Borat 2 καταλήγει να έχεις κάμποσες στιγμές απροσδόκητου wholesomeness μέσα στην γενική cringe δυστοπία που δημιουργεί. Αυτό είναι κάτι στο οποίο σίγουρα συμβάλλει κι η προϊστορία του σκηνοθέτη, Jason Woliner, σε σειρές σαν το Parks and Recreation ή το What We Do in the Shadows, αλλά κι η συνεργασία του με πιο γλυκούληδες κωμικούς σαν τον Aziz Ansari και τον Patton Oswalt. Όλα αυτά βέβαια είναι αρκετά σχηματικά και κοινότοπα από πλευράς δράματος, σε τελική ανάλυση. Δεν προσφέρουν τίποτα καινούριο σε αυτό το επίπεδο, ενώ κι οι αφηγηματικές αδυναμίες κάνουν την ταινία να κομπιάζει σε κάποια κρίσιμα σημεία. Την ίδια ώρα, όμως, μας δείχνουν ότι η καρδιά της ταινίας βρίσκεται στο σωστό μέρος. Κι αυτό είναι κάτι αρκετά σημαντικό όταν μιλάμε για μια τέτοια ταινία σε μια τέτοια εποχή.

Υπάρχει άραγε σωτηρία;

Να ένα θεμελιώδες ερώτημα με το οποίο σε αφήνει το Borat 2 μετά το τέλος του. Όπως και άλλα έργα τέχνης που παράγονται σε δυστοπικούς καιρούς μέσα από την αναμέτρηση μαζί τους, η ταινία καταφέρνει να είναι αισιόδοξη και απαισιόδοξη μαζί. Μπορεί ο Cohen να έχει για τέχνη του την παρεξήγηση και την εξαπάτηση, αλλά πλέον θεωρώ ότι δεν είναι ούτε νιχιλιστής ούτε αμοραλιστής (παρότι στο παρελθόν το έργο του ανήκε σε αυτές τις κατηγορίες από διάφορες μπάντες). Παρόλα αυτά, η κατάρριψη των αφελών ψευδαισθήσεων και το ξεγύμνωμα της κυρίαρχης ηθικής είναι δύο σημαντικά καθήκοντα για την κωμωδία που θέλει να έχει ριζοσπαστικό πολιτικό νόημα. Στην πράξη, το αίσθημα που σου αφήνει μια ταινία σαν το Borat 2 είναι αμφίσημο, κι όπως είπαμε πριν αυτό αποτελεί καλλιτεχνικό προτέρημα. Από τη μία, είναι εύκολο να σε οδηγήσει σε μια κυνική αναισθητοποίηση που λέει ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα, δεν σώζεται τίποτα, το μέλλον είναι σκοτεινό, οι άνθρωποι είναι ηλίθιοι (εκτός από μένα που τους παρατηρώ). Από την άλλη, νιώθω ότι ο Cohen δεν προσεγγίζει με κακία το ανθρώπινο υλικό της ταινίας του – εκτός αν πρόκειται για την επίθεση σε πρόσωπα εξουσίας. Αν εκθέτει τα λαϊκά θύματά του, δεν το κάνει αφαιρώντας τους την ανθρωπιά. Αυτό που τους αφαιρεί είναι η αυτο-συνείδηση, αναδεικνύοντας την απόσταση ανάμεσα σε ό,τι κάνουν/νιώθουν και σε ό,τι πιστεύουν γι’ αυτό. Γι’ αυτό και, προσωπικά, τόσο το Who Is America? όσο και το Borat 2 παρόλη την καφρίλα τους, μου δημιούργησαν ένα αίσθημα μελαγχολίας περισσότερο παρά απόγνωσης. Κι αυτή η μελαγχολία δεν είναι καθόλου ασύμβατη με έναν ιδιαίτερο τύπο αισιοδοξίας.

Υπάρχει όμως και μια συγκεκριμένη απαισιοδοξία όσον αφορά το μέλλον της Αμερικής. Όπως έχει σημειωθεί ήδη, το Borat 2 είναι μια αντι-αμερικάνικη ταινία με πιο βαθύ και ουσιαστικό τρόπο απ’ ό,τι ο σατιρικός προκάτοχός του. Για να είμαστε πιο ακριβείς, είναι μια ταινία ενάντια στην αμερικάνικη ιδεολογία, από το μοριακό επίπεδο της καθημερινής ζωής μέχρι το ανώτερο επίπεδο της καταρρέουσας αυτοκρατορίας. Αν εξαιρέσουμε τον Borat και την Tutar, ελάχιστοι είναι αυτοί που έχουν ελπίδα σωτηρίας στην ταινία. Μόνες εξαιρέσεις αποτελούν η μαύρη babysitter κι η Εβραία επιζήσασα του Ολοκαυτώματος. Οι υπόλοιποι, με την κτηνωδία (όπως ο Giuliani ή οι νεοναζί) ή με την ανθρωπιά τους (όπως κάποιοι εντελώς ανυποψίαστοι), αποτελούν σημάδια ενός κυριάρχου πολιτισμού που βρίσκεται υπό διάλυση, εσωτερικά και εξωτερικά. Η Αμερική είναι δομικά αδύνατον πια να γίνει great (πόσο μάλλον again), κι αυτό είναι το πιο ισχυρό μήνυμα του Borat 2 απέναντι στην ηγεμονία του Trump. Ακόμα κι αν στα χαρτιά η ταινία όντως είναι έμμεση εκλογική προπαγάνδα υπέρ των Δημοκρατικών, στην πράξη μοιάζει λιγότερο με μαχητικό εκλογικό κάλεσμα και περισσότερο με μωσαϊκό των τελευταίων ημερών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στο τέλος, η λύση δίνεται έξω και ενάντια στην Αμερική. Το Καζακστάν είναι πλέον μια αντιρατσιστική και φεμινιστική ουτοπία. Μια κωμική και γκροτέσκα ουτοπία, σαφώς, αλλά μάλλον κι αρκετά ελκυστική ώστε τουλάχιστον να την οικειοποιηθεί η κυβέρνηση της χώρας για οικονομικούς/τουριστικούς σκοπούς.

Ζούμε σε έναν παράξενο κόσμο και σε μια παράξενη εποχή. Ο Sacha Baron Cohen είναι ένας Άγγλος κωμικός που προσπαθήσει να κατανοήσει την Αμερική, βουτώντας μέσα της για να την εκθέσει. Ο Trump τον έκραξε δημόσια κι εκείνος τον ευχαρίστησε για την τζάμπα διαφήμιση. Αυτή είναι πια η κατάσταση των πραγμάτων. Μέσα από την βουτιά του Cohen στα σπλάχνα της αμερικάνικης πραγματικότητας, παίρνουμε κι εμείς μια γερή τζούρα από το βρώμικο νερό μέσα στο οποίο κολυμπάμε. Αυτή η τζούρα είναι μεθυστική με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Γελάς, σοκάρεσαι, απελπίζεσαι, παγώνεις, αποκτάς μια νοσηρή περιέργεια για το τι θα γίνει μετά. Αν δεν μεθύσεις, όμως, τότε πώς θα αντέξεις την ανυπόφορη νύχτα πριν το πολυπόθητο ξημέρωμα; Ερώτημα.

Best of internet