Quantcast

Νύχτες Πρεμιέρας 2020: Στήνοντας ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ σε καιρούς κορονοϊού

Το 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας με τα δικά του (μπόλικα) λόγια

Η ρουτίνα είναι ιερό πράγμα μερικές φορές. Υπάρχουν κάποια πράγματα που θέλεις να ξέρεις ότι βρίσκονται εκεί για σένα, σαν βάση, σαν άγκυρα, σαν αφετηρία – ή σαν σημείο επιστροφής και ζεστασιάς. Ακόμα κι αν η ίδια η λέξη ρουτίνα μοιάζει ενίοτε ασφυκτική, η επανάληψη που περιλαμβάνει ποτέ δεν είναι σκέτη αναπαραγωγή του ίδιου πράγματος. Έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να κινείται ανάμεσα στην ελευθερία και την ασφάλεια, να σε κάνει να γνωρίζεις εκ νέου κάτι που θεωρείς ήδη γνωστό, να σε επανασυστήνει σε αυτό που μοιάζει ήδη οικείο. Εξάλλου, όπως έχουν γράψει άλλοι άνθρωποι, σίγουρα εξυπνότεροι από εμάς, η ίδια η επανάληψη είναι μια μορφή διαφοράς. Στα 14 χρόνια που κατοικώ πλέον στην Αθήνα, οι Νύχτες Πρεμιέρας αποτελούν κάθε Σεπτέμβρη την κατεξοχήν αθηναϊκή κινηματογραφική ρουτίνα μου. Απ’ αυτά τα χρόνια, τα τελευταία 4 η ρουτίνα ήταν επίσης κι επαγγελματική, αφού περιλάμβανε σταθερή ανταπόκριση από το φεστιβάλ για λογαριασμό τούτου εδώ του site. Φέτος, όμως, για πρώτη φορά αυτή η ρουτίνα τέθηκε σε κίνδυνο. Ακολουθώντας όλη τη ζωούλα μας που ήρθε ανάποδα από το Μάρτιο κι έπειτα λόγω της πανδημίας του covid, οι 26ες Νύχτες Πρεμιέρας λίγο έλειψε να απουσιάσουν από τον αθηναϊκό Σεπτέμβρη.

Σε σχέση με τη μεγάλη εικόνα των πραγμάτων, αυτό μπορεί να μοιάζει ήσσονος σημασίας. Πράγματι, πόσα θα άλλαζαν αν για μια χρονιά δεν πραγματοποιούταν ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ; Σε άμεσο επίπεδο, μάλλον όχι πολλά. Σίγουρα είναι μια ζωτική πολιτισμική και κοινωνική εμπειρία για πολλούς και πολλές από εμάς, αλλά θα επιβιώναμε και χωρίς αυτό. Αν όμως κοιτάξουμε πέρα από τις Νύχτες Πρεμιέρας σαν μεμονωμένο κινηματογραφικό event, θα δούμε ότι αυτό που διακυβεύεται πλέον συνολικά είναι το ίδιο το μέλλον του σινεμά όπως το γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Έχουμε ξαναγράψει ότι η ίδια η κινηματογραφική εμπειρία, στη μορφή και το περιεχόμενό της, αποτελεί ένα διακύβευμα αυτήν την στιγμή. Το μέλλον της δεν είναι εξασφαλισμένο κι η αξία της χρήζει υπεράσπισης. Μοιραία, όσοι κι όσες αγαπάμε το σινεμά ανησυχούμε για την προοπτική του. Το ίδιο το κινηματογραφικό φεστιβάλ είναι μια κατεξοχήν μητροπολιτική εμπειρία με την δική της (νυχτερινή κυρίως) κοινωνικότητα, η οποία αυτή τη στιγμή μοιάζει να βρίσκεται σε αντίθεση με τις υγειονομικές προτεραιότητες προστασίας του πληθυσμού. Οφείλει, παρόλα αυτά, να διασωθεί. Μ’ αυτήν την έννοια, οι φετινές Νύχτες Πρεμιέρας ήταν ένα de facto κρίσιμο κινηματογραφικό event.

Έτσι, ήταν σημαντικό που το 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας κατάφερε να πραγματοποιηθεί, έστω και με τρόπο που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν κάθε άλλο παρά ιδανικός: σε ανοιχτούς κινηματογράφους, με λιγότερες προβολές, χωρίς παράλληλα events, με επιβεβλημένες αποστάσεις, με υποχρεωτική μάσκα κατά την προβολή, χωρίς πολλούς καλεσμένους, χωρίς το εκτεταμένο πίρι-πίρι που μετατρέπει την είσοδο του σινεμά σε φασαριόζικο μελίσσι, χωρίς τα μπαρ και τα πάρτι για σβήσιμο της νύχτας. Ήταν, όμως, σημαντικό γιατί έδωσε μια πνοή στο μαραμένο κινηματογραφικό τοπίο κι έδειξε έναν πιθανό δρόμο για την διεξαγωγή παρόμοιων διοργανώσεων στο άμεσο μέλλον. Έχουμε πλέον Οκτώβριο, τα θερινά σινεμά θα κλείσουν σύντομα, τα χειμερινά δεν ξέρει κανείς πότε και αν θα λειτουργήσουν, ενώ η κρατική πολιτική επιδεικνύει αυτό το γνώριμο μίγμα αδιαφορίας και ανικανότητας που παράγει διαρκώς ανανεούμενο χάος κι αβεβαιότητα. Παράλληλα, οι μεγάλες ταινίες των στούντιο είτε αναβάλλονται προς το άγνωστο μέλλον είτε γλυκοκοιτάνε τις streaming πλατφόρμες. Σε μια μικρή κινηματογραφική αγορά όπως η ελληνική, με μικρό box office και χωρίς εθνική κινηματογραφική πολιτική, αποτελεί ερώτημα το πόσες αίθουσες, διανομείς και παραγωγοί θα επιβιώσουν μετά από αυτόν τον χειμώνα. Με άλλα λόγια, ενδέχεται σοβαρά το κινηματογραφικό οικοσύστημα να μοιάζει πολύ διαφορετικό – προς το ακόμα χειρότερο φυσικά.

Τέτοια ευχάριστα πράγματα σκεφτόμασταν στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας. Εντάξει, μην κοροϊδευόμαστε, περάσαμε πολύ καλά, ξεχαρμανιάσαμε, το είχαμε ανάγκη. Είδαμε αγαπημένες ταινίες και αγαπημένους ανθρώπους. Μετά από μια χαμένη άνοιξη κι ένα στοιχειωμένο καλοκαίρι, ήταν απαραίτητο. Ταυτόχρονα όμως προβληματιζόμασταν για το μέλλον, μιας και δεν ξέραμε πώς θα μοιάζει. Αυτήν την ιδιαίτερη αύρα, λοιπόν, που είχαν οι φετινές Νύχτες Πρεμιέρας θέλαμε να την αποτυπώσουμε κάπως. Να την καταγράψουμε ως αίσθηση κι ως εμπειρία ώστε να την αποτιμήσουμε και να μάθουμε πράγματα από αυτήν. Έτσι, είπαμε να κάνουμε μια μεγάλη συζήτηση με τους ανθρώπους που στήνουν το φεστιβάλ, μιλώντας μαζί τους για μια γκάμα ζητημάτων που ξεκινούν από τα πιο πρακτικά και συγκεκριμένα φτάνοντας μέχρι τα πιο γενικά και αφηρημένα – απ’ το γεγονός ότι η διοργάνωση χρειάστηκε να ξαναστηθεί μέσα σε λίγες μέρες μόνο σε θερινά σινεμά (μετά το ξαφνικό κλείσιμο των χειμερινών λίγες μέρες πριν την έναρξη) μέχρι τις εκτιμήσεις για το μέλλον των κινηματογραφικών φεστιβάλ. Παρακάτω, λοιπόν, θα βρείτε όσα είπαμε κυρίως με τον Λουκά Κατσίκα (καλλιτεχνικό διευθυντή) και τον Κωστή Θεοδοσόπουλο (υπεύθυνο γενικού προγράμματος), αλλά και με την Μαρία Ναθαναήλ (υπεύθυνη επικοινωνίας), την Άντυ Δημοπούλου (υπεύθυνη συντονισμού), τον Θοδωρή Καραμανώλη (programmer και υπεύθυνο online πλατφόρμας) και την Βίκυ Καμπουρίδου (βοηθό κίνησης ταινιών).

Η προετοιμασία και τα σενάρια

Πώς ήταν να προετοιμάζεις μια διοργάνωση χωρίς να ξέρεις ποια θα είναι η κατάσταση στο μέλλον κι αν θα καταφέρει καν να γίνει;

Κωστής Θεοδοσόπουλος: Κοίτα, στην περίοδο της καραντίνας εμείς είχαμε να οργανώσουμε επίσης το Athens Open Air Film Festival. Όταν πήγαμε στο φεστιβάλ Βερολίνου στα τέλη του Φλεβάρη, είχαμε ήδη 20 προβολές έτοιμες για το Open Air. Ήταν ήδη στημένο αλλά θεωρήσαμε ότι μάλλον δεν θα γίνει φέτος οπότε λέγαμε να δούμε αν θα καταφέρουμε τουλάχιστον να κάνουμε τις Νύχτες. Στις αρχές του καλοκαιριού που είδαμε ότι αρχίζουν σιγά σιγά να γίνονται εκδηλώσεις, μέσα σε χρόνο ρεκόρ στήσαμε τις 10 από τις 20 αυτές προβολές του Open Air. Και έπρεπε φυσικά να γίνουν με βάση τα προβλεπόμενα μέτρα. Τα καταφέραμε όμως και νομίζω ότι πήγε πολύ καλά.

Λουκάς Κατσίκας: Δεδομένων των συνθηκών ήταν μεγάλη επιτυχία. Και με απόλυτη τήρηση των μέτρων. Η υπερ-σχολαστικότητα στο Open Air ήταν το κάτι άλλο. Δε γινόταν αλλιώς. Απλά έγινε μικρότερο. Άλλωστε ήταν κι ένα καλοκαίρι που δεν ήμασταν πια η μοναδική Open Air πρωτοβουλία στην Αθήνα. Υπάρχουν ένα σωρό άλλα πράγματα – και καλά κάνουν. Όσον αφορά τις Νύχτες, την περίοδο της καραντίνας δεν ξέραμε μέχρι πού θα μπορέσουμε να φτάσουμε. Το μόνο που ξέραμε ήταν ότι μέχρι τελευταία στιγμή θα αγωνιούμε. Ήταν δεδομένο, γιατί υπήρχε ο παράγοντας του απρόβλεπτου. Ήμουν σίγουρος ότι θα δυσκολευτούμε πάρα πολύ. Και μέσα μου είχα και την επιφύλαξη ότι μπορεί να φτάσουμε στην πηγή αλλά να μην πιούμε νερό. 

Η εμπειρία του Open Air σας έδωσε περισσότερο θάρρος ή σας άγχωσε για το πώς θα διαχειριστείτε μια διοργάνωση πολλαπλάσια σε μέγεθος όπως οι Νύχτες;

Κωστής: Εγώ νομίζω ότι λειτούργησε θετικά. Το να φέρεις εις πέρας μια διοργάνωση, έστω και μισή σε μέγεθος, μέσα σε αυτές τις συνθήκες και κυρίως με τον κόσμο να ανταποκρίνεται πολύ καλά ήταν κάτι που λειτούργησε θετικά. Ο κόσμος ήταν πολύ δεκτικός. Ήθελε να δει ταινίες, ήθελε μια διοργάνωση ζωντανή και προσαρμόστηκε. Ήταν ένα crash test για τις Νύχτες Πρεμιέρας που το περάσαμε όλοι παρέα. 

Λουκάς: Κι ήταν και μια πρώτη επιστροφή στην κανονικότητα. Αλλά ήταν κάτι πολύ πιο απλό από της Νύχτες. Από τη στιγμή που συνέβη όμως πήραμε κι εμείς λίγο παραπάνω θάρρος σε μια περίοδο που μαθαίναμε κάθε βδομάδα και για ένα νέο ακυρωμένο φεστιβάλ στο εξωτερικό. 

Πάμε στο καλοκαίρι, στην περίοδο της μεγαλύτερης αβεβαιότητας για το αν θα γίνει φεστιβάλ. Πλέον η απόφαση έχει φύγει από τα δικά σας χέρια κι αφορά κεντρικές πολιτικές αποφάσεις. Οπότε περιμένετε πού θα πέσει η μπίλια…

Κωστής: Κοίταξε, η μπίλια έπεφτε σε άλλο σημείο κάθε βδομάδα. Κάθε φορά προετοιμαζόμασταν για κάθε διαφορετικό ενδεχόμενο. Το καλοκαίρι το περάσαμε φτιάχνοντας plan a, b, c, d… Νομίζω ότι είχαμε καλύψει πραγματικά κάθε ενδεχόμενο, ακόμα και το να είναι κλειστά τα πάντα. Ήμασταν έτοιμοι να μεταφέρουμε ένα μέρος του φεστιβάλ online, πράγμα που στ’ αλήθεια το απευχόμασταν. 

Λουκάς: Αν υποχρεωνόμασταν, θα το κάναμε, γιατί το ζητούμενο είναι το σινεμά. Θα βάζαμε νερό στο κρασί μας, μιας και για μένα το online δεν είναι σινεμά. Αλλά είναι ένα αναγκαίο κακό αυτή τη στιγμή. Δεν θέλω όμως να γίνει συνήθεια και βίωμα. Όπως και την περίοδο της καραντίνας δεν ήθελα να συνηθίσουν όλοι στο streaming και το downloading, νομίζοντας ότι αυτό είναι σινεμά. Όχι, το σινεμά είναι το μαζί, πέρα από την εμπειρία της μεγάλης οθόνης. Αυτό θέλαμε και θέλουμε. Το πρώτο πλάνο έλεγε χειμερινές αίθουσες, θερινές αίθουσες κι ένα κομμάτι online. Το δεύτερο ήταν θερινές και online. Το τρίτο ήταν μόνο online. Το online θα συνέβαινε και για έναν ακόμα λόγο, πέρα απ’ το τι πιστεύω εγώ που είμαι και πιο συναισθηματικός τύπος με το σινεμά (ο Κωστής με διορθώνει πολλές φορές σ’ αυτά). Θα συνέβαινε λοιπόν γιατί αυτή τη στιγμή υπάρχουν άνθρωποι που δε μπορούν να πάνε σινεμά. Είναι σημαντικό να τους δώσεις μια ευκαιρία να συμμετέχουν. Το ίδιο και με άλλες περιοχές της Ελλάδας που είχαν online πρόσβαση, κάτι που έγινε για πρώτη φορά. 

Παρέκβαση πρώτη: Θοδωρής Καραμανώλης (online πλατφόρμα)

Για το online κομμάτι την απόφαση την πήραμε σχετικά νωρίς. Ήταν μια απόφαση που πάρθηκε το Μάρτιο κατά τη διάρκεια του lockdown, αφού υπήρχε η πιθανότητα να μεταφέρουμε ολόκληρο το φεστιβάλ online. Τα πράγματα τελικά κύλησαν όπως κύλησαν, αλλά διατηρήσαμε την online πλατφόρμα με τις ταινίες που θεωρήσαμε εμείς καλό να παιχτούν. Υπήρχε μια συγκεκριμένη λογική πίσω από την επιλογή ταινιών. Εξαιρέθηκαν οι ταινίες των αφιερωμάτων, οι ελληνικές ταινίες κι οι ταινίες που είχαν ήδη διανομέα στην Ελλάδα, για προφανείς λόγους. Άρα με έναν τρόπο εξαιρέθηκαν πάνω από τις μισές ταινίες του καταλόγου. Έπειτα μιλήσαμε με τους agents των ταινιών για το αν μας επιτρέπεται να κάνουμε μια physical και μια online προβολή ή αν προτιμούν μόνο το physical. Οι περισσότεροι διάλεξαν το δεύτερο. Βγήκε λοιπόν ένα πρόγραμμα με 21 ταινίες αρχικά, οι οποίες γίνονταν διαθέσιμες τα μεσάνυχτα μετά την πρώτη τους προβολή. Ελπίζουμε βέβαια να επεκτείνουμε την δράση της πλατφόρμας και μετά το φεστιβάλ, μιας και την έχουμε κλείσει για 1 χρόνο. Θα αναπτύξουμε και κάποια tools για tablet και κινητά, μια επέκταση και σε άλλα λειτουργικά κλπ, ώστε να είναι δυνατοί όσο γίνεται περισσότεροι συνδυασμοί. Συνολικά ήταν μια πρωτοβουλία που πήγε καλά. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της πλατφόρμας ήταν ότι για πρώτη φορά είχαμε τη δυνατότητα να απευθυνθούμε και σε κοινό πέρα από την Αθήνα. Και τα στατιστικά μας έλεγαν ότι οι περισσότεροι χρήστες ήταν εκτός Αθηνών, απ’ όπου λάβαμε και τα περισσότερα ευχαριστήρια μηνύματα. Προφανώς υπήρξαν μικροπροβλήματα γιατί κι εμείς το κάναμε πρώτη φορά, αλλά γενικά ήταν πολύ ενθαρρυντικά τα σχόλια. 

Ο προγραμματισμός και οι ταινίες

Πότε ξεκίνησε ξανά η κανονική προετοιμασία του προγράμματος του φεστιβάλ για φέτος;

Κωστής: Η κανονική προετοιμασία δεν σταμάτησε ποτέ. Από το πρώτο lockdown είπαμε ότι εμείς δουλεύουμε κανονικά σα να μην υπάρχει αυτή η κατάσταση. Έχουμε πολλούς μήνες μπροστά μας, δε μπορούμε να προβλέψουμε τι θα συμβεί, θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε και θα πορευτούμε ανάλογα με τις συνθήκες. Σε σχέση με το πρόγραμμα, μετά το φεστιβάλ Βερολίνου κι ιδιαίτερα όταν αντιληφθήκαμε ότι οι φετινές Κάννες ήταν ένα άπιαστο όνειρο να συμβούν, συζητήσαμε μεταξύ μας και αποφασίσαμε να μειώσουμε ελαφρώς τον αριθμό των ταινιών, αφού πάντα μια μεγάλη δεξαμενή για μας ήταν οι Κάννες. Μόνο κάποιοι λίγοι τίτλοι ανακοινώθηκαν. Οι μεγαλύτεροι τίτλοι δεν ανακοινώθηκαν καν. Ήταν έτοιμες πολλές ταινίες από πολύ ηχηρά ονόματα, οι οποίες έχουν μπει στον πάγο και περιμένουν πότε θα ξεκαθαρίσει η φάση για να πάνε, πιθανολογώ, στις επόμενες Κάννες. Είπαμε λοιπόν να μειώσουμε τον αριθμό των ταινιών για να διατηρήσουμε τον ποιοτικό πήχη στα ίδια υψηλά επίπεδα. 

Λουκάς: Γιατί σκεφτήκαμε ότι από τη στιγμή που δεν υπάρχουν οι Κάννες, το Λοκάρνο, τα μεγάλα φεστιβάλ, υπάρχει εκ των πραγμάτων ένας πολύ μικρότερος αριθμός ταινιών. Οπότε μας προβλημάτισε λίγο η διατήρηση της ποιότητας του φεστιβάλ. Ποσοτικά θα μπορούσαμε εύκολα να το κρατήσουμε στο ίδιο επίπεδο. Ευτυχώς όμως σταθήκαμε τυχεροί και είχαμε πολλές ποιοτικές επιλογές.

Κωστής: Είχε καλή σοδειά το Sundance, οπότε το ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά της χρονιάς είχε πολύ καλά πράγματα.

Λουκάς: Ναι, κι είχαμε πολύ έντονη παρουσία από το Sundance φέτος. Είχαμε χρόνια να το κάνουμε, γιατί από τότε που αναλάβαμε το φεστιβάλ με τον Κωστή υπήρχε ένα αίτημα από τον κόσμο όσον αφορά τα παλιότερα φεστιβάλ. Υπήρχε πολύ μικρότερη συμμετοχή άλλων κινηματογραφιών πέρα από την αμερικάνικη, και δη ασιατικών. Έτσι ήταν η νοοτροπία των Νυχτών Πρεμιέρας. Εμείς τα τελευταία χρόνια προσπαθήσαμε να το αλλάξουμε αυτό, χωρίς βέβαια να υποτιμούμε το αμερικανικό σινεμά. Φέτος όμως δεν γινόταν αλλιώς. Ήταν τόσο δυνατό το αμερικάνικο “indie”, σε χοντρά εισαγωγικά, που θέλαμε να το προβάλλουμε. Οι συνθήκες ήρθαν έτσι που τελικά το πρόγραμμα που κάναμε ήταν το πρόγραμμα που θέλαμε. Με κάποιες ελλείψεις βέβαια από τις Κάννες, γιατί δε γινόταν αλλιώς. Κι οι λίγες ταινίες που πήραμε από τις Κάννες θεωρώ ότι θα είχαν πάρει βραβεία εκεί, όπως το Gagarine ή το Josep. Και το Ammonite που προφανώς αρχικά ήταν για τις Κάννες…

Κωστής: Και φυσικά το Nomadland, που νομίζω ότι απλά ήταν στο διαγωνιστικό των Καννών κι έπειτα μεταφέρθηκε στη Βενετία. Έτσι, είχαμε την τύχη να παίξουμε και το Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας. 

Λουκάς: Ναι, η συζήτηση για να κλείσουμε το Nomadland ξεκίνησε από τον Ιούλιο, πολύ πριν η ταινία πάει στη Βενετία κι έγινε μέσω της ίδιας της Chloe Zhao. Είχαμε παίξει τις δύο προηγούμενες ταινίες της και υπήρχε άμεση επαφή. Θέλαμε να την κάνουμε ταινία έναρξης από την αρχή. Είναι μια ταινία ελεγειακή, πιο χαμηλών τόνων, όχι τόσο πανηγυρική. Δεν ξέρω αν ταίριαζε για έναρξη, αλλά τελικά αποδείχτηκε μια πάρα πολύ καλή ταινία, άσχετα από τα βραβεία κλπ. Βλέποντάς το στην τελετή έναρξης που έφυγε όλη η κούραση του φεστιβάλ. Ήταν μεγάλη μας χαρά και τιμή που το είχαμε. Συνοψίζοντας λοιπόν ποιοτικά δεν υπήρξε καμία έκπτωση όσον αφορά το φεστιβάλ. Ποσοτικά δεν γινόταν αλλιώς για διάφορους λόγους. Λόγω των μέτρων που έπρεπε να τηρηθούν και των χρονικών αποστάσεων μεταξύ ταινιών που έπρεπε να προβλεφθούν, δε μπορούσαμε να κάνουμε πάνω από δύο προβολές την ημέρα σε έναν κινηματογράφο. Θεωρούμε ότι λίγο έως πολύ κάναμε το φεστιβάλ που θέλαμε. Κι είμαστε παραπάνω από ευγνώμονες γι’ αυτό, αφού οι συνθήκες δεν ήταν απλά αποτρεπτικές. Ήταν τρομοκρατικές.

Όσον αφορά αυτήν την σχέση ποσότητας και ποιότητας, πολύ συχνά τα φεστιβάλ έχουν μια τάση προς την απεριόριστη μεγέθυνση. Προσωπικά το φετινό πρόγραμμα μου φάνηκε πιο όμορφο και συνεκτικό στο εσωτερικό του. Σου άφηνε ένα πιο συγκεκριμένο στίγμα και σου επέτρεπε να αποκτήσεις πιο εύκολα μια αίσθηση για την ταυτότητά του. 

Κωστής: Με βρίσκει πολύ σύμφωνο αυτό που λες. Εμένα έτσι κι αλλιώς μ’ αρέσουν τα πιο minimal πράγματα. Τα πιο μαζεμένα και περιεκτικά. Η απάντηση είναι αυτό που λέγαμε και πριν. Ήταν μια απόφαση που πάρθηκε από πολύ νωρίς. Θα φτιάχναμε ένα πρόγραμμα μικρότερο ποσοτικά και πιο εκλεκτικό ποιοτικά. Είναι επίσης ένα πρόγραμμα που δεν έχει τα ηχηρά και τρανταχτά ονόματα που είχαμε τις προηγούμενες χρονιές.

Λουκάς: Και ευτυχώς…

Κωστής: Αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο και για τον κόσμο, γιατί είχε συνηθίσει τις μεγάλες πρεμιέρες και τους κράχτες. Κι ήταν και για εμάς ένα ωραίο crash test.

Λουκάς: Ήταν μια κουβέντα που την κάναμε λίγο πριν το καλοκαίρι. Θεωρούσαμε ότι το φετινό πρόγραμμα θα πάει καλύτερα. Όταν δεν έχεις τις ηχηρές ταινίες, που όλοι συρρέουν εκεί άσχετα με το αν ένα μήνα μετά θα κυκλοφορούν στις αίθουσες, περιμένεις ότι θα υπάρξει μια διάχυση του κοινού σε μικρότερους τίτλους που πιθανώς σε προηγούμενες χρονιές να περιφρονούνταν λίγο. Φέτος υπήρξε όντως αυτή η διάχυση. Το είδαμε και στα εισιτήρια. Υπήρχαν πράγματα που σε άλλες χρονιές δεν ξέρω πώς θα στέκονταν, αλλά φέτος είχαν μεγάλη απήχηση. Έτσι όπως ήρθαν οι συνθήκες, νομίζω ότι οι Νύχτες Πρεμιέρας ήταν η μοναδική πολιτιστική εκδήλωση στην Αθήνα αυτήν την περίοδο. Κι ήταν μια ευκαιρία για τον κόσμο να δει φετινές ταινίες. Κανείς μας δεν ξέρει για πόσο καιρό θα είναι κλειστές οι χειμερινές αίθουσες ή αν θα υπάρξει κανονική κινηματογραφική σεζόν φέτος στην Ελλάδα. Πολύς κόσμος ίσως σκέφτηκε ότι πιθανώς να μην έχει ευκαιρία να ξαναδεί αυτές τις ταινίες, όπως παλιά που έπαιζε μια ταινία η τηλεόραση κι έλεγες “δεν θα κάνω τίποτα, θα κάτσω να δω την ταινία γιατί μετά πού θα την ξαναβρώ”. Ίσως έτσι να λειτούργησε και για το κοινό φέτος. 

Παρέκβαση δεύτερη: Μαρία Ναθαναήλ & Άντυ Δημοπούλου (επικοινωνία και συντονισμός)

Άντυ: Η δουλειά μας επηρεάστηκε πολύ από τη διοργάνωση του φεστιβάλ σε αυτές τις συνθήκες. Ουσιαστικά, μετά το κλείσιμο των χειμερινών αιθουσών, έπρεπε να στήσουμε όλο το επικοινωνιακό πλάνο και τον συντονισμό των συνεργατών μέσα σε 3 μέρες. Κι όταν λέμε συνεργάτες ενός φεστιβάλ εννοούμε επίσης πρεσβείες, θεσμούς, δημοσιογράφους, χορηγούς – είναι ένας πολύ μεγάλος κύκλος επαφών που πρέπει να γίνουν ξανά από την αρχή. Οπότε όλες οι επαφές που έγιναν σε ένα μήνα προετοιμασίας, από μέσα Αυγούστου μέχρι μέσα Σεπτέμβρη, έπρεπε να ξαναγίνουν σε 3 μέρες. Συν ότι η διάθεση εισιτηρίων μέσω Viva έπρεπε να κλείσει και να ξαναστηθεί από την αρχή με άλλα ποσοστά πληρότητας και άλλες κινηματογραφικές αίθουσες. Κι αυτές οι αίθουσες έπρεπε επίσης να βρεθούν σε 3 βράδια, να αλλάξουν το πρόγραμμά τους, να εκδώσουν εισιτήρια κλπ. Και βέβαια να ακυρωθούν όλα τα εισιτήρια που είχαν κλειστεί για τα χειμερινά σινεμά και να επιστραφούν τα χρήματα. Αλλά ο κόσμος έδειξε κατανόηση επειδή ήταν χαρούμενος που θα κατάφερνε να γίνει το φεστιβάλ. Εξάλλου η Αθήνα αυτή τη στιγμή είναι σε πολιτιστικό lockdown. Δεν συμβαίνει τίποτα άλλο, οπότε ο κόσμος είδε το φεστιβάλ σαν όαση.

Μαρία: Τα μηνύματα του Facebook πήραν φωτιά εκείνο το βράδυ. Υπήρχαν κι αυτοί που είχαν αγοράσει κάρτες διαρκείας, οι πιστοί μας fans, που είχαν κλείσει ήδη αρκετά εισιτήρια. Πάντα θα βρεθούνε κι οι πιο γκρινιάρηδες, αλλά η πλειοψηφία του κόσμου έδειξε μεγάλη κατανόηση. Μας έδειχναν συμπαράσταση στην προσπάθεια που κάναμε. 

Άντυ: Εκείνο το σαββατοκύριακο γίναμε όλοι help desk προκειμένου να εξυπηρετήσουμε τον κόσμο. Κι είχαμε να συντονίσουμε έναν κύκλο συνεργατών από υπουργεία και σκηνοθέτες μέχρι θεατές και εργαζόμενους των αιθουσών. 

Μαρία: Πάντα από ένα σημείο και μετά γινόμαστε Ινδές θεές. Βγάζουμε έξτρα χέρια, απαντάμε σε μηνύματα, σηκώνουμε τηλέφωνα – και πάλι πάντα αναπόφευκτα κάτι θα μας ξεφύγει κιόλας. Για να το πούμε απλά, φορτίζουμε το κινητό μας γύρω στις 4-5 φορές τη μέρα. Κι ενώ στα χαρτιά φέτος το φεστιβάλ φαινόταν μικρότερο και πιο εύκολα διαχειρίσιμο, τελικά έγινε κάτι πολύ πιο περίπλοκο. Απλώθηκε σε περισσότερες αίθουσες και περισσότερες τοποθεσίες. Είχαμε 8 σινεμά απλωμένα σε όλη την Αθήνα. Κι ήταν φυσικά και το κομμάτι της διαχείρισης των υγειονομικών μέτρων. Ήταν ένα μεγάλο άγχος το να διαχειριστούμε την ευθύνη να γίνουν όλα σωστά. Προσθέσαμε οδηγίες στο ωρολόγιο πρόγραμμα, τυπώσαμε αφισάκια, φτιάξαμε βίντεο που έπαιζε πριν από τις προβολές και βέβαια το λέγαμε συνεχώς στην αίθουσα. Το προσωπικό της παραγωγής διαχειριζόταν καθημερινά την θερμομέτρηση στην είσοδο, πώς θα μπουν οι θεατές, πώς θα καθίσουν και πώς θα βγουν. Θέλαμε ο κόσμος να νιώσει ασφάλεια και να διασφαλίσουμε ότι όλα θα πάνε καλά. Λέγαμε ότι είναι άθλος αυτό που κάνουμε – και το εννοούσαμε. Κι όταν ακουγόταν η λέξη άθλος, κάπως όλοι μαλάκωναν κι έδειχναν κατανόηση. 

Η εμπειρία του φεστιβάλ

Σίγουρα υπήρχε για αρκετό κόσμο η αίσθηση μιας κινηματογραφικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Υπήρξε ένα αίσθημα που έλεγε: αν όχι τώρα, πότε;

Λουκάς: Κι απ’ τη στιγμή που στις 12 έκλειναν τα πάντα κι ερήμωνε η πόλη, οι κινηματογράφοι έγιναν ένα υποκατάστατο του ποτού, του κλάμπινγκ, του σουλάτσου. Βέβαια πρέπει να πούμε ότι το μόνο πράγμα που μας έλειψε φέτος, μιας και το στερηθήκαμε, ήταν το midnight πρόγραμμα του φεστιβάλ. Όταν φτιάχναμε το πρόγραμμα δεν ξέραμε τι θα γίνεται μετά τις 12 κι έτσι το αφήσαμε έξω, με πολύ βαριά καρδιά. Αλλά δεν θέλαμε να παίζουμε με τις πιθανότητες. Θέλαμε να επαναφέρουμε την κανονικότητα του σινεμά και να μπει ο κόσμος στις αίθουσες χωρίς την ψυχολογία του φόβου. Το συζητούσαμε και με τους αιθουσάρχες αυτό. Ήταν και για εμάς ένα ζητούμενο το αν θα μπορέσουμε να ξαναβάλουμε τον κόσμο στην αίθουσα. Λέγαμε λοιπόν ότι αν τους δώσεις μια σωστή αφορμή τότε θα μπουν. Κι εφόσον προσέξεις όλα τα απαραίτητα μέτρα φυσικά. Να σημειώσουμε παρεμπιπτόντως ότι από την αρχή οι πρώτες sold out προβολές ήταν στα χειμερινά σινεμά.

Λογικό δεν είναι; Νομίζω ο κόσμος μπαίνει σε μια διαδικασία να ζυγίσει τις απαραίτητες και τις μη-απαραίτητες κοινωνικές του δραστηριότητες. Αν το σινεμά είναι για σένα μια απαραίτητη εμπειρία, θα το κάνεις. Προσέχοντας μεν και δρώντας υπεύθυνα, αλλά αναλαμβάνοντας πάντα κι ένα κομμάτι ρίσκου. 

Λουκάς: Ισχύει, αλλά κι εμείς έπρεπε να απαντήσουμε ερωτήματα των οποίων την ύπαρξη δεν γνωρίζαμε καν προηγουμένως, όπως το πώς δημιουργείς ασφαλείς συνθήκες μέσα σε έναν κινηματογράφο. Δεν είχε προηγηθεί ποτέ κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα. Το δοκιμάσαμε πρώτα εμείς, και φαντάζομαι όποιος ακολουθήσει από εδώ και πέρα θα τηρήσει το ίδιο μοντέλο. Τι κάνεις έξω από την αίθουσα, στα ταμεία, στους διαδρόμους, πώς εξασφαλίζεις ότι οι άνθρωποι φορούν μάσκα, όλα αυτά. Ήταν μια τεράστια διαδικασία. Ακολουθήσαμε επακριβώς τις οδηγίες των κρατικών φορέων, δείχνοντας κι εμείς από τη μεριά μας υπερβάλλοντα ζήλο. Έπρεπε να τηρηθούν όλα όπως πρέπει, χωρίς όμως να τρομοκρατούμε τον κόσμο. Δεν υπήρχε manual για όλο αυτό. Έπρεπε να το δοκιμάσουμε για πρώτη φορά. Κι ήμασταν περισσότερο προετοιμασμένοι από κάθε άλλη χρονιά.

Ήταν μια ψύχραιμη διαδικασία γενικά;

Κωστής: Όσο θα μπορούσε να είναι ψύχραιμη. Μην κάνουμε καμιά αγιογραφία… Υπήρχαν φορές που η παράνοια χτύπησε υψηλά στάνταρ.

Επίπεδο παράνοιας σαν ταινία Mel Brooks, σαν ταινία Monty Python… Διαλέξτε!

Λουκάς: Ταινία αδερφών Μαρξ! 

Φαντάζομαι το φετινό φεστιβάλ ήταν επιπλέον πρόκληση για τον λόγο ότι οι Νύχτες είναι ένα κατεξοχήν κινηματογραφικό φεστιβάλ πόλης. Δεν απευθύνεται καθόλου στον ίδιο τον χώρο του σινεμά ή το “industry”. Απευθύνεται στο κοινό της Αθήνας, άρα κι η κοινωνικότητα γύρω από αυτό είναι οργανικά δεμένη με την κοινωνικότητα της αθηναϊκής νύχτας και του αθηναϊκού κέντρου. Αυτό ήταν κάτι που αν μη τι άλλο διαρρήχθηκε πολύ με τον COVID.

Κωστής: Σίγουρα ισχύει αυτό. Αλλά έχω να κάνω μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Στη φετινή συνέντευξη τύπου, που για πρώτη φορά την κάναμε σε κινηματογραφική αίθουσα (και δη ανοιχτή), μετά το τέλος της δεν έφυγε κανείς από το σινεμά. Δεν το έχω ξαναδεί αυτό στα δέκα χρόνια που είμαι στο φεστιβάλ. Ήταν μια αφορμή να καθίσουν στις θέσεις τους, μέσα στο σινεμά, και να συζητήσουν με κόσμο που είχαν καιρό να δούνε. Να βρεθούνε και να κουβεντιάσουν. Είχε λείψει αυτό στον κόσμο. Θέλει μια αναπλήρωση κοινωνικότητας.

Λουκάς: Χωρίς τα πάρτι βέβαια, αφού το φεστιβάλ ήταν πάντα γνωστό για τα πάρτι του. Αυτό ήταν κάτι που φέτος έπρεπε να αποχωριστούμε. Δεν πειράζει, it’s ok, σινεμά μαζευόμαστε να δούμε.

Κωστής: Πάντως να το να καταφέρνουν να γίνονται τα φεστιβάλ είναι πολύ σημαντικό και για τους δημιουργούς. Το κατάλαβα και μέσα από τις κουβέντες με τους κάποιους λίγους καλεσμένους που είχαμε φέτος, αλλά και με Έλληνες δημιουργούς. Αν έχεις περάσει τόσα χρόνια ετοιμάζοντας μια ταινία με τόσες δυσκολίες, και τελικά είσαι έτοιμος να τη μοιραστείς με το κοινό, είναι πρόβλημα αν το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να την ανεβάσεις σε μια πλατφόρμα. Είναι κάτι αποπνικτικό για τον δημιουργό. Κι είναι επομένως συγκινητικό και για τον ίδιο όταν καταφέρνει να δείξει την ταινία του στη μεγάλη οθόνη.

Λουκάς: Μιας κι εμείς ως φεστιβάλ έτυχε να είμαστε στην πρώτη σειρά, ως πρώτοι που χρειάστηκε να το κάνουν όλο αυτό, ελπίζω να χρησιμεύσουμε ως ένα καλό παράδειγμα για ό,τι ακολουθήσει από εδώ και πέρα, είτε στις αίθουσες είτε στα φεστιβάλ.

Θα είναι ένα διακύβευμα εξάλλου πλέον το αν και πώς θα υπάρξουν στο μέλλον.

Λουκάς: Δυστυχώς θα είναι, ναι.

Παρέκβαση τρίτη: Βίκη Καμπουρίδου (κίνηση ταινιών) 

Εμείς είμαστε το traffic των ταινιών. Δηλαδή η κίνηση ταινιών. Δηλαδή τα logistics. Τι θα έρθει, πώς θα έρθει, πού θα πάει – και ο ποιοτικός έλεγχος. Φέτος αυτή η δουλειά έγινε κάτι πολύ μετέωρο, επειδή κάποια στιγμή όλα ήρθανε τούμπα με την απόφαση για κλείσιμο των χειμερινών κινηματογράφων. Πρακτικά σήμαινε ότι έπρεπε να στήσουμε ξανά ένα μεγάλο κομμάτι του φεστιβάλ μέσα σε 3 μέρες. Είχαμε την τύχη να έχουμε 3-4 άτομα ως έκτακτο προσωπικό (που ήξεραν πάρα πολύ καλά τι κάνανε) για να καταφέρει να βγει η δουλειά μέσα σε αυτό το διάστημα. Στο φεστιβάλ έχουμε συνήθως έναν τριψήφιο αριθμό ταινιών που συχνά έχουν πάνω από μία προβολή. Πρέπει λοιπόν να φτάσει η ταινία σε μας από οπουδήποτε στον κόσμο κι έπειτα να φτάσει στην αίθουσα και να βεβαιωθούμε ότι θα παίξει. Ουσιαστικά είναι μια γιγάντια διαχείριση πληροφορίας, η οποία πρέπει να συνυπολογίσει ανθρώπους και μηχανήματα (που έχουν και τα δύο την προσωπικότητά τους). Κι ακόμα κι αν ακυρωνόταν συνολικά το φεστιβάλ εν τέλει, δεν θα με πίκραινε. Είναι σαν βουδιστική άσκηση. Οι βουδιστές φτιάχνουν γλυπτά από βούτυρο, μόνο και μόνο για να διαλυθούνε. Κάπως έτσι είναι το φεστιβάλ ούτως ή άλλως. Φτιάχνεις κάτι για μήνες και ξαφνικά εν μία νυκτί εξαφανίζεται. Το περίεργο ήταν να προσπαθείς να το φτιάξεις χωρίς να ξέρεις καν αν θα γίνει.

Το μέλλον του σινεμά

Η ίδια η μορφή φεστιβάλ είναι κάτι που τείνει προς τη μεγάλη συγκέντρωση ροών σε ένα σημείο. Έχει διεθνή κίνηση ανθρώπων, μεγάλα πλήθη, κόσμο από διάφορες πόλεις ή χώρες, συνωστισμό σε λίγα σημεία μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό είναι κάτι που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε αντίθεση με τις υγειονομικές προτεραιότητες. Σας προβληματίζει το μέλλον; Έχετε δύο φεστιβάλ που είναι κατεξοχήν μητροπολιτικές εμπειρίες. 

Κωστής: Είναι αβέβαιο. Δεν έχουμε δεδομένα ώστε να μιλήσουμε με σιγουριά. Κι επειδή πέρα από την επιδημία επηρεάζεται συνολικά το πεδίο της κινηματογραφικής παραγωγής και διανομής, το ζήτημα περιπλέκεται. Το μοντέλο αυτό που περιέγραψες είναι το ιδεατό για εμάς. Να γίνεται στην Αθήνα, να έρχονται καλεσμένοι απ’ όλον τον κόσμο, να είναι ένα φεστιβάλ ζωντανό και διαδραστικό – κι ελπίζω με επαφή. Είναι ζητούμενο, και για εμάς δεν θα αλλάξει αυτό το ζητούμενο. Κατά τ’ άλλα, τα δεδομένα τα επεξεργαζόμαστε μέρα με τη μέρα, όπως κάναμε και φέτος. Δε μπορώ να μιλήσω με σιγουριά για του χρόνου, γιατί κανείς μας δεν ξέρει τι θα γίνεται μέχρι τότε. Αλλά για μας το φεστιβάλ είναι η Αθήνα, είναι ο κόσμος που μένει στην Αθήνα και έρχεται στην Αθήνα. Δεν θα ήθελα να αλλάξει αυτό. 

Λουκάς: Κοίτα, οι άνθρωποι που δουλεύουν σε αυτό το φεστιβάλ είναι συγκεκριμένοι και ελάχιστοι σε σχέση με άλλες διοργανώσεις. Κανείς μας δεν δουλεύει θεωρώντας ότι το φεστιβάλ είναι υπαλληλίκι. Το ότι εγώ έχω αυτήν την θέση, στα δικά μου μάτια κι ελπίζω και στων παιδιών, δεν σημαίνει τίποτα. Το φεστιβάλ το μοιραζόμαστε. Επειδή πάντα λειτουργούμε λίγο ως καμικάζι, κάναμε κι εδώ το ίδιο. Είπαμε πάμε να το κάνουμε, θα γίνει, κι όλα θα πάνε μια χαρά. Λειτουργήσαμε όμως και ως καμικάζι επειδή νιώθουμε ένα χρέος προς το κοινό. Το λέω συνέχεια και καταντάω και βαρετός καμιά φορά. Δεν ξέρω πόσα φεστιβάλ στον κόσμο έχουν τέτοιο φανατικό κοινό. Κάθε Σεπτέμβρη υπάρχει ένα αίτημα που λέει: “που είναι οι Νύχτες Πρεμιέρας μου;”. Είπαμε λοιπόν “εδώ είμαστε και θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ξανασυναντηθούμε”. Έτσι θα γίνει και στο μέλλον.

Ο covid βέβαια επιτάχυνε ούτε ή άλλως και την κρίση της αίθουσας. Μπορεί το σινεμά να διασωθεί ως κοινωνική εμπειρία αν δεν μπει ως προτεραιότητα αυτή τη στιγμή από τους κρατικούς θεσμούς; 

Κωστής: Πιστεύω ότι συνολικά ο πολιτισμός είναι εντελώς υποτιμημένος και παραμελημένος από τους φορείς. Αυτή είναι η εικόνα μου. Βέβαια, κατά την περίοδο της καραντίνας όλοι κι όλες κατανάλωναν κατά κόρον πολιτιστικό προϊόν, είτε επρόκειτο για δωρεάν ταινίες στο διαδίκτυο είτε για μουσική, βίντεο κλπ. Πρέπει να εξετάσουμε το θέμα του πολιτισμού με μια πιο ευρεία ματιά κι όχι με μια αυστηρώς καπιταλιστική που προσδοκά οικονομικά κέρδη. Όσον αφορά το σινεμά συγκεκριμένα, πρέπει να στηριχθούν οι αίθουσες, οι εταιρείες διανομής, οι εταιρείες παραγωγής, οι δημιουργοί, τα φεστιβάλ. Συμβαίνει ήδη σε κάποιες χώρες στο εξωτερικό. Είναι απαραίτητο. Αν κάποιος δεν το καταλαβαίνει πλέον, σηκώνω τα χέρια ψηλά. Πρέπει να αλλάξει η πολιτική ματιά πάνω σε αυτό και να είναι πιο υποστηρικτική. Είναι θέμα επιβίωσης. Κανένας δεν κάνει το χόμπι του στον πολιτισμό. Αυτό το πράγμα πρέπει να τελειώσει. Κάνει κάτι που αγαπάει, και πρέπει να μπορεί να ζήσει. Είμαι κατηγορηματικός σε αυτό. 

Λουκάς: Όπως έχει αποδείξει επίσης κι η ιστορία, το σινεμά είναι το τελευταίο καταφύγιο. Έχει αποτελέσει ανακούφιση σε δύσκολες περιόδους. Το σινεμά, όπως κι ο πολιτισμός ευρύτερα, πρέπει να προστατευθεί. Αυτή είναι η ταυτότητα κι η κληρονομιά μας, είναι ο τρόπος ζωής μας. Από εκεί και πέρα, θυμώνω γιατί την περίοδο της καραντίνας όλοι οι άνθρωποι που παιανίζουν την ανάγκη επιστροφής στο σινεμά ασχολούνταν στα sites με το “τι streaming να δείτε σήμερα”. Κι όταν βγήκαμε από το lockdown, ήταν οι πρώτοι που βγήκαν και είπαν ότι είναι σταυροφόροι υπέρ του κινηματογράφου. Το θεωρώ μεγάλη υποκρισία, γιατί στο τέλος της ημέρας οι χαμένοι θα είμαστε όλοι μας – και αυτοί και εμείς. Την περίοδο της καραντίνας, το site του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ δεν προέτρεψε σε κανένα streaming. Εννοείται δεν μπορείς να αποτρέψεις τον κόσμο από το να δει Netflix. Καλά θα κάνει και θα δει, πόσο μάλλον όταν εκεί θα βρει τον καινούριο Spike Lee και τον καινούριο Charlie Kaufman. Κι ούτως ή άλλως για να πηγαίνουν δημιουργοί προς το Netflix σημαίνει ότι υπήρχε κάτι λάθος στο χολιγουντιανό στουντιακό σύστημα. Εμείς όμως απείχαμε και ως site και ως φεστιβάλ. Δεν κάναμε τίποτα online. Σ’ αυτή τη μάχη που δίνεται τώρα, εμείς παίρνουμε το μέρος του σινεμά. 

Νομίζω το ζήτημα γίνεται επιτακτικό να ιδωθεί με όρους προτεραιοποίησης. Μπορεί σε αυτό το πεδίο η εγχώρια διαχείριση να χαρακτηρίζεται από αδιαφορία, ανικανότητα και χάος, αλλά έχουν υπάρξει και διεθνώς κρατικοί φορείς, όπως πχ η πολιτεία της Νέας Υόρκης, που έχουν πει ότι το σινεμά παρα-είναι ρίσκο προκειμένου να διασωθεί. 

Λουκάς: Αν θεωρείται υπερβολικό ρίσκο το σινεμά αλλά όχι το εστιατόριο και το μπαρ ή το μετρό κι η εκκλησία, τότε δε νομίζω ότι μπορούμε να έχουμε διάλογο. Υπάρχει ένα χάσμα εδώ πέρα. Ήταν άραγε προτεραιότητα να κλείσουν οι χειμερινές αίθουσες ξανά αυτή τη στιγμή; Που εκ των πραγμάτων δυστυχώς δεν είχαν προσέλευση κι έχουν ανάγκη κάθε βοήθεια αυτή τη στιγμή. Είναι το σκοτάδι πριν από τη νύχτα. Τελειώνει το φεστιβάλ και δεν ξέρουμε πώς θα είναι η επόμενη μέρα. Δεν μπορείς να κάνεις την παραμικρή πρόβλεψη και δυστυχώς δεν είμαι πολύ αισιόδοξος. Θέλω να ελπίζω ότι θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε στις αίθουσες. Οφείλουμε να επιμείνουμε και να βοηθήσουμε. Γιατί δεν θα υπάρχει μετά. Θα κινδυνεύσει να χαθεί, όπως έχουν χαθεί κι άλλα πράγματα μέσα σε αυτές τις δεκαετίες.

Συνεχίζοντας να μιλάμε για το μέλλον, μιας και το παιχνίδι της εθνικής κινηματογραφικής πολιτικής είναι νομίζω ντε φάκτο χαμένο, θα μπορούσε να υπάρχει τουλάχιστον μια συνεργασία σε επίπεδο φεστιβάλ και άλλων κινηματογραφικών θεσμών; Μια συνεννόηση τέλος πάντων με άλλες διοργανώσεις και οργανισμούς που θα μπορούσε να δείξει έναν συνεκτικό δρόμο προς το μέλλον, προς την διάσωσης της αίθουσας και της συλλογικής εμπειρίας του σινεμά.

Κωστής: Δεν θέλω να μιλήσω εξ ονόματος άλλων, αλλά νομίζω ότι πάνω κάτω τα μεγάλα ελληνικά φεστιβάλ έχουν ως αυτοσκοπό την αίθουσα. Αυτό θέλω να πιστεύω δηλαδή. Τώρα, σε ένα κοινό πλάνο ή μια συνεργασία μεταξύ φεστιβάλ που όπως λες θα προμοτάρει την αίθουσα και την συλλογική εμπειρία, εμείς θα ήμασταν περισσότερο από χαρούμενοι να συμμετέχουμε. 

Λουκάς: Εμείς δεν είμαστε ανταγωνιστικοί. Δεν ξέρω αν κάποιος είναι. Εμείς δεν είμαστε πάντως. Καλό θα ήταν φέτος να είχε υπάρξει ένας διάλογος μεταξύ των μεγάλων φεστιβάλ. Σίγουρα υπήρχε μεταξύ ημών και της Δράμας. Καλό θα ήταν να γίνεται και με τα άλλα φεστιβάλ γιατί ο εχθρός είναι κοινός, όπως είναι και τα προβλήματα. Η αλληλεγγύη είναι η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό σε τέτοιες περιπτώσεις. Το είδαμε να γίνεται και στο εξωτερικό. Η Βενετία μίλησε με τις Κάννες, οι Κάννες μίλησαν με το Σαν Σεμπαστιάν κλπ. Υπήρξε μια σύμπνοια και μια συνεργασία. Θα ήθελα πάρα πολύ κι εγώ να λάβω ένα τηλεφώνημα ας πούμε. 

Κωστής: Έχουμε και μια συνεργασία με φεστιβάλ του εξωτερικού. Είμαστε στο δίκτυο του Europa Film Festivals. Κινούμαστε προς αυτήν την κατεύθυνση με διάφορους τρόπους. Το βλέπουμε λοιπόν και εκτός συνόρων και εντός συνόρων. Θέλουμε να γίνει σε μεγαλύτερη και ευρύτερη κλίμακα. 

Χαίρομαι πάντως που το ακούω για την Δράμα. Ήταν σταθερό παράπονο για πολύ κόσμο ότι συμπίπτει με τις Νύχτες. 

Λουκάς: Του χρόνου νομίζω ότι ίσως να είναι κι η πρώτη φορά στα χρονικά των δύο φεστιβάλ που δεν θα συμπέσουν καθόλου. Υπάρχει καλή διάθεση από μέρους μας κι υπάρχει καλή διάθεση κι από την Δράμα. Θα καθίσουμε στο τραπέζι να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε και με άλλα φεστιβάλ με τα οποία συνεργαζόμαστε ή έχουμε άριστη σχέση. Για παράδειγμα το Animasyros που επίσης διεξάγεται την ίδια περίοδο. Να βρούμε έναν τρόπο να αποσυμφορηθεί λίγο ο Σεπτέμβριος για να μπορεί να παρακολουθήσει ο κόσμος και τα τρία φεστιβάλ με την ησυχία του. Υπάρχει τρομερή αλληλεγγύη και μεγάλη συμπάθεια με αυτά τα φεστιβάλ. Εγώ αυτό το κρίμα το έχω από τότε που διεξαγόταν το φεστιβάλ της Βαβέλ στην Τεχνόπολη κι ήταν τις ίδιες μέρες με μας. Δε μπορούσαμε να πάμε εμείς και δε μπορούσαν να έρθουν κι αυτοί. Κι ήταν κρίμα γιατί ήταν το ίδιο κοινό, ο ίδιος κόσμος. 

Best of internet