Quantcast

Το σύγχρονο, αλλόκοτο, αυτοσχέδιο sci-fi έχει λαμπρό μέλλον μπροστά του, ευτυχώς

Κι ήδη η περίοδος της καραντίνας μας χάρισε δύο διαμαντάκια σαν το Blood Machines και το The Vast of Night

Το πονάμε το sci-fi. Το πονάμε γιατί το αγαπάμε, θέλουμε να πάει μπροστά, να το δούμε ευτυχισμένο. Αλλά τα πράγματα δεν είναι και τόσο εύκολα, τουλάχιστον στο πεδίο της mainstream τηλεοπτικής και κινηματογραφικής παραγωγής. Όπως έχουμε αναφέρει κι άλλες φορές, η σύγχρονη επιστημονική φαντασία της οθόνης αντιμετωπίζει ένα μείζον ζήτημα φόλας: έχουμε πολλές παραγωγές, αλλά οι περισσότερες δεν τρώγονται ιδιαίτερα. Φυσικά, στην πρωτοπορία της παραγωγής sci-fi φόλας βρίσκονται δύο βασικοί παίκτες. Από τη μία, το Netflix που ξεπετάει τις ταινίες και τις σειρές επιστημονικής φαντασίας σα να πρόκειται για φτηνά εξαρτήματα σε αλυσίδα παραγωγής. Σ’ αυτό το πεδίο, με εξαίρεση κάτι Altered Carbon και Love, Death and Robots, μας έχει δώσει δυνατές μπαρούφες. Είχαμε Mute, είχαμε Extinction, είχαμε TAU, είχαμε Cloverfield Paradox, είχαμε Bird Box, είχαμε IO, είχαμε Another Life, είχαμε Lost in Space. Από την άλλη, έχουμε την γιγάντια παραγωγή sci-fi χολιγουντιανής κοινοτοπίας, με τα μεγάλα στούντιο να ξεπετάνε το ένα πανομοιότυπο φιλμ μετά το άλλο. Σ’ αυτόν τον τομέα, φυσικά, την τιμητική τους έχουν τα εντελώς ανέπνευστα και διεκπεραιωτικά remakes και reboots. Τα τελευταία 10-15 χρόνια, για παράδειγμα, είχαμε την ατυχία να δούμε νέο Total Recall, νέο Robocop, νέο Ghost in the Shell, νέο The Day the Earth Stood Still, νέο Ghostbusters, νέο Stepford Wives, νέο Flatliners, νέο The Thing, οκ σταματάμε έχουμε αρχίσει να ανακατευόμαστε.

Γιατί, όμως, είναι τόσο συχνή η sci-fi φόλα; Στα χαρτιά, θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο, αφού τις τελευταίες δύο δεκαετίες συνολικά είχαμε μια μεγάλη ανατίμηση της geek κουλτούρας εντός της βιομηχανίας του θεάματος, κάτι που έπειτα έφερε όλο και περισσότερα λεφτά σε sci-fi, fantasy και horror παραγωγές. Βέβαια, όπως είναι γνωστό, η ποσότητα δε μεταφράζεται αυτόματα σε ποιότητα. Κι αυτή η ποσότητα αντί για περισσότερη πρωτοτυπία έφερε περισσότερη κοινοτοπία. Ας επαναλάβουμε κάτι που λέγαμε ξανά πρόσφατα με αφορμή το Devs του Alex Garland. Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχουν τρία πράγματα που έχουν πλήξει την σύγχρονη επιστημονική φαντασία. Πρώτον, η εμμονή του θεάματος στη νοσταλγία και την ανακύκλ- εεε την αναβίωση. Δεύτερον, η λογική του fan service που εμποδίζει την παραγωγή πρωτότυπου και απαιτητικού περιεχομένου. Τρίτον, η μετατροπή των νέων δικτύων και πλατφορμών σε γιγάντιες γραμμές παραγωγής που παράγουν ομοιόμορφα πολιτισμικά προϊόντα, δίνοντας όλο και λιγότερες ευκαιρίες σε νέες ιδέες και πρωτότυπα σενάρια. Όλα αυτά έχουν συμβάλλει με τον τρόπο τους σε μια κεντρική αντίφαση που βρίσκεται στην καρδιά του σύγχρονου sci-fi: από τη μία προσπαθεί να τιμήσει τις μελλοντολογικές και ριζοσπαστικές ρίζες του είδους, από την άλλη καταλήγει όλο και συχνότερα στη συντήρηση και την κοινοτοπία. Υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις, φυσικά, αλλά γενικά τα πράματα έχουν ζορίσει.

Καθώς η συλλογική φαντασία της εποχής μας ζορίζεται να παράξει νέες, πρωτότυπες μορφές επιστημονικής φαντασίας, επιστρέφουμε όλο και περισσότερο στα κλασικά και τους κλασικούς του είδους ή στις δοκιμασμένες συνταγές. Για παράδειγμα, ο Denis Villeneuve έφτιαξε ένα νέο Blade Runner και τώρα ετοιμάζει δύο ταινίες Dune, η Apple μεταφέρει στην οθόνη το επικό Foundation του Isaac Asimov, η Amazon ετοιμάζει το τηλεοπτικό Consider Phlebas κι η Disney λογικά σκοπεύει να μας μπουκώνει με Star Wars μέχρι να πεθάνουμε. Όλα αυτά, φυσικά, δεν σημαίνουν ότι απουσιάζει το καλό sci-fi. Το αντίθετο μάλιστα, αφού αυτό ακριβώς θα υποστηρίξουμε παρακάτω. Αυτό που λέμε είναι ότι το mainstream sci-fi βρίσκεται σε κρίση, αφού η κινηματογραφική βιομηχανία κατάφερε με τα χρόνια να μετατρέψει το κατεξοχήν περιπετειώδες, φουτουριστικό και μελλοντολογικό genre σε μια ομοιόμορφη μάζα γεμάτη στερεότυπα, νοσταλγία, τυποποίηση και συντηρητισμό. Για να βρούμε το αυθεντικό κινηματογραφικό sci-fi πνεύμα, λοιπόν, θα πρέπει να κοιτάξουμε αλλού. Σε πράγματα που δεν παίζονται στα multiplex αλλά στα φεστιβάλ, πολλές φορές μάλιστα στα εξειδικευμένα φεστιβάλ του φανταστικού. Άλλες φορές, μιλάμε για ταινίες που δεν καταφέρνουν καν να βρουν διανομή και καταλήγουν σε streaming πλατφόρμες – ή μερικές φορές καταλήγουν να τις δώσουν στο κοινό οι ίδιοι οι δημιουργοί τους χωρίς διαμεσολάβηση. Μιλάμε για ένα sci-fi που δεν έχει υπερ-παραγωγές, αλλά είναι συνήθως αυτοσχέδιο, ακραίο, παράξενο, φιλόδοξο, εγκεφαλικό ή cult – ή ένα υβριδικός συνδυασμός διαφόρων από αυτά τα στοιχεία.

Χοντρικά, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο κατευθύνσεις όσον αφορά αυτό το ρεύμα sci-fi κατά την τελευταία δεκαετία. Στην πρώτη περίπτωση, θα λέγαμε ότι έχουμε μια ροπή προς το cult, έναν αναγκαλισμό της sci-fi b-movie παράδοσης που οδηγεί σε ταινίες οι οποίες φτιάχνονται με βαθιά γνώση του είδους, μεγάλο μεράκι και φροντίδα, αλλά και γενναίες δώσεις ειρωνείας ή αυτοαναφορικότητας. Έτσι, μπορεί να έχουμε αγνές fun περιπέτειες χαμηλού μπάτζετ και υψηλής καλτίλας όπως το Turbo Kid, το Upgrade και το Attack the Block, ή και crowd-funded τρασιές σαν το Kung Fury. Άλλες φορές, το πράγμα παίζει με το horror δίνοντας έμφαση στην μετα-αποκαλυπτική ατμόσφαιρα όπως στο The Girl with All the Gifts ή στην απενοχοποιημένη τρασίλα όπως στο Await Further Instructions. Αλλού, αυτή η fun πλευρά μπορεί να παίζει με την σουρεαλιστική κωμωδία όπως στο Sorry to Bother You, με το βαθύ sci-fi παρελθόν του ’80 όπως στο Possessor ή με τον κοσμικό τρόμο όπως στο Colour Out of Space. Στις καλύτερες στιγμές της, αυτή η retro ή b-movie πτέρυγα του σύγχρονου sci-fi καταφέρνει να συνδυάσει τους κινηματογραφικούς φόρους τιμής, το αγνό cult fun και την καλλιτεχνική φιλοδοξία. Γίνεται δηλαδή αυτή η υπέροχη υπέρβαση υψηλής και χαμηλής τέχνης που έχουμε δει στις ταινίες του Panos Cosmatos τα τελευταία χρόνια. Δηλαδή τα τεράστια Beyond the Black Rainbow και Mandy.

Στην δεύτερη περίπτωση, έχουμε ένα ρεύμα πιο “φεστιβαλικού” (μπλιαχ λέξη αλλά για να συνεννοούμαστε) sci-fi, συνήθως με μεγαλύτερες arthouse ανησυχίες, με μια έμφαση στον οπτικό ή αφηγηματικό πειραματισμό. Εδώ, ξεχωρίζουν μια σειρά από εγκεφαλικά δράματα επιστημονικής φαντασίας κι η κινηματογραφική παραγωγή έχει περισσότερη ποικιλία, σε επίπεδο δημιουργών και χωρών προέλευσης. Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια έχουμε δει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ταινίες από την Βραζιλία σαν το Divino Amor, από τη Γαλλία σαν το Evolution, από τη Ρωσία σαν το Hard to Be a God κι από την Ουγγαρία σαν το Jupiter’s Moon, ενώ και στην Ελλάδα είχαμε τη χαρά να δούμε φιλμ μεγάλου μήκους σαν τη Νορβηγία και το Νήμα, αλλά και μικρού μήκους σαν το Third Kind και το Night Pointer. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, υπήρξαν sci-fi ταινίες που κατάφεραν να αποκτήσουν μεγάλο κοινό, όπως το Under the Skin, το I Origins και το The Double, ενώ άλλες μάλλον παρεξηγήθηκαν και περιμένουν να εκτιμηθούν περισσότερο, όπως το Upstream Color και το High Life (ή και να ανακαλυφθούν σαν το First and Last Men). Ανάμεσα σ’ αυτές τις ταινίες, πάντως, ξεχωρίζουν έντονα τα φιλμ που καταφέρνουν να αφηγηθούν βαθιά ανθρώπινες και συγκινητικές ιστορίες μέσα σε sci-fi μορφή, την ώρα που πειραματίζονται με την παράδοσή της. Κάτι τέτοιο έχει κάνει επανειλημμένα σε επίπεδο γραφής ο προαναφερθέντας Alex Garland με τα Ex Machina, Never Let Me Go και Annihilation, αλλά κι η Brit Marling με τα Sound of My Voice και Another Earth.

Αυτό το sci-fi, λοιπόν, είναι ζωντανό. Περιμένει να ανακαλυφθεί και χρειάζεται χώρο για να αναπνεύσει – ιδανικά στη μεγάλη οθόνη, αλλά προς το παρόν εξίσου και στη μικρή (τουλάχιστον μέχρι να βρει το κοινό του και να αποδείξει τη βιωσιμότητά του). Έτσι, αρπάζουμε την ευκαιρία για να σας παρουσιάσουμε δύο πανέμορφα παραδείγματα τέτοιας επιστημονικής φαντασίας που κυκλοφόρησαν μέσα στην καραντίνα. Όλως τυχαίως, κάθε μία από αυτές αντιστοιχεί και σε μία από τις δύο τάσεις που περιγράψαμε παραπάνω. Η πρώτη, λοιπόν, είναι το Blood Machines. Πρόκειται για μια τριπαρισμένη, ψυχεδελική και retrowave space opera στην οποία ένα artificial intelligence δραπετεύει από το διαστημόπλοιό του και μεταμορφώνεται σε γυναικείο φάντασμα. Έπειτα, δύο διαστημικοί κυνηγοί εξαπολύουν μια γαλαξιακή καταδίωξη για να το πιάσουν. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια διευρυμένη επέκταση-sequel του music video Turbo Killer που έφτιαξαν το 2016 ο Carpenter Brut κι ο Seth Ickerman. Εδώ, λοιπόν, έχουμε 50 ιλιγγιώδη λεπτά υψηλής αισθητικής και βαθιάς καλτίλας, σε μια μορφή που θυμίζει εξίσου κινηματογράφο και τηλεόραση αφού χωρίζεται σε 3 μικρότερα μέρη-επεισόδια. Το φιλμ χρηματοδοτήθηκε μέσω Kickstarter και προβλήθηκε στην horror/sci-fi streaming πλατφόρμα Shudder στις 21 Μαΐου. Απλά πάρτε μια δυνατή τζούρα γερού trip:

Όπως καταλαβαίνετε, τα 80s είναι κυρίαρχα αλλά όχι με τον καθησυχαστικά νοσταλγικό τρόπο του Stranger Things ή με τον κυριλέ arthouse τρόπο του Blade Runner 2049. Εδώ, αντίθετα, έχουμε μια 80s αναβίωση που πειραματίζεται με το βαθιά αλλόκοτο και ανοίκειο αίσθημα που προκαλούσαν οι ταινίες του David Cronenberg ή του John Carpenter. Στόχος δεν είναι το νοσταλγικό-comforting αλλά το εξωκοσμικό-unsettling στοιχείο της επιστημονικής φαντασίας. Η μουσική είναι τεράστια έμπνευση φυσικά, κι είναι ενδιαφέρουσα σύμπτωση ότι τον ίδιο καιρό κυκλοφόρησε ψηφιακά και το ντοκιμαντέρ The Rise of the Synths που καταπιάνεται με την πρόσφατη επάνοδο του synthwave, είδος που εξάλλου υπηρετεί κι ο Carpenter Brut που έγραψε τη μουσική του Blood Machines. Κυρίως, όμως, το Blood Machines ξεχωρίζει από την τετριμμένη 80s νοσταλγία γιατί καταφέρνει με ελάχιστα μέσα να επιδείξει αληθινή κινηματογραφική πρωτοτυπία. Μπορεί η ιστορία του να είναι σχηματική, αλλά η αισθητική του είναι πολύ ανανεωτικά οργιαστική, αποτελώντας μια φουλ κομπλέ αισθητηριακή εμπειρία. Η ταινία επιδεικνύει φαντασία, έμπνευση και όρεξη – πράγματα απολύτως απαραίτητα για ένα παθιασμένο sci-fi πείραμα. Είναι retro, αλλά ταυτόχρονα αναζητά τις απελευθερωτικές γραμμές φυγής που δραπετεύουν από το παλιό και κατευθύνονται προς το καινούριο – όχι λεκτικά αλλά οπτικά και ηχητικά. Σ’ αυτό συμβάλλει τα μάλα ο cyber/μηχανικός του ερωτισμός κι η ειρωνικά φεμινιστική του οπτική (μιας και ζωντανεύει μέσα από ένα εντελώς ανδρικό βλέμμα), καθιστώντας το Blood Machines ένα μικρό φουτουριστικό έπος που μοιάζει με τον γάμο ενός Heavy Metal κι ενός Altered States, με κουμπάρο τον Cronenberg φυσικά.

Η δεύτερη νέα sci-fi ταινία που θα σας προτείνουμε είναι το The Vast of Night, δηλαδή το εντυπωσιακά ώριμο και καλογραμμένο ντεμπούτο του Andrew Patterson που έκανε πρεμιέρα στην πλατφόρμα του Amazon Prime στις 29 Μαΐου. Εδώ, ακολουθώντας τον άγραφο νόμο της pop νοσταλγίας που μιλάει για κύκλους 30 ετών, δεν βρισκόμαστε στα 80s αλλά στα 50s. Σε μια μικρή αμερικάνικη πόλη, μια νεαρή τηλεφωνήτρια κι ένας νεαρός ραδιοφωνικός DJ ανακαλύπτουν μια αλλόκοτη συχνότητα που απειλεί να αποσταθεροποιήσει εντελώς τον κόσμο (τον δικό τους και όχι μόνο). Παρακολουθώντας την προσπάθεια των κεντρικών χαρακτήρων να ανακαλύψουν την αλήθεια που βρίσκεται εκεί έξω, χανόμαστε σε έναν υπέροχα δομημένο κόσμο που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στα ειρωνικά retro 50s του Pleasantville και τα ζοφερά εφηβικά 80s του Donnie Darko. Γυρισμένο επίσης με μικροσκοπικό μπάτζετ, όπως και το παραπάνω, το The Vast of Night καταφέρνει με ελάχιστα μέσα ό,τι δυσκολεύονται να κάνουν μεγάλες sci-fi ταινίες με προϋπολογισμό πολλών δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Αφηγείται μια αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία με μεγάλο σεβασμό, προσήλωση και ωριμότητα. Δανείζεται στοιχεία από την πρώιμη μεταπολεμική spooky επιστημονική φαντασία ενός The Twilight Zone ή ενός War of the Worlds, μεταφέροντας το κλίμα τέτοιων των έργων πολύ καλύτερα απ’ ό,τι οι αντίστοιχες αναβιώσεις τους στον 21ο αιώνα. Δίπλα σ’ αυτά, κουμπώνει επίσης μια απόκοσμη ατμόσφαιρα σαν H.P. Lovecraft αλλά και μια εμμονικά λεπτομερής προσήλωση στον ήχο που θα θαύμαζε ακόμα κι ο David Lynch (μεγάλη παράδοση αυτή βέβαια στο σινεμά μυστηρίου, από το Blow Out μέχρι το Berberian Sound Studio).

Πάνω απ’ όλα, όμως, το The Vast of Night πλημμυρίζεται από μια εξαιρετικά ευγενή επιθυμία φυγής, αναζήτησης, περιπέτειας, υπέρβασης. Όσο αυτοσχέδια είναι η αίσθηση που δίνει συνολικά η ταινία, άλλο τόσο εντυπωσιάζει το πόσο επεξεργασμένη είναι η γραφή του 38χρονου Patterson στην πρώτη του ταινία. Μιλάμε για ένα εντελώς διαλογικό φιλμ με υπέροχο χειρισμό των συναισθηματικών δυναμικών μεταξύ των χαρακτήρων και με μια δίψα για άνοιγμα προς το Άλλο. Έτσι, έχουμε μπροστά μας έναν δημιουργό που ήδη από το ντεμπούτο του αποδεικνύεται ιδιαίτερα ικανός χειριστής της κινηματογραφικής αύρας και του κινηματογραφικού λόγου. Και μπράβο του. Προσπαθώντας να ασχοληθεί με το σινεμά από μικρή ηλικία, ο Patterson πέρασε αρκετά χρόνια φτιάχνοντας μικρά βίντεο για την ομάδα μπάσκετ των Oklahoma City Thunder πριν αρχίσει να δουλεύει το The Vast of Night το 2016. Ολοκληρώνοντάς το, απορρίφθηκε από 18 (!) κινηματογραφικά φεστιβάλ πριν κάνει τελικά την πρεμιέρα του στο Slamdance Film Festival (που σταθερά φιλοξενεί αυτοσχέδιες low-budget παραγωγές) και τραβήξει το ενδιαφέρον των κριτικών και των πλατφορμών, για να καταλήξει τελικά στο Amazon. Αυτό το mini-success story από μόνο του μας δείχνει ότι αυτό το σινεμά χρειάζεται περισσότερο χώρο και περισσότερη εμπιστοσύνη για να αναπτυχθεί. Είναι εκεί, φτιάχνεται, πάλλεται, κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι και από στόμα σε στόμα. Ας το αφήσουμε να αναπνεύσει περισσότερο, ας του ανοίξουμε την πόρτα για τη μεγάλη οθόνη κι αυτό θα μας ανταμείψει. Πλουσιοπάροχα: σε εικόνα, σε ήχο, σε συναίσθημα, σε φαντασία – επιστημονική πάντα.

Best of internet