Quantcast

There’s A Riot Goin’ On: Η κινηματογραφική εξέγερση στην εποχή του Joker, του Trump και του Black Lives Matter

Μια περιήγηση στο σύγχρονο, πλούσιο, αντιφατικό ριζοσπαστικό σινεμά των τελευταίων χρόνων

Υπήρξαν αρκετές αφορμές για ένα τέτοιο κείμενο, μιας κι η αλήθεια είναι πως οι αφορμές για να σκεφτούμε την σχέση ανάμεσα στην κινηματογραφική αναπαράσταση της εξέγερσης και την σημερινή κατάσταση της pop κουλτούρας κάθε άλλο παρά έλειψαν τον τελευταίο χρόνο. Αν ανατρέξουμε στο ύστερο 2019 και το πρώιμο 2020, θα δούμε ότι το φθινόπωρο όλος ο πλανήτης ασχολούταν με το Joker, συζητώντας εντόνως για το πολιτικό του περιεχόμενο, δεδομένου μάλιστα ότι το φινάλε είχε μια αρκετά έως πολύ sympathetic αναπαράσταση της τζοκερικής εξέγερσης. Έπειτα, η τεράστια επιτυχία και η μετέπειτα οσκαρική βράβευση του Parasite άνοιξε ακόμα περισσότερο την συζήτηση σχετικά με την παρουσία της κοινωνικής και ταξικής σύγκρουσης στο σύγχρονο mainstream σινεμά. Και τώρα, εδώ και σχεδόν ένα μήνα που στις ΗΠΑ (και όχι μόνο) έχει αναζωπυρωθεί το κίνημα Black Lives Matter έπειτα από την εξέγερση για την αστυνομική δολοφονία του George Floyd στη Μινεάπολις, η μαύρη οργή διεκδικεί εκ νέου τον χώρο της στο σινεμά, όπως και παντού. Η οριστική αφορμή για τη συγγραφή του όμως ήταν το φετινό φεστιβάλ του Smassing Culture όπου είχαμε τη χαρά να συμμετέχουμε και να συζητήσουμε αυτά ακριβώς τα ζητήματα. Για να παραθέσουμε τον εύγλωττα σιωπηλό 70s ύμνο απ’ τον οποίο δανειστήκαμε τον τίτλο του κειμένου:

Τι συμβαίνει, όμως, με την εξέγερση μέσα στην οθόνη; Είναι πια εξέγερση ή έχει μετατραπεί σε κάτι άλλο (έως και το αντίθετό της); Είτε πρόκειται για την ανάγνωση του κινηματογράφου με εξεγερτικό τρόπο είτε πρόκειται για την ανάγνωση της εξέγερσης με κινηματογραφικό τρόπο, η παρουσία της εικόνας και των συμβόλων είναι πάρα πολύ σημαντική. Αν περιστείλουμε την εικονογραφία και τους συμβολισμούς της εξέγερσης σε κάποια βασικά στοιχεία εν έτει 2019-2020, έστω και σε χοντροκομμένο επίπεδο, τότε αναδύεται μια εικόνα που λίγο-πολύ εξισορροπεί την πραγματικότητα του κόσμου και την πραγματικότητα της οθόνης: γενικευμένο αίσθημα αδικίας και δυσφορίας, μαζική παρουσία του πλήθους στους δρόμους των μεγαλουπόλεων, καταστροφή των συμβόλων του παρελθόντος, έντονος συμβολισμός μέσα από την μάσκα ως κάλυψη προσώπου και ως υιοθέτηση συλλογικής ταυτότητας, διεκδίκηση κοινωνικής δικαιοσύνης μέσα από την πρόκληση ιστορικού χάους. Ένα ερώτημα, λοιπόν, είναι πώς διαβάζουμε το θέαμα της εξέγερσης – πώς διαβάζουμε τις ίδιες τις εικόνες με τις οποίες το Hollywood αφηγείται ή μεσολαβεί τις κοινωνικές εξεγέρσεις. Αυτό έχει βέβαια τις προκλήσεις του, αφού η εικόνα δεν είναι κείμενο. Έχει διαφορετικούς κανόνες, διαφορετική εσωτερική λογική, διαφορετικές προκλήσεις. Δεν θα μπούμε εδώ σε τρομερό βάθος, αλλά θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια γενική επισκόπηση.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, μπορούμε να κάνουμε μια κυριολεκτική ανάγνωση. Δηλαδή να δούμε τα χαρακτηριστικά που έχει το σινεμά το οποίο αναπαριστά τις κοινωνικές εξεγέρσεις ως τέτοιες. Που μας δείχνει, δηλαδή, πλήθος να εξεγείρεται και στέκεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο απέναντί του – ερμηνεύοντας τις αιτίες, μελετώντας τις συνέπειες ή κρίνοντας τους σκοπούς μιας εξέγερσης. Φυσικά, μιλάμε για ένα θέμα με τεράστια ιστορία πίσω του. Δεν θα πάμε μέχρι τέρμα πίσω στο σοβιετικό σινεμά του Sergei Eisenstein που μας έδωσε έναν Οκτώβρη κι ένα Ποτέμκιν. Αντ’ αυτού, θα δούμε ότι η σύγχρονη εικονογραφία της εξέγερσης στο σινεμά καθορίστηκε εν πολλοίς από τον κινηματογράφο των 60s και των 70s. Για παράδειγμα, αναδείχθηκε ένας κινηματογράφος που εστίαζε στην νεανική εξέγερση μέσα στις μητροπόλεις της δύσης κατά το παγκόσμιο ’68, είτε πρόκειται για το Σικάγο του Medium Cool του Haskell Wexler είτε πρόκειται για το Παρίσι του Tout Va Bien του Jean-Luc Godard ή του Nada του Claude Chabrol. Παράλληλα, βλέπουμε και περιφερειακές εξεγέρσεις σαν το Battle of Algiers του Gilles Pontecorvo για την Αλγερία ή το Ζ του Κώστα Γαβρά για την Ελλάδα. Την ίδια ώρα, το ανεξάρτητο ριζοσπαστικό σινεμά ανέβαινε από την Ιαπωνία μέχρι τη Λατινική Αμερική, όπου υιοθετούσε όλο και πιο guerilla κινηματογραφικές μορφές. Και βέβαια, υπάρχει και μια διακριτή παράδοση μαύρης εξεγερτικότητας που επίσης πηγάζει εν πολλοίς από το ανεξάρτητο ή blaxploitation σινεμά εκείνης της περιόδου, από το Killer of Sheep μέχρι το Sweet Sweetback’s Baadasssss Song και το The Spook Who Sat by the Door – μια παράδοση του εξεγερμένου γκέτο που αργότερα συνεχίστηκε με πιο mainstream μορφές έως το Do the Right Thing, το Menace II Society και το La Haine στα 80s και 90s.

Σε όλες αυτές τις αναπαραστάσεις που έθεσαν τον τόνο του κινηματογραφικού ριζοσπαστισμού στα 60s και 70s είχαμε ένα βασικό κοινό στοιχείο. Η εξέγερση αναπαρίσταται θετικά, όντας στενά δεμένη με τη δομική ανισότητα που παράγει ο καπιταλισμό ή με τον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη. Μιλάμε για ένα εν γένει ανεξάρτητο σινεμά, στο οποίο οι δημιουργοί θέλουν να μετατρέψουν την κάμερα σε όπλο ώστε να πάρουν θέση στον κοινωνικό πόλεμο. Επίσης, οικειοποιούμενο εν πολλοίς την ίδια τη νεανική ζωντάνια των εξεγέρσεων της εποχής, αυτό το σινεμά έδινε μεγάλη σημασία στον ξέφρενο εορτασμό της ζωής ή το μεγάλο ξέσπασμα της οργής, αμφισβητώντας την κυριαρχία του χρήματος και της ιδιοκτησίας πάνω στους ανθρώπους. Σε μια εξαιρετική στιγμή του Do the Right Thing, o Spike Lee μιλάει ως Mookie και καθιστά πολύ ευκρινείς τις προτεραιότητες αυτού του κινηματογράφου. Την ώρα που ο Sal, ο πρώην εργοδότης του, του λέει πως δεν θα τον πληρώσει λόγω της τζαμαρίας που έσπασε, ο Mookie απαντάει: “Motherfuck a windowRadio Raheem is dead“. Και συμπληρώνει: “The time is fuckin’ now.” Σε περίπτωση που δεν σας αρκεί η αναλογία με την σημερινή αμερικάνικη συγκυρία, να θυμίσουμε ότι στην ταινία δύο λευκοί μπάτσοι καταλήγουν να πνίξουν τον Radio Raheem, ακριβώς όπως έγινε και με τον George Floyd. Τριάντα χρόνια μετά, ξανά και ξανά, η ίδια ιστορία.

Εκεί όμως είναι που μπαίνει στη συζήτηση κι ο παράγοντας της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Υπάρχει δηλαδή ένα χολιγουντιανό θέαμα της εξέγερσης, κάτι που σημαίνει ότι οι κοινωνικοί αγώνες περνάνε στο σινεμά αλλά είναι πλέον και κάτι άλλο από αυτό που ήταν. Αυτοί οι αγώνες εκ των πραγμάτων επηρεάζουν και μετασχηματίζουν την μαζική κουλτούρα, αλλά ταυτόχρονα θεσμοποιούνται μέσα σε αυτήν και μετατρέπονται σε κάτι που ταυτόχρονα διατηρεί στοιχεία της κοινωνικής εμπειρίας και την ίδια ώρα την μετατρέπει σε εμπορικό θέαμα. Εξάλλου, ο ίδιος ο ριζοσπαστισμός είναι πλέον ένα ευπώλητο προϊόν στην liberal αγορά της pop κουλτούρας, και το να διαχωρίσει κανείς τις «αυθεντικές» από τις «εμπορικές» πλευρές αυτής της δυναμικής είναι μια όλο και πιο ζόρικη ή πολύπλοκη διαδικασία. Στο χολιγουντιανό θέαμα της εξέγερσης λοιπόν μπορούμε να διακρίνουμε δύο τάσεις. Η πρώτη είναι η πιο sympathetic και βασίζεται σε μια θεαματική-λαϊκίστικη δικαίωση της εξέγερσης όπως στα The Matrix και V for Vendetta των αδερφών Wachowski. Κάποτε είναι πιο confrontational και unapologetic, άλλοτε είναι πιο πατροναριστική και συγκαταβατική όπως στο Detroit της Kathryn Bigelow. Η δεύτερη είναι η τάση που αναπαριστά την εξέγερση είτε ως αποπροσανατολισμένη δράση όπως στο Fight Club είτε ως πηγή αρνητικού-αντικοινωνικού χάους όπως στο The Dark Knight Rises. Χονδρικά, στην πρώτη περίπτωση η εξέγερση έχει νόημα, ενώ στη δεύτερη εκφράζει την απουσία νοήματος. Κάπου ανάμεσα στα δύο βρίσκεται το Joker, και γι’ αυτό παραμένει τόσο αμφίσημο ως προς την εικονογραφία του, κάτι που του έχει επιτρέψει να εκθειαστεί ως ταξικό-εξεγερτικό μαζικό σινεμά και να κριτικαριστεί ως incel φαντασίωση την ίδια στιγμή. Και στους δρόμους, από τη Χιλή μέχρι το Λίβανο και το Χονγκ Κονγκ, πραγματικοί εξεγερμένοι χρησιμοποίησαν την μάσκα του Joker ως σύμβολο, φτάνοντας ενίοτε μέχρι την αναπαράσταση της αναπαράστασης της εξέγερσης, όπως ο Ιρακινός καλλιτέχνης που ντύθηκε Joker μέσα στα μπάχαλα της Βαγδάτης.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, πέραν της κυριολεκτικής ανάγνωσης, έχουμε και μια πιο μεταφορική προσέγγιση στην κινηματογραφική προβληματική της εξέγερσης. Όχι δηλαδή άμεση εικονογραφία της εξέγερσης αλλά παραγωγή εξεγερτικού νοήματος μέσα από την εικόνα, τη μεταφορά, την αφήγηση, την συλλογική εκπροσώπηση των καταπιεσμένων σε ατομικές ενσαρκώσεις κινηματογραφικών χαρακτήρων. Κι ενώ στο μεταφορικό πεδίο της εξέγερσης το σινεμά έχει επίσης τεράστια ιστορία πίσω του, έχει ενδιαφέρον να δούμε μια στροφή που υπάρχει τελευταία χρόνια όσον αφορά την αναπαράσταση των κοινωνικών κομματιών από τον πάτο του βαρελιού που εξεγείρονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο απέναντι στις συνθήκες ζωής τους. Αυτή η στροφή έρχεται φυσικά μέσα σε μια εποχή όλο και μεγαλύτερων εντάσεων, αντιθέσεων, ανισοτήτων – την ώρα που ο hi-tech μεταμοντέρνος καπιταλισμός έχει να προσφέρει μόνο περισσότερη φτώχεια, κατάθλιψη, αβεβαιότητα, κυνισμό. Παραδοσιακά, λοιπόν, υπήρχε ένα κινηματογραφικό στυλ αναπαράστασης της κοινωνικής αδικίας και δυσαρέσκειας με όρους χλιαρού διδακτισμού, ανθρωπισμού, ηθικολογίας. Μια βιομηχανία κοινωνικής ευαισθησίας, μια απονευρωμένη κινηματογραφική εκδοχή της ταξικής πάλης, ένας ακαδημαϊκοποιημένος «κοινωνικός ρεαλισμός», μια αφαίρεση της εμπειρίας και του αντιφατικού πλούτου που παράγεται από την προλεταριακή κατάσταση. Μιλάμε γι’ αυτά τα κοινωνικά δράματα που επεξεργάζονταν πραγματικά προβλήματα, αλλά χωρίς να μας πείθουν πάντα ότι περιλαμβάνουν ή αφορούν πραγματικούς ανθρώπους. Κάποιες φορές, στις χειρότερες των περιπτώσεων, μπορεί να έχουμε εν τέλει στα χέρια μας απλά μια Ταινία Με Μήνυμα © για την οποία η μάζα μπορεί να μην αποτελεί τίποτα παραπάνω από έναν διάκοσμο ή μια αισθητική.

Υπάρχει όμως τελευταία και μια τάση για περισσότερη συγκρουσιακότητα και περισσότερο τσαμπουκά, μια πιο unapologetic αναπαράσταση των καταπιεζόμενων που δεν φέρονται με βάση την ηθική και την ιδεολογία που προτιμούσε πάντα το «κοινωνικά ευαίσθητο σινεμά». Δεν είναι εξευγενισμένοι, μιλάνε μια δικιά τους γλώσσα, πιο βρώμικη και πιο μπάσταρδη. Συνεχίζουν να βρίσκονται εντός της mainstream κινηματογραφικής παραγωγής, από τα φεστιβάλ μέχρι τα βραβεία, αλλά δίνουν την αίσθηση ότι φτιάχνονται από ανθρώπους που έχουν ζήσει αυτήν την ζωή από μέσα, ξέρουν για τι πράγμα μιλάνε, και γι’ αυτό αποπνέουν μια αυθεντικότητα που δε μοιάζει πατροναριστική. Μιλάμε για ένα σύγχρονο ρεύμα προλεταριακού σινεμά που έχει μια ιδιαίτερη αύρα εκρηκτικότητας και έντασης, ακόμα κι αν δεν παίρνει τη μορφή της εξέγερσης. Περισσότερο αναζητά τα σημεία έκρηξης των ανισοτήτων και των αδιεξόδων που παράγει ο σύγχρονος κόσμος. Σε όλο και περισσότερες τέτοιες ταινίες, προερχόμενες απ’ όλον τον κόσμο αλλά όλο και συχνότερα κι από τις ΗΠΑ, βλέπουμε μια συμβολική εισβολή της μάζας στο προσκήνιο της ιστορίας, μια διεκδίκηση χώρου για τους περιθωριοποιημένους – όχι προκειμένου να σταθούν σαν φάροι λυρικής αξιοπρέπειας και να κάνουν το σωστό, αλλά για να εκφράσουν την ιδιαίτερη υλική αλήθεια του πώς είναι να ζεις στην λάθος πλευρά του καπιταλισμού, του ρατσισμού, της πατριαρχίας, του νόμου. Ακόμα κι αν εμφανίζονται σαν αυστηρά ατομικές ιστορίες, μιλάνε για όλους μας, διεκδικώντας κινηματογραφικό χώρο για τις πολύπλευρες και αντιφατικές ιστορίες των ανθρώπων του σήμερα. Από τη αποσιωπημένη μαύρη Αμερική του Sorry to Bother You, του Us και του Blindspotting μέχρι την υποπρολεταριακή λευκή Αμερική του Tangerine και του The Florida Project, του Good Time και του Uncut Gems. Από τα υποβαθμισμένα παρισινά προάστια του Girlhood και του Les Miserables μέχρι τη βρετανική ζοφίλα του God’s Own Country και του Journeyman. Από τις ακραίες ταξικές αντιθέσεις της Άπω Ανατολής στο Shoplifters, το Burning και το Parasite μέχρι τη λατινοαμερικάνικη βία του Birds of Passage, του Monos και του Bacurau. Κι αναφέραμε μόνο ταινίες της τελευταίας πενταετίας, έτσι;

Εστιάζοντας σε απατεωνίσκους, κομπιναδορους, φτωχοδιάβολους και κολασμένους, αυτή η φουρνιά ταινιών ανέδειξε με ορμητικό καλλιτεχνικό τρόπο τη μη-βιωσιμότητα του καπιταλισμού, την έκρηξη της εμπειρίας των υποτελών τάξεων με όρους εγκλήματος, βίας, οργής, αίματος. Αυτό το νέο λοξό, παγκόσμιο, μεταφορικό σινεμά της κοινωνικής έκρηξης βρίσκεται κάτω από τη μύτη του Hollywood, αλλά ο κόσμος καταφέρνει να βρει τρόπους για να το ανακαλύψει και να συνδεθεί μαζί του – επειδή το επιζητά, επειδή το έχει ανάγκη, επειδή νιώθει ότι μιλάει για τη ζωή του. Πολλές φορές οι ταινίες αυτές, ακόμα κι αν περιέχουν στιγμές εξέγερσης ενάντια στον σύγχρονο κόσμο, αφήνουν μια γεύση απαισιοδοξίας και ματαιότητας. Δεν προτείνουν απαραίτητα να φανταστούμε έναν νέο κόσμο δικαιοσύνης και ισότητας, ίσως ούτε καν ασχολούνται με το να τσεκάρουν τα σωστά κουτάκια ώστε να θεωρηθούν «προοδευτικές» κατά τον σύγχρονο χολιγουντιανό κανόνα. Κάποιες φορές, αφηγούνται ιστορίες που αναδεικνύουν την αποσύνθεση στην οποία βρίσκεται ο καπιταλισμός και οι κοινωνικές του σχέσεις. Ενίοτε, αναλώνονται σε αντιφάσεις και αδιέξοδα, σε εκρήξεις και ματαιώσεις. Μέσα από την πολλαπλότητα των εμπειριών που αγκαλιάζουν και αναπαριστούν, φωτίζουν όλους τους τρόπους με τους οποίους καθίστανται αβίωτες οι ζωές μας. Δεν δίνουν απαντήσεις, γιατί δεν τις έχουν. Αντίθετα, αρκούνται στο να θέσουν ερωτήματα με τρόπο που δε μπορεί να αγνοηθεί πια. Σε τελική ανάλυση, αυτό δεν κάνουν κι οι εξεγέρσεις;

Best of internet