Quantcast

Υπάρχει όντως πρόβλημα με τις ταινίες Marvel, αλλά δεν είναι η ποιότητά τους

Είναι ο τρόπος με τον οποίο αλλάζουν την ίδια την βιομηχανία του σινεμά

Περίπου δύο μήνες νωρίτερα, όταν βρισκόμασταν ανάμεσα στους τυχερούς (;) που είχαν δει το Joker στο Φεστιβάλ Βενετίας, πριν γίνει όοολος αυτός ο χαμός, ξεκινάγαμε την ανταπόκρισή μας από την προβολή της ταινίας ως εξής: «Οι υπερηρωικές ταινίες είναι πλέον τα πάντα. Βασικά, δεν είναι ακριβώς τα πάντα. Μάλλον μεσολαβούν τα πάντα. Ναι, μάλλον είναι δύσκολο να βρεις πλέον πολλά στοιχεία της σύγχρονης μαζικής pop κουλτούρας που να μην διασταυρώνονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με κάποιο στοιχείο του υπερηρωικού σινεμά. Καλώς ή κακώς, είναι πλέον γιγάντια σύμπαντα λαϊκής μυθολογίας, ένας μαζικό και παγκόσμιο τρόπο που έχει η pop κουλτούρα ώστε να σχετίζεται με το καλό και το κακό, το οικείο και το άγνωστο, την απειλή και τη λύτρωση. Είναι προϊόντα και κτήματα της δημόσιας σφαίρας με τρόπο βαθύ και δομικό πλέον. Ξεπηδούν από μια γιγάντια βιομηχανική παραγωγή, ερμηνεύονται κι επανερμηνεύονται από την ίδια κι από το κοινό τους, συνδιαλέγονται θέλοντας και μη με την κοινωνία και την ιστορία, με ένα δεδομένο πολιτικό και πολιτισμικό κλίμα. Ανήκουν σε όλους και όλες».

Σήμερα, δύο μήνες μετά, όλοι μιλάνε για το Joker. Η ταινία μάλλον θα γίνει η μεγαλύτερη R-rated επιτυχία στις ΗΠΑ κι η μεγαλύτερη επιτυχία της δεκαετίας στην Ελλάδα. Παράλληλα, οι μπάτσοι μπουκάρουν στα σινεμά για να βρουν ανήλικους κι οι διαδηλωτές της Χιλής ή του Λιβάνου βγαίνουν στους δρόμους με το μακιγιάζ του Arthur Fleck. Την ίδια ώρα, και παρόλο που το Joker μάλλον είναι η superhero ταινία που μοιάζει λιγότερο με superhero ταινία, ο λαός του internet συζητάει για το αν οι ταινίες με υπερήρωες είναι σινεμά ή όχι. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ένα πράγμα είναι σίγουρο: ακόμα κι αν έχεις καταφέρει να ξεφύγεις από τις ίδιες τις υπερηρωικές ταινίες, είναι αδύνατον να ξεφύγεις από την συζήτηση γι’ αυτές. Όπου κι αν είσαι, θα έρθει και θα σε βρει αυτή.

Όλα αυτά, φυσικά, τα λέμε με αφορμή τις δηλώσεις μεγάλων σκηνοθετών του παγκόσμιου σινεμά πάνω στο υπερηρωικό σινεμά γενικότερα και τις ταινίες της Marvel ειδικότερα. Κι επειδή σίγουρα δεν είστε υποχρεωμένοι να έχετε παρακολουθήσει αναλυτικά το όλο beef, πάμε να κάνουμε μια συνοπτική ανασκόπηση. Η αρχή έγινε με τις δηλώσεις του Martin Scorsese στο περιοδικό Empire, με τον σκηνοθέτη να δηλώνει πως αυτές οι ταινίες δεν είναι καν σινεμά, αλλά λούνα παρκ. Έπειτα, ο έτερος μεγάλος Ιταλο-Αμερικάνος δημιουργός του New Hollywood, ο Francis Ford Coppola δηλαδή, υπερθεμάτισε λέγοντας πως πρόκειται για ταινίες απαίσιες, ελεεινές. Στη συνέχεια, δίπλα τους στάθηκε κι ο Βρετανός Ken Loach, μάστορας του κοινωνικού ρεαλισμού, ο οποίος σημείωσε πως πρόκειται για εμπορεύματα που μοιάζουν με χάμπουργκερς, για προϊόντα της αγοράς που δεν έχουν καμία σχέση με την τέχνη του σινεμά. Αντίστοιχη θέση πήρε κι ο Βραζιλιάνος σκηνοθέτης Fernando Meirelles του City of God που συμφώνησε με τον Scorsese δηλώνοντας εμφατικά πως δεν βλέπει τέτοια πράγματα. Εκτός του σκηνοθετικού μπλοκ, για την ιστορία, παρόμοιες απόψεις εξέφρασε αυτές τις μέρες κι η Jennifer Aniston.

Στον αντίποδα, οι πρώτοι που έσπευσαν να υπερασπιστούν τις ταινίες Marvel ήταν βέβαια οι ίδιοι οι δημιουργοί τους. Πρώτος αντέδρασε ο Joss Whedon, σκηνοθέτης του πρώτου Avengers και γενικός daddy της nerd κουλτούρας, ο οποίος σημείωσε ότι καταλαβαίνει το point του Scorsese αλλά διαφωνεί με τον αφοριστικό ισχυρισμό του για την καλλιτεχνική ποιότητα αυτών των ταινιών. Έπειτα, ο James Gunn των Guardians of the Galaxy το πήγε παραπέρα, κάνοντας αρχικά μια ιδιαίτερα άγαρμπη αναλογία με τις θρησκόληπτες αντιδράσεις για το Last Temptation of Christ του Scorsese. Στη συνέχεια βέβαια έγινε κάπως πιο εύστοχος αναφέροντας ότι αντίστοιχοι αφορισμοί ακούγονταν πάντα εναντίον των δημοφιλών genres του μαζικολαϊκού σινεμά και προσθέτοντας ότι, όπως είναι φυσιολογικό, κάποιες ταινίες Marvel είναι καλές και κάποιες κακές. Ο πιο λακωνικός πάντως ήταν ο Taika Waititi, σκηνοθέτης του Thor: Ragnarok αλλά και του επερχόμενου βραβευμένου Jojo Rabbit, ο οποίος δήλωσε: “Of course it’s cinema! It’s at the movies.” Τέλος, ο Jon Favreau, σκηνοθέτης του Swingers και του πρώτου Iron Man, ήταν πιο διπλωματικός, λέγοντας πως οι Scorsese και Coppola είναι ήρωές του, οπότε μπορούν να εκφράζουν ό,τι άποψη επιθυμούν. Α, ναι, κι από το μέτωπο των ηθοποιών είχαμε την δήλωση του Robert Downey Jr. ότι είναι άτοπο να πεις πως οι ταινίες Marvel δεν είναι σινεμά και του Samuel L. Jackson ότι ούτε όλος ο κόσμος γουστάρει κάθε ταινία που έχει γυρίσει ο Scorsese – πράγμα ακριβές εδώ που τα λέμε.

Ξεκαθαρίζοντας πριν προχωρήσουμε ότι ο μόνος ψύχραιμος σε όλο αυτό είναι ο λατρείας Aki Kaurismaki που είπε ότι γουστάρει να βλέπει ταινίες Marvel τις Κυριακές που έχει hangover, ας σημειώσουμε το αυταπόδεικτο: χαμός έγινε γενικά. Προχωρώντας, όμως, έχουμε να πούμε ότι γενικά υπάρχει πρόβλημα. Υπάρχει πρόβλημα, τι να κάνουμε τώρα. Κοιτώντας το είδος της κριτικής που έκαναν στις σύγχρονες superhero μεγα-ταινίες οι παραπάνω σκηνοθέτες, βλέπουμε το εξής: αν τις πάρουμε κυριολεκτικά, αφορούν λιγότερο την προσωπική προτίμηση και περισσότερο μια θέση επί της αρχής για την κατάσταση του σινεμά σήμερα. Το πρόβλημα εδώ, βέβαια, είναι ότι ξεκινούν υποθέτοντας με παραδοσιακά υπεροπτικό κι ελιτίστικο τρόπο την δομική κατωτερότητα τέτοιων ταινιών κι οδηγώντας ρητά ή υπόρρητα στην επιθυμία αποκλεισμού τους από την σφαίρα του «αληθινού σινεμά». Είναι κάτι καινοφανές αυτό σαν αφήγημα; Ούτε καν. Η τεχνητή διάκριση ανάμεσα σε ‘υψηλή‘ και ‘χαμηλή‘ κουλτούρα είναι τόσο παλιά όσο κι η ίδια η νεωτερικότητα ενώ η περιφρόνηση της λαϊκής διασκέδασης ως ευτελιστικής ή κατώτερης είναι ένα κλασικό μοτίβο αριστοκρατικού τύπου αντίληψης για την τέχνη – πράγματα που έχουν δείξει και σε θεωρητικό ή ερευνητικό επίπεδο πλήθος στοχαστών του πεδίου που ονομάστηκε cultural studies σαν τον Raymond Williams και τον Stuart Hall.

Σε κάθε περίπτωση, είναι σχεδόν αυταπόδεικτο ότι αφοριστικές δηλώσεις μεγάλων σκηνοθετών σαν τις παραπάνω περιέχουν υπερ-γενικεύσεις και σχηματοποιήσεις που αν μη τι άλλο δείχνουν απολυτότητα στην κρίση και βιασύνη στην ανάλυση. Υπάρχει σινεμά που δεν είναι ταυτόχρονα και προϊόν; Υπάρχει στον καπιταλισμό έργο τέχνης που δεν είναι ταυτόχρονα και εμπόρευμα; Αν υπάρχουν ταινίες που βρίσκονται εκτός της αγοράς και δεν υπακούν καθόλου στους νόμους της βιομηχανικής παραγωγής κουλτούρας, τότε αυτές δεν είναι σίγουρα οι ταινίες του Scorsese ή του Coppola. Έτσι κι αλλιώς, ως κατεξοχήν λαϊκή μορφή διασκέδασης, το μαζικό σινεμά του 20ού αιώνα προχωρούσε πάντα μέσα από την συνάντηση ανάμεσα στην τεχνολογική-βιομηχανική παραγωγή και την καλλιτεχνική δημιουργία. Αυτή η συνάντηση ήταν άλλες φορές πιο αρμονική κι άλλες φορές πιο συγκρουσιακή, αλλά ήταν πάντα εκεί γιατί ο μαζικός κινηματογράφος αναπτύχθηκε μαζί με την μαζική κουλτούρα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα κι άρα είναι στην ρίζα του πολύ στενά δεμένος με την σύγχρονη ιστορία του ώριμου καπιταλιστικού κόσμου. Αν, λοιπόν, οι Scorsese και Coppola μιλάνε από την σκοπιά των ‘auteurs’ που δεν έχουν πια την τυφλή εμπιστοσύνη των μεγάλων στούντιο (πράγμα αντικειμενικά δυσάρεστο, χωρίς ίχνος ειρωνείας), τότε ας μην ξεχνάμε ότι η καλλιτεχνική ελευθερία με την οποία συνδέθηκαν το ονόματά τους κατά την εποχή του New Hollywood ήταν η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Στη μεγάλη εικόνα των πραγμάτων, δυστυχώς, ο κινηματογράφος ήταν και είναι τόσο τέχνη όσο και μπίζνα – μικρή ή μεγάλη, χολιγουντιανή ή φεστιβαλική.

Υπάρχει σ’ αυτές τις δηλώσεις ένα Old-Man-Yells-At-Cloud στοιχείο, αλλά αυτό δεν είναι το χειρότερο. Το χειρότερο είναι το γεγονός ότι αυτές οι δηλώσεις χαρακτηρίζονται από μια αστοχία όσον αφορά το ποιος είναι αυτός που καταστρέφει την κινηματογραφική έκφραση και την κινηματογραφική εμπειρία. Οι ίδιοι εφιστούν την προσοχή στην καλλιτεχνική αξία των ταινιών της Marvel, αλλά στην πραγματικότητα ξέρουν ότι το επίδικο δεν είναι η ποιότητα αυτών των φιλμ. Είναι βολικό να παρουσιάσεις το όλο πράγμα σα να πρόκειται για μια σύγκρουση μεταξύ καλού και κακού γούστου, σοβαρού και ασόβαρου σινεμά, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα – εκτός αν το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι η αίσθηση ανωτερότητας καθώς κράζεις μια μαζική διασκέδαση που εσύ θεωρείς ευτελή, χυδαία ή γελοία. Στον πραγματικό κόσμο, όμως, το ζήτημα είναι η πολιτική των στούντιο, η κρίση του μαζικού σινεμά, η ίδια η κρίση της κινηματογραφικής βιομηχανίας όπως την ξέραμε. Αυτή η κρίση μπορεί να επιταχύνθηκε από την κυριαρχία μοντέλων παραγωγής, διανομής και αφήγησης σαν αυτό του Marvel Cinematic Universe, αλλά πρόκειται για μια μακρά και βαθιά διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη πάνω από τρεις δεκαετίες τώρα. Αυτή η κρίση, λοιπόν, έχει πολλές πηγές. Ξεκινάει από την μονοκρατορία των blockbusters απ’ τα τέλη των 70s κι έπειτα (της οποίας όλως τυχαίως ηγήθηκαν ‘auteurs’ σαν τον Steven Spielberg και τον George Lucas, έτσι;), περνάει από την απόλυτη κυριαρχία των κινηματογραφικών multiplex και των μεγάλων αλυσίδων και φτάνει μέχρι την μείωση του κοινού που πηγαίνει στο σινεμά και την στροφή προς τις πλατφόρμες σαν το Netflix που ενίοτε βρίσκονται και σε ευθεία σύγκρουση με τη βιομηχανία του σινεμά. Το κινηματογραφικό έργο περιορίζεται όλο και περισσότερο σε προϊόν προς κατανάλωση εδώ και δεκαετίες, αλλά οι ταινίες Marvel είναι το σύμπτωμα – όχι η αιτία. Ταυτόχρονα όμως θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι ένα προϊόν είναι απλώς και μόνο ένα προϊόν. Ο Καρλ Μαρξ μίλαγε πριν από ενάμιση αιώνα για την διπλή, αντιφατική φύση των εμπορευμάτων: από την μία ικανοποιούν πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες κι από την άλλη δεν αποτελούν παρά αντικείμενα προς ανταλλαγή έναντι μιας τιμής.

Είμαι της γνώμης ότι, αν συμφωνήσουμε ότι αυτό είναι το πρόβλημα, τότε η συζήτηση ξεπερνάει το αν σου αρέσουν οι ταινίες της Marvel ή όχι, αν σου αρέσει το υπερηρωικό σινεμά ή όχι. Έχει την πλάκα του όμως το γεγονός ότι το είδος της κριτικής που εκφράστηκε χρησιμοποίησε ενδιαφέροντες κώδικες για να το κάνει. Οι παραπάνω σκηνοθέτες μίλησαν για λούνα παρκ, για απαισιότητα, για χάμπουργκερ. Ενδιαφέρουσες εκφραστικές επιλογές, πράγματι. Είμαστε απέναντι σε κάτι παιδικό; Σε κάτι βδελυρό; Σε κάθε ανθυγιεινό; Σε κάτι τυποποιημένο; Πού πάει η νεολαία μας; Το ότι πολύς κόσμος αντιμετωπίζει αυτούς τους σκηνοθέτες ως αυθεντίες υπεράνω αμφισβήτησης και κριτικής κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Υπάρχει μεταξύ άλλων και κάτι πατροναριστικό σε αυτές τις δηλώσεις που, αν είσαι ανάμεσα σε αυτούς που απολαμβάνουν το υπερηρωικό σινεμά, μπορεί εύκολα να σε βάλει σε θέση άμυνας ή αντίδρασης. Αλλά, προφανώς, δεν είναι αυτή η λύση.

Πρέπει λοιπόν να υπερασπιστούμε τις ταινίες της Marvel; Να ισχυριστούμε ότι είναι όλες καλές; Ότι δεν αξίζουν κριτική είτε ως μεμονωμένα έργα είτε ως κινηματογραφική τάση; Φυσικά και όχι. Κάτι τέτοιο θα ήταν ψέμα, θα ήταν κάτι ανούσιο. Στην πλειοψηφία τους, οι υπερηρωικές ταινίες είναι από πολύ κακές μέχρι απλώς μέτριες – ρεαλιστικά και γενναιόδωρα μιλώντας. Το υπερηρωικό σινεμά όμως είναι και μια δυναμική διαδικασία, μια διαδικασία εν εξελίξει. Συνολικά, βρίσκω ότι το υπερηρωικό σινεμά έχει βελτιωθεί – ή τουλάχιστον έρχεται όλο και πιο συχνά αντιμέτωπο με τα όρια και τις παθογένειές του επιχειρώντας κάπου-κάπου να τα υπερβεί με ενδιαφέροντες τρόπους. Ακόμα κι αν δεν κοιτάξουμε συγκεκριμένες ταινίες που ανοίγονται εντελώς σε ένα άλλο κινηματογραφικό ύφος διατηρώντας την superhero μυθολογία (σαν το Logan και το Joker), ας δούμε τις ίδιες της ταινίες Marvel. Πέρα από το ότι η σύγκλιση 23 ταινιών σε μια ενιαία συνεκτική αφήγηση είναι από μόνο του ένα επίτευγμα της σύγχρονης μυθοπλασίας από ποσοτική σκοπιά (κι άρα σε έναν βαθμό και ποιοτική), τα τελευταία χρόνια έχει ανέβει κι η ίδια η καλλιτεχνική ποιότητα πολλών από αυτές τις ταινίες. Αυξάνεται ο πειραματισμός, αυξάνεται η καλλιτεχνική ελευθερία, αυξάνονται οι ενδιαφέροντες δημιουργοί που δουλεύουν πάνω στο MCU βάζοντας (και) το προσωπικό τους στίγμα στην εξίσωση. Στα τελευταία δέκα χρόνια από τον θρίαμβο του The Dark Knight και την αρχή του MCU με το Iron Man μέχρι το Χρυσό Λιοντάρι του Joker, έχουν συμβεί πολλά κι έχει κυλήσει πολύ υπερηρωικό νερό στο κινηματογραφικό αυλάκι. Και μέσα σ’ αυτό το νερό υπάρχει και το εξής στοιχείο: ότι από πλευράς περιεχομένου η σκληρότερη κριτική που έχει γίνει στην υπερηρωική βιομηχανία, ηθική και ιδεολογία έχει προέλθει από το ίδιο το υπερηρωικό πεδίο αφού στη σύγχρονη τηλεόραση έχουμε σειρές σαν το The Boys, το Legion, το Doom Patrol και το νέο Watchmen.

Αν θέλουμε να καταλήξουμε σε κάτι, λοιπόν, τότε αυτό είναι ότι το πρόβλημα σε τελική ανάλυση δεν βρίσκεται στο ότι τέτοιες ταινίες παράγονται βιομηχανικά ή ότι αποτελούν καλλιτεχνικά σκουπίδια. Το πρόβλημα είναι ότι τα σύγχρονα franchises (που είναι κυρίως υπερηρωικά, αλλά όχι μόνο) αποτελούν ένα από τα βασικά οχήματα αλλαγής για την ίδια τη δομή της βιομηχανίας της ψυχαγωγίας, μετασχηματίζοντας τη σχέση ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση της μαζικής κουλτούρας. Αν εντοπίζαμε τρία βασικά στοιχεία σ’ αυτήν την διαδικασία, είναι τα εξής.

Πρώτον, η μονοπωλιακή τάση στην παραγωγή και τη διανομή που εκφράζεται κυρίως από τη Disney, η οποία πέρα από το να έχει τον έλεγχο της Marvel και του Star Wars, εξαγόρασε την Fox κι ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει την δική της streaming πλατφόρμα. Όλα αυτά συνδυαστικά διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για να πούμε ότι βρισκόμαστε στα πρώτα στάδια μιας μετάβασης από τον ολιγοπωλιακό έλεγχο του θεάματος σε μια μονοπωλιακή κατάσταση.

Δεύτερον, όπως γράφαμε και μια άλλη αφορμή φέτος, καθώς η σύγχρονη τηλεοπτική και κινηματογραφική βιομηχανία κινείται όλο και περισσότερο προς την κατεύθυνση να γίνει μια αγορά των μεγάλων events (και με τις υπάρχουσες και επερχόμενες streaming πλατφόρμες να ετοιμάζονται για εμφύλιο πόλεμο μεταξύ τους), η κυριαρχία της αντίληψης του fan service λειτουργεί ταυτόχρονα προς δύο κατευθύνσεις: από τη μία τα πολιτισμικά προϊόντα γίνεται όλο και πιο μεγάλα, από την άλλη εξαρτώνται με όλο και άμεσο τρόπο από τον μεμονωμένο καταναλωτή. Κι αυτό είναι πρόβλημα, είναι κάτι που κάνει κακό τόσο σ’ αυτούς που δημιουργούν όσο και σ’ αυτούς που απολαμβάνουν – περιστέλλοντας του πρώτους όλο και περισσότερο στον ρόλο του παρόχου υπηρεσιών και τους δεύτερους όλο και περισσότερο στον ρόλο του πελάτη-καταναλωτή που παρεμβαίνει στο προϊόν που πρόκειται να αγοράσει.

Τρίτον, η δυσκολία για πολλές ταινίες να βρουν παραγωγούς και διανομείς όλο και μεγαλώνει, σε βαθμό που γίνεται διακύβευμα κι η ίδια η βιωσιμότητα του να κάνεις ταινίες που δεν θα αποτελούν πολιτισμικά events και δεν θα φέρνουν υπερ-κέρδη. Ήδη φέτος είχαμε ένα παράδειγμα από το πιθανό μέλλον ενός μέρους του σινεμά. Θέλεις να κάνεις μια ταινία; Έχεις μια ενδιαφέρουσα ιδέα; Όχι, κανένα στούντιο δεν θα πάρει το ρίσκο έτσι απλά. Βρες έναν τρόπο να την προσδέσεις σε ένα γνωστό κι εγκαθιδρυμένο property και το ξανακοιτάμε. Κι εγένετο Joker.

Όλα αυτά δεν αποτελούν αποκλειστικά προβλήματα του υπερηρωικού σινεμά. Είναι βαθιά προβλήματα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, τα οποία απλά οξύνει το υπερηρωικό σινεμά επειδή βρίσκεται στο επίκεντρο αυτή τη στιγμή. Οι σκηνοθέτες κι οι δημιουργοί το ξέρουν καλύτερα απ’ όλους όντας θύματα αυτής της κατάστασης. Αν θέλουν να ανοίξουν αληθινά τη συζήτηση, τότε θα πρέπει να αρχίσουν να λένε τα πράγματα με το όνομά τους.

Best of internet