Quantcast

ΜΟΝΟ ΘΡΑΣ: Μιλήσαμε με τον δημιουργό του ντοκιμαντέρ Murder in the Front Row για το metal, για τις μπίρες, για την ζωή

Ο Adam Dubin βρέθηκε στην Αθήνα για τις 25ες Νύχτες Πρεμιέρες και δεν υπήρχε περίπτωση να μας ξεφύγει

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

20 Σεπτεμβρίου 2019

Όλως τυχαίως, λιγότερο από δύο μήνες νωρίτερα, παίρναμε μια συνέντευξη από έναν άνθρωπο που έγραψε ένα βιβλίο για το crossover, για την συνάντηση του metal και του punk. Σήμερα, σας παρουσιάζουμε μια συνέντευξη με έναν άλλον άνθρωπο, ο οποίος γύρισε μια ταινία για το thrash metal της δυτικής ακτής, δηλαδή μάλλον ό,τι κοντινότερο θα μπορούσε να βρει κανείς. Αν αυτό μας χαροποιεί, δεν φταίει μόνο που αγαπάμε το metal. Όλοι αγαπάνε το metal, ακόμα κι αν δεν το ξέρουν ή δεν τον παραδέχονται. Περισσότερο απ’ αυτό, όμως, μας χαροποιεί το να μιλάμε με ανθρώπους που μελετάνε μια μουσική σκηνή, μια υποκουλτούρα, όχι ως εξωτερικοί και ψυχροί παρατηρητές αλλά από την σκοπιά της κοινότητας και της συμμετοχής – με αγάπη και φροντίδα και πώρωση.

Στην εισαγωγή εκείνης της συνέντευξης γράφαμε το εξής: «Υπάρχουν μόνο δύο τρόποι να μιλήσεις, προσεγγίσεις, αναλύσεις τις μουσικές υποκουλτούρες στην Ελλάδα και παντού. Ο πρώτος είναι όντας μέλος τους, έχοντας υπάρξει μεταλάς ή πάνκης ή χιπχοπάς ή ρεηβάς, κι άρα γνωρίζοντας από μέσα πως αυτές οι μουσικές ποτέ δεν είναι απλά μουσικές – είναι επίσης ζωντανές κοινότητες ανθρώπων με τις δικές τους κοινωνικές σχέσεις και χαρακτηριστικά, πάντα σε επαφή με το ιστορικό τους περιβάλλον. Ο δεύτερος τρόπος είναι να τις δεις απ’ έξω, να τις μελετήσεις σαν εξωτερικός παρατηρητής: μπορεί να καταλάβεις πολλά πράγματα, αλλά πάντα κάτι θα σου διαφεύγει». Αυτό είναι που μας ενδιαφέρει περισσότερο, κι αυτός είναι ο λόγος που χαρήκαμε πολύ όταν μιλήσαμε με τον Adam Dubin, τον σκηνοθέτη που γύρισε το ντοκιμαντέρ Murder In The Front Row, το οποίο αφηγείται την ιστορία της σκηνής του Bay Area στα 80s απ’ όπου ξεπήδησαν οι Metallica, οι Megadeth, οι Slayer, οι Exodus, οι Testament κι οι Death Angel, μεταξύ πολλών άλλων.

Ο Dubin βρέθηκε στην Αθήνα για να παρουσιάσει την ταινία του στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας που ξεκίνησαν αυτήν την βδομάδα και βέβαια δεν είναι σε καμιά περίπτωση ξένος προς την metal κουλτούρα. Όντας σταθερός συνεργάτης των Metallica από το 1992 μέχρι σήμερα, ο Dubin σκηνοθέτησε τόσο music videos σαν το Nothing Else Matters όσο και ντοκιμαντέρ σαν το A Year and a Half in the Life of Metallica και το Hit the Lights: The Making of Metallica Through the Never . Κι εκτός αυτού όμως, η πορεία του είναι συναρπαστική. Όντας φίλος και συγκάτοικος του θρυλικού Rick Rubin στα 80s, ο Dubin γύριζε βίντεο κλιπ των Beastie Boys κι έκανε παρέα με τους Slayer, ενώ την ίδια ώρα σκηνοθετούσε cult punk κωμωδίες σαν το Drop Dead Rock με την Debbie Harry και τον Adam Ant, αλλά και stand-up specials με κωμικούς σαν τον Lewis Black και τον Jim Norton.

Αυτός ο ιδιαίτερος συνδυασμός μεταξύ ιστορικού βάρους και παρεΐστικου χαβαλέ, απηχώντας σχεδόν τον ίδιο τον πυρήνα του thrash, περνάει πλήρως και στο ύφος της ταινίας. Είναι σοβαρό αλλά και ασόβαρο, με την καλή έννοια και των δύο. Ξεκινάει με μια αφήγηση που περιγράφει τα αμερικάνικα 80s του Reagan απέναντι στα οποία εξεγέρθηκε (μουσικά και μη) η αμερικάνικη νεολαία, αλλά η φωνή του εκφωνητή ανήκει στον κωμικό Brian Posehn που οι περισσότεροι γνωρίζουν μέσα από το The Big Bang Theory. Μερικές ώρες πριν την πανευρωπαϊκή πρεμιέρα της ταινίας στην Αθήνα, λοιπόν, μιλήσαμε με τον Adam Dubin για την ταινία του, για metal, για τις μπίρες, για την πολιτική, για την ζωή.

Απολαύστε υπεύθυνα:

Ενώ υπάρχουν κάμποσες metal ταινίες γενικά, δεν υπάρχουν και τόσα πολλά ντοκιμαντέρ για συγκεκριμένα υπο-είδη ή σκηνές. Τι σε τράβηξε στο να φτιάξεις μια ταινία για το thrash metal του Bay Area;

Είχα την μεγάλη τύχη και χαρά να συνεργαστώ με τους Metallica για πολλά χρόνια. Έτσι, μέσω αυτής της συνεργασίας, είχα μια αρκετά μεγάλη γνώση της σκηνής. Μετά εκδόθηκε το βιβλίο Murder in the Front Row, το οποίο περιείχε φωτογραφίες εκείνης της εποχής. Όταν το έπιασα στα χέρια μου λοιπόν, πριν από 5-6 χρόνια, με συνεπήρε. Οι φωτογραφίες μου φαίνονταν τρομερά ζωντανές. Καταλάβαινα ότι πίσω από κάθε φωτογραφία υπήρχε μια ακόμα πιο πλούσια ιστορία που έπρεπε να ακουστεί. Κατευθείαν άρχισα να σκέφτομαι ότι πρέπει να κάνω ένα ντοκιμαντέρ γι’ αυτήν την ιστορία. 

Η δική σου επαφή με το metal ποια είναι; Πότε ξεκίνησε η σχέση σου μαζί του;

Ανέκαθεν ήμουν metal ακροατής – και ακροατής γενικότερα της σκληρής μουσικής. Ήμουν συμφοιτητής και συγκάτοικος με τον Rick Rubin, τον μουσικό παραγωγό, κι όταν αυτός άρχισε να δουλεύει με τους Slayer γύρω στο 1986 τότε ήρθα κι εγώ σε επαφή με το thrash συγκεκριμένα. Στη συνέχεια άρχισα να σκηνοθετώ music videos για πολλές διαφορετικές μπάντες, ανάμεσά τους και το No Sleep ‘Til Brooklyn των Beastie Boys όπου έπαιζε κι ο Kerry King των Slayer. Έφτιαχνα λοιπόν music videos για μπάντες σαν τους Trouble, τους Wolfsbane, τους Warrior Soul και φυσικά τους Metallica. Οπότε γενικά είχα μια σταθερή προσωπική κι επαγγελματική επαφή με το hard rock και το heavy metal.

Όλες αυτές οι δουλειές που έχεις κάνει, από τα music videos και τα ντοκιμαντέρ μέχρι το stand-up comedy, πώς επηρέασαν το ύφος της ταινίας, αυτόν τον συνδυασμό σοβαρότητας και χαβαλέ;

Το ύφος της ταινίας ήταν μια πολύ συνειδητή απόφαση. Ήταν κάτι συγκεκριμένο που ήθελα να πετύχω. Παρόλο που πραγματεύεται και σοβαρά ζητήματα της περιόδου, ήθελα να έχει έναν ελαφρύ κι ευχάριστο τόνο. Ήταν κάτι που το έβλεπα και στις φωτογραφίες που λέγαμε προηγουμένως. Αν και το thrash metal γινόταν συχνά πολύ σοβαρό, πολιτικοποιημένο κι επιθετικό, ήταν ταυτόχρονα μια σκηνή πολύ παρεΐστικη και χαρούμενη. Κι αυτή ήταν μια αίσθηση που επιβεβαιώθηκε μέσα από τις συνεντεύξεις. Υπήρχε μια συντροφικότητα ανάμεσα στις μπάντες και το κοινό, σχεδόν σα να μην υπήρχε διαφορά μεταξύ τους. Όλοι τους ήταν εκεί για την μουσική. Αυτή η αίσθηση κοινότητας και χαράς ήταν σημαντικό για μένα να περάσει στο ύφος της ταινίας.

Προσεγγίζεις το metal περισσότερο σαν νεανική υποκουλτούρα και λιγότερο σαν μουσική βιομηχανία, πράγματα που ισχύουν εξίσου, ενώ οι συνεντευξιαζόμενοι μιλάνε πολύ προσωπικά και νοσταλγικά για το underground παρελθόν τους παρόλο που είναι πετυχημένοι επαγγελματίες μουσικοί. Πώς συνδυάζονται αυτά τα δύο για σένα, η κοινότητα και το ροκσταριλίκι; 

Προσέγγισα την ταινία σαν κάτι που θα μπορούσε να ενδιαφέρει όχι μόνο τους μεταλλάδες αλλά πολύ περισσότερο κόσμο. Γι’ αυτό και προσέγγισα αυτήν την σκηνή περισσότερο από την σκοπιά μιας κοινωνικής έρευνας πάνω σε μια κοινωνική ομάδα. Τυχαίνει να ήταν μεταλλάδες, αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι το πώς δημιούργησαν μόνοι τους αυτήν την κουλτούρα. Από τους σχεδιαστές των fliers και τους δημιουργούς των fanzines μέχρι τα crews των συγκροτημάτων και τους tape-traders. Ήταν σαν σχεδόν όλοι να είχαν έναν ρόλο σ’ αυτήν την σκηνή. Καθώς μεγάλωνε η σκηνή, κάποιες μπάντες έγιναν πάρα πολύ διάσημες. Ήταν κάτι που δεν μπορούσαν ούτε να ονειρευτούν στις απαρχές. Σήμερα είναι πλέον κομμάτι της ευρύτερης κουλτούρας των ανθρώπων. Το metal είναι κάτι αναγνωρίσιμο. Ακόμα και σήμερα όμως επιβιώνει αυτή η αυθεντική σχέση με το κοινό, έστω και σε ένα μεγάλο στάδιο. 

Τις προάλλες είδα ζωντανά τους Slayer στην αποχαιρετιστήρια περιοδεία τους και σκεφτόμουν για άλλη μια φορά ότι τίποτα δεν μοιάζει με την ενέργεια και την ατμόσφαιρα μιας καλής metal συναυλίας. Από την άλλη, στο σινεμά συχνά οι δημιουργοί θέλουν μια προσήλωση και μια ευλάβεια.  Εσύ τι θέλεις να γίνεται στις προβολές της ταινίας; Θέλεις αυτήν την metal ενέργεια; Θέλεις να έχει head-banging και sing-along;

Έχουμε κάνει προβολές της ταινίας με ήσυχο κοινό, κι έχουμε κάνει και προβολές με ανήσυχο κοινό. Χαίρομαι πάρα πολύ που παρουσιάζουμε την ταινία εδώ στην Αθήνα, στο φεστιβάλ κινηματογράφου. Ξέρω εδώ και πολλά χρόνια ότι υπάρχει μεγάλο metal κοινό στην Ελλάδα. Πολλές από τις μπάντες με τις οποίες μιλήσαμε έχουν παίξει στην Ελλάδα και ξέρουμε ότι η ανταπόκριση ήταν πολύ θερμή. Υπάρχει έντονο ενδιαφέρον γι’ αυτήν την μουσική. Προσωπικά μου αρέσει πολύ όταν στις προβολές μας υπάρχουν άνθρωποι που μιλάνε, που βρίσκονται σε διάλογο με την ταινία, που γελάνε. Κάποιες φορές το κοινό είναι πολύ προσηλωμένο και μαζεμένο. Άλλες φορές είναι πιο ενεργό, ζωντανό, κάνει θόρυβο. Το έχω πει κι άλλες φορές: αυτή η ταινία ταιριάζει καλά με μπίρες. Όταν βρισκόμασταν σε σινεμά που πουλούσαν μπίρες, τότε η προβολή πήγαινε πολύ καλύτερα. [γέλια] Και το καλό με την αίθουσα είναι ότι έχεις ένα συλλογικό περιβάλλον, όπως όταν βλέπεις μια μπάντα σε συναυλία. Κι έτσι θα μ’ άρεσε να είναι οι προβολές αυτής της ταινίας: σαν συναυλίες.

Ένα σημαντικό κομμάτι του metal ήταν πάντα είτε πολύ σοβαροφανές και βλοσυρό είτε από απολίτικο έως συντηρητικό. Αλλά το thrash δεν ήταν έτσι, ως επί το πλείστον τουλάχιστον. Ήταν κάτι ταυτόχρονα πιο χαβαλεδιάρικο αλλά και πιο πολιτικοποιημένο, συνδυάζοντας το παρεΐστικο κλίμα της μπίρας και του moshpit με τον ψυχρό πόλεμο, την κοινωνική αλλοτρίωση, τα εγκλήματα πολέμου. Εσύ πώς βλέπεις την ριζοσπαστικότητα του thrash και πώς ήθελες να την αναπαραστήσεις στην ταινία;

To thrash είχε ένα μεγάλο ενδιαφέρον και για τον λόγο ότι συνυπήρχε με το punk, δανειζόμενο την ενέργεια και την ταχύτητά του. To punk όμως ήταν πιο ανοιχτό και κυριολεκτικό όσον αφορά τον πολιτικό του χαρακτήρα. Νιώθω ότι το thrash το έκανε με έναν πιο συγκαλυμμένο ή διακριτικό τρόπο, πιο ενδοσκοπικά. Έστρεφε το βλέμμα στην κατάσταση του πλανήτη και την κοινωνική δυσαρέσκεια χωρίς να στρατεύεται συγκεκριμένα. Είναι κάτι που το βρίσκεις πολύ έντονα στους στίχους του Hetfield και του Mustaine για παράδειγμα. Δεν απευθύνονται συγκεκριμένα σε μια κυβέρνηση, αλλά στοχοποιούν συνολικά και βαθύτερα την διαφθορά που φέρνει μαζί της η εξουσία. Αυτοί οι δίσκοι βγήκαν στην εποχή του Reagan, όμως δεν απευθύνονταν ονομαστικά στον Reagan, όπως έκανε το punk. Αλλά ακόμα κι όταν οι thrashers μιλάγανε απλά για το ότι παρτάρουν ή τα σπάνε, αυτό παρέμενε μια κοινωνική αντίδραση στην πολιτική κατάσταση της εποχής. Γι’ αυτό πιστεύω ότι το thrash metal ήταν πολιτικό εκ φύσεως, μέσα από την δημιουργία μιας δικής του κουλτούρας που ερχόταν σε κόντρα με τις αντιλήψεις της εποχής του. Αυτό είναι ένας συγκεκριμένος τύπος πολιτικής στάσης, και γι’ αυτό νομίζω ότι εκείνα τα τραγούδια παραμένουν επίκαιρα σήμερα.

Τα τελευταία χρόνια συζητιέται όλο και πιο έντονα η εισχώρηση ακροδεξιών και alt-right στοιχείων σε υποκουλτούρες, με το metal να βρίσκεται συχνά στο κέντρο της κουβέντας (πρωτίστως το black metal αλλά όχι μόνο). Είχαμε περιστατικά σαν αυτό του Phil Anselmo, είχαμε κινητοποιήσεις ενάντια σε metal μπάντες που έχουν δεσμούς με νεοναζί, είχαμε ταινίες σαν το Lords of Chaos κλπ. Αυτή η σκοπιά ήταν κάτι που σε απασχολούσε μελετώντας το metal των 80s;

Φτιάχνοντας αυτήν την ταινία, μεταφέραμε τους μουσικούς και τους fans σε μια εποχή που ήταν πολύ νέοι. Δεν πιστεύω ότι τότε ήταν ιδιαιτέρως πολιτικά συνειδητοποιημένοι, και σίγουρα δεν είχαν στο μυαλό τους την εισχώρηση ακροδεξιών στοιχείων στην κουλτούρα τους. Πρώτα απ’ όλα τους ένοιαζε να περνάνε καλά και να ακουστούν ως μπάντες. Αλλά υπάρχει ένα ενδιαφέρον στοιχείο εδώ. Την ίδια ώρα που ανέβαινε η thrash σκηνή στο Bay Area, υπήρχε κι η punk σκηνή στην περιοχή. Τότε υπήρχε μια προσπάθεια των ναζί skinheads να εισχωρήσουν στο punk. Οι punks αντιστάθηκαν, και πολύ καλά έκαναν. Με βάση την δική μου έρευνα, τέτοια προσπάθεια εισχώρησης δεν υπήρξε στην thrash σκηνή. Αν αγαπούσες την μουσική, ήσουν ευπρόσδεκτος. Αλλά παράλληλα έχω την αίσθηση ότι αν ήσουν ρατσιστής τότε δεν θα ήσουν και τόσο ευπρόσδεκτος. Είναι κάτι που βλέπεις και στις φωτογραφίες που λέγαμε: υπήρχαν άνθρωποι κάθε είδους. Αρκεί να ήσουν μεταλλάς και να μην ήσουν ποζεράς. Το επίκεντρο της ταινίας είναι η μουσική, αλλά μέσα από την αφήγηση της μουσικής ιστορίας βλέπεις και άλλες πλευρές. Ότι υπήρχαν γυναίκες μέσα στην σκηνή, υπήρχαν ιθαγενείς Αμερικάνοι, υπήρχαν αφρο-Αμερικάνοι. Όλοι μαζί έφτιαχναν έναν δικό τους κόσμο, απορρίπτοντας την mainstream πολιτική αλλά φτιάχνοντας κάτι θετικό.

Κλείνοντας αυτήν την κουβέντα, ποια είναι για σένα η απόλυτη, η μία και μοναδική heavy metal ταινία;

Λατρεύω την ομώνυμη Heavy Metal ταινία, αλλά θα πήγαινα ακόμα πιο πίσω. Περισσότερο απ’ όλα με επηρέασε η ταινία του Woodstock. Το επίκεντρο ήταν κι εκεί η μουσική, αλλά έδειχνε και τι συνέβαινε γύρω από αυτήν. Όμως πρέπει να πω ότι το αγαπημένο μου πράγμα που έχω κινηματογραφήσει ποτέ ήταν το 1992 στο Wembley, στην συναυλία για τον Freddie Mercury. Ήμασταν backstage και τραβούσα πλάνα, και κάποια στιγμή συναντήθηκαν οι Metallica με τους Spinal Tap. Κι οι δύο τους ήταν πολύ χαρούμενοι που συναντήθηκαν. Εκείνη την περίοδο οι Metallica είχαν βγάλει το Black Album, και κάποιος από τους Spinal Tap τους ρώτησε: “Από που κλέψατε την ιδέα για έναν δίσκο με μαύρο εξώφυλλο;”. [γέλια] Ήταν μια στιγμή που για μένα ο κόσμος του heavy metal έγινε ένα. 

Best of internet