Quantcast

Στο Us του Jordan Peele είμαστε άλλοι, ζούμε σε παράνοια

Αν θέλατε μια ανεξέλεγκτη εκδοχή του Get Out, όπως εμείς, τότε είστε πολύ τυχεροί

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, αγαπητές φίλες κι αγαπητοί φίλοι, πέρασαν δύο χρόνια από το Get Out του Jordan Peele – σχεδόν ακριβώς δύο χρόνια, για την ακρίβεια. Δεν θα υπήρχε κανένας ιδιαίτερος λόγος να τονίσουμε αυτό το γεγονός, αν δεν μας άγγιζε για έναν συγκεκριμένο λόγο που αφορά αυτά που σας γράφουμε εδώ. Εκτός του γεγονότος ότι επρόκειτο για το πρώτο κινηματογραφικό κείμενο που έγραψα γι’ αυτό εδώ το site (awww), η περίοδος που κυκλοφόρησε με πάταγο το Get Out ήταν μάλλον το μεταίχμιο της σταδιακής μετατροπής του horror από outsider της αίθουσας και των φεστιβάλ και των βραβείων σε πιθανό φαβορί που τραβάει πάνω του σαν μαγνήτης την αγάπη του κοινού και της κριτικής. Ναι, σαφέστατα, περνάμε εδώ και κάμποσα χρόνια μια νέα χρυσή εποχή του τρόμου – κι ο Jordan Peele αποτελεί πιθανότατα την αιχμή του horror δόρατος που περνάει τις γραμμές άμυνας της mainstream κινηματογραφίας. Κι εκτός των άλλων πρόκειται για έναν άνθρωπο εξαιρετικά δραστήριο σ’ αυτά τα δύο χρόνια, αφού έχει συνδημιουργήσει δύο τηλεοπτικές σειρές (The Last O.G. και Weird City), έχει δανείσει τη φωνή του σε διάφορους χαρακτήρες του Big Mouth, ετοιμάζει την αναγέννηση του The Twilight Zone και, στο μεταξύ, ψήνεται τα μάλα να φτιάξει μια ταινία Gargoyles.

Φυσικά, ας μη γελιόμαστε, αρχικά τον λατρέψαμε παράφορα μέσα από τα sketches του Key & Peele – κι ήταν αυτό το ιδιαίτερο κωμικό πνεύμα που πάντα θα ψάχνουμε να βρούμε στις κινηματογραφικές του απόπειρες. Με την απόσταση των δύο αυτών χρόνων, αν κάτι μας λείπει τελικά από το Get Out, αυτό δεν είναι η ιδιαίτερη, μοχθηρή, απειλητική αύρα που σέρνεται κάτω από την κωμωδία του Key & Peele. Σ’ αυτό η ταινία τα είχε καταφέρει περίφημα. Αν κάτι μας έλειψε, λοιπόν, ήταν το στοιχείο του ανεξέλεγκτου, η συνεχής αίσθηση του πραγματικά απρόβλεπτου, η φρενήρης τάση προς την φλυαρία και την υπερβολή και το μπουρλότιασμα των ίδιων των θεμελίων πάνω στα οποία στήνεται το εκάστοτε κείμενο. Ναι, τέτοια πράγματα μας αρέσουν, ακραία κι οριακά – που ενίοτε μπορεί να στρέφονται κι ενάντια στις ίδιες τις προθέσεις των δημιουργών τους. Τι να κάνουμε τώρα, έχουμε κι εμείς τα βίτσια μας.

Ε, για να μην χρονοτριβούμε, στο Us, την καινούρια του ταινία που κυκλοφορεί αυτή τη βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες, ο Jordan Peele αφήνει τον εαυτό του ανεξέλεγκτο και το αποτέλεσμα φέρει πάνω του τη σφραγίδα του Key & Peele σε πολλαπλάσιο βαθμό από το Get Out. Με πρωταγωνιστικό ντουέτο μια εκπληκτική Lupita Nyong’o (του 12 Years a Slave και του Star Wars: The Last Jedi) κι έναν ικανοποιητικότατο Winston Duke (που τον είδαμε στο Black Panther μαζί με την προαναφερθείσα), το Us αφηγείται την ιστορία μιας μεσοαστικής μαύρης οικογένειας που καταδιώκεται μέσα στο ίδιο της το σπίτι από τέσσερις γκροτέσκους σωσίες της που φοράνε κόκκινες φόρμες. Σύμφωνα με τον εναρκτήρια σκηνή-πρόλογο της ταινίας, η πηγή του κακού μοιάζει να είναι η επίσκεψη της πρωταγωνιστικής ηρωίδας στο μαγικό σπίτι με τους καθρέφτες ενός καλιφορνέζικου λούνα παρκ, όπου αντίκρισε στο γυαλί κάτι παραπάνω (και σίγουρα πιο τρομακτικό) από τον εαυτό της.

Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, το Us καλείται να αποδείξει πως αποτελεί κάτι παραπάνω από το άθροισμα των σημείων αναφοράς του, τα οποία φοράει περήφανα πάνω του σαν παράσημα που εκπέμπουν εξίσου καλλιτεχνικο-πολιτικό εκλεκτικισμό και προσωπικό πάθος εκ μέρους του Jordan Peele. Πρώτα απ’ όλα, η ταινία αυταπόδεικτα αντλεί την έμπνευσή της από το The Twilight Zone του σπουδαίου Rod Serling. Πέρα απ’ το ότι το Us εμπνέεται σαφέστατα (όπως έχει πει κι ο ίδιος ο Peele) από το κλασικό επεισόδιο Mirror Image, επιλέγει κι αυτό να μεταχειριστεί τον φόβο ως ατομικό και συλλογικό ορίζοντα της αμερικάνικης κοινωνίας της εποχής του – με την αιμάτινη κόκκινη παλέτα του να αντανακλά το red scare μέσα απ’ το οποίο ξεπήδησε η σειρά στα 50s. Επιπλέον, ποντάρει τα μάλα στην doppelganger μυθολογία, απηχώντας παράλληλα στην υπαρξιακή υφή του ντοστογεφσκικού Σωσία, την ψυχαναλυτική λειτουργία του Σωσία ως ασυνείδητο προμήνυμα κινδύνου στον Όττο Ρανκ και φυσικά την λαϊκή doppelganger παράδοση των γοτθικών ή pulp αναπαραστάσεων στο χαρτί και την οθόνη. Αναπόφευκτα, το γεγονός ότι η επαφή με τους σωσίες γίνεται το δραματικό κέντρο της ταινίας, στο στόχαστρο μπαίνει εκ των πραγμάτων ο (προσωπικός και κοινωνικός) εαυτός ως πεδίο σύγκρουσης, με την σχετικοποίηση της διάκρισης ανάμεσα στο αυθεντικό και το αντίγραφο να βαραίνει το ποιος δικαιώνεται και ποιος καταδικάζεται από την αφήγηση.

Οι δύο αυτές πτυχές της ταινίας, δηλαδή η προβληματικοποίηση του φόβου και του σωσία, αγκυροβολούν με τη σειρά τους σε δύο φαινομενικά ακραία αντιθετικά πλαίσια αναφορών που δίνουν μια αρκετά αλλόκοτη υφή στον σημειολογικό κόσμο του Us. Από τη μία πλευρά, o Peele εισάγει συνεχείς κι επαναλαμβανόμενες δόσεις βιβλικού τρόμου στην ταινία, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα θείας δίκης με αναφορές στον προφήτη Ιερεμία της Παλαιάς Διαθήκης. Από την άλλη πλευρά, επειδή Peele είσαι αφού, η παρουσία των pop αναφορών είναι κάθε άλλο παρά διακριτική, με το επικό 90s banger I Got 5 On It να εμφανίζεται τόσο αυτοπροσώπως όσο και με το δικό του επικό ορχηστρικό doppelganger ανάμεσα σε πλήθος άλλων σημείων που κυμαίνονται από το ελαφρύ κλείσιμο του ματιού και την αποσυμπίεση της έντασης μέχρι την κρυπτική συμβολική παρουσία (ας πούμε, το εμβληματικό μονολιθικό logo των Black Flag που εμφανίζεται πάνω από μια φορά, χμμμ).

ΟΚ, ας σοβαρέψουμε λίγο. Από κάποιες πλευρές, το Us μοιάζει πιο φορτωμένο και πιο άγαρμπο από τον προκάτοχό του, με την φιλοδοξία του να μοιάζει να αποτελεί το αντικειμενικό του κινηματογραφικό όριο. Παρόλα αυτά, μοιάζει και πιο παθιασμένο. Μπορεί να φαίνεται σαν να κραυγάζει αδικαιολόγητα δυνατά το πολιτικό του περιεχόμενο, αλλά αυτό δεν του στερεί το αυθεντικό του ενδιαφέρον, μιας και αυτό το ιδιαίτερο πολιτικό περιεχόμενο βρίσκει μια αντίστοιχα συνεκτική κινηματογραφική μορφή για να ξεδιπλωθεί. Μ’ αυτήν την έννοια, παρότι έχει το subtlety ενός βιβλικού εδαφίου σαν του Ιερεμία καλή ώρα, το Us δεν αυτοπεριορίζεται σε μια κινηματογραφική άσκηση othering που οδηγεί σε καταγγελία του αποκλεισμού μέσω της κατασκευής του διπλανού ως Άλλου. Αντίθετα, προτείνει μια παθιασμένη πλην αποσπασματική μυθοπλαστική αναπαράσταση του διαχωρισμού ως βασικού ενοποιητικού στοιχείου κάθε κοινωνικής μορφής – από τον ίδιο μας τον εαυτό και τη συνθήκη της οικογένειας, μέχρι τις φυλετικές κοινότητες και την ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία.

Μ’ αυτήν την έννοια, παρότι ενδέχεται να φανεί κάπως πιο μπερδεμένο ή μπερδευτικό όσον αφορά το πώς μεταχειρίζεται τις φυλετικές σχέσεις και τη μαύρη καταπίεση στις ΗΠΑ, το Us εν τέλει πειραματίζεται πιο θαρραλέα με μια αυτοτελή μαύρη καλλιτεχνική έκφραση που θέλει πλέον να είναι καθολική, οικουμενική – κι όχι να εμφανίζεται ως απόκλιση από το λευκό κινηματογραφικό default του μαζικού κινηματογράφου. Κατ’ αντιστοιχία με το Great American Novel, ο Jordan Peele μοιάζει κατάλληλος για να φτιάξει κάποια στιγμή ένα Great American Film που θα συνοψίσει και θα ξεπεράσει όσο κανένα άλλο την εποχή του. Το Us, βέβαια, δεν είναι ακόμα αυτή η ταινία, αλλά είναι ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Κι εκτός αυτού, είναι άλλη μια προσθήκη στο σύγχρονο, ακαταμάχητο ύφος του αφρο-σουρεαλισμού που ενίοτε δένει υπέροχα τον τρόμο, την ειρωνεία και την πολιτική – όπως είδαμε πέρσι στο Teddy Perkins του Atlanta ή το Sorry to Bother You.

Αν το Us υποφέρει από κάτι, αυτό είναι η τάση του για αλληγορία ένα-προς-ένα που κάνει τα πράγματα υπερβολικά λιανά (στο βαθμό της μασημένης τροφής κάπου κάπου) και φτωχαίνει τη σχέση ανάμεσα στην δραματική ένταση και την θεματική επεξεργασία. Επιπλέον, ο Peele έχει και μια έφεση στις σεναριακές ανατροπές που πολύ συχνά αποδεικνύονται gimmicky κι εντελώς αχρείαστες, εφιστώντας την προσοχή με έναν αρκετά άγαρμπο τρόπο στο γεγονός ότι, ξέρεις, χελόου, βλέπεις ταινία. Παρόλα αυτά, όντας πλέον μάστορας στην κινηματογραφική αγωνία κι ένταση, καταφέρνει να στήσει μια παιχνιδιάρικη τελετουργία καταδίωξης με ισχυρές εκρήξεις γέλιου, γνωρίζοντας πως, όπως γράφαμε με αφορμή του περσινό Mandy, ακόμα και τα πιο σοβαρά πράγματα στον κόσμο έχουν βαθιά μέσα τους έναν πυρήνα γελοιότητας. Έτσι κι αλλιώς, η αποτελεσματικότητα του τρόμου του Us δεν προκύπτει τόσο από τις κλασικές συμβάσεις του horror genre όσο από το ότι σταδιακά καταφέρνει να σε πείσει πως ο κόσμος είναι ένα μέρος πολύ πιο διχασμένο, απειλητικό κι επικίνδυνο απ’ όσο φαίνεται – κι αυτά που αγαπάμε κι έχουμε για οικεία μπορούν να γίνουν η πηγή του πιο ανοίκειου τρόμου. Μπορούν να γίνουν το τέλος μας.

Σε τελική ανάλυση, αυτός μοιάζει να είναι ο συναισθηματικός κινητήρας του Us. Ο μεγάλος, αδυσώπητος φόβος μήπως αλλάξουν αυτοί που αγαπάμε και δεν μας αγαπάνε πια. Μήπως αλλάξουμε εμείς κι από εκεί που νομίζουμε ότι είμαστε κάτι, αποδειχθεί ότι τελικά είμαστε κάτι άλλο. Μήπως όσα έχουμε γνωρίσει κι αγαπήσει ως τώρα σταματήσουν να αποτελούν πηγή σιγουριάς και μετατραπούν σε πηγή ανησυχίας. Ο Jordan Peele παίρνει τον εφιάλτη μιας μαύρης οικογένειας και τον μετατρέπει σε ένα πυκνά κινηματογραφημένο μνημείο προσωπικής και ιστορικής ανασφάλειας. Έτσι, το Us γίνεται ανεξέλεγκτο, αλλά κι εξαντλητικό. Αυτό ακριβώς σημαίνει, κατά μία έννοια, να είναι συναρπαστική μια ταινία.

Best of internet