Quantcast

We Take Berlin: Αυτές είναι οι νέες ελληνικές ταινίες της φετινής Berlinale, με τα λόγια των δημιουργών τους

Μιλήσαμε με το Σύλλα Τζουμέρκα, τον Κωνσταντίνο Σαμαρά, την Ελίνα Ψύκου και τη Ζακλίν Λέντζου για τις ταινίες που παρουσίασαν ή ετοιμάζουν

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

15 Φεβρουαρίου 2019

Είναι οι τελευταίες μας μέρες στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου, αγαπητές φίλες κι αγαπητοί φίλοι, κι έτσι σιγά σιγά ετοιμαζόμαστε να πακετάρουμε αυτήν την συνεχή ανταπόκριση του τελευταίου δεκαημέρου, παρουσιάζοντάς σας την αγαπημένη μας δραστηριότητα της φετινής Berlinale. Ναι, μας άρεσε πολύ που είδαμε τόσες πολλές ταινίες. Ναι, μας άρεσε και το Βερολίνο, γιατί έκανε καλό καιρό. Πρωτίστως, όμως, μας άρεσε που είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε με τέσσερις δημιουργούς του ελληνικού κινηματογράφου που συναντήσαμε στο φεστιβάλ και τους οποίους εν γένει παρακολουθούμε, συμπαθούμε, εκτιμούμε.

Η αλήθεια είναι πως δεν είχαμε και καμιά συγκλονιστική πρεμούρα να κυνηγήσουμε κάθε τι ελληνικό στο φετινό φεστιβάλ, δεν έχουμε κανένα αόριστο κι αφηρημένο φετίχ με το ελληνικό σινεμά απλώς επειδή είναι ελληνικό, αλλά χαρήκαμε τα μάλα που είδαμε τους παρακάτω τέσσερις ανθρώπους να παρουσιάζουν ή να προετοιμάζουν τις ταινίες τους στη φετινή διοργάνωση. Έτσι, λοιπόν, συναντήσαμε το Σύλλα Τζουμέρκα, τον Κωνσταντίνο Σαμαρά, την Ελίνα Ψύκου και τη Ζακλίν Λέντζου και κάναμε μαζί τους τέσσερις μικρές και χαλαρές (πλην ουσιαστικές, θέλουμε να ελπίζουμε) συζητήσεις για τις νέες τους ταινίες – και όχι μόνο.

To «Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών» του Σύλλα Τζουμέρκα

Ήταν η μεγάλη ελληνική πρεμιέρα της Berlinale. Είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα, μετά την Χώρα Προέλευσης του 2010 και το A Blast (Η Έκρηξη) του 2014. Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών, λοιπόν, αφηγείται μια σκοτεινή αστυνομική και οικογενειακή ιστορία που διαδραματίζεται στον απύθμενο βάλτο της ελληνικής επαρχίας. Με φόντο τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, μπάτσοι, σκυλάδικα, φονικά, χέλια και παραισθήσεις μπλέκονται σε ένα ελληνο-gothic αντι-thriller που μοιάζει με ένα γνήσιο, επαρχιακό, κακό trip στην λάθος πλευρά του παραδείσου.

Πώς νιώθεις που βρίσκεσαι στη Berlinale με τη νέα σου ταινία;

Κοίταξε, για μας είναι πολύ ωραία εδώ πέρα γιατί είναι μια ταινία που νομίζω ότι ταιριάζει στο φεστιβάλ. Έχει κάποια χαρακτηριστικά που του ταιριάζουν. Μερικές φορές είναι οριακά για midnight screening η ταινία, κι είναι πολύ ωραία για μας στο Panorama. Νομίζω ότι είναι πολύ ταιριαστό. Είναι μια ταινία που ξέρω ότι την αγαπάνε κι αυτοί, άρα γι’ αυτό είμαστε κι εμείς πολύ χαρούμενοι που είμαστε εδώ και την παρουσιάζουμε.

Κι οι δύο προηγούμενες ταινίες σου κάνανε πρεμιέρες σε μεγάλα φεστιβάλ. Πώς είναι αυτό σαν αίσθηση; Σε επηρεάζει;

Να σου πω την αλήθεια, δεν περίμενα ότι η πρώτη μου ταινία, η Χώρα Προέλευσης, θα ξεκινούσε από τη βδομάδα κριτικής στο Φεστιβάλ Βενετίας. Από εκεί και πέρα, κάθε ταινία χτίζει πάνω στην προηγούμενη. Κι είναι ωραία γιατί όσο παραπάνω απευθύνεσαι σε κόσμο, όσο παραπάνω είσαι μέσα σ’ αυτή τη γλώσσα που είναι το παγκόσμιο σινεμά, τόσο πιο ευχάριστο είναι το συναίσθημα. Όλα αυτά, τα φεστιβάλ δηλαδή, αφενός μεγαλώνουν την απεύθυνση της ταινίας κι αφετέρου διευκολύνουν τη δουλειά στην επόμενη. Είναι πολύ σημαντικά πράγματα και τα δύο.

Προσωπικά το νιώθεις οικείο το Φεστιβάλ Βερολίνου;

Επειδή έχω μοντάρει και τις δύο τελευταίες ταινίες στη Γερμανία, μιας και ήταν γερμανικές συμπαραγωγές, έχω έρθει αρκετά συχνά εδώ στο φεστιβάλ. Επίσης, η νέα ταινία ήταν στο Co-Production Market, όπου είχε διακριθεί τότε, πριν από τρία χρόνια, ως σχέδιο σε development. Άρα, ναι, μου είναι ένα φεστιβάλ πολύ οικείο.

Κοιτώντας τις μέχρι τώρα ταινίες σου, η πολιτική είναι ένας πολύ σταθερός παράγοντας στο σινεμά που κάνεις κι υπάρχει πάντα μια ταυτόχρονη μεταχείριση του πολιτικού και του προσωπικού. Πώς εξελίχθηκε αυτό στη δουλειά σου;

Θα σου πω. Η Χώρα Προέλευσης είναι μια ταινία που γραφόταν από το 2006 και μετά. Είναι μια ταινία προ κρίσης που κατά κάποιον τρόπο βρέθηκε στο επίκεντρο της κρίσης, γιατί πολύ απλά είχε γραφτεί και γυριστεί πιο πριν. Την ίδια στιγμή, εμείς θέλαμε πάρα πολύ να μιλήσουμε για την ακυριολεξία της γενιάς της μεταπολίτευσης. Θέλαμε να δείξουμε τρεις γενιές: την προηγούμενη, της μεταπολίτευσης και τη νεότερη γενιά, στην οποία ανήκαμε τότε, που βρίσκονταν σε μια συνθήκη απόλυτης σύγκρουσης. Αυτό είχε ένα καθρέφτισμα και στο πολιτικό και στο οικογενειακό. Και μέσα στα σπίτια μας δηλαδή. Εγώ ανήκω στην τάξη των μικροαστών. Εκεί έχω μεγαλώσει, αυτούς ξέρω, αυτούς αγαπώ κι αυτούς απεχθάνομαι ταυτόχρονα. Η ταινία μιλούσε καθαρά γι’ αυτήν την κοινωνική τάξη, αλλά και για τις συγκρούσεις εντός της. Ήταν πολύ έντονο αυτό το πράγμα στην Χώρα Προέλευσης, η οποία αποτελούσε κάπως την Κόλαση μέσα σ’ αυτές τις τρεις ταινίες.

Στο δεύτερο κεφάλαιο, την Έκρηξη, η ταινία ήταν εστιασμένη σε ένα πρόσωπο, αλλά εκεί η εμπειρία μιας κατάρρευσης που συνέβαινε στη χώρα πέρασε πάρα πολύ έντονα στον χαρακτήρα που παίζει η Αγγελική Παπούλια. Αυτό που συνέβαινε γύρω ως κατάρρευση, συμβαίνει και μέσα σ’ έναν άνθρωπο. Δηλαδή η ταινία δείχνει πώς οι ρωγμές, που άρχισαν να δημιουργούνται όταν έσκασε πια το πράγμα, πέρναγαν και στα πρόσωπα. Και κάποια από αυτά τα πρόσωπα μπορεί να οδηγηθούν σε μια σύγκρουση με τον εαυτό τους, τον οικογενειακό τους περίγυρο και το οικογενειακό τους περιβάλλον που είναι πολύ μεγαλύτερη από το συνηθισμένο. Όχι μια ανόητη σύγκρουση, αλλά μια εσωτερική σύγκρουση – κάτι τέλος πάντων που θέλει να σε κάνει να ζήσεις διαφορετικά. Να αλλάξεις τα στοιχεία που απαρτίζουν τη ζωή σου.

Τώρα, στο Θαύμα, το πολιτικό στοιχείο είναι πολύ πιο πίσω, αλλά όλοι οι ήρωες ζούνε σε μια συνθήκη βάλτου, το οποίο νομίζω ότι έχει να κάνει πάρα πολύ με το τώρα. Υπάρχει ένας βάλτος που γυαλίζει, είναι όμορφος, την ίδια στιγμή είναι αρκετά βαθύς, πολλές φορές έχει και πτώματα μέσα, άλλες φορές μοιάζει παραδείσιος. Η ταινία βρίσκεται σε ένα είδος μετέπειτα κατάστασης, μετά από μία όξυνση. Έχει κι άλλα, δεν θέλω να κάνω spoiler, αλλά ας μείνουμε εκεί, αυτό είναι το πλαίσιο. Οι χαρακτήρες, βέβαια, βρίσκονται σε συνθήκη απόλυτης μάχης.

Σε προβληματίζει σταθερά η επεξεργασία της σχέσης του σινεμά με την πολιτική.

Υπάρχει για μένα ένα είδος πολιτικής ταινίας που στοχεύει στην συμφωνία του θεατή, το οποίο δεν μου αρέσει. Εγώ αυτό το σινεμά δεν το κάνω. Δε με ενδιαφέρει να συμφωνήσει κάποιος με μένα. Δεν θέλω ο άλλος να ταυτίζεται στο πολιτικό. Είναι κάτι που απεχθάνομαι. Όσο θέλω να ταυτίζεται στο προσωπικό, άλλο τόσο δεν θέλω να ταυτίζεται στο πολιτικό. Θέλω το πολιτικό να είναι εκεί για λειτουργεί αντιφατικά, να λειτουργεί ως αντινομία, να δημιουργεί ερωτήματα αντί για βεβαιότητες. Από εκεί βγαίνει για μένα η αίσθηση του επεξεργασμένου που είπες. Αν δεν υπάρχει αντίφαση μέσα στην πραγματικότητα, τότε κάνεις άλλη δουλειά. Μιλάς για προπαγάνδα ή θέλεις να κάνεις διαφήμιση. Εμένα δεν είναι αυτή η σκέψη μου – δημιουργώ γκρίζες περιοχές. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα σ’ αυτήν την ταινία. Νομίζω ότι για ελληνικό κοινό μερικά πράγματα θα είναι μεγάλοι αιφνιδιασμοί.

Ωραία, γνωρίζεις πότε θα δούμε την ταινία στην Ελλάδα;

Από Σεπτέμβρη, με τη νέα σεζόν.

Το «Μαγικό Δέρμα» του Κωνσταντίνου Σαμαρά

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Κωνσταντίνου Σαμαρά, το Μαγικό Δέρμα, δεν παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Για την ακρίβεια, έκανε την πρεμιέρα του πριν από μερικούς μήνες στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Εδώ, όμως, η πυκνή σουρεαλιστική τραγικωμωδία του Σαμαρά, μια πολύ χαλαρή μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου του Μπαλζάκ που επεξεργάζεται με τρόπο φρενήρη την μηχανική της ανθρώπινης επιθυμίας, παρουσιάστηκε με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Συγκεκριμένα, η Εβδομάδα Κριτικής, δηλαδή το παράλληλο πρόγραμμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου που προγραμματίζεται και διοργανώνεται από την Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου της Γερμανίας, φιλοξένησε το Μαγικό Δέρμα σε μια βραδιά προσεκτικά επιμελημένη από πλευράς παρουσίασης και συζήτησης.

Σε δύο λόγια, τι ήρθες να κάνεις στο Βερολίνο φέτος;

Ήρθαμε να παρουσιάσουμε το Μαγικό Δέρμα στη διεθνή του πρεμιέρα, μιας και προβλήθηκε πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το παρουσιάζουμε στη Εβδομάδα Κριτικής, ένα παράλληλο τμήμα της Berlinale, κάτι που είναι εξωθεσμικό αλλά θέλει να προεκτείνει και πολιτικά το τι σημαίνει φεστιβαλικός χώρος.

Ήταν κάτι curated, λοιπόν, κάτι προσεγμένο και επιμελημένο.

Ναι, αυτό θέλω να πω. Ήταν πολύ σημαντικό, γιατί αφορούσε και την ίδια την ταινία. Το Μαγικό Δέρμα, για μένα και για όσους το φτιάξαμε μαζί, είχε αρκετά στον πυρήνα του το τι σημαίνει βλέπω μια ταινία – πώς βρίσκει την θέση του ένας θεατής σε κάτι που βλέπει. Οπότε ήταν πολύ ευτυχής σύμπτωση που βρήκαμε ένα φεστιβαλικό πρόγραμμα το οποίο αναρωτιέται επίσης πάνω σ’ αυτό. Άρα έδινε έναν χώρο και προσανατόλιζε ένα κοινό, με έναν χαρακτήρα εκπαιδευτικό που συχνά ξεχνάμε στα φεστιβάλ.

Σε ικανοποίησε, δηλαδή, ο τρόπος που παρουσιάστηκε η ταινία σας εδώ.

Πάρα πολύ, τρομερά! Για μένα ήταν ο ιδανικός χώρος της ταινίας. Είδανε κάτι στην ταινία, συνομιλούσε με τις δικές τους ανησυχίες και το επιμεληθήκανε, φροντίζοντάς το από την αρχή μέχρι το τέλος. Κι αυτό έφερε αλυσιδωτές αντιδράσεις έως και στο πώς ήταν το κοινό στην προβολή, αφού κι η ίδια η ταινία μεταμορφώνεται σε σχέση με το κοινό της.

Ήθελα να σε ρωτήσω για την αρχική αφιέρωση της ταινίας στον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Ποια καλλιτεχνική ή προσωπική ανάγκη σου κάλυψε;

Ήταν κάτι πολύ προσωπικό. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ήταν ένας πολύ αγαπημένος μου άνθρωπος. Ήμασταν πολύ κοντά και τον αγαπούσα πολύ βαθιά. Έτυχε να πεθάνει λίγους μήνες πριν τα γυρίσματα, οπότε η αφιέρωση δεν έγινε με καμιά τρομερή επεξεργασία. Υπάρχει εκεί ένα παιχνίδι δικό μου. Είναι λίγο αντιγραφή ενός πλάνου που έκανε αυτός σε μια ταινία του, στο Βαριετέ, την οποία αφιερώνει στον Λάμπρο Λιαρόπουλο. Είχε ένα κλείσιμο του ματιού μέσα σε ένα κλείσιμο του ματιού.

Ο λογοτεχνικός κύκλος του Μπαλζάκ, όπου βρίσκεται το πρωτότυπο κείμενο, λέγεται Ανθρώπινη Κωμωδία. Κι εσένα κάτι σε τράβηξε έντονα προς το κωμικό ύφος και τον ειρωνικό τόνο.

Για μένα έχει πολύ χιούμορ ο Μπαλζάκ. Βέβαια, το να ορίσουμε την κωμωδία είναι κάτι στενό. Αλλά η κωμωδία ως αίσθηση του χιούμορ που διαπερνά τη ζωή, το μάτι, είναι κάτι που ξεφεύγει από το τι σημαίνει κωμωδία ως είδος. Σχετίζεται πλέον με το πώς βλέπεις τη ζωή, είναι κάτι μεγαλύτερο. Δεν σκέφτηκα: «α, θα είναι κωμωδία η ταινία». Δεν αποφασίστηκε ποτέ. Και δεν νομίζω ποτέ να έχω γράψει μια σκηνή λέγοντας ότι, ας πούμε, θα πάει προς τα εκεί. Έχει να κάνει με μια θεώρηση του κόσμου που αναπόφευκτα θα βγει στην ταινία, η οποία είναι έτσι κι αλλιώς ειρωνική προς τον εαυτό της. Αν το συζητάγαμε θεωρητικά, θα λέγαμε ότι είναι αντι-κωμωδία, γιατί ποτέ δεν κρίνεται η αποτελεσματικότητά της από το αν ένα αστείο είναι αποτελεσματικό, αφού μπορεί τελικά και να μην είναι καν αστείο. Μονίμως υπάρχει ένα γλίστρημα. Μπορεί να είναι και τραγικό, αν το ένα είναι αντίστροφο του άλλου.

Μου φάνηκε πως ο κεντρικός θεματικός άξονας της ταινίας είναι η επιθυμία. Όχι όμως μόνο αφηρημένα η επιθυμία, αλλά συγκεκριμένα η επιθυμία ενός νεαρού άνδρα καλλιτέχνη.

Πρώτα απ’ όλα, μια από τις επιθυμίες είναι να είσαι αυτό που λες ότι είσαι. Ο ήρωας καθρεφτίζει και την ίδια την επιθυμία του να είναι ένας νεαρός άνδρας καλλιτέχνης. Θέλει να είναι νεαρός, να είναι άνδρας, να είναι καλλιτέχνης. Ή δεν θέλει να είναι όλα αυτά – θέλει να είναι τα αντίστροφα. Όταν κάνεις ένα reflection πάνω στην επιθυμία, που όντως αυτό ήταν το βασικό και γι’ αυτό διάβασα τον Μπαλζάκ, αυτό έχει μια διπλή έννοια. Είναι και στοχασμός, αλλά αρχίζουν κι οι αντανακλάσεις. Δεν ξέρεις πια από ποια πλευρά του καθρέφτη είσαι όταν αρχίζουνε πάρα πολλά καθρεφτίσματα. Γιατί από το πάρα πολύ reflection είναι που ξεκινάνε τα πάρα πολλά reflections, και μαζί οι ταυτότητες μέσα στις οποίες χάνεσαι.

Από την πρώτη προβολή της ταινίας στην Θεσσαλονίκη μέχρι τώρα, που έχουν περάσει μερικοί μήνες, πώς έχει διαμορφωθεί η ζωή της ταινίας μέσα σου;  

Καταρχάς, και φαντάζομαι αυτό το λένε κι άλλοι άνθρωποι για τα έργα τους, νομίζω πως υπάρχει μια ιδιομορφία της ταινίας που την κάνει να μεταμορφώνεται από τις δυναμικές του κοινού εκείνη τη στιγμή. Πάρα πολύ. Δηλαδή, ακριβώς επειδή ζητάει πολλά από το κοινό, μια γεμάτη αίθουσα μπορεί να πάρει το Μαγικό Δέρμα και να το κάνει εκατό πράγματα. Είναι μια ταινία πολύ εύθραυστη, σου αφήνεται πολύ σε σχέση μ’ αυτό. Σου λέει «πάρε με και κάνε με κάτι». Κι άρα αλλάζει και σε μένα – δεν είμαι απ’ έξω.

Χτες, ας πούμε, είδα κάτι άλλο μέσα απ’ την ταινία. Ήταν ωραία. Είχε κάτι λιγότερο πολεμικό – κι αυτό είναι καλό, το λέω σαν καλό. Είναι ανακουφιστικό να βρίσκεσαι σε έναν χώρο όπου οι άνθρωποι έχουνε μια ενστικτώδη πρόσβαση στους εαυτούς τους μέσω μιας ταινίας. Δηλαδή καταλαβαίνουν ότι, αν είναι να μιλήσεις για κάτι μετά, αυτό είναι ο εαυτός σου, όχι η ταινία. Πάντα για τον εαυτό σου μιλάς. Κάτι πολύ γόνιμο ήταν ότι υπήρξε από την διοργάνωση συγκεκριμένος λόγος προς αυτήν την κατεύθυνση. Μιλήσανε για το τι είδαν να συμβαίνει στους εαυτούς τους μέσα από την παρακολούθηση της ταινίας.

Σ’ αυτό πιστεύεις ότι έπαιξε βαρύνοντα ρόλο το curation; Γιατί εν μέρει μπορεί να είναι κι ένα ευρύτερο, πιο δομικό ζήτημα της σύνθεσης του κοινού ή του χαρακτήρα μιας κινηματογραφικής κοινότητας.

Είναι τεράστιο ζήτημα, το σκεφτόμουν και χτες. Δε μπορώ να αποκλείσω το ένα ή το άλλο. Μπορείς να φτάσεις σε τρελές γενικεύσεις αν πας να σκεφτείς το τι σημαίνει η ελληνική ιδιομορφία, οπότε είναι μεγάλη κουβέντα. Σίγουρα, όμως, το curation παίζει σημαντικό ρόλο. Κι η αλήθεια είναι πως οι Έλληνες κριτικοί, σε αντίθεση με τους Γερμανούς κριτικούς που έστησαν αυτό το παράλληλο πρόγραμμα, δεν το κάνουν αυτό. Έχουν άλλες πρεμούρες, για τους λόγους τους. Αλλά, αν είχανε αυτήν την πρεμούρα, τότε θα οργανώνανε κι αυτοί κάτι τέτοιο.

Πότε θα δούμε κανονικά την ταινία στην Ελλάδα;

Ο σκοπός είναι να την βγάλουμε την άνοιξη.

Οι «Κληρονομικοί Φόβοι και Αλλες Περιπτώσεις» της Ελίνας Ψύκου

Έξι χρόνια μετά την Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά και δύο χρόνια μετά τον Γιο της Σοφίας, η Ελίνα Ψύκου ετοιμάζει την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της, συμμετέχοντας στο Co-Production Market της Berlinale. Η νέα ταινία, λοιπόν, φέρει τον τίτλο Κληρονομικοί Φόβοι και Αλλες Περιπτώσεις κι αφορά τρεις γενιές ανδρών της ίδιας οικογένειας (έναν ηλικιωμένο που ψάχνει ερωτική σύντροφο, έναν μεσήλικα ταχυδακτυλουργό κι ένα νεαρό ντράμερ της αποστολικής εκκλησίας) που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τους φόβους τους και να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Πέρα από τη νέα ταινία της, όμως, η Ελίνα Ψύκου επιμελείται επίσης εδώ και δύο χρόνια το πρότζεκτ της Χαμένης Λεωφόρου του Ελληνικού Σινεμά (από κοινού με τον Γιάννη Βεσλεμέ και τον Αλέξη Αλεξίου), το οποίο λατρέψαμε όσο ελάχιστα πράγματα στην πρόσφατη αθηναϊκή νύχτα.

Τι είναι αυτό που κάνεις φέτος στη Berlinale;

Συμμετέχω στο Co-Production Market του Φεστιβάλ Βερολίνου, όπου κάθε χρόνο επιλέγονται απ’ όλον τον κόσμο κάποια πρότζεκτ για να παρουσιαστούν σε υποψήφιους συμπαραγωγούς, χρηματοδότες, sales agents κλπ. Άρα το νέο μου πρότζεκτ, που έχει τίτλο Κληρονομικοί Φόβοι και Άλλες Περιπτώσεις, επιλέχθηκε να είναι ένα από αυτά. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι έχουμε ένα τραπεζάκι μαζί με τους παραγωγούς μου, την Μαρία Δρανδάκη και τον Κωνσταντίνο Βασίλαρο, και ανά μισή ώρα μας επισκέπτονται άνθρωποι που τους παρουσιάζουμε την ταινία. Το κάναμε λοιπόν αυτό κι είχαμε πολλά ραντεβού. Πήγε καλά.

Η ταινία σε τι στάδιο είναι αυτή τη στιγμή;

Έχουμε ένα αρκετά καλό draft κι επομένως ο στόχος μας είναι να κάνουμε τα γυρίσματα στο τέλος του 2020 ή τις αρχές του 2021. Η ταινία διαδραματίζεται τα Χριστούγεννα, οπότε θέλουμε χειμώνα.

Έχεις κάνει ήδη δύο ταινίες μεγάλου μήκους που μοιάζουν πολύ σίγουρες γι’ αυτό που θέλουν να εκφράσουν κινηματογραφικά. Τι είναι αυτό που δεν εκφράστηκε με τις προηγούμενες ταινίες και θέλεις να γίνει τώρα;

Όσο κι αν ισχύει ή δεν ισχύει αυτό που λες για την σιγουριά, κάθε ταινία σε πηγαίνει παρακάτω. Κάνουμε μια δουλειά που την μαθαίνεις μόνο κάνοντάς την. Επομένως, ξέρεις, από τις δύο προηγούμενες ταινίες κρατάς αυτά με τα οποία πειραματίστηκες, αυτά που δοκίμασες, αυτά που λειτουργήσανε κι αυτά που δεν λειτουργήσανε. Θα ήθελα όλο αυτό να προσπαθήσω να το πάω κι ένα βήμα παρακάτω, έχοντας πιο πολλούς χαρακτήρες, πιο σύνθετες σχέσεις, πιο περίπλοκες. Κι έχω στο μυαλό μου ότι θέλω πολύ να προσπαθήσω να το κάνω όλο αυτό πιο άμεσο, διατηρώντας  όμως το στυλ και την ατμόσφαιρα. Να το κάνω πιο επικοινωνιακό, έχοντας πάντα χαρακτήρες με αδυναμία επικοινωνίας. Τώρα, σε επίπεδο θεματικής, νομίζω ότι εξακολοθούν να με απασχολούν τα ίδια θέματα. Οι ανθρώπινες αδυναμίες, οι ανθρώπινοι φόβοι – κι ίσως εδώ γίνεται λίγο πιο στοχευμένο.

Πολύ ωραία φιλοδοξία αυτό που λες με την συνθετότητα και την αμεσότητα.

Ναι, να δούμε αν θα το καταφέρουμε! Πάντα βάζεις μια πρόκληση, έναν στόχο.

Η πρώτη σου ταινία έχει μια παραπάνω έμφαση στην εργασία κι η δεύτερη στην οικογένεια. Εδώ, στην καινούρια, φαίνεται να δένουν αυτά τα δύο μεταξύ τους.

Ναι, έχεις απόλυτο δίκιο, δένουνε πάρα πολύ. Το ποια είναι η δουλειά των χαρακτήρων παίζει αρκετά μεγάλο ρόλο στο στήσιμο της ζωής του. Η οικογένεια παραμένει ο βασικός πυρήνας, αλλά σίγουρα από πίσω υπάρχει έντονα και η εργασία.

Διάλεξες ιδιαίτερες δουλειές βέβαια.

Ναι, είναι λίγο πιο… Όχι τόσο αναμενόμενες τέλος πάντων. Η ταινία έτσι κι αλλιώς σχετίζεται πολύ με την ψευδαίσθηση, επομένως το επάγγελμα του μάγου βοηθάει στο να εκφραστεί αυτό το πράγμα που έχω στο μυαλό μου. Το πώς, δηλαδή, προσπαθούμε να καλύψουμε τις αδυναμίες και τα μυστικά μας με μια ψευδαίσθηση.

Μιας και τα τελευταία δύο χρόνια έχεις δουλέψει πολύ στο πρότζεκτ της Χαμένης Λεωφόρου του Ελληνικού Σινεμά, αυτή η εμπειρία έχει αλλάξει τον τρόπο που βλέπεις και κάνεις κινηματογράφο;

Έχει αλλάξει πάρα πολύ το πώς βλέπω τη δουλειά μου. Δεν ξέρω με ποιον τρόπο τελικά θα επηρεάσει το πώς κάνω ταινίες, αλλά σίγουρα με άλλαξε πάρα πολύ στον τρόπο που βλέπω το να είσαι σκηνοθέτης. Σ’ αυτό βοήθησε και το ερευνητικό κομμάτι του πρότζεκτ, αλλά κυρίως η επαφή με τους σκηνοθέτες των ταινιών. Όλη αυτή η επικοινωνία με τους ανθρώπους που κάνανε ταινίες τόσα χρόνια πριν με έκανε να σκεφτώ πολύ πάνω στο υπαρξιακό κομμάτι της δουλειάς μας, πάνω στη φθορά και τη ματαιοδοξία που έχει. Κακά τα ψέματα, κάνουμε μια δουλειά που έχει μια ματαιοδοξία κι ένα ναρκισσισμό. Κι αν δεν τα είχαμε κι εμείς, δεν θα επιλέγαμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά. Όλη αυτή η διαδικασία με έκανε να νιώσω μια πάρα πολύ μεγάλη γκάμα συναισθημάτων πάνω στο τι σημαίνει να κάνεις ταινίες και τι μένει τελικά απ’ αυτό. Και μιας κι ανέφερες το εργασιακό πριν, δεν παύει να είναι μια δουλειά αυτό που κάνουμε. Δουλειά σημαίνει και αποξένωση πολλές φορές.

Πάντα…

Επομένως με έκανε να σκεφτώ. Δεν έχω φτάσει σε κάποιο συμπέρασμα ή κάποια απόφαση, αλλά με έχει επηρεάσει πάρα πολύ.

Το περίμενες ότι θα σε αγγίξει τόσο πολύ;

Όχι, ήταν κάτι που ξεκίνησε σαν μια ωραία ιδέα που άξιζε τον κόπο να γίνει, αλλά δεν είχα φανταστεί ότι θα με άγγιζε και σε προσωπικό επίπεδο τόσο πολύ.

Η «Selene 66» της Ζακλίν Λέντζου

Ναι, η Ζακλίν Λέντζου είναι ιδιαιτέρως δραστήρια. Τα τρία τελευταία χρόνια έχει σκηνοθετήσει τρεις ταινίες μικρού μήκους, η τελευταία εκ των οποίων, το Έκτορας Μαλό: Η Τελευταία Μέρα της Χρονιάς, απέσπασε το μεγάλο βραβείο Leica Cine Discovery Prize στο περσινό φεστιβάλ των Καννών. Τώρα, λοιπόν, η Ζακλίν Λέντζου έχει ήδη στα σκαριά δύο μεγάλου μεγάλου μήκους ταινίες. Η πρώτη από αυτές, το Selene 66, αναμένεται να μπει σύντομα σε τροχιά προ-παραγωγής, ενώ η δεύτερη φιλοξενήθηκε φέτος ως πρότζεκτ στο Script Station του προγράμματος Berlinale Talents.

Για πες, λοιπόν, τι ακριβώς κάνεις φέτος στο Φεστιβάλ Βερολίνου;

Είναι η δεύτερη φορά που με επιλέγουνε στο πρόγραμμα Berlinale Talents. Τώρα είμαι στο script station, όπου είναι για development ταινίας μεγάλου μήκους. Παράλληλα, επειδή το Φεστιβάλ Βερολίνου είναι ένα από τα μεγαλύτερα film markets, είναι μια καλή ευκαιρία για να δουλέψω την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου, να δω τους παραγωγούς μου, τους sales agents κλπ. Οπότε κάνω δύο πράγματα.

Όσον αφορά την ανάπτυξη της μεγάλου μήκους ταινίας, ουσιαστικά κάνουμε ένα refresh των σχέσεών μας με τους ανθρώπους που συνεργαζόμαστε. Έχει έρθει κι η Φένια Κοσοβίτσα, η παραγωγός μου, οπότε συζητάμε και τα πιο πρακτικά της προ-παραγωγής που ξεκινάει σύντομα. Είναι πάντα ωραία να συναντάς ανθρώπους με τους οποίους δουλεύεις μαζί, αλλά τον υπόλοιπο καιρό έχεις επαφή μόνο μέσω email.

Μιας και η πρώτη μεγάλου μήκους σου πλησιάζει, τι περιμένεις από αυτήν σαν εμπειρία;

Περιμένω να κάνω την ταινία μου! Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη γι’ αυτό. Θα είμαι ακόμα πιο χαρούμενη όταν ξεκινήσουμε πραγματικά τα γυρίσματα. Μέχρι τότε δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι θα συμβεί. Το περιμένω καιρό και ξέρω χρόνια τώρα τι θέλω να κάνω. Σκέψου ότι την μικρού μήκους που κάναμε πέρσι την φτιάξαμε γιατί δεν άντεχα άλλο να περιμένω, ήθελα να μπω σε ένα γύρισμα. Μας έκατσε μια χαρά βέβαια, αλλά ήταν επιτακτική ανάγκη μου. Θέλω πάρα πολύ να γυρίσω αυτήν την ταινία, και θέλω να την γυρίσω τώρα για να μην την βαρεθώ κιόλας!

Φαίνεται να έχει πολύ έντονο οικογενειακό focus.

Ναι, πάντα, όλα μου τα έργα. Γράφω μόνο γι’ αυτά που ξέρω. Μ’ αυτήν την πυξίδα κινούμαι.

Άρα είναι φουλ προσωπική η σκοπιά απ’ την οποία βλέπεις την οικογένεια στο σινεμά.

Σίγουρα, εκατό τοις εκατό.

Ταυτίζονται για σένα το αυτοβιογραφικό και το προσωπικό στοιχείο όταν κάνεις σινεμά ή μπορεί να είναι και τελείως διακριτά;

Όπως είπα και πριν, γράφω γι’ αυτά που ξέρω και γνωρίζω πολύ καλά όσα μου έχουν συμβεί, οπότε η αφορμή είναι πάντα αυτοβιογραφική. Αλλά δεν θέλω καθόλου να είναι κλειστό το τελικό προϊόν, δηλαδή μια αυτοβιογραφική ταινία. Έτσι κι αλλιώς, ποιος νοιάζεται πώς πέρασα και πώς περνάω εγώ; Οπότε, με αφορμή το αυτοβιογραφικό και το τραυματικό, το ανοίγω το πράγμα – ιδανικά για να είναι πολύ πιο ανοιχτό στο κοινό. Ούτως ή άλλως, τα θέματα που πραγματεύομαι δεν είναι ελιτίστικα, είναι πολύ οικουμενικά: η σχέση πατέρα και κόρης, η ιδέα των γονιών για τα παιδιά τους, η διάλυση της οικογένειας.

Μιας και γενικά είναι δύσκολο πράγμα να κάνεις σινεμά, πόσο πιο εύκολο νιώθεις ότι έγινε για σένα μετά την βράβευση στις Κάννες; Δεν εννοώ μόνο υλικά, αλλά και συναισθηματικά.

Υλικά δεν έχει γίνει καθόλου πιο εύκολο. Υπάρχει μια παραπάνω προσοχή κι ένα παραπάνω ενδιαφέρον. Μέχρι εκεί. Συναισθηματικά δεν θα έλεγα ότι υπάρχει μεγαλύτερη πίεση, για να είμαι ειλικρινής, αλλά σίγουρα υπάρχει για μένα μια αίσθηση μεγαλύτερης ευθύνης προς την Σοφία Κόκκαλη, με την οποία θα συνεργαστώ ξανά στη μεγάλου μήκους κι η οποία είναι και φίλη μου πλέον. Αυτό έχει αλλάξει μετά τις Κάννες. Άμα έχουμε κάνει μαζί μια μικρού μήκους που φεστιβαλικά έχει πάει τόσο καλά, θα ήθελα κι η μεγάλου μήκους να πάει καλά μόνο και μόνο γι’ αυτήν.

Πέρα από τις ταινίες σου, έχεις φτιάξεις επίσης τα spots του περσινού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αλλά κι ένα music video για τον ΛΕΞ. Σε ενδιαφέρει γενικά να δουλεύεις πάνω σε άλλα format πέρα από το κινηματογραφικό;

Γενικά, ναι. Teasers δεν με ενδιαφέρει να κάνω, αλλά βίντεο κλιπ μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ! Δηλαδή άμα έχεις καμιά πρόταση, να την κάνεις. Τρελαίνομαι για μουσική, είναι η μεγάλη μου αγάπη. Πριν από του ΛΕΞ, είχα κάνει το Le Jalousie των The Callas και τώρα μπορεί να ξανακάνω κάτι γι’ αυτόν, δεν ξέρω. Αλλά με ενδιαφέρει πολύ το βίντεο κλιπ, γιατί πιστεύω ότι είναι ένας φοβερός τρόπος να μένεις σε εγρήγορση και να πειραματίζεσαι σαν σκηνοθέτης, αλλά χωρίς μεγάλο ρίσκο. Δυστυχώς, όμως, δεν υπάρχει γενικά music video κουλτούρα στην Ελλάδα.

Ε, τότε πες μου για ένα γκρουπ που θα ήθελες να γυρίσεις βίντεο κλιπ.

Μ’ αρέσουν πάρα πολύ οι La Femme. Και θα μου άρεσε πάρα πάρα πολύ να κάνω ένα βίντεο κλιπ για τον Vincent Gallo, ο οποίος γράφει πάρα πολύ ωραία μουσική. Δε νομίζω να τα καταφέρω μ’ αυτούς, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Όσο ζεις ελπίζεις.

Best of internet