Quantcast

10 χρόνια μετά την Στρέλλα, ο Πάνος Κούτρας ακόμα εκπλήσσεται λίγο με την αγάπη μας για την ταινία του

Μιλήσαμε μαζί του αναλυτικά, κι η χαρά μας ήταν μεγάλη

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

10 Φεβρουαρίου 2019

Το 2009, πριν από 10 χρόνια, αυτή εδώ η χώρα ήταν μια χώρα διαφορετική. Ή, τουλάχιστον, φαινόταν διαφορετική. Όπως και να ‘χει, μέσα σ’ αυτήν την δεκαετία ο χρόνος πύκνωσε πάρα πολύ κι η ζωή ζόρισε λίγο περισσότερο. Το 2009, όμως, ήταν μια χρονιά μεταιχμιακή. Από την μία πλευρά, αν κάποιος ή κάποια βρισκότανε χοντρικά από την μεριά της αμφισβήτησης, τα χρόνια πριν το 2009 είχαν στιγματιστεί από τα φοιτητικά κινήματα καταλήψεων, τις νέες κοινότητες underground έκφρασης, τη διάχυτη ριζοσπαστικοποίηση της νεανικής κουλτούρας, την μαζικοποιημένη επανεμφάνιση του gay pride και, φυσικά, την εξέγερση του Δεκέμβρη ‘08. Έπειτα, το πράγμα άρχισε να ζορίζει έντονα, για να πούμε την αλήθεια. Σύντομα, ο συντηρητισμός θα άρχιζε να δυναμώνει περισσότερο, η ακροδεξιά θα άρχιζε να ανεβαίνει τρομακτικά, η αντιμεταναστευτική πολιτική θα οξυνόταν, η οικονομική κρίση θα γινόταν σκληρή καθημερινότητα.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, φυσικά, που το ελληνικό σινεμά ουσιαστικά ξαναγεννιέται μέσα στο 2009. Ουσιαστικά, από τότε κι έπειτα η χώρα βρίσκεται σε μια μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης – κι ο νέος ελληνικός κινηματογράφος της κρίσης ήταν στενά δεμένος με αυτήν την κατάσταση και όλες τις χαοτικά αντιφατικές πτυχές της. Κυρίως όμως, χωρίς να θέλουμε εδώ να συζητήσουμε αναλυτικά για το θέμα, οι ταινίες που ξεκίνησαν να φτιάχνονται εκείνη την περίοδο συμπύκνωσαν και διάφορες μορφές αμφισβήτησης των παραδοσιακών θεσμών της ελληνικής κοινωνίας που βρίσκοταν στην ατμόσφαιρα τα προηγούμενα χρόνια. Έτσι, το έθνος, η οικογένεια, η γλώσσα, το φύλο κι η σεξουαλικότητα έγιναν με έναν τρόπο θεματικοί πυλώνες αυτής της νέας εκφραστικότητας.

Βέβαια, ναι, είναι σαφές ότι το 2009 είναι εξαιρετικά σημαντικό για το σύγχρονο ελληνικό σινεμά λόγω δύο πολύ σημαντικών ταινιών που κυκλοφόρησαν στα ευρωπαϊκά φεστιβάλ και τις κινηματογραφικές αίθουσες εκείνη την χρονιά, αιφνιδιάζοντας σχεδόν τους πάντες: ήταν ο Κυνόδοντας του Γιώργου Λάνθιμου και η Στρέλλα του Πάνου Κούτρα. Κι αν ο πρώτος σόκαρε με την επιτυχία του στις Κάννες το Μάιο του 2009, η δεύτερη είχε κάνει ήδη την εντυπωσιακή παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Βερολίνο μια μέρα σαν σήμερα: στις 10 Φεβρουαρίου 2009.

Προφανώς, έχουν γραφτεί αμέτρητα πράγματα για την Στρέλλα, οπότε δεν θα επιχειρήσουμε εδώ να φλυαρήσουμε περισσότερο μιλώντας αναλυτικά για την ίδια την ταινία. Ήθελα, όμως, να αναπαραστήσω συνοπτικά το ευρύτερο context της ταινίας ώστε να φωτίσω το γιατί υπήρξε τόσο σημαντική για μένα, προσωπικά, αλλά και για πολλούς ακόμα ανθρώπους της γενιάς μου. Όταν η Στρέλλα προβλήθηκε στους ελληνικούς κινηματογράφους, τον Δεκέμβριο του 2009, εγώ ήμουν 21 ετών – κι η αίσθηση ευφορίας που προέκυπτε από το κλίμα της πρώτης παραγράφου άρχιζε να δίνει έντονα την θέση του στην διαπίστωση πως, σε γενικές γραμμές, το μέλλον θα είναι σκατά.

Όχι, όμως, τελείως σκατά. Μπορεί το πράγμα να άρχιζε να ζορίζει και να στενεύει από παντού, αλλά η πόλη της Αθήνας κι οι δρόμοι της κι ο αέρας της είχαν κατακτηθεί, έστω στιγμιαία, από τους καταπιεσμένους – άρα μπορούσαν κι όλας να κατακτηθούν και πάλι. Η Στρέλλα, αναγκαστικά, έγινε ένα σύμβολο ορατότητας και γενναιότητας, πρωτίστως για τα queer υποκείμενα αυτής της χώρας, κι έπειτα για όλους και όλες μας. Κι η ταινία του Κούτρα έγινε μια ταινία-ανάσα μέσα σε έναν αναδυόμενο βούρκο – εθνικό, πολιτικό, οικονομικό, οικογενειακό. Όπως είχε γραφτεί πολύ πετυχημένα, ήταν μια ταινία «για όλη την οικογένεια», με όλη την βαρύνουσα κυριολεξία αυτής της φράσης.

Φυσικά, ο ίδιος ο Πάνος Κούτρας είχε ήδη μια μεγάλη κινηματογραφική πορεία εντός και εκτός της χώρας, ενώ πριν την Στρέλλα είχε ήδη εγκαινιάσει μια ριζοσπαστική camp εκφραστικότητα με την Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά κι έναν απελευθερωτικά μελοδραματικό τόνο με την Αληθινή Ζωή. Ήταν ήδη αφοσιωμένος σε ένα σινεμά παρρησίας και ευαισθησίας, το οποίο απογείωσε για χάρη όλων μας με την Στρέλλα. Θέλω να πω, κι ίσως έχει γίνει ήδη κατανοητό, πως πρόκειται για έναν δημιουργό που αγαπάω πάρα πολύ εδώ και 10 χρόνια, οπότε η χαρά μου ήταν τεράστια όταν τον περασμένο Νοέμβριο βρεθήκαμε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (που φιλοξενούσε κι ένα μεγάλο αφιέρωμα στο ελληνικό queer σινεμά) και συζητήσαμε για κάμποση ώρα. Σήμερα, λοιπόν, που η Στρέλλα γίνεται 10 χρονών, σας παρουσιάζουμε αυτήν την συζήτηση και ελπίζουμε να σας αρέσει.

Ξέρεις πως θέλω να ξεκινήσουμε; Μπορεί να φανεί λίγο ανορθόδοξο…

Πολύ ωραία, χαίρομαι.

Έχω διαβάσει αρκετές συνεντεύξεις σου κατά καιρούς και σε κάμποσες από αυτές έχεις μιλήσει για τις punk ρίζες σου. Κι έτσι μου έχει δημιουργηθεί μια απορία: ποιες είναι οι punk καταβολές του Πάνου Κούτρα;

Είναι αυτό που λέει η ίδια η φράση. Απλά ήμουνα rock ‘n’ roll από πολύ μικρός. Θες να σου πω συγκεκριμένα; Άκουγα punk rock, έπαιρνα ναρκωτικά και έκανα σεξ. Όταν το punk έσκασε μύτη πολύ έντονα, ήμουνα punk. Είχα παραμάνες στ’ αυτιά. Είχα δει τους The Clash live και μ’ είχε φτύσει στη μούρη ο Simonon.

Ο καλύτερος από τους Clash για να σε φτύσει…

Ναι! Θέλω να πω, ξέρεις, το έκανα όλο αυτό.

Και νομίζεις ότι αυτή η εμπειρία επιβίωσε στο πώς έκανες σινεμά μετά;

Κοίτα, δεν ξέρω. Πρώτα απ’ όλα, αγαπώ τη μουσική. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου. Κι έχω κι ένα λάιφστάιλ, από τότε, το οποίο είναι rock ‘n’ roll. Εδώ και πολλά χρόνια ακούω και soul πάρα πολύ, και disco άκουσα πάρα πολύ στη ζωή μου, και trip hop άκουσα. Ακούω πολλή μουσική κι ακούω συνέχεια – παρακολουθώ τι γίνεται. Άρα, η μουσική ήταν και είναι αναπόσπαστο κομμάτι και της δουλειάς μου.

Σκεφτόμουν το εξής κατά τη διάρκεια της συζήτησης για το queer σινεμά στην Ελλάδα. Συζητήθηκε αρκετά το πώς είδανε την έννοια queer ακαδημαϊκοί και καλλιτέχνες, αλλά ήταν επίσης και μια punk έννοια το queer. Δηλαδή, είχε συνδεθεί πολύ με τις punk υποκουλτούρες.

Επίσης, ναι. Είχε συνδεθεί γενικά με το underground όπως ξεκίνησε, κι ειδικά στην Αμερική. Εγώ, και λόγω μουσικής βασικά, έπεσα από νωρίς πάνω στις ταινίες του Andy Warhol, οπότε ήμουνα πάρα πολύ μέσα σ’ αυτό. Και ναι, αυτό είναι από τις βασικές μου επιρροές. Δηλαδή ο Andy Warhol, το American underground κι αργότερα ο John Waters. Εξού και στην Επίθεση του Γιγάντιου Μουσακά η πρωταγωνίστρια είναι κατά κάποιο τρόπο ένας φόρος τιμής στην Ava Divine. Πάντα έλεγα ότι είναι η ελληνίδα νόθα κόρη της Divine.

Πώς σου φάνηκε το αφιέρωμα στο ελληνικό queer σινεμά;

Μια χαρά. Θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό που υπάρχει πια στην Ελλάδα η έρευνα της ιστορικότητας της queer κουλτούρας. Η δουλειά που κάνει για το σινεμά ο Κωνσταντίνος Κυριακός είναι πολύ σημαντική, κι ελπίζω να υπάρχουν κι άλλες. Η queer ιστορία είναι ένα μεγάλο κομμάτι της νεότερης Ελλάδας. Κι η κουλτούρα δηλαδή που έχουμε σήμερα, ένα μεγάλο της κομμάτι είναι queer, αφού οι πρωτοπόροι της, όπως ο Χατζιδάκις ή ο Τσαρούχης ή ο Κουν ή ο Ταχτσής ή ο Καβάφης, ήταν κατεξοχήν queer. Οπότε είναι σημαντικό να το ξέρουμε αυτό το πράγμα και να μιλάμε ελεύθερα γι’ αυτό.

Όλοι αυτοί που ανέφερες, βέβαια, έχουνε γίνει αρκετά straightwashed, τους έχουν αφαιρέσει την queer πλευρά τους προκειμένου να γίνουν σεβαστοί.

Πάρα πολύ. Είναι κάτι, για παράδειγμα, που το έχω δει και απ’ την οικογένειά μου – μια αστική οικογένεια. Πάντα το γνωρίζαμε, αλλά δεν μιλούσαμε ποτέ γι’ αυτό. Ε, είναι καιρός να μιλήσουμε γι’ αυτό. Για το πόσο σημαντική ήταν η συνεισφορά των LGBT ατόμων σ’ αυτήν την κουλτούρα.

Το να μιλάς ανοιχτά, όπως λες, έχει κι ένα στοιχείο σύγκρουσης μέσα.

Ναι, λιγότερο απ’ ό,τι παλιά, θέλω να πιστεύω. Αλλά τι να κάνουμε, αυτή είναι η αλήθεια. Αφού είναι έτσι, τότε είναι έτσι.

Όταν πήρες τον λόγο στην συζήτηση, μίλησες για το queer σαν γενεαλογία μιας κουλτούρας. Πέρα από την γενεαλογία, όμως, βρίσκεις ότι το queer έχει και μια συνεκτική αισθητική;

Σίγουρα, υπάρχουν σημεία αναφοράς, σε πολύ γενικές γραμμές. Υπάρχουν μερικά πράγματα που καθορίζουνε χοντρές κατευθυντήριες γραμμές. Δεν θα αναφέρω ονόματα τώρα, δεν κάνουμε ακαδημαϊκή συζήτηση, αλλά υπάρχει μια αισθητική – ειδικά στην gay κουλτούρα – την οποία την συναντάμε από τον Oscar Wilde μέχρι τον Καβάφη και τον Kenneth Anger. Σε πολύ γενικές γραμμές, λοιπόν, υπάρχει μια κοινή συνισταμένη. Συνολικά, βέβαια, είναι ένα τεράστιο θέμα που βρίσκεται υπό διαρκή επεξεργασία και συζήτηση, είναι κάτι in progress. Ήδη τα queer studies κι η queer theory στα πανεπιστήμια είναι κάτι φρέσκο, κρατάει μόλις 20 χρόνια τώρα.

Θέλω να μιλήσουμε για τον Μουσακά λίγο. Έχεις πει ότι τον έφτιαξες μέσα σε ένα διαστημα 4-5 χρόνων στα 90ς.

Ναι, τα πρώτα γυρίσματα ξεκινήσανε το 1995, αλλά σταματήσανε γιατί δεν είχα λεφτά. Ήταν μια ακραιφνώς ανεξάρτητη παραγωγή. Ήταν τρελό. Όταν πήγαινα σε κάποιον και του έλεγα ότι θα κάνω μία ταινία με έναν μουσακά που επιτίθεται στην Αθήνα, λέγανε «μαζέψτε τον». Τα δεύτερα γυρίσματα, λοιπόν, τα έκανα το ‘97 κι η ταινία τελείωσε το ‘99.

Αυτό που μου έκανε εντύπωση στην ταινία όταν την πρωτοείδα είναι το εξής. Στα 90ς υπήρχε πολύ kitsch και camp στην ελληνική δημόσια σφαίρα, αλλά πολύ διαφορετικό προφανώς. Ήταν ένα βαθιά εθνολαϊκό πράγμα.

Το real thing, που λένε…

Εσύ, λοιπόν, έφερες μια νέα πρόταση για το πώς μπορεί να μοιάζει μια αισθητική kitschy και campy σε ελληνικό περιβάλλον.

Σίγουρα. Η ταινία σχολιάζει αυτό το πράγμα ακριβώς. Σχολιάζει αυτήν την Ελλάδα. Το κάνει με αγάπη για το camp και το kitsch – και το κανει με καλό γούστο επίσης. Όπως λέει κι ο Waters, είμαι καλόγουστα κακόγουστος.

Ήθελα πάντα να σε ρωτήσω για μια ατάκα που είχε πει η Μίνα Ορφανού, λίγο πριν την πρεμιέρα της Στρέλλας στο Βερολίνο, γιατί απ’ όταν την διάβασα μου είχε καρφωθεί μόνιμα στο μυαλό. Την είχανε ρωτήσει σε μια συνέντευξη ποιο είναι το πιο ακραίο πράγμα που έχει κάνει ποτέ, κι εκείνη απάντησε: «Ο εαυτός μου».

Είχε πει τέτοιο πράμα, ε; Θεά.

Μα είναι τρομερό, δεν είναι; Υπάρχει πιο κουιρ προσέγγιση από αυτή – ότι το να επιτελούμε τον εαυτό μας είναι το πιο ακραίο πράγμα που κάνουμε;

Τώρα που μου το λες και το σκέφτομαι, έχω σκαλώσει γιατί είναι τρομερά ευφυές. Αυτό που έκανε στην Στρέλλα είναι ένα πράγμα μοναδικό. Μιλάμε για μια μη-ηθοποιό και για έναν άνθρωπο που δεν είχε καμία σχέση με τον κινηματογράφο. Έκανε, λοιπόν, κάτι ακραίο. Το να κάνει την ταινία αυτήν ήταν κάτι το ακραίο. Πήγε στα όριά της, αν θέλεις.

Θυμάμαι πριν την κυκλοφορία της ταινίας στις αίθουσες, υπήρχε μια κάπως σκανδαλοθηρική διάθεση, για το αν θα προκαλέσει αντιδράσεις, αν θα μαζευτούνε χριστιανοταλιμπάν έξω από τα σινεμά κλπ, αλλά τελικά δεν έγινε κάτι τέτοιο.

Σίγουρα. Σε κάθε μου ταινία. Αλλά τελικά δεν έγινε, ναι. Περίμενα ότι θα γίνει και με την Αληθινή Ζωή, επειδή καιγόταν η Ακρόπολη. Με το Ξενία είχαμε μερικά παραπάνω προβλήματα, μερικά ανώνυμα απειλητικά τηλεφωνήματα, αλλά μέχρι εκεί.

Όταν βγήκε η Στρέλλα το 2009, για τους ανθρώπους της ηλικίας μου έγινε αμέσως μια πολύ σημαντική ταινία. Ήταν μια ταραγμένη εποχή. Είχε προηγηθεί ο η εξέγερση του Δεκέμβρη του ‘08 κι είχε αρχίσει η σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική στο κέντρο της Αθήνας, ενώ το Pride ακόμα ήταν κάτι σχετικά καινούριο για την πόλη. Ένιωσες εσύ τότε ότι φτιάχνεις μια ταινία-ανάσα για τον κόσμο που θα την δει;

Κοίτα, ήξερα ότι ήταν μια ταινία που θα είναι δύσκολο να γίνει. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που σκεφτόμουν. Και, ναι, ήξερα ότι είναι μια ταινία που μιλάει για πράγματα που εμένα με αγγίζουν και με απασχολούν πάρα πολύ. Δεν ήξερα πώς θα το πάρει ο κόσμος. Αλλά ήμουνα πάρα πολύ σίγουρος. Ήμουνα πολύ σίγουρος για το σενάριο, ήμουνα πολύ σίγουρος για τη Μίνα και τον Γιάννη. Οπότε έλεγα: «Κι αν αποτύχει ακόμα, θα είναι κάτι». Έκανα την ταινία γιατί χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή να κάνω την ταινία. Είχα πεισμώσει πάρα πολύ.

Όταν έβλεπες τη Στρέλλα να νιώθει ότι η πόλη είναι δική της, ήταν κάτι πού άγγιζε πολύ βαθιά τον κόσμο που ήθελε να νιώσει δική του αυτήν την πόλη. Έτσι το είχα δει εγώ, τουλάχιστον.

Είναι ωραίο αυτό που λες. Δεν το ‘χα σκεφτεί, και θα σου πω γιατί. Γιατί η Στρέλλα είναι μια ταινία που έχει πολύ λίγα εξωτερικά γυρίσματα. Είναι μια ταινία πιο κλειστή, δεν είναι μια ταινία που γενικά δείχνει την Αθήνα. Αλλά από την άλλη, μου κάνει τρομερή εντύπωση γιατί όντως στην Στρέλλα υπάρχει πολύ έντονα η αίσθηση της Αθήνας.

Αισθανόσουν ότι κάνεις μια ταινία-παρέμβαση στο δημόσιο χώρο;

Κοίτα, αισθανόμουν ότι είχε κάτι πέρα την αφήγησης της ιστορίας. Σιχαίνομαι αυτήν την φράση… αλλά είχε κάτι να πει. Κάτι που θα μπορούσε να δημιουργήσει μία συζήτηση. Και σίγουρα είναι συνειδητά queer αυτή η ταινία, περισσότερο από κάθε άλλη ταινία μου. Ήθελα πάρα πολύ να ανακινήσω τη συζήτηση πάνω σ’ αυτό το πράγμα. Να δείξω τον κόσμο των trans. Να τον δείξω και να μιλήσω γι’ αυτόν. Και μ’ έναν λίγο επιθετικό τρόπο.

Λίγο punk τρόπο…

Ναι, κατά κάποιον τρόπο.

Και στην Στρέλλα και στο Ξενία απέφυγες πάρα πολύ να γίνεις διδακτικός.

Α, καλά, αυτό προσπαθώ να το αποφύγω γενικά στη ζωή μου. Το θεωρώ κουτό. Και περιττό κόπο. Και μάλλον κάνει κακό.

Θα ήθελα να μιλήσουμε και λίγο για το ελληνικό σινεμά της τελευταίας δεκαετίας, αλλά χωρίς τις απαγορευμένες λέξεις Greek Weird Wave…

Όχι, καθόλου. Να σου πω κάτι; Δεν είναι καθόλου απαγορευμένες λέξεις. Εντωμεταξύ, όταν μιλάνε για weird wave, με βάζουνε και μένα μέσα. Δεν βάζω ταμπέλες, αλλά θεωρώ ότι αυτό το πράγμα ήτανε και είναι κάτι σημαντικό. Υπάρχει μια φόρμα σ’ αυτό, που ο Γιώργος Λάνθιμος την εφύηρε μαζί με την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη. Εγώ, παρόλο που και τους δύο τους ξέρω και τους αγαπώ, δεν έχω σχέση μ’ αυτό – τουλάχιστον αισθητική. Θεματικά, λίγο-πολύ είμαστε κοντά. Νομίζω ότι ο κόσμος πρέπει να χαίρεται που υπήρξε αυτή η στιγμή. Να μην είμαστε μπλαζέ. Ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Δυστυχώς, οι θεσμοί και το κράτος δεν το πιάσανε. Αυτό το πράγμα που πήγε να κάνει ο ελληνικός κινηματογράφος το ‘09-’10’-’11 θεωρώ ότι δεν βοηθήθηκε καθόλου. Και μετά έπεσε. Είναι κρίμα. Ήταν μια ευκαιρία που χάθηκε. Αυτή τη στιγμή ξέρω ότι υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι, κι εγώ μαζί, οι οποίοι παλεύουνε πάρα πολύ για να κάνουνε μια ταινία, ενώ θα έπρεπε να είναι λιγάκι πιο εύκολο. Να είχαμε πιο πολλές ταινίες και να είχαμε καλύτερες ταινίες.

Θα ήθελα πάντως να μείνουμε και στο θέμα της αισθητικής λίγο παραπάνω. Οι έλληνες σκηνοθέτες της περιόδου για την οποία μιλάμε τώρα είχανε συχνά μια βορειοευρωπαϊκή αίσθηση αποστασιοποίησης και κυνισμού, αλλά εσένα η αισθητική σου ήταν τελείως σε άλλη κατεύθυνση. Αγαπάς πολύ το μελόδραμα…

Ναι, πολύ. Πολύ. Από μικρός.

Αγαπάς την ειλικρίνεια, φαίνεται να μην αποστασιοποιείσαι καθόλου από τους χαρακτήρες σου…

Όχι, όχι, όχι. Καθόλου. Μα γι’ αυτό σου λέω, είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Βρίσκομαι κάπου αλλού. Μπορεί το σινεμά μου να είναι weird, αλλά είναι weird ως queer. Δεν ξέρω. Η τάση προς το μελόδραμα είναι natural. Γεννήθηκα έτσι. I was born this way, που λέει κι η Lady Gaga. Ως φοιτητής στην σχολή κινηματογράφου, μελετούσα το αμερικάνικο μελόδραμα. Είναι το σινεμά που με έχει επηρεάσει περισσότερο, το σινεμά που έχω αγαπήσει. Το μελόδραμα και το underground, αυτές είναι οι καταβολές μου. Δεν είναι κάτι για το οποίο προσπαθώ ιδιαίτερα. Έτσι είμαι. Αν προσπαθώ για κάτι, αυτό είναι να γίνω λιγότερο μελοδραματικός.

Γιατί; Δεν χρειάζεται…

Ε, καμιά φορά χρειάζεται.

Είχες την αίσθηση όταν έκανε τις ταινίες σου ότι, αν δεν τις κάνεις εσύ, τότε δεν θα τις κάνει κανένας άλλος;

Δεν ξέρω, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό. Εσύ το πιστεύεις αυτό;

Ναι, μου μοιάζουνε στον έναν ή τον άλλο βαθμό πολύ ξεχωριστές μέσα στην ιστορία του ελληνικού σινεμά.

Κάνω αυτό που μπορώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Θέλω να πω, δεν το έχω σκεφτεί έτσι, καθόλου. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι αισθάνομαι μεγάλη συγγένεια και αγάπη με συνάδελφούς μου, αλλά δεν αισθάνομαι συγγένεια κινηματογραφική. Αισθάνομαι μεγαλύτερη κινηματογραφική συγγένεια με τον Nicholas Ray ή με τον Andy Warhol. Ωστόσο, βρίσκω κομμάτια του εαυτού μου και συγκινούμαι πάρα πολύ, ας πούμε, με ταινίες του Κακογιάννη, του Αγγελόπουλου, του Δαμιανού, του Κανελλόπουλου.

Η Στρέλλα και η Ξενία βγήκαν σε εποχές πολύ ταραγμένες πολιτικά, αλλά είναι κι οι δύο αισιόδοξες. Έχουν μια αποφασιστικότητα και μια σιγουριά γι’ αυτό που θέλουνε. Και τώρα, που είχαμε την δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου πρόσφατα, μπορεί η queer τέχνη να έχει αυτήν την αισιοδοξία και την σιγουριά;

Δεν θέλω να πω πολλά για τον Ζακ, έχουν ειπωθεί τόσα ήδη. Βρίσκω ότι πήρε την διάσταση που έπρεπε να πάρει. Τουλάχιστον. Γιατί ήταν ένα πολύ φρικαλέο γεγονός. Αυτό είναι το μόνο θετικό, ότι υπήρξαν αντιδράσεις. Ώς προς τον πολιτικό χαρακτήρα της τέχνης τώρα, εγώ φαντάσου ότι τον Μουσακά τον θεωρώ την πιο πολιτική ταινία μου. Είναι μια ταινία θυμού, με ένα παιδί που φτιάχνει έναν μουσακά για να σκοτώσει τη μάνα του, τον πατέρα του κι όλον τον κόσμο. Είχε κάτι πολύ αυτοβιογραφικό αυτή η ταινία. Αστειεύομαι, αλλά πέρα απ’ αυτό, η ταινία εξέφραζε μια βαθιά αίσθηση ότι κάτι είναι λάθος. Δε μπορούσα να το προσδιορίσω, αλλά ένιωθα ότι σ’ αυτήν την κοινωνία κάτι είναι πολύ λάθος. Αυτό ήτανε κάτι που εκείνη την εποχή ενόχλησε πολύ. Η ταινία δεν βρήκε διανομή. Δεν την ήθελε κανένας. Ενώ είχε κοινό, κανένας δεν ήθελε να την πάρει – εκτός από τον Γιώργο Τζιώτζιο, ο οποίος μεσολάβησε και την έπαιξε ο Δαναός για μία βδομάδα μόνο. 24 Δεκεμβρίου του 1999 μέχρι 1η του 2000.

Τι κόσμος ήρθε μέσα σ’ αυτήν την βδομάδα;

Νομίζω είχε κάπου 1300 ανθρώπους. Ο ιδιοκτήτης του Δαναού ήταν ένας πάρα πολύ γλυκός άνθρωπος, αλλά δεν είχα διανομή. Τυπώναμε αφίσες και τις κολλάγαμε μόνοι μας. Ωστόσο, την ίδια στιγμή άρχισε να πηγαίνει σε φεστιβάλ και αγοράστηκε στη Γαλλία. Έκτοτε, το ντιβιντι βγήκε μόλις το 2011, μετά τη Στρέλλα. Είναι μια ταινία που καταδικάστηκε εκείνη τη στιγμή που βγήκε. Αλλά ας γυρίσουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε…

Ναι, εγώ σε ρώτησα για τον Ζακ γιατί εδώ και δεκαετίες η queer τέχνη και πολιτική προχωράει μέσα από τα τραύματα που συσσωρεύει και τον τρόπο που έχει να τα επεξεργάζεται.

Μετά τη δολοφονία, οι queer κοινότητες της Αθήνας εκφράστηκαν πολύ έντονα καλλιτεχνικά – και έκαναν πολύ σωστά. Φυσικά. Πέθανε ένα δικό τους παιδί.

Ξέρω ότι αυτόν τον καιρό δουλεύεις μια νέα ταινία, το Dodo…

Πού το ξέρεις;

Το γράφει στο ίντερνετ!

Α, αλήθεια;

Έχουν περάσει κάμποσα χρόνια από το Ξενία.

Πολλά. Είναι το μεγαλύτερο κενό μου μεταξύ δύο ταινιών.

Άλλαξε κάτι στον τρόπο που βλέπεις το σινεμά μέσα σ’ αυτά τα χρόνια;

Νομίζω ότι αυτήν τη στιγμή είναι λίγο δύσκολα τα πράγματα, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει, κι αυτό θα σου πούνε και πολλοί άλλοι συνάδελφοί μου.

Κι έχεις ξανά οικογενειακό φόκους στο Dodo.

Δεν έφυγα ποτέ από το θέμα της οικογένειας. Όλες μου οι ταινίες μιλάνε για την οικογένεια. Ελπίζω να μεγαλώσω κάποτε και να κάνω μια ταινία για άλλα πράγματα. Με ενδιαφέρει πολύ αυτό το σχήμα κι αυτές οι σχέσεις. Κι αισθάνομαι ότι είναι κάτι που μιλάει σε όλους.

Best of internet