Quantcast

Widows: Ο Steve McQueen κατάφερε αυτό στο οποίο απέτυχαν όλοι οι υπόλοιποι

Μια έξυπνη και διασκεδαστική all-female remake περιπέτεια από τα 80s, αλλά μέχρι εκεί, δυστυχώς

Υπάρχουν, λοιπόν, κάποιοι σκηνοθέτες από τους οποίους περιμένουμε πράγματα. Όχι λόγω κάποια παράλογης απαίτησης, ούτε επειδή έχουμε ποντάρει λεφτά πάνω τους, αλλά επειδή το μέχρι τώρα έργο τους έχει δώσει έντονα δείγματα ενός περιπετειώδους, ουσιαστικού, ριζοσπαστικού κινηματογράφου. Ο Steve McQueen, ας πούμε, δεν είναι απλά ένας πολλά-υποσχόμενος-σκηνοθέτης. Αντίθετα, είναι ένας σημαντικός καλλιτέχνης της εποχής του – κι αν περιοριστούμε στην μεγάλου μήκους φιλμογραφία του, τότε μάλλον αδικούμε την συνολική του πορεία. Μπορεί ο Βρετανός σκηνοθέτης να κέρδισε βραβεία και αναγνώριση μέσα στην τελευταία δεκαετία για το Hunger, το Shame και το 12 Years a Slave (όλα τους υπέροχα, αλλά επιτρέψτε μας μια αδυναμία στο δεύτερο), αλλά ήδη από τις αρχές των 90s η πλούσια δουλειά του ως visual artist τον είχε αναδείξει σε μια μοναδική οπτική φωνή στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης – αφού τα φιλμ του προβάλλονταν κατά βάση σε μουσειακούς χώρους και γκαλερί.

Όταν το Hunger, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του με τον Michael Fassbender σε μια σύγχρονη ερμηνεία-ορόσημο ως Bobby Sands, έκανε την πρεμιέρα του το 2008, ο McQueen άνοιγε μπροστά του έναν πιο mainstream κινηματογραφικό δρόμο όπου θα μπορούσε να δοκιμάσει την κατασταλαγμένη οπτική τέχνη του στο μαζικό και λαϊκό format της μεγάλης οθόνης. Και πράγματι, τα Shame και 12 Years a Slave, στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη θα μπορούσαν πολύ εύκολα να καταλήξουν exploitative δράματα πάνω στην φυλή και την σεξουαλικότητα. Αυτό που τα κατέστησε τόσο υπέροχες κι έντονες κινηματογραφικές εμπειρίες, όμως, δεν είναι η γραφή με την στενή έννοια. Είναι μάλλον περισσότερο η οπτική γλώσσα του McQueen, σκληρή και ποιητική μαζί, που κατάφερνε να σε πείσει χωρίς λόγια για την αλήθεια της τέχνης του.

Και σήμερα, πέντε χρόνια μετά την τελευταία μεγάλου μήκους ταινία του, ο Steve McQueen επιστρέφει με το Widows, μια heist ταινία σε σενάριο δικό του και της Gillian Flynn (του Gone Girl αλλά κυρίως του εξαιρετικού φετινού Sharp Objects) που βασίζεται στην ομώνυμη βρετανική τηλεοπτική σειρά των 80s και κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες. Με βάση τα όσα είχαμε δει από τον McQueen, λοιπόν, τι προσδοκούσαμε; Κατά βάση, μέσα στο κυρίαρχο κλίμα pop νοσταλγίας και μανιακού επαναπλασαρίσματος παλιότερων τίτλων που μαστίζει την σημερινή κινηματογραφική και τηλεοπτική δημιουργία, περιμέναμε να προτείνει έναν διαφορετικό τρόπο να σταθεί δημιουργικά και ριζοσπαστικά μέσα σ’ αυτό το κλίμα. Όχι να το απορρίψει δομικά, αλλά να δει ότι μέσα στον ωκεανό κοινοτοπίας και ευκολίας υπάρχει η δυνατότητα για ουσιαστικό μαζικο-λαϊκό σινεμά που να σχετίζεται με το ιστορικό περιβάλλον της εποχής του, παίρνοντας πολιτική θέση χωρίς να περιστέλλεται σαν έργο τέχνης σ’ αυτήν.

Ας είμαστε ξεκάθαροι από τώρα: αυτό, σε έναν σημαντικό βαθμό, το καταφέρνει. Εκεί που ο mainsteam κινηματογράφος εν πολλοίς τρώει νοσταλγικά τις σάρκες της παρελθοντικής pop κουλτούρας χτυπώντας παράλληλα επαινετικά τον εαυτό του στην πλάτη για τα «πολιτικά προοδευτικά» twists που εισάγει σε μια βαθιά συντηρητική φόρμουλα (βλέπε δηλαδή σχεδόν όλα τα υπόλοιπα all-female remakes που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια), το Widows καταφέρνει δύο σημαντικά πράγματα. Πρώτον, να είναι ουσιαστικό. Δεύτερον, να είναι διασκεδαστικό. Και ναι, αυτά είναι δύο μονίμως σημαντικά επίδικα για μια ταινία – κι είναι στοίχημα για τους δημιουργούς της, την θετική έκβαση στο οποίο δεν εγγυάται ποτέ από μόνη της η μέχρι τότε πορεία τους. Ε, εδώ έχουμε κάτι που μοιάζει να προέκυψε από ένα απρόσμενο πάντρεμα του The Wire με το Ocean’s Eleven. Κι όταν τόσες και τόσες χολιγουντιανές ταινίες έχουν αποτύχει παταγωδώς, παρά την κυνική αυτοπεποίθησή τους, τότε ένα πολιτικά έξυπνο mainstream film μοιάζει πραγματικά με ανάσα δροσιάς – στην αρχή τουλάχιστον.

Στο Widows, λοιπόν, ένας εγκληματίας από το Σικάγο δολοφονείται μαζί με τους συνεργούς του έπειτα από μια αποτυχημένη ληστεία. Καθώς ο ίδιος μπλεκόταν σε ένα πολιτικό-εγκληματικό σύμπλεγμα που ξεκινούσε από τη βία των ναρκωτικών στα μαύρα γκέτο κι έφτανε μέχρι την χρηματοδότηση πολιτικών εκστρατειών, η χήρα του βρίσκεται ξαφνικά μέσα σε ένα πολύπλοκο και αντιφατικό περιβάλλον. Από την μία πλευρά, στριμώχνεται από τους ανθρώπους στους οποίους χρώσταγε λεφτά ο σύζυγός της. Από την άλλη, αναγκάζεται να μπει κι η ίδια ενεργητικά στον κόσμο του εγκλήματος, από κοινού με τις χήρες των συνεργών του εκλιπόντος, προκειμένου να εξασφαλίσει την αξιοπρεπή και αυτόνομη επιβίωσή της στην νέα κατάσταση των πραγμάτων. Μαζί, οι γυναίκες θα επιχειρήσουν να πραγματοποιήσουν την επόμενη εγκληματική δουλειά που ετοίμαζαν οι σύζυγοί τους: να κλέψουν 5 εκ. δολάρια από το χρηματοκιβώτιο ενός άγνωστου σπιτιού.

Φυσικά, ο αντιρατσισμός του Black Live Matter κι ο φεμινισμός του MeToo μοιάζουν να διαπερνούν ολόκληρη την ταινία του McQueen. Πάντα, όμως, το πολιτικά επίκαιρο σινεμά είναι μια δύσκολη υπόθεση. Τις προάλλες, όταν είδαμε το BlacKkKlansman του Spike Lee, γράφαμε το εξής: «Είναι αυτό που λέμε μια ταινία επίκαιρη. Βέβαια, η ίδια η ιδέα του πολιτικά επίκαιρου σινεμά μπορεί να οδηγήσει σε μια σειρά από προβλήματα. Μπορεί να τείνει προς την αγαρμποσύνη, την επιφανειακότητα, τον διδακτισμό ή την αυταρέσκεια. Μ’ αυτήν την έννοια, το πολιτικά επίκαιρο σινεμά και το ριζοσπαστικό πολιτικό σινεμά δεν είναι πάντα το ίδιο πράγμα – και μερικές φορές μπορεί να απέχουν και πολύ κιόλας». Η αφήγηση ιστοριών που αφορούν τις ζωές των καταπιεσμένων και τοποθετούνται ρητά μέσα και απέναντι στις εξουσιαστικές κοινωνικές δομές έχει εκ των πραγμάτων πολιτική δύναμη, αλλά δεν φτάνει από μόνη της. Έχει σημασία το subtext, έχει σημασία ο χειρισμός, έχει σημασία η αισθητική. Μια πολιτικά ριζοσπαστική ταινία δεν είναι αυτή που σου υποβάλλει τι να σκεφτείς ή πώς να πράξεις, αλλά εκείνη που αφενός καταφέρνει να συνδεθεί εκφραστικά με το κοινωνικό περιβάλλον των πραγματικών αγώνων ενάντια στην καταπίεση κι αφετέρου καταφέρνει να δημιουργήσει μια μορφή κινηματογραφικής αλήθειας που να έχει η ίδια ιστορική και πολιτική βαρύτητα.

Θα θέλαμε πολύ να υποστηρίξουμε ότι ο McQueen κατάφερε να βαδίσει πλήρως ικανοποιητικά πάνω σ’ αυτήν την γραμμή, αλλά η αλήθεια είναι πως εδώ υπάρχουν μερικοί αστερίσκοι. Ναι, το Widows επιτυγχάνει πολλά με το ύφος του, με τις εκπληκτικές ερμηνείες του (η Viola Davis ξεχωρίζει και πολύ δίκαια μάλιστα), με την οπτική του γλώσσα, με το ουσιαστικό κι όχι κενό στυλ του, με την φροντίδα στην γραφή των γυναικείων χαρακτήρων του και την συναισθηματική ακρίβεια στις αντιδράσεις και τις αλληλεπιδράσεις τους. Δυστυχώς, όμως, κάποιες φορές (και μάλιστα σε κρίσιμες στιγμές) η πολιτική σκέψη της ταινίας αποσπάται από την αισθητική και την αφήγηση και υποστασιοποιείται αφηρημένα σε «πολιτικό μήνυμα». Κάποιες άλλες φορές, η ευαισθησία των δημιουργών προς τις γυναίκες του Widows δεν αρκεί για να καλύψει τα ελλείμματα στην ανάπτυξή τους ως χαρακτήρες. Και τέλος, μια σειρά από κλισέ προετοιμασίας του μεγάλου κόλπου και με-το-στανιό ανατροπές προκειμένου να ικανοποιηθούν οι κοινοτοπίες του heist genre αφαιρούν από την ταινία την αίσθηση κινηματογραφικής αυτοτέλειας ως μια ουσιαστικά σκεπτόμενη χολιγουντιανή περιπέτεια.

Βέβαια, σε ένα βαθμό, το Widows υπεραναπληρώνει γι’ αυτά τα προβλήματα με την σταθερά τρομερή οπτική και συναισθηματική ένταση που παράγει η κινηματογραφική γλώσσα του McQueen, του οποίου οι εικόνες έχουν την ικανότητα να αφηγηθούν πολλά και να παραπέμψουν σε ακόμα περισσότερα μέσα σε στιγμές που διαρκούν δευτερόλεπτα αλλά κρύβουν έναν ολόκληρο κινηματογραφικό κόσμο. Σε τελική ανάλυση, όμως, η ταινία καταλήγει μάλλον εύκολα η πιο αδύναμη από τις μεγάλου μήκους δουλειές του Steve McQueen. Τουλάχιστον, είναι μια έξυπνη και διασκεδαστική περιπέτεια. Κι αυτό σημαίνει κάτι – το λιγότερο.

Best of internet