Quantcast

Upgrade: Κάπως έτσι θα έμοιαζε το Black Mirror αν ήταν cult ταινία δράσης

Ο δημιουργός του Saw και του Insidious δοκιμάζει την τύχη του στο cyberpunk sci-fi

Στα χαρτιά, αυτή η σύντομη περιγραφή του τίτλου μοιάζει μια πολύ καλή ιδέα. Ναι, για την ακρίβεια, θα ήταν πολύ πετυχημένη μια εκδοχή του κοινωνικού-τεχνολογικού προβληματισμού του Charlie Brooker στο Black Mirror τυλιγμένη σε μια pulp action συσκευασία που να αποτίει φόρο τιμής στις cyberpunk και body horror ταινίες των 80s. Αν μη τι άλλο, θα ήταν εξαιρετικά διασκεδαστικό, δεν θα ήταν; Όχι ότι τον γνωρίζουμε τον άνθρωπο, αλλά εικάζουμε ότι πιθανώς έτσι θα σκέφτηκε κι ο δημιουργός του Upgrade, το οποίο κυκλοφορεί αυτή τη βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Ο Leigh Whannell είναι νεαρός σε ηλικία, μόλις 41 ετών, αλλά κατά έναν τρόπο έχει καταφέρει ήδη να αλλάξει την σύγχρονη κινηματογραφική βιομηχανία – σ’ έναν δεδομένο βαθμό τουλάχιστον. Αν το όνομά του δεν σας λέει κάτι, πρόκειται για τον άνθρωπο που το 2004 δημιούργησε το Saw, και μαζί μ’ αυτό μια νέα γενιά low-budget πετυχημένων franchise τρόμου. Ξεκινώντας την σειρά ταινιών στα 26 του χρόνια με τον φίλο του και σκηνοθέτη, James Wan, κατάφεραν να μετατρέψουν ένα low-budget ανεξάρτητο φιλμ τρόμου σε ένα franchise με πάνω από 100 εκ. δολάρια έσοδα για κάθε ταινία, κι έπειτα να το επαναλάβουν ακόμα πιο πετυχημένα στο Insidious (μαζί) και στο Conjuring (ο Wan μόνος του).

Ήδη, λοιπόν, από αυτό του παρελθόν κατά την τελευταία μιάμιση δεκαετία, γνωρίζουμε αρκετά πράγματα για τον Whannell. Γνωρίζουμε ότι λατρεύει τις genre ταινίες, τα εύκολα πλην αποτελεσματικά τρικ, τους φόρους τιμής σε φιλμ του παρελθόντος, το στυλιζάρισμα της βίας, την έκρηξη του gore. Καθόλου περιέργως, έπειτα, ο Whannell κάνει το πέρασμα από το horror στο sci-fi γράφοντας και σκηνοθετώντας το Upgrade για λογαριασμό της ανεξάρτητης εταιρίας παραγωγής Blumhouse, η οποία τα τελευταία χρόνια ειδικεύεται στον low-budget τρόμο, τόσο στην καλή εκδοχή του (Get Out, Split, The Gift) όσο και στην πιο προκάτ ετοιματζίδικη (The Purge, Paranormal Activity, Amityville: The Awakening).

Μερικές φορές, είναι περίεργα τα πράγματα που μπορούν να σου δώσουν ελπίδα. Για παράδειγμα, δεν περίμενα να είναι καλή ταινία το Upgrade. Από την μία πλευρά, η προσέγγιση του Whannell στο horror ύφος απέχει τρομερά απ’ αυτό που θεωρώ κινηματογραφικό τρόμο. Από την άλλη, ο υπερ-πληθυσμός sci-fi (και cyberpunk) ταινιών και σειρών τα τελευταία χρόνια, με μια δόση άκριτης νοσταλγικής αναβίωσης των 80s, μ’ έχει οδηγήσει σε δυσπιστία και επιφυλακτικότητα παρά την απύθμενη αγάπη μου για την επιστημονική φαντασία. Παρ’ όλα αυτά, η υποδοχή του Upgrade από το κοινό και την κριτική ήταν από αρκετά έως πολύ θετική από την πρεμιέρα του στο South by Southwest μέχρι και την διανομή του στις αμερικάνικες αίθουσες το καλοκαίρι, οπότε οι προσδοκίες ήταν αντιφατικές.

Κατά την αρχή της προβολής του Upgrade, όμως, η πρώτη ελπίδα ότι ενδέχεται η ταινία να είναι πράγματι καλή ήρθε από την εκφώνηση των τίτλων αρχής. Όντως, δεν είδαμε τίποτα γραμμένο στην οθόνη, κι αυτό μ’ έναν μυστήριο τρόπο δημιουργούσε αυτήν την μικρο-αλλόκοτη αίσθηση που θέλεις να έχει το κάθε τι μέσα σε μια καλή sci-fi ταινία. Κρίμα που σχεδόν όλα όσα ακολούθησαν κατέληξαν να είναι ένα φεστιβάλ κοινοτοπίας πασπαλισμένο με λιγότερο ή περισσότερο διακριτικές δόσεις ειρωνείας. Ήδη μετά τα εκφωνημένα credits, βλέπουμε έναν μυώδη αρρενωπότατο νεαρό άνδρα να επιτελεί generic ανδρικές ματσό εργασίες, όπως το να βρίσκεται σε ένα γκαράζ και να μαστορεύει το αμάξι του πίνοντας μπίρες καθώς η λεπτεπίλεπτη και ντελικάτη γυναίκα του μπαίνει σιγά σιγά στο πλάνο.

Φυσικά, υπάρχει ο πειρασμός να σκεφτείς πως αυτή η συγγραφική και σκηνοθετική ματιά έχει στοιχεία σατιρικά. Και πράγματι, ακούγεται περισσότερο σαν σάτιρα διαφήμισης για μπίρες ή για αμάξια – ή και για τα δύο μαζί. Γρήγορα όμως καταλαβαίνεις ότι η ειρωνική ματιά του Whennell προς το ίδιο του το φιλμ είναι αδύναμη, και περιορίζεται κυρίως σε στιγμές σκοτεινού πλην campy χιούμορ παρά σε μια συνολική αντιμετώπιση και επεξεργασία των κουρασμένων κινηματογραφικών στερεότυπων. Γιατί ποια άλλη λέξη πέρα από την κούραση μπορεί να περιγράψει έναν ήρωα που δεν εμπιστεύεται την μοντέρνα τεχνολογία και θέλει να φτιάχνει πράγματα με τα χέρια του, κι ο οποίος αναγκάζεται να περάσει στην αντίπερα όχθη προκειμένου να πάρει εκδίκηση από τους εγκληματίες που δολοφόνησαν την όμορφη γυναίκα του, πλακώνοντας αδιακρίτως κόσμο που βρίσκεται στο διάβα του;

Ναι, το περιστασιακό ειρωνικό χιούμορ κι η extravaganza των σκηνών δράσης δεν σώζουν το Upgrade από το γεγονός ότι, σε τελική ανάλυση, ο δημιουργός του παίρνει αρκετά σοβαρά αυτό που λέει και κάνει. Και, δυστυχώς, αυτό που λέει και κάνει είναι τόσο χοντροκομμένο όσο και προβλέψιμο. Από την μία πλευρά, η απειλητική body horror αισθητική που δίδαξαν ο μεγάλος David Cronenberg των 80s (με τα Videodrome, The Fly και Dead Ringers) και η απόκοσμη ιαπωνική cyberpunk παράδοση (από το Akira μέχρι το Tetsuo) περιστέλλονται απλώς είτε σε σεναριακά τεχνάσματα είτε σε retro tributes χωρίς ιδιαίτερη δημιουργικότητα. Από την άλλη, ο παραδοσιακός cyberpunk προβληματισμός για τα όρια του σώματος και του εαυτού, για την ζωτικότητα της τεχνολογικής επέμβασης, για την αλληλοδιαπλοκή ζωής και τεχνολογίας, γίνεται απλά ένα σχεδόν τυχαίο χοντροκομμένο φόντο για να ξεδιπλωθεί η στοιχειωδώς επεξεργασμένη αφήγηση εκδικητικής φαντασίωσης.

Αν σ’ αυτά προσθέσουμε λίγη παράνοια από τα techno-thriller των 70s, λίγο RoboCop και Total Recall, λίγο Elon Musk και Silicon Valley, τότε λίγο-πολύ το γλυκό είναι έτοιμο. Στην πράξη, το Upgrade καταλήγει να εγγράφεται σε μια παράδοση που τον τελευταίο καιρό δείχνει όλο και περισσότερο τα όρια της sci-fi αισθητικοποιημένης νοσταλγίας για το παρελθόν της pop κουλτούρας. Το αποτέλεσμα μοιάζει με ένα μεγάλο cyberpunk λούνα παρκ όπου όλες οι ατραξιόν βρίσκονται στη θέση τους, άμεσα διαθέσιμες για το κοινό με το πάτημα ενός κουμπιού, αλλά εν τέλει ο ίδιος ο πυρήνας του είδους καταντάει ένα συμπτωματικό στοιχείο του ντεκόρ. Δυστυχώς, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, αυτό ήταν κάτι που είδαμε ήδη 3-4 φορές μέσα στην τελευταία χρονιά, όπως για παράδειγμα στο κινηματογραφικό Ghost in the Shell, το Mute και το ναι-μεν-αλλά Altered Carbon.

Βέβαια, θα ήμασταν πιο ανοιχτοί στο να τα συγχωρήσουμε όλα αυτά και να αφεθούμε στην διασκεδαστική δράση και βία του Upgrade αν η ταινία και ο δημιουργός της αποδεικνύονταν πιο ειλικρινείς, φιλόδοξοι και γενναίοι. Όχι, δεν ζητάμε από τοn Whennell να φτιάξει το επόμενο 2001, Stalker ή Blade Runner, προφανώς. Για παράδειγμα, όμως, τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα αν το Upgrade έβαζε πιο βαθιά το ειρωνικό μαχαίρι στο κόκκαλο των sci-fi action στερεότυπων και δεν κατέληγε να παλαντζάρει ανάμεσα σε ηθικίστικους διδακτισμούς για την τεχνολογία και gore ξυλοφορτώματα. Όταν η ειρωνεία είναι τόσο λίγη που τελικά συνθλίβεται κάτω από την κοινοτοπία, τότε τι νόημα έχει εν τέλει;

Από την άλλη πλευρά, το Upgrade θα μπορούσε να ακολουθήσει έναν διαφορετικό δρόμο. Ενώ έχει κάμποσες στιγμές campiness, ποτέ δεν αφήνεται εν τέλει στο να προσπαθήσει να γίνει ένα αληθινά αλλόκοτο b-movie. Το ότι η αντίληψη του για το cult στοιχείο μιας low-budget/sci-fi/action-horror ταινίας είναι τόσο περιοριστική, καταλήγει σε ένα ημί-μετρο καλτίλας που δεν καταφέρνει ποτέ να σου δώσει αυτήν την μοναδική απόλαυση ενός πραγματικά cult κινηματογράφου. Με έναν τρόπο, όταν μια ταινία επιλέγει να ανοιχτεί προς το cult, οι απαιτήσεις από αυτήν θα έπρεπε να είναι ακόμα περισσότερες. Ούτως ή άλλως, πρόκειται για έναν όρο που έχει υποστεί κατάχρηση όσο λίγοι άλλοι, οπότε τα cult προϊόντα κουλτούρας οφείλουν να αποδείξουν αυτήν τους την ποιότητα τόσο εντός τους όσο και στην σχέση τους με το κοινό. Αλλά, σε τελική ανάλυση, τι είναι το cult χωρίς transgression, χωρίς συμβολική παραβατικότητα, χωρίς κινηματογραφική αμαρτία, χωρίς παιχνίδι με την αληθινή ακρότητα; Η μεγάλη παράδοση του αληθινά cult κινηματογράφου μας έχει διδάξει ότι είναι πολύ δύσκολο να φτιάξεις μια πράγματι cult ταινία, και γι’ αυτό ένα The Room βγαίνει μια φορά κάθε δεκαετία – στην καλύτερη περίπτωση.

Σ’ έναν βαθμό, όλα αυτά δεν είναι παρά συμπτώματα μιας κρίσης της sci-fi κινηματογραφικής φαντασίας. Καθώς τα sci-fi κλισέ ανακυκλώνονται διεκπεραιωτικά ή επιδιώκονται νοσταλγικά, το πάθος και η φαντασία μιας sci-fi δημιουργίας (είτε στην arthouse είτε στην action είτε στην cult εκδοχή της) χάνεται μέσα σε έναν φουτουρισμό που, όσο φανταχτερός κι αν είναι, στην πραγματικότητα μοιάζει μάλλον ξεπερασμένος και συντηρητικός. Το Upgrade δεν είναι μια κακή ταινία. Για την ακρίβεια, βλέπεται. Είναι μέτρια. Βασικά, είναι μετρίως διασκεδαστική. Κι αυτό είναι το αμάρτημά της. Ενώ πλασάρεται ως low-budget, στην πραγματικότητα είναι low-ambition. Το να θέλεις να φτιάξεις ένα αριστούργημα, είναι ευγενής επιθυμία. Το να θέλεις να φτιάξεις ένα ανοσιούργημα, είναι ακόμα πιο ευγενής επιθυμία. Το να φτιάξεις, όμως, μια ταινία μοιάζει να στοχεύει στο να είναι «απλά οκ», ε, αυτό είναι απλά βαρετό.

Best of internet