Quantcast

Στο «Tully» η ενήλικη ζωή γίνεται μαγική με τον πιο αποπνικτικό τρόπο

Μια δεκαετία μετά το Juno, ο Jason Reitman και η Diablo Cody επιστρέφουν στη μητρότητα

Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο. Αυτές είναι οι πρώτες φράσεις που γράφει ο Τολστόι στην Άννα Καρένινα. Ναι, είναι ένας απ’ τους πιο διάσημους τρόπους εκκίνησης ενός βιβλίου, κι όμως η δύναμη αυτής της φράσης είναι τεράστια. Η οικογενειακή δυστυχία είναι ένα σταθερό πεδίο ανάπτυξης κινηματογραφικών ιστοριών. Ούτως ή άλλως, στο χαρτί όπως και στην οθόνη, οι ευτυχισμένες οικογένειες δεν πουλάνε και πολύ. Όχι, δεν θα ανατρέξουμε εδώ στις κινηματογραφικές οικογενειακές δυσλειτουργίες αναλυτικά, αλλά θα πούμε το εξής: πολύ συχνά μοιάζει σαν η mainstream κινηματογραφική φαντασία να περιορίζεται μόνο στα δύο άκρα αυτού του φάσματος. Πολλές φορές, δηλαδή, διαλέγει είτε την γλυκερή και αδιάφορη ευτυχία είτε την απόλυτη, απέραντη, πνιγηρή δυστυχία.

Αν μη τι άλλο, βέβαια, υπάρχει κατά τις τελευταίες δεκαετίες μια παράδοση του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά (καταχρηστικός όρος, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση) που μέσα από το comedy-drama ύφος και με όπλο την ειλικρίνεια επιχείρησε μια διαφορετική προσέγγιση για την οικογενειακή δυσλειτουργία. Κάτι γλυκό και πικρό, αφελές και ουσιαστικό, στυλιζαρισμένο και ρεαλιστικό, αληθινό και ψεύτικο. Μετά την στροφή της χιλιετίας, όταν αυτή η indie εσάνς ήταν πλέον ήδη ένα κατεξοχήν μοσχοπουλημένο κινηματογραφικό προϊόν, αυτό το ύφος έφτασε σε μερικά σημεία εντυπωσιακής συνάντησης ειλικρινούς αφήγησης και γνήσιας ψυχαγωγίας. Το 2001 είχαμε το The Royal Tenenbaums του Wes Anderson, το 2005 είχαμε το The Squid and the Whale του Noah Baumbach και το 2007 είχαμε το Juno. Εκεί, λοιπόν, το όνομα του σκηνοθέτη ήταν Jason Reitman και της σεναριογράφου ήταν Diablo Cody.

Η δεύτερη φορά που συνεργάστηκαν οι δυο τους ήταν το Young Adult του 2011 και η τρίτη είναι, φέτος, τώρα, στο Tully που κυκλοφορεί αυτήν τη βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Και μόνο τις ηλικίες των δύο δημιουργών να κοιτάξουμε, αμφότεροι εκ των οποίων βρίσκοντα στα 40 τους χρόνια σήμερα, γίνεται εμφανές ότι ο κινηματογραφικός αγώνας τους να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ενήλικης ζωής από την σκοπιά της αμερικάνικης Generation X βρίσκεται στον πυρήνα των ταινιών που φτιάχνουν μαζί. Όμως, αν το Juno ήταν μια μεταχείριση της εφηβικής εγκυμοσύνης ως πρόκληση βίαιης ενηλικίωσης και το Young Adult ήταν μια ενήλικη καθήλωση στην εφηβική ανωριμότητα, τότε το Tully είναι σαφές στο μήνυμά του: η ενήλικη ζωή είναι εδώ και δεν της ξεφεύγει κανένας, ποτέ. Περίπου δηλαδή.

Στην ταινία, λοιπόν, συναντούμε την 40χρονη Μάρλο, με την Σαρλίζ Θερόν να υποδύεται καταπληκτικά τον ρόλο. Η Μάρλο είναι παντρεμένη με τον Ντρου (Ρον Λίβινγκστον), ο οποίος είναι εξίσου τρυφερός και απόντας, είτε λόγω εργασιακών ευθυνών είτε λόγω ενήλικου escapism μέσω video games. Οι δυο τους έχουν ήδη δύο παιδιά, την 9χρονη Σάρα και τον 7χρονο Τζόνα, και η οικογενειακή αγάπη που μοιράζονται μεταξύ τους προσκρούει στο αντικειμενικό τείχος της καθημερινότητας, της πίεσης, του άγχους – με το βάρος να πέφτει μοιραία στην αναπαραγωγική εργασία της μητέρας. Καθώς η Μάρλο είναι έτοιμη να γεννήσει το τρίτο της παιδί, ο φραγκάτος αδερφός της Κρεγκ (Μαρκ Ντάπλας, ο μικρότερος εκ των δύο αδερφών που κάνουν κουμάντο στα indie πράγματα τα τελευταία χρόνια) αποφασίζει να της κάνει ένα δώρο: μια νυχτερινή νταντά που αναλαμβάνει την φροντίδα του μωρού ώστε οι γονείς να καταφέρουν να κοιμηθούν σαν άνθρωποι. Και κάπως έτσι μπαίνει στην ζωή της Μάρλο η Τάλι, με την Μακένζι Ντέιβις να συνεχίζει υπέροχα την υποκριτική σταδιοδρομία της μετά τους ρόλους στα Halt and Catch Fire, Black Mirror και Blade Runner 2049.

Η Τάλι έρχεται σχεδόν σαν manic pixie dream girl, ένα κατά τ’ άλλα κλασικό και κουρασμένο στερεότυπο των indie ανδρικών φαντασιώσεων, για την κουρασμένη Μάρλο, αλλάζοντας την ζωή της με έναν μαγικό και φαντασιωτικό τρόπο. Καθώς παρακολουθούμε την Τάλι να λύνει αντι-ρεαλιστικά σχεδόν κάθε πρόβλημα του σπιτιού (από την φροντίδα των παιδιών μέχρι την σεξουαλική ζωή του ζευγαριού), ο ειλικρινής μαγικός ρεαλισμός της ταινίας αναπνέει μέσα στο πώς χτίζεται η σχέση μεταξύ των δύο γυναικών. Όχι στο κυριολεκτικό κείμενο της ταινίας, στα λόγια που λένε καθ’ εαυτά, αλλά στο πώς αρχίζουν να σχετίζονται μεταξύ τους. Εκεί που αρχικά η είσοδος της Τάλι στο νοικοκυριό έχει την αίσθηση μιας αρχέγονης εισβολής στην οικογενειακή εστία, κάτι που προκαλεί μια καχυποψία στην Μάρλο, στην συνέχεια βλέπουμε πως το σοκ της μητέρας πηγάζει από την αιφνιδιαστική φροντίδα. Την φροντίδα που δέχεται από ένα άγνωστο άτομο, την φροντίδα που ανακαλύπτει κι η ίδια ότι έχει ακόμα την δυνατότητα να προσφέρει στον εαυτό της.

Φυσικά, η αναπαράσταση της μητρότητας με ειλικρίνεια και χιούμορ είναι κεντρική στην ταινία των Reitman και Cody. Αυτή η μίξη είναι που δίνει στο Tully μια αίσθηση ευαίσθητης σκληρότητας. Ναι, το κλάμα του νεογέννητου μωρού ως κάλεσμα για φροντίδα έχει εδώ εξίσου την αθώα χαριτωμενιά ενός παραδοσιακού sitcom όσο και την εφιαλτική στριγγλιά του νεογέννητου πλάσματος στο Eraserhead του David Lynch. Οι ματαιωμένες προσδοκίες της ενήλικης ζωής και οι καθημερινές ματαιώσεις της προσωπικής αυτονομίας ρίχνουν βαριά την σκιά τους στην ζωή της Μάρλο, αλλά κι η ίδια γνωρίζει μέσα της ότι είναι κάτι παραπάνω από μητέρα των παιδιών της και σύζυγος του άντρα της. Δεν είναι ακριβώς ότι θέλει να γίνει κάτι διαφορετικό. Είναι μάλλον ότι δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί ότι θα είναι για πάντα αυτό που είναι τώρα. Όπως λέει κι η ίδια: “Αν είχα ένα όνειρο που δεν πραγματοποιήθηκε, θα μπορούσα να είμαι θυμωμένη με τον κόσμο. Τώρα απλά είμαι θυμωμένη με τον εαυτό μου”. Η επαφή με την Τάλι, όμως, βγάζει ξανά στην επιφάνεια με ορμή της καταπονημένες δυνάμεις της. Το χιούμορ, την χαρά, το τραγούδι, την διάχυση της σεξουαλικότητας, το ρητό αίτημα για αγάπη και φροντίδα. Κι η ταινία το τονίζει με τον υπέροχο τρόπο που δίνει τον χόρο στην Μάρλο να τραγουδήσει ντουέτο με την κόρης της το Call Me Maybe σε ένα παιδικό καραόκε πάρτι με τον πιο αισθαντικό και παιχνιδίζοντα τρόπο.

Ναι, η δύναμη του Tully βρίσκεται στον τρόπο που προσπαθεί να απο-φετιχοποιήσει την μητρότητα, να τονίσει ότι η μαγεία δεν βρίσκεται σε κάποιον μυθικό και θαυματουργό γυναικείο προορισμό αλλά στην ίδια την θεραπευτική ιδιότητα της ανθρώπινης επαφής και την διερεύνηση του γυναικείου εαυτού. Μπορεί η μεταχείριση της ψυχικής ασθένειας να γίνεται άγαρμπη σε κάποιες στιγμές, αλλά το Tully αναπαριστά το φάσμα του αυτισμού (στην περίπτωση του Τζόνα) και της κατάθλιψης (στην περίπτωση της Μάρλο) μέσα από το πρίσμα των καθημερινών στρατηγικών επιβίωσης που υιοθετούν οι καθημερινοί άνθρωποι. Αν υπάρχει κάτι που πληγώνει αφηγηματικά την ταινία, τότε αυτό είναι σίγουρα ο τρόπος που εξελίσσεται και ανατρέπεται η πλοκή στην τρίτη πράξη του Tully – κάτι στο οποίο προφανώς και αποφύγαμε σκόπιμα να αναφερθούμε για ευνόητους λόγους. Σε τελική ανάλυση, όμως, το Tully είναι μια ειλικρινής ιστορία φαντασίωσης της φυγής από την ενήλικη ζωή – φυγής τόσο προς τα μέσα όσο και προς τα έξω. Κι ως γνωστόν, όλες οι φαντασιώσεις φυγής μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά κάθε πραγματική φυγή είναι απελευθερωτική με τον δικό της μοναδικά τραυματικό τρόπο.

Best of internet