Quantcast

Αυτά που συμβαίνουν στο «Avengers: Infinity War» δεν έχουν ξαναγίνει στο σινεμά της Marvel

Το Marvel Cinematic Universe έρχεται αντιμέτωπο με την κρίση superhero υπερπληθυσμού και υπερκόπωσης

Περίμενα να μην μου αρέσει το Avengers: Infinity War. Αυτή είναι η αλήθεια – και δεν σχετίζεται καθόλου με την συνολική γνώμη μου για το κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel ή το superhero σινεμά εν γένει. Ας εξηγηθούμε. Έχουμε ξαναγράψει πολλάκις, μιλώντας για τον σύγχρονο υπερηρωικό κινηματογράφο, ότι το Marvel Cinematic Universe πάσχει από τρεις βασικές παθογένειες. Πρώτον, από υπερβολικό interconnectivity, από υπερβολικές παραπομπές μπρος-πίσω μεταξύ των ταινιών – σε βαθμό που είτε περιπλέκει αχρείαστα την παρακολούθησή τους ή στερεί την αυτοτελή απόλαυσή τους ως κινηματογραφικά προϊόντα. Δεύτερον, από συνήθως εξαιρετικά αδύναμους villains που δεν έχουν κανενός είδους πειστικό κίνητρο, συναισθηματική εμπλοκή ή ικανοποιητική ανάπτυξη ώστε να εξελιχθούν σε κάτι περισσότερο από generic background για τις αλληλεπιδράσεις των υπερηρώων μεταξύ τους. Τρίτον, από την απουσία διακριτών genres, αισθητικής και ύφους μεταξύ των διαφορετικών ταινιών ώστε να αποκτήσουν έναν πραγματικό χαρακτήρα και να μην μοιάζουν πανομοιότυπες οπτικά και αφηγηματικά σαν να βγήκαν απλώς από μια blockbuster αλυσίδα παραγωγής.

Θεωρητικά, λοιπόν, ένα τέτοιο μεγα-event όπως η τρίτη ταινία Avengers θα έμοιαζε κάλλιστα σαν το πιο πρόσφορο έδαφος για να ανθίσουν στο έπακρον αυτές οι παθογένειες. Κατά μία έννοια, πρόκειται για ένα ίσως δομικό πρόβλημα αυτών των larger-than-life crossover events που όλες οι επιμέρους αφηγήσεις και χαρακτήρες συγκλίνουν σε μια μεγάλη αναμέτρηση όπου μοιάζουν να διακυβεύονται τα πάντα χωρίς να έχει πραγματική σημασία τίποτα πέρα από την ικανοποίηση της εφηβικού τύπου φαντασίωσης «μαλάκα είναι όλοι μαζί». Γι’ αυτό, αν εξαιρέσουμε την επιτυχημένη απόπειρα του πρώτου Avengers να μας τινάξει τα μυαλά στον αέρα με αυτό το «ΚΟΙΤΑ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΔΩ», έχω την εντύπωση ότι οι επόμενες δύο ταινίες Avengers (δηλαδή το Age of Ultron και το Captain America: Civil War, προφανώς) είναι ανάμεσα στις πιο αδύναμες του MCU από την δεύτερη φάση του κι έπειτα. Αντιθέτως, όταν την ίδια περίοδο πάνω-κάτω ξεκίνησαν να ανοίγονται ως προς το genre και το ύφος των ταινιών, δείχνοντας μια στοιχειώδη εμπιστοσύνη στους σκηνοθέτες που προσλαμβάνονταν από την Marvel-Disney, είχαμε αναζωογονητικά φιλμ σαν το Captain America: Winter Soldier και το Guardians of the Galaxy, δια χειρός αδερφών Russo και James Gunn αντίστοιχα. Κατ’ επέκταση, αυτή ήταν μια διαδικασία που πέρυσι οδήγησε μάλλον στο δυνατότερο σερί ταινιών του MCU: Guardians of the Galaxy vol.2, Spider-Man: Homecoming, Thor: Ragnarok και, φυσικά, Black Panther. Αυτό που θέλω να πω, με λίγα λόγια, είναι ότι το Infinity War μύριζε κινηματογραφικό πισωγύρισμα Μετά από μερικές πολύ πετυχημένες και αρκετά αυτοτελείς ταινίες (σε επίπεδο ύφους και αφήγησης), ξαναγυρνάμε στον υπερηρωικό συνωστισμό μέσα στον οποίο δυσκολεύεται να αναπνεύσει μια συνεκτική και συμπαγής superhero ταινία.

Φυσικά, θα ήταν έγκυρο να ρωτήσει κανείς: «τι μας νοιάζουν όλα αυτά; γι’ αυτό πηγαίνουμε να δούμε ταινίες της Marvel ή για τον τζερτζελέ;». Ο τζερτζελές είναι επί της αρχής καλό πράγμα, αλλά δεν είναι επαρκής όρος για να εξηγήσουμε την έλξη προς τον υπερηρωικό κινηματογράφο της εποχής μας. Ας επαναλάβουμε κάτι που έχουμε ξαναγράψει με προηγούμενη αφορμή. Υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι να αντιμετωπίσεις την πυρετώδη ανάπτυξη των superhero ταινιών κατά την τελευταία 10ετία. Ο πρώτος είναι να τις δεις απλώς σαν τεράστια κινηματογραφικά προϊόντα που ικανοποιούν μια τάση φυγής από την πραγματικότητα και, κυρίως, οδηγούν σε γιγαντιαία κέρδη μέσω εισιτηρίων και παιδικών παιχνιδιών. Ο δεύτερος είναι να δεις τις υπερηρωικές ταινίες ως σύγχρονα σύμπαντα λαϊκής μυθολογίας, σαν έναν μαζικό και παγκόσμιο τρόπο που έχει η ποπ κουλτούρα ώστε να σχετίζεται με το καλό και το κακό, το οικείο και το άγνωστο, την απειλή και τη λύτρωση. Και οι δύο αυτές προσεγγίσεις έχουν ένα σημαντικό ποσοστό αλήθειας, και το σημείο που μάλλον συναντιούνται είναι ότι η superhero κουλτούρα δεν είναι πια ούτε απλά μια αυστηρά περιφρουρούμενη αγορίστικη nerd φαντασίωση, ούτε μόνο μια νοσταλγική επιστροφή στην παιδική ηλικία: είναι ένα μαζικό πολιτιστικό φαινόμενο, με το blockbuster κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel στην εμπροσθοφυλακή του.

Επομένως, το Infinity War είχε να διαχειριστεί δύο μεγάλες εκκρεμότητες. Πρώτον, το πώς θα αρχίζει να ξεδιαλύνει το κουβάρι της συμπαντικής πλοκής που χτίζει σταθερά από το Avengers του 2012 κι έπειτα. Δεύτερον, το πώς θα εξασφαλίσει το μέλλον του MCU επιχειρηματικά και αφηγηματικά από εδώ και πέρα. Σ’ αυτές τις δύο εκκρεμότητες βαραίνουν προφανώς άλλοι δύο παράγοντες: τόσο το γεγονός ότι αρκετοί από τους βασικούς χαρακτήρες του σύμπαντος αρχίζουν να εξαντλούν το arc τους, όσο και το ότι τα superhero προϊόντα σε σινεμά και τηλεόραση αρχίζουν να παλαντζάρουν μεταξύ υπερπληθυσμού και υπερκόπωσης. Όλα αυτά, αν τα πάρουμε σοβαρά (όπως κάνουμε ήδη απ’ ό,τι φαίνεται), καθιστούν το Avengers: Infinity War ένα σημείο καμπής. Εν πολλοίς, το βάρος αυτό πέφτει στην τετράδα των δύο προηγούμενων ταινιών του Captain America, δηλαδή τους σεναριογράφους Christopher Markus/Stephen McFeely και, κυρίως, το σκηνοθετικό δίδυμο των Anthony και Joe Russo – των πλέον αγαπημένων παιδιών του MCU. Οι αδερφοί Russo, για την ακρίβεια, έχουν καταφέρει κάτι αρκετά σημαντικό για τις Marvel ταινίες. Απ’ το phase two κι έπειτα, επιχείρησαν να φέρουν (μαζί με τους James Gunn, Taika Waititi και Ryan Coogler εσχάτως) μια κάπως πιο επεξεργασμένη αισθητική και αφηγηματική ανανέωση στο MCU, χωρίς να θυσιάζουν τίποτα από τον fun και escapist πυρήνα των ταινιών. Φυσικά, παρότι το κινηματογραφικό τους παρελθόν ήταν καταδικασμένο στην μετριότητα (βλέπε Welcome to Collinwood και You, Me and Dupree), η σημαντική δουλειά τους σε δύο από τις κωμικές τηλεοπτικές σειρές που κατάφεραν να πιάσουν και να αλλάξουν όσο ελάχιστες άλλες το pop culture πνεύμα της εποχής τους (δηλαδή Arrested Development και Community) ήταν ένα σημαντικό πλην θολό εχέγγυο για το ότι μπορούν να σταθούν αξιοπρεπώς στο επίκεντρο του zeitgeist τους.

Όσον, αφορά το περιεχόμενο του Infinity War όμως – και δεν χρειάζεται να ανησυχήσετε για spoilers – το μεγάλο στοίχημα δεν ήταν το πώς θα καταφέρουν να χωρέσουν τόσοι χαρακτήρες σε μια ταινίες 2μιση ωρών. ΟΚ, δεν λέμε ότι είναι εύκολο, αλλά δεν μιλάμε και για πολύπλοκους σαιξπηρικούς ήρωες, έτσι; Το βασικό setting και οι τρόποι σύνδεσης μεταξύ των διαφόρων υπερηρώων ήταν ήδη λίγο-πολύ σαφή από τις end-credits σκηνές των προηγούμενων ταινιών και τα trailers του Infinity War. Οι συνέπειες του Civil War καθορίζουν τις σχέσεις μεταξύ των γήινων superheroes της ταινίας. Τα Infinity Stones βρίσκονται, κατά κύριο λόγο, εκεί που τα είχαμε αφήσει. Οι Ασγκαρντιανοί με επικεφαλής τον Thor ετοιμάζονται να διασταυρωθούν με το διαστημόπλοιο του Thanos. Οι Iron Man, Spider-Man και Dr. Strange εκτοξεύονται στο διάστημα. Οι Guardians χωρίζονται σε μικρότερες ομάδες. H Wakanda του Black Panther ετοιμάζεται να φιλοξενήσει μια μεγάλη μάχη. Υπάρχουν κάποιοι ελάχιστοι που απουσιάζουν, αλλά κατά τ’ άλλα όλα όσα περιμέναμε είναι εκεί – μαζί με την ασταμάτητη δράση, τα συνεχή αστεία (άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο πετυχημένα), τις κατά τόπους εκρήξεις μελοδράματος. Αλλά όχι, το μεγάλο στοίχημα δεν ήταν τόσο οι υπερήρωες, όσο ο ίδιος ο Thanos.

Από το πρώτο Avengers κι έπειτα, έχουμε δει τον Thanos ελάχιστες φορές – όπως ελάχιστες ήταν κι οι αλληλεπιδράσεις του με τους υπόλοιπους χαρακτήρες του MCU. Κατά βάση, τον βλέπαμε μετά τα credits ως κρυφό ενορχηστρωτή που στοχεύει στην συλλογή των Infinity Stones, ενώ η μόνη ανάπτυξη του χαρακτήρα του είχε έρθει ουσιαστικά μέσα από το οικογενειακό δράμα με τις θετές του κόρες, Gamora και Nebula, στα δύο Guardians of the Galaxy. Τον γνωρίσαμε καλύτερα δηλαδή, μέσα από την απουσία του, ως πηγή ενός τραύματος και μιας δυσλειτουργίας άμεσων σχέσεων μεταξύ χαρακτήρων που αγωνίζονται με διαφορετικούς τρόπους να υπερβούν την κατάστασή τους. Α, ναι, κι επίσης ήταν αυτός απ’ τον οποίο κινδυνεύει να αφανιστεί ολόκληρο το σύμπαν. Η αλήθεια είναι ότι, εάν δεν κατάφερνε να λειτουργήσει σαν πραγματικός villain ο Thanos και κατέληγε να γίνει η πιο μεγάλη, πιο βαρύγδουπη και πιο μωβ προσθήκη στην ατέλειωτη λίστα βαρετών κακών του MCU, το Infinity War δεν θα είχε καμιά ελπίδα να λειτουργήσει – πόσω μάλλον αφού γνωρίζαμε ήδη ότι δεν θα είναι το τελευταίο επεισόδιο των Avengers που έχουμε γνωρίσει μέχρι τώρα, μιας και αυτό ετοιμάζεται ήδη για τέτοια εποχή του χρόνου. Αλλά, προς έκπληξή μου τουλάχιστον, ο Thanos λειτουργεί. Είναι ένας κακός που πιστεύει πως έχει δίκιο, πως απονέμει δικαιοσύνη, που προτείνει μια λύση για τα δεινά του σύμπαντος και είναι πρόθυμος να την υλοποιήσει ο ίδιος. Το endgame του δεν είναι η κατάκτηση, είναι η σωτηρία. Έπειτα, σκοπεύει να αποσυρθεί και να απολαύσει την ισορροπία που προσφέρει το έργο του. Είναι μεγαλομανής κι εξουσιαστικός, αλλά με έναν βαθιά πολιτικό τρόπο. Θέλει να διαχειριστεί τον πλεονάζοντα πληθυσμό του σύμπαντος με την ορθολογική πλην δολοφονική τεχνολογία της εξόντωσης – σαν να έχει βγει από την ίδια την πραγματική ιστορία του ολοκληρωτισμού και των τελικών λύσεων.

Είναι δύσκολο να καταφέρεις να πείσεις το σύγχρονο κοινό του υπερηρωικού σινεμά ότι υπάρχουν πραγματικά διακυβεύματα, πραγματικά επίδικα, πραγματικοί κίνδυνοι. Δεν μιλάμε για τον Batman του Christopher Nolan, προφανώς. Εδώ, όμως, ο κίνδυνος έρχεται από δύο πλευρές. Πρώτον, η απειλή του θανάτου είναι για πρώτη φορά τόσο κοντά στους κινηματογραφικούς ήρωες της Marvel. Όχι με τον κυνικά μπλαζέ και αδιάφορο τρόπο που μέχρι τώρα αναπαριστώνταν ολόκληρες γενοκτονίες αναλώσιμων κινηματογραφικών πληθυσμών, αλλά με την απειλή του χαμού για τους ίδιους τους superheroes – την απειλητική αίσθηση ότι κι αυτοί οι ίδιοι, σε τελική ανάλυση, περισσεύουν. Δεύτερον, η ατμόσφαιρα του αληθινού κινδύνου βρίσκεται, ανέλπιστα, στον ίδιον τον συναισθηματικό κόσμο του Thanos, την σχέση με τις δύο θετές κόρες του, τις συγκρούσεις που προκύπτουν γύρω από την αγάπη, την θυσία, το καθήκον. Η απλοϊκή πλην ειλικρινής διερεύνηση του συναισθηματικού φάσματος μέσα και ανάμεσα στους χαρακτήρες σίγουρα δεν αποτελεί ένα από τα δυνατά χαρτιά του υπερηρωικού σινεμά – αν και υπάρχουν, φυσικά, φωτεινές εξαιρέσεις. Μέσα από την διασταύρωση με την κοσμοθεωρία του Thanos, όμως, καταφέρνουμε έστω και λοξά να δούμε κάποιες πιο ενδιαφέρουσες πτυχές αυτών των χαρακτήρων που επιτρέπουν ή προσκαλούν σε μια πιο ειλικρινή σύνδεση μαζί τους. Πετυχαίνει πάντα αυτό; Όχι, φυσικά. Συχνά, μέσα στην ταινία, θάβεται κάτω από επικούς τόνους CGI, φρενήρη δράση, απανωτά αστεία και κυρίως υπερ-βιαστικές μεταβάσεις από την μία κατάσταση στην άλλη, από τον έναν χαρακτήρα στον άλλον, από την μια γωνιά του σύμπαντος σε μια άλλη. Όταν βγαίνει στην επιφάνεια όμως, πλάι σε μερικές πανέμορφα γυρισμένες σκηνές, μας δείχνει ότι ένα τέτοιο superhero μέγα-event – πέρα από geek οργασμός, διαγαλαξιακό πολεμικό έπος ή γκάζωμα μιας γιγάντιας επιχειρηματικής μηχανής (πράγματα που ισχύουν όλα σε διάφορους βαθμούς) – μπορεί να κρύβει και ψυχή μέσα του. Το ερώτημα είναι, βέβαια, ποιος θέλει να την αναζητήσει εκεί και ποιος όχι. Το ότι υπάρχει κάπου εκεί μέσα, όμως, δύσκολα περνάει εντελώς απαρατήρητο.

Best of internet