Quantcast

«Δεν Ήσουν Ποτέ Εδώ»: Η Λιν Ράμσεϊ και ο Χοακίν Φίνιξ κάνουν κινηματογράφο στα όρια

Η νέα ταινία της σπουδαίας σκηνοθέτιδας είναι μια επίδειξη βίαιης ποιητικής δύναμης

Συνήθως έχω ένα μικρό πρόβλημα με τον τρόπο που αναπαρίσταται η βία στον κινηματογράφο. Και ναι, προφανώς αυτή είναι μια διατύπωση που χρειάζεται κάποιες εξηγήσεις. Όχι, το πρόβλημά μου δεν σχετίζεται με την ποσότητα βίας. Δεν έχω πρόβλημα αν η βία είναι πολλή, ούτε αν είναι λίγη. Αντίστοιχα, το ζήτημα δεν είναι αν η βία είναι αιματηρή ή αναίμακτη – και τα δύο ΟΚ είναι. Ούτε υποστηρίζω ότι υπάρχει μια ευθεία χοντροκομμένη αναλογία μεταξύ πραγματικότητας και αναπαράστασης ώστε να τεθεί ηθικόλογα εάν η βία στο σινεμά οδηγεί στη βία εκτός σινεμά. Το θέμα μου είναι το εξής: ότι πολύ συχνά η βία χρησιμοποιείται, όπως κάθε άλλο οπτικό ή μη στοιχείο σε μια ταινία, αλλά δεν επιδέχεται επεξεργασίας. Όχι ότι αυτή η επεξεργασία πρέπει να είναι σώνει και ντε μια διανοητική άσκηση πάνω στο περιεχόμενο της βίας ή τις κοινωνικές σχέσεις που την περιβάλλουν. Για παράδειγμα, η slasher horror παράδοση είναι βουτηγμένη μέσα στη βία, αλλά την χρησιμοποιεί ως την απόλυτη σύμβαση, σαν αυτό χωρίς το οποίο δεν θα ήταν το cult κινηματογραφικό genre που είναι – δίνοντάς της έναν χαρακτήρα συμβατικό και κοινότοπο μέσα από τον ευπρόσδεκτο συναινετικό τρόμο.

Από την άλλη, συχνότατα έχουμε ταινίες όπου η βία είναι πολύ έντονα παρούσα αλλά περιορίζεται απλώς σε ένα στοιχείο του στυλ – άσχετα από την ποσότητα ή την αιματηρότητά της. Δεν έχει πραγματικό αφηγηματικό βάρος, δεν υποτάσσεται στην βαθύτερη λογική του genre ή του ύφους, δεν γίνεται αντικείμενο αισθητικής ή θεματικής επεξεργασίας. Είναι απλά κουλ, σύμφωνα με την σχετική διαχρονική δήλωση του Κουέντιν Ταραντίνο. Ο ίδιος, φυσικά, είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα γι’ αυτό το είδος κινηματογραφικής βίας. Δεν είναι πως οι ταινίες του είναι οι πιο βίαιες, οι πιο αιματηρές ή αυτές με το μεγαλύτερο death toll. Όχι, η βία δεν είναι κεντρική στον Ταραντίνο, είναι περιφερειακή, έρχεται σαν έκρηξη στυλ. Είναι κυρίως ότι συνοψίζει στον άκρατο βαθμό αυτήν την μπλαζέ κυνική χορογραφία της βίας που λέει “κοίτα τι γαμάτο που ήταν, πάμε στην επόμενη σκηνή τώρα”. Και πηγαίνουμε στην επόμενη σκηνή, κι η αμέσως προηγούμενη βία δεν είχε καμία σημασία σε κανένα επίπεδο, ήταν απλά κουλ. Ε, η Λιν Ράμσεϊ κάνει το αντίθετο – κι είναι πολύ πιο βίαιη, παρόλο που η βία της είναι υπαινικτική.

Ναι, η Λιν Ράμσεϊ κάνει σκληρό σινεμά. Έπειτα από τρεις καταπληκτικές ταινίες μικρού μήκους, το 1999 κάνει το μεγάλου μήκους βρετανικό ντεμπούτο της με το Ratcatcher, συνεχίζοντας το 2002 με το Morvern Callar και το 2011 με το We Need to Talk About Kevin. Έπειτα, γυρίζει ένα ακόμα εξαιρετικό μικρού μήκους, το The Swimmer, και ετοιμάζεται να κάνει το αμερικάνικο ντεμπούτο της με το Jane Got a Gun, απ’ το οποίο αποχωρεί εν τέλει λόγω αντικρουόμενων απόψεων για την προσέγγιση στην ταινία. Η αλήθεια είναι ότι η Ράμσεϊ κάνει ένα σινεμά εντελώς δικό της, φτιάχνοντας ένα διακριτικό και low-profile προσωπικό κινηματογραφικό σύμπαν. Σχεδόν σε κάθε ταινία της κυριαρχεί το παιδικό τραύμα και η ενήλικη ενοχή, η βίαιη απώλεια και ο βίαιος θάνατος, ενώ προτιμάει να κρατάει τον διάλογο σε ελλειπτικά επίπεδα και να στήνει μια κινηματογραφική εμπειρία λεπτομερέστατης επίθεσης στις αισθήσεις. Η περσινή της ταινία, λοιπόν, το You Were Never Really Here, το οποίο έρχεται αυτήν τη βδομάδα στα σινεμά της χώρας, τραβάει το κινηματογραφικό ύφος της Ράμσεϊ μέχρι τις ακραίες του συνέπειες – κι αυτό δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα.

Στα χαρτιά, το You Were Never Really Here (βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Τζόναθαν Έιμς) είναι μια ταινία που μπορεί πολύ εύκολα να περιγραφεί μέσα σε λίγες λέξεις. Ούτως ή άλλως, δεν μοιάζουν να συμβαίνουν και πολλά πράγματα σε επίπεδο αφήγησης. Έχουμε τον Τζο. Ο Τζό είναι ένας βετεράνος πολέμου και τον υποδύεται ο Χοακίν Φίνιξ. Ο Τζο είναι βίαιος, μοναχικός και ψυχικά τραυματισμένος, ζει με την ηλικιωμένη μητέρα του και εργάζεται ως ανορθόδοξος ιδιωτικός ντετέκτιβ που αναλαμβάνει να βρει εξαφανισμένους ανθρώπους. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι η Νίνα, με την Εκατερίνα Σαμσόνοφ να υποδύεται τον ρόλο, η ανήλικη κόρη ενός γερουσιαστή που πέφτει θύμα απαγωγής από ένα κύκλωμα trafficking. Ο Τζο αναλαμβάνει τη δουλειά και μπλέκει σε μια βίαιη περιπέτεια με πολιτικές προεκτάσεις. Αυτά, έχουμε ένα ελλειπτικό θρίλερ με μοναχικούς άνδρες, εξαφανισμένα κορίτσια και συνδικάτα κακών. Αν νιώθετε ότι όλα αυτά τα έχετε ξαναδεί, καλώς – δεν θα το αρνηθούμε. Θα επισημάνουμε όμως ότι ποτέ δεν τα έχετε ξαναδεί έτσι, το οποίο σημαίνει ότι, χμ, ναι, δεν τα έχετε ξαναδεί.

Φυσικά, η καρδιά της ταινίας χτυπάει μέσα στο στήθος του Χοακίν Φίνιξ, ο οποίος για την ερμηνεία του έλαβε δικαίως το βραβείο ανδρικής ερμηνείας στις περσινές Κάννες (όπου η Ράμσεϊ επίσης βραβεύτηκε για το σενάριό της). ΟΚ, το ότι ο Φίνιξ ήταν καλός σε έναν ρόλο μάλλον αποτελεί κάθε άλλο παρά είδηση. Η διαφορά, βέβαια, είναι ότι ο ρόλος του Τζο είναι εξαιρετικά ιδιαίτερος, τόσο για την φιλμογραφία του Φίνιξ όσο και για την πρόσφατη ιστορία των κινηματογραφικών αναπαραστάσεων του άνδρα-πρωταγωνιστή. Το σινεμά, και δη το εγκληματικό, είναι γεμάτο με σιωπηλούς πλην αποτελεσματικούς άνδρες. Για την ακρίβεια, είναι παραδοσιακά μια από τις πιο κουλ εκδοχές της αρρενωπότητας στην μεγάλη οθόνη, η οποία έφτασε στο στυλιστικό της απόγειο στα 70s με ταινίες σαν τα Point Blank, The Long Goodbye, Le Samurai και The Driver. Και βέβαια, είχαμε εξίσου κουλ μεταγενέστερα tributes σ’ αυτήν την αναπαράσταση με το Ghost Dog και το Drive, μεταξύ άλλων.

Το You Were Never Really Here, όμως, έχει έναν σιωπηλό πρωταγωνιστή που αποσυναρμολογεί χειρουργικά αυτήν την δυναμική. Ο Χοακίν Φίνιξ μοιάζει με τον Ταξιτζή, αλλά δεν είναι καθόλου κουλ. Ο όγκος του είναι επιβλητικός, αλλά βαραίνει κυρίως τον ίδιο. Ο εαυτός του είναι θρυμματισμένος, αλλά δεν προσφέρει καμία αφηγηματική λύτρωση στην ταινία. Ο κόσμος γύρω του και μέσα του μοιάζει ανυπόφορος – είναι ένα βαρύ σώμα που πονάει μέσα σ’ ένα περιβάλλον που είναι ασφυκτικό, ανυπόφορο, αφόρητα έντονο. Κάνει την δουλειά του γιατί είναι καλός σ’ αυτήν, γιατί η βία είναι το επάγγελμά του, αλλοτριωμένο κι αυτό όπως όλα. Η Ράμσεϊ φτιάχνει μια αιματηρή ταινία, αλλά κινείται πολύ προσεκτικά γύρω από την ίδια την βία. Κινηματογραφεί την πανταχού παρούσα απειλή της κι έπειτα κινηματογραφεί τις αιματηρές της συνέπειες. Δείχνει να συναρπάζεται από την ανδρική βιαιότητα, αλλά προσπαθεί κυρίως να την υπερβεί κινηματογραφικά, χωρίς πολλά λόγια, χωρίς πολύ κείμενο.

Πώς το κάνει αυτό; Καθιστώντας την ταινία της βίαιη σε κάθε επίπεδο, φέρνοντας δηλαδή την κυριολεκτική βία στο φως ως στιγμή ενός ενιαίου βίαιου συστήματος. Μ’ αυτήν την έννοια, η εμπειρία του You Were Never Really Here στην μεγάλη οθόνη είναι οριακή. Δεν είναι μόνο οι κλεφτές απότομες ματιές στα ματωμένα κεφάλια και τους κομμένους λαιμούς. Είναι επίσης το κοφτό στακάτο μοντάζ του Joe Bini (σταθερού συνεργάτη του Βέρνερ Χέρτσογκ αλλά και υπεύθυνου για το εκπληκτικό αποτέλεσμα του American Honey της Άντρια Άρνολντ) που κάνει κάθε cut να μοιάζει με χτύπημα στο σώμα. Είναι ότι το sound design μοιάζει ασφυκτικό κι η μουσική του Jonny Greenwood των Radiohead εμφανίζεται σαν νευρικός θρήνος για ξαφνικούς θανάτους. Κι είναι βέβαια ότι η αφήγηση της ταινίας δεν είναι απλώς χρονικά μη-γραμμική ή μινιμαλιστική, αλλά φαντάζει θρυμματισμένη, διαλυμένη, χτυπημένη – σαν γροθιά στο ασυνείδητο που σκορπίζει εικόνες, αναμνήσεις και συναισθήματα στο ματωμένο πάτωμα του χρόνου.

Το You Were Never Really Here αποτελεί πανέμορφο δείγμα ενός προσωπικού κινηματογράφου βιαιότητας, ευθύτητας και ειλικρίνειας. Κατά μία έννοια, η Ράμσεϊ φτιάχνει ένα εξπρεσιονιστικό σινεμά, ένα σινεμά της σκληρότητας, όπου η ταινία επιτίθεται στις αισθήσεις ώστε να φέρει στην επιφάνεια το ανέκφραστο, το ασυνείδητο. Στον κόσμο της Ράμσεϊ η μνήμη είναι συναίσθημα, το συναίσθημα είναι σώμα, και το σώμα είναι βίαιο. Έτσι, το You Were Never Really Here μοιάζει σχεδόν με ένα εννοιολογικό πείραμα που έχει σάρκα, οστά, τένοντες και αίμα στις φλέβες του. Αυτό είναι κάτι που, αν το δεχτούμε, καθιστά την Λιν Ράμσεϊ μια γενναία σύγχρονη σκηνοθετική φωνή που αναζητά την σκληρή ποίηση – και δεν ησυχάζει αν δεν την βρει.

Best of internet