Quantcast

Τo «Lady Bird» είναι ένα λουτρό αλήθειας για το τι σημαίνει εφηβική ζωή

Το solo σκηνοθετικό ντεμπούτο της Greta Gerwig καταφέρνει να πατήσει όλα τα σωστά κουμπιά

Ουφ, είναι δύσκολο πράγμα το κυνήγι της εφηβείας. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να την ξαναζήσουν, υπάρχουν άνθρωποι που δεν θέλουν να την ξαναδούν στα μάτια τους κι υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν αιώνια να της ξεφύγουν. Είναι δυνατόν να συνεννοηθείς με κάποιον που την έζησε τελείως διαφορετικά από σένα; Η ανάμνησή της μπορεί να σε γεμίζει νοσταλγία για μια εποχή χαράς, ανεμελιάς, ανεξέλεγκτης κοινωνικότητας και εκρηκτικής σεξουαλικότητας. Από την άλλη, ενδέχεται να αποτελεί την τραυματική εμπειρία απ’ την οποία προσπάθησες να ξεφύγεις τρέχοντας, αλλάζοντας σπίτι, αλλάζοντας ανθρώπους, αλλάζοντας πόλη, αλλάζοντας ζωή. Λοιπόν, ας είμαστε ειλικρινείς: υπάρχουν ιστορίες που θέλουμε να ακούσουμε περισσότερο από κάποιες άλλες. Συγχαρητήρια σ’ όσους πέρασαν υπέροχα στην εφηβική τους ζωή, αν και αμφιβάλλουμε λίγο, αλλά υπάρχει σ’ αυτήν την μακρά διαβατήρια τελετή προς την ενηλικίωση ένας πλούτος συναισθημάτων και εμπειριών που μπορούν να προσεγγιστούν πραγματικά μόνο μέσα από την επιθυμία της φυγής – φυγής προς τα έξω, φυγής προς τα μέσα, φυγής προς κάθε κατεύθυνση που υπονοεί έστω και ελάχιστα ότι η ζωή θα μπορούσε να είναι αλλιώς.

Αυτό είναι ένα είδος κινηματογραφικής αλήθειας που βρίσκεται στην καρδιά όλων των ειλικρινών coming-of-age ιστοριών που αγαπήσαμε στην οθόνη – από τα 400 Χτυπήματα του Τριφό και το Kes του Λόουτς μέχρι το Stand by Me του Στήβεν Κινγκ, κι από το Freaks and Geeks μέχρι το Boyhood και το Moonlight. Σε μια τέτοια λίστα έρχεται να μπει με φόρα κι η Greta Gerwig με το περσινό Lady Bird, δηλαδή την πρώτη της solo σκηνοθετική απόπειρα που κυκλοφορεί επιτέλους αυτήν τη βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Η σκηνοθέτιδα, σεναριογράφος και ηθοποιός αφηγείται την εφηβική ιστορία της Κρίστιν Μακφέρσον (Saoirse Ronan) που αυτοαποκαλείται Lady Bird, όπως η σύζυγος του Προέδρου των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, και ζει στο Σακραμέντο 2002. Καθώς τελειώνει το λύκειο, φαντασιώνεται την απόδρασή της σε ένα καλλιτεχνικό πανεπιστήμιο μακριά από την πόλη της, μακριά από τους γονείς της (Laurie Metcalf και Tracy Letts), μακριά από τις πρώτες ερωτικές της σχέσεις (Lucas Hedges και Timothée Chalamet). Η Lady Bird είναι εξομολογητική, αυθάδης, ευαίσθητη και αλαζονική, νιώθοντας ότι δεν χωράει ούτε στο σπίτι της ούτε στην πόλη της.

Κατά μία έννοια, όλες οι φαντασιώσεις φυγής μοιάζουν μ’ έναν τρόπο μεταξύ τους, αλλά κάθε πραγματική φυγή είναι απελευθερωτική με τον δικό της μοναδικά τραυματικό τρόπο. Αυτό είναι κάτι που το γνωρίζει καλά η Gerwig, κι αποφεύγει επιμελώς τις βασικότερες κακοτοπιές που βρίσκονται στο δρόμο της. Η παράδοση των εφηβικών coming-of-age μυθολογιών μας έχει δείξει ότι συχνά μπορούν να καταλήξουν σε μια συλλογή από κοινοτοπίες αυταρέσκειας χωρίς ουσιαστικό συναισθηματικό βάθος, περιοριζόμενες στο “δεν-με-καταλαβαίνει-κανείς-είστε ένα-μάτσο-βλάχοι” και σ’ ένα ρηχό κυνήγι του επιμελώς μπλαζέ coolness. Η επιθυμία φυγής της Lady Bird είναι ειλικρινής και αυθεντική, αλλά η Gerwig μας αναπαριστά αυτήν την επιθυμία με όλη την λεπτότητα και αντιφατικότητα που έχει το κυνήγι ταυτότητας σε έναν ρευστό κόσμο. H Lady Bird δεν έχει δίκιο σε όλα απλώς επειδή θέλει να αποδράσει από ένα μικροαστικό ασφυκτικό και συντηρητικό περιβάλλον. Η σχέση με την μητέρα της, όντας συχνά το δραματικό κέντρο της ταινίας, αποκαλύπτει όλη της την βασανιστική πολυπλοκότητα ως ένα μπρα-ντε-φερ ματαιωμένων προσδοκιών και προσδοκιών προς ματαίωση.

Το κλειδί, ίσως, για να κατανοήσουμε καλύτερα το Lady Bird είναι να δούμε πώς μεταχειρίζεται η Gerwig τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα της ταινίας. Όντας ήδη εξαιρετικά έμπειρη ως ηθοποιός και σεναριογράφος σε πλήθος mumblecore ταινιών, δηλαδή σ’ αυτό το low-budget ιδίωμα του indie αμερικάνικου σινεμά που έβαζε στο επίκεντρό του τον νατουραλισμό της σύγχρονης κοινωνικής ζωής και την αυτοσχεδιαστικά αυθόρμητη ομιλία, η 34χρονη σήμερα Gerwig αντιμετωπίζει αυτήν την 17χρονη εκδοχή του εαυτού της με όλη την συναισθηματική ειλικρίνεια που της αρμόζει. Ακόμα πιο σημαντικό, όμως, μας φαίνεται το εξής: η Gerwig προτείνει έναν διαφορετικό δρόμο για την σύγχρονη κινηματογραφική νοσταλγία χωρίς να τον παρουσιάζει με μορφή μανιφέστου. Ενώ η pop κουλτούρα των late 90s / early 00s έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο Lady Bird, η σκηνοθέτιδα επιλέγει να χρησιμοποιήσει αυτές τις αναφορές όχι ως αδιαφοροποίητο και εμμονικό τικάρισμα σε νοσταλγικά κουτάκια, αλλά ως τόπους συνάντησης του πρόσφατου προσωπικού και συλλογικού παρελθόντος. Το κριτήριο δεν είναι τα καμπανάκια που χτυπάνε στους θεατές, αλλά η συναισθηματική επένδυση των εμπειριών μέσα από την επεξεργασία τους. Έτσι, το Lady Bird προσεγγίζει με σεβασμό και ευαισθησία την νοσταλγία μέσα από την ιεράρχηση της μνήμης, από το ξεσκαρτάρισμα του τι ήταν σημαντικό και τι όχι, τι αξίζει να ειπωθεί και τι δεν αξίζει να ειπωθεί.

Όχι, το Lady Bird δεν είναι ένα μεγαλειώδες κινηματογραφικό αριστούργημα. Είναι μια μικρή, ελάσσονα, διακριτική κι ευαίσθητη προσπάθεια για την αναζήτηση ενός είδους προσωπικής και κινηματογραφικής αλήθειας. Η Gerwig δεν αφήνεται πια τόσο πολύ στην ομιλητική χαλαρότητα των παλιότερων ταινιών της (Hannah Takes the Stairs, Nights and Weekends και Frances Ha, μεταξύ άλλων), αλλά κυνηγάει το ακριβές, το συγκεκριμένο – την πιο κατάλληλη κινηματογραφική γλώσσα στην οποία μπορούν να μιλήσουν με ειλικρίνεια τα εφηβικά της συναισθήματα. Μπορεί αυτή η γλώσσα να μην είναι η πιο εντυπωσιακή, αλλά η ειλικρίνειά της είναι ανεκτίμητη. H Greta Gerwig λέει μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί και ειπώνεται με τον τρόπο που της αξίζει.

Best of internet