Quantcast

O «Black Panther» είναι ο νέος βασιλιάς της Marvel

Η πρώτη superhero ταινία του Ryan Coogler φέρνει αυτό που έλειπε στο Marvel Cinematic Universe

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

15 Φεβρουαρίου 2018

OK, ας μιλήσουμε ειλικρινά για το τι συμβαίνει στο κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel τα τελευταία 5 χρόνια, δηλαδή αφότου έκανε το πρώτο πραγματικό peak του με το Avengers το 2012. Η αρχή του phase two ξεκίνησε υπερβολικά χλιαρά με τα Iron Man 3 και Thor: The Dark World, αλλά μετά συνέχισε με πολύ απότομη άνοδο στα καταπληκτικά Captain America: The Winter Soldier και Guardians of the Galaxy. Εκεί, σαν αιώνιος φίλος των Marvel υπερ-ηρώων σε βαθμό παρεξηγήσιμο, είδα τις ελπίδες μου για σοβαρό, ποιοτικό και διασκεδαστικό superhero κινηματογράφο από την Marvel να αναπτερώνονται σημαντικά. Τα επόμενα δύο χρόνια όμως, συνεχίστηκαν εξίσου χλιαρά. Το Age of Ultron ήταν κακοφτιαγμένο, το Ant-Man ήταν συμπαθητικό αλλά όχι κάτι το ιδιαίτερο, το Civil War είναι άνετα η πιο υπερ-τιμημένη ταινία του MCU και το Doctor Strange ήταν μάλλον καλύτερο σαν ιδέα παρά σαν υλοποίηση. Κάπου εκεί όμως, το 2015-16 ξεκίνησαν οι Marvel σειρές στο Netflix και δικαιολογημένα ρίξαμε τα λεφτά μας στο Daredevil και το Jessica Jones. Δε γαμιέται, θα χαζεύουμε τις ταινίες του MCU αλλά ουσιαστικά θα απολαμβάνουμε τις σειρές του Netflix – ειδικά μετά τα καταπληκτικά πρώτα δείγματα γραφής.

Η ζωή όμως είναι απρόβλεπτη, αγαπητοί φίλοι και φίλες, όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια ο θεός γελάει, και άλλα τέτοια χαριτωμένα ρητά. Η περσινή χρονιά, το 2017, τα έφερε όλα τούμπα. Η Marvel έφτιαξε τις δύο χειρότερές της σειρές στο Netflix (Iron Fist και The Defenders), ενώ το MCU μας έδωσε τρεις από τις καλύτερες ταινίες του: Guardians of the Galaxy vol.2, Spider-Man: Homecoming και Thor: Ragnarok. Τι έκαναν σωστά αυτές οι ταινίες; Τα έχουμε ξαναπεί πολλάκις, αλλά ας τα ξαναπούμε. Κατάφεραν όχι απαραίτητα να διορθώσουν αλλά να τουλάχιστον να διαχειριστούν τρεις βασικές παθογένειες του Marvel Cinematic Universe. Πρώτον, την απουσία διακριτού ύφους και genre των ταινιών, δίνοντας μεγαλύτερη ελευθερία στους σκηνοθέτες και αποφεύγοντας την flat ομοιότητα εντός του MCU. Δεύτερον, την έλλειψη καλών ή τουλάχιστον αξιοπρεπών villains, η οποία ήταν τρομερά εμφανής στην πλειοψηφία των ταινιών Marvel, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις βέβαια. Τρίτον, την υπερβολική προσπάθεια για διασύνδεση μεταξύ των ταινιών, οδηγώντας σε ένα μπουρδουκλωμένο continuity και στερώντας συχνά την αυτοτελή απόλαυση μιας superhero ταινίας.

Για εξαιρετικά καλή μας τύχη, λοιπόν, σ’ αυτήν την κατεύθυνση συνεχίζει πανυγηρικά και το Black Panther, το οποίο κυκλοφορεί αυτήν την βδομάδα στα σινεμά. Στην καρέκλα του σκηνοθέτη βρίσκεται ο Ryan Coogler, δηλαδή ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες της γενιάς του, ο οποίος στα 3ο του χρόνια έχει ήδη γυρίσει ένα σπουδαίο ρεαλιστικό δράμα (Fruitvale Station) και μια ταινία-υπόδειγμα για το πώς αναβιώνεις ένα παλιό κινηματογραφικό franchise (Creed) – αμφότερα με τον, αιώνια λατρεμένο από την εποχή που ήταν το αγαπημένο μας πιτσιρίκι στο The Wire, Michael B. Jordan. Ευτυχώς η Marvel δίνει στον Coogler αρκετή ελευθερία ώστε να φτιάξει μια ταινία που οπτικά και περιεχομενικά δεν μοιάζει με άλλη εντός του MCU. Πιάνοντας το νήμα από τα γεγονότα του Civil War και αποφεύγοντας να φτιάξει ένα κλασικό origin story, ο Coogler αποδίδει τον Black Panther μέσα από την εξερεύνηση του κόσμου και της μυθολογίας της Wakanda, μιας χώρας που προσποιείται την τριτο-κοσμική αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί το αφρικανικό, φουτουριστικό El Dorado.

Προφανώς, το ότι το Black Panther έγινε ταινία με τέτοιο ξεκάθαρα αφρο-κεντρικό τρόπο έχει μια ιδιαίτερη πολιτισμική σημασία. Όχι, δεν είναι η πρώτη μαύρη superhero ταινία, αλλά είναι η πρώτη που βάζει την ορατότητα της μαύρης κουλτούρας και ιστορίας στο επίκεντρο με τόσο φαντασιωτικό και πληθωρικό τρόπο, όπως αντανακλάται τόσο στο κυρίαρχα μαύρο καστ όσο και στο σαφές πολιτικό περιεχόμενο. Η Wakanda δεν είναι είναι απλά ένας εξωτικός αφρικανικός τόπος. Η ιστορία της αντανακλά τους προβληματισμούς για της σχέσεις μεταξύ λευκής Δύσης και μαύρης Αφρικής, κι εσωτερικά βασανίζεται από αντιθέσεις σχετικά με τον τρόπο οργάνωσής της και την θέση της στον σύγχρονο κόσμο. Η αλήθεια είναι ότι το μεγάλο κατόρθωμα του Coogler είναι πρωτίστως αισθητικό. Το αφρο-φουτουριστικό δημιούργημα της Wakanda είναι βγαλμένο από τις καλύτερες στιγμές της μαύρης επιστημονικής φαντασίας, και το soundtrack της ταινίας – επιμελημένο από τον Kendrick Lamar – είναι μακράν το καλύτερο που έχουμε ακούσει στο MCU.

Μακάρι βέβαια ο Coogler να αφηνόταν ακόμα περισσότερο σ’ αυτήν την αισθητική, ώστε να αποφεύγαμε αυτό το κλασικό μαύρο-μπλε κακοφωτισμένο hi-tech περιβάλλον που έχουμε κουραστεί να βλέπουμε σε μάχες superhero ταινιών. Επίσης, μακάρι ο Michael B. Jordan να βρισκόταν εξ αρχής στον κεντρικό ρόλο και να μην αναπτυσσόταν τόσο βιαστικά ο χαρακτήρας του στο δεύτερο μισό, ειδικά εφόσον ο Klaw είναι ένα απ’ τα αδύναμα στοιχεία της ταινίας, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Andy Serkis. Παράλληλα, βέβαια, το καστ είναι απολαυστικότατο, περιλαμβάνοντας από βετεράνους όπως η Angela Basset, o Forest Whitaker και ο Martin Freeman, μέχρι νεότερους πολύ καλούς ηθοποιούς σαν την Lupita Nyong’o του 12 Years a Slave και τον Daniel Kaluuya του Get Out – με τον Chadwick Boseman ως Black Panther να είναι μάλλον ένας από τους πιο αδύναμους της ταινίας του. Εν τέλει, δίνοντάς μας μία ταυτόχρονα απολαυστική και ουσιαστική superhero ταινία, το κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel μπαίνει με την καλύτερο τρόπο στην τελική ευθεία για το μεγα-event του Avengers: Infinity War.

Best of internet