Quantcast

Guardians of the Galaxy Vol.2: Η δεύτερη έφοδος της Marvel στο διάστημα

Κι άλλοι Guardians στο υπερηρωϊκό σύμπαν της Marvel και η τύχη του γαλαξία της ποπ κουλτούρας βρίσκεται σε καλά χέρια… ή μήπως όχι;

Υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι να αντιμετωπίσεις την πυρετώδη ανάπτυξη των superhero ταινιών κατά την τελευταία 10ετία. Ο πρώτος είναι να τις δεις απλώς σαν τεράστια κινηματογραφικά προϊόντα που ικανοποιούν μια τάση φυγής από την πραγματικότητα και, κυρίως, οδηγούν σε γιγαντιαία κέρδη μέσω εισιτηρίων και παιδικών παιχνιδιών. Ο δεύτερος είναι να δεις τις υπερηρωικές ταινίες ως σύγχρονα σύμπαντα λαϊκής μυθολογίας, σαν έναν μαζικό και παγκόσμιο τρόπο που έχει η ποπ κουλτούρα ώστε να σχετίζεται με το καλό και το κακό, το οικείο και το άγνωστο, την απειλή και τη λύτρωση. Και οι δύο αυτές προσεγγίσεις έχουν ένα σημαντικό ποσοστό αλήθειας, και το σημείο που μάλλον συναντιούνται είναι ότι η superhero κουλτούρα δεν είναι πια ούτε απλά μια αυστηρά περιφρουρούμενη αγορίστικη nerd φαντασίωση, ούτε μόνο μια νοσταλγική επιστροφή στην παιδική ηλικία: είναι ένα μαζικό πολιτιστικό φαινόμενο, με το blockbuster κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel στην εμπροσθοφυλακή του.
Το sequel του Guardians of the Galaxy, το οποίο κυκλοφόρησε την Πέμπτη στις κινηματογραφικές αίθουσες, ανήκει κι αυτό στο Marvel Cinematic Universe, αλλά ο τρόπος που σχετίζεται μαζί του είναι ιδιαίτερος. Το κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel, από την εκκίνησή του το 2008 με την πρώτη ταινία Iron Man μέχρι σήμερα, πάσχει από τρία βασικά προβλήματα. Πρώτον, από την απουσία διακριτών genres μεταξύ των ταινιών, με αποτέλεσμα οι περισσότερες να μοιάζουν πανομοιότυπες οπτικά και αφηγηματικά. Δεύτερον, από την παρουσία ιδιαίτερα βαρετών villains, συνήθως χωρίς πειστικά κίνητρα και χωρίς ουσιαστική συναισθηματική σύνδεση με τους πρωταγωνιστές. Τρίτον, από την υπερβολική σύνδεση των ταινιών μεταξύ τους ώστε να οδηγούν προς την ίδια κατεύθυνση και να παραπέμπουν η μία στην άλλη, με αποτέλεσμα να σαμποτάρεται η απόλαυσή τους ως αυτοτελείς κινηματογραφικές εμπειρίες. Τόσο το πρώτο Guardians of the Galaxy, όσο και το φετινό Vol.2, παρόλο που δεν ξεφεύγουν εντελώς από αυτόν τον δρόμο, αποτελούν μάλλον ένα ευχάριστο διάλειμμα.

 

Απ’ αυτήν την σκοπιά, ο σκηνοθέτης της ταινίας James Gunn (Slither, Super) συνεχίζει την πετυχημένη φόρμουλα του πρώτου Guardians of the Galaxy. Η εμπειρία του στα b-movies και το exploitation cinema (από την θητεία του στην ιστορική cult εταιρία παραγωγής Troma Entertainment) είναι εμφανής στο Guardian of the Galaxy, καθώς και οι εμφανείς επιρροές του από κλασικές κιτς διαστημικές περιπέτειες όπως η Barbarella και ο Flash Gordon – με την φετινή παρουσία του Kurt Russell ως Ego the Living Planet να ενισχύει τις cult παραπομπές της ταινίας. To Guardian of the Galaxy Vol.2, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ταινίες της Marvel, αποτελεί μια κωμική space opera, με διάχυτα στοιχεία πειρατικής και steampunk αισθητικής, σαν να πρόκειται για ένα μείγμα που περιέχει ισόποσα Star Wars και Firefly με πολλές, πάρα πολλές pop culture αναφορές. Ακόμα και σε τελείως οπτικό επίπεδο, η αισθητική του James Gunn απομακρύνεται αρκετά από τα συνήθη superhero πλαίσια, δημιουργώντας φαντασμαγορικές, πολύχρωμες, γυαλιστερές εικόνες που μοιάζουν να δανείζονται από τις παλέτες του Alejandro Jodorowsky ή του Terry Gilliam – αν και μια ακριβέστερη περιγραφή θα ήταν μάλλον ότι μοιάζει με ένα διαστημικό, πολυεπίπεδο και ζαλιστικό φλιπεράκι.

 

Όλα αυτά βέβαια δεν αποτελούν καινοτομίες του Vol.2, αφού στον μεγαλύτερο βαθμό τα μοιράζεται με την πρώτη ταινία. Κατ’ αυτήν την έννοια, από την ταινία απουσιάζει το στοιχείο του εντελώς φρέσκου αέρα για το MCU. Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο ταινιών είναι στο πώς μεταχειρίζονται το θέμα της πλοκής και των villains. Στο πρώτο Guardians of the Galaxy, η έμφαση ήταν στα origin stories και την γνωριμία μεταξύ των misfits χαρακτήρων, η οποία είχε μια πολύ ευχάριστη δυναμική παρόλο που αποτελεί χιλιοπαιγμένο έργο. Ο βασικός villain της ταινίας, Ronan the Accuser, φαινόταν εξαιρετικά ασύνδετος προς όλα τα υπόλοιπα που συνέβαιναν, όντας περιορισμένος σε ένα βαρετό εργαλείο που εξυπηρετούσε μόνο το δέσιμο των Guardians μεταξύ τους. Εδώ, αντιθέτως, η ταινία καταπιάνεται τόσο με την οικογενειακή δυναμική των βασικών χαρακτήρων μεταξύ τους, όσο και με τα daddy issues του Peter Quill (Chris Pratt) με τις πατρικές του φιγούρες Ego the Living Planet και Yondu Udonta (Michael Rooker), αλλά και το ταλαιπωρημένο sisterhood μεταξύ Gamora (Zoe Saldana) και Nebula (Karen Gillan). Παρ’ όλο που το Guardians Vol.2 δεν ξεφεύγει από κοινότοπες σεναριακές συμβάσεις και κάποιες συχνά εύκολες συγκινήσεις, το γεγονός ότι οι βασικές συγκρούσεις εντός της ταινίας περιλαμβάνουν ισχυρή συναισθηματική επένδυση εκ μέρους των χαρακτήρων είναι σίγουρα θετικό στοιχείο σε σύγκριση με την πληθώρα αδιάφορων villains των Marvel ταινιών, όπως αντίστοιχα θετική είναι και η διακριτική παρουσία συνδέσεων με τις υπόλοιπες ταινίες του MCU (αν και οι πιο hardcore fans δεν θα δυσκολευτούν και πολύ να τις βρουν).

Η ταινία έχει φυσικά τις αδυναμίες της. Το χιούμορ συχνά είναι hit and miss, η παρουσία της μουσικής συνεχίζεται στο ίδιο μοτίβο με την πρώτη ταινία, κάτι που δίνει αφενός την αίσθηση ξαναζεσταμένου φαγητού κι αφετέρου την κάνει να μοιάζει με ένα εκτεταμένο videoclip (αν και δεν λείπουν λαμπρές στιγμές όπως το πάντα καταπληκτικό The Chain των Fleetwood Mac σε μια απ’ τις κεντρικές σκηνές), ενώ η πρόκληση οικογενειακού τύπου συγκίνησης και η χρήση της (μεγάλης, ομολογουμένως) χαριτωμενιάς του Baby Groot έχουν πολλές φορές αρκετά χειραγωγικό χαρακτήρα. Παρ’ όλα αυτά, έπειτα κι απ’ το Vol.2, οι ταινίες Guardians of the Galaxy συνεχίζουν μάλλον να αποτελούν τις καλύτερες στιγμές του κινηματογραφικού σύμπαντος της Marvel.

 

 

Best of internet