Quantcast

Ο Alberto Prunetti θέλει να κάνει την εργατική λογοτεχνία σπουδαία ξανά

Ο Αμίαντος, το βιβλίο που τον έκανε διάσημο στην Ιταλία, κυκλοφόρησε στα ελληνικά κι εμείς είχαμε τη χαρά να συζητήσουμε μαζί του

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

3 Δεκεμβρίου 2021

Εδώ και χρόνια, ειδικά από την μεγάλη κρίση του 2008 κι έπειτα, η οποία βέβαια σε πολλά επίπεδα παραμένει ανεπίλυτη και αλληλοδιαπλέκεται με άλλες κρίσεις (προσφυγική, κλιματική, υγειονομική) που έχουν ξεσπάσει στο μεταξύ, βλέπουμε ένα κομμάτι των τεχνών που ανήκουν στη μαζική κουλτούρα να καταπιάνονται περισσότερο με την αναπαράσταση των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, των αποκλεισμένων και εξαθλιωμένων, των πλεοναζόντων πληθυσμών, εκείνων που όλο και συχνότερα πετιούνται έξω από τους επίσημους θεσμούς και τους κυρίαρχους λόγους της καπιταλιστικής κοινωνίας. Μια ματιά, για παράδειγμα, στις ταινίες που έχουν θριαμβεύσει στα φεστιβάλ και τα βραβεία των τελευταίων χρόνων θα μας πείσει: από το I, Daniel Blake και το Shoplifters μέχρι το Parasite και το Nomadland, το σύγχρονο σινεμά επικεντρώνει όλο και περισσότερο σε προλεταριακές (ή υπο-προλεταριακές) ιστορίες ζωής, καταπίεσης και αντίστασης. Ακόμα μεγαλύτερη αξία, βέβαια, έχει η αυτο-έκφραση των καταπιεζόμενων κοινωνικών υποκειμένων, οι τρόποι που έχουν να αφηγούνται οι ίδιοι τις ιστορίες τους. Και για κάτι τέτοιο, λοιπόν, μάλλον θα πρέπει να ψάξουμε κυρίως κάπου αλλού.

Αυτήν την δεκαετία-και-κάτι της συνεχιζόμενης κρίσης είδαμε μια άνθιση σε αυτό που θα ονομάζαμε εργατική λογοτεχνία, δηλαδή αφηγήσεις που προέρχονται από συγγραφείς της εργατικής τάξης και καταπιάνονται με τις εμπειρίες των κατώτερων στρωμάτων. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτών των αφηγήσεων έγκειται στο ότι τις περισσότερες φορές είναι πρωτοπρόσωπες – χωρίς απαραίτητα να είναι όλες αυτοβιογραφικές με την στενή έννοια. Βλέπουμε, δηλαδή, την εργατική τάξη να μιλάει η ίδια για τον εαυτό της – είτε για το παρόν είτε για το παρελθόν, μέσα από την αναμέτρηση με τις εμπειρίες των προηγούμενων γενεών. Αυτό το άτυπο νέο ρεύμα της εργατικής λογοτεχνίας έκανε ένα πρώτο μπαμ, στην Ευρώπη τουλάχιστον, με την εμφάνιση του συγγραφέα Edouard Louis στον χώρο των γαλλικών γραμμάτων το 2014 με το best-selling μυθιστόρημα Να Τελειώνουμε με τον Έντυ Μπέλγκελ, το οποίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2018 από τις εκδόσεις Αντίποδες σε μετάφραση Μιχάλη Αρβανίτη. Ένας δεύτερος σταθμός σε αυτήν την πορεία, τουλάχιστον όσο αφορά τα εγχώρια εκδοτικά πράγματα, ήταν η κυκλοφορία του 108 Μέτρα: The New Working Class Hero του Ιταλού Alberto Prunetti, το οποίο μεταφράστηκε από τον Βαγγέλη Ζήκο και βγήκε από τις Απρόβλεπτες Εκδόσεις τον Δεκέμβριο του 2020. Εκεί, ο Prunetti ζωντανεύει ένα χαοτικό και πολύμορφο μωσαϊκό εργατικών εμπειριών στο Λονδίνο του 21ου αιώνα, όπου συναντιούνται πρεζάκια, χουλιγκάνοι, φτωχοδιάβολοι, μετανάστες κι εργαζόμενοι που απλά προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα στην καθημερινότητά τους.

Βέβαια, το best-selling βιβλίο του Prunetti στην πατρίδα του ήταν άλλο. Επρόκειτο για το Αμίαντος: Μια Εργατική Ιστορία, το οποίο κυκλοφόρησε το 2012 αφηγούμενο την ιστορία του πατέρα του συγγραφέα, ενός χειρώνακτα εργάτη που το σώμα και η ζωή του στιγματίστηκε από τις θανατηφόρες συνθήκες εργασίας – μια ιστορία που συμπυκνώνει μεγάλο μέρος της εμπειρίας της εργατικής τάξης στην Ιταλία του μεταπολεμικού “οικονομικού θαύματος”. Ο Αμίαντος εκδόθηκε κι αυτός στα ελληνικά, ξανά σε μετάφραση του αφοσιωμένου Βαγγέλη Ζήκου, από τις εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες τον Σεπτέμβριο του 2021. Κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου, λοιπόν, ο Prunetti επισκέφτηκε την Ελλάδα ώστε να παρουσιάσει το βιβλίο σε μια σειρά από πόλεις, φιλοξενούμενος σε βιβλιοπωλεία, καφενεία, αυτοδιαχεριζόμενους χώρους και πολιτικές καταλήψεις, όπως αρμόζει δηλαδή σε έναν συγγραφέα που επιχειρεί να συλλάβει σε γραπτή μορφή κάτι από την ζωντάνια, την αντιφατικότητα και την συγκρουσιακότητα της κατάστασης  που ονομάζεται σύγχρονη προλεταριακή εμπειρία. Στα πλαίσια αυτής της επίσκεψης είχαμε τη χαρά να συναντηθούμε μαζί του και να κάνουμε μια συζήτηση γύρω από τα βιβλία του και την εργατική λογοτεχνία εν γένει. Αυτά είναι τα όσα είπαμε:

Ο Αμίαντος ήταν το μυθιστόρημα που σε έκανε διάσημο στην Ιταλία. Δεν ήταν όμως το πρώτο σου βιβλίο που μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα ελληνικά. Πώς είναι λοιπόν να επιστρέφεις σε ένα βιβλίο που έγραψες πάνω από 10 χρόνια πίσω; 

Ο Αμίαντος εκδόθηκε το 2012, όταν ήδη δούλευα μέσα στο ιταλικό εκδοτικό σύστημα ως μεταφραστής από τα ισπανικά και τα αγγλικά. Είχα βγάλει ήδη δύο βιβλία, τα οποία δεν πήγαν άσχημα αλλά δεν έγιναν και ιδιαίτερα δημοφιλή. Τα εξέδωσε ένας μικρός εκδοτικός οίκος που ανήκει στην αριστερά, οπότε ο mainstream τύπος δεν ασχολήθηκε μαζί τους. Ήθελα πολύ να πω την ιστορία του πατέρα μου, γιατί ήταν η ιστορία ενός κομματιού της κοινωνίας που παρέμενε αόρατο. Οι χειρώνακτες εργάτες δεν θεωρούνται κατάλληλοι για να αποτελούν θέμα της τέχνης και της λογοτεχνίας. Φυσικά, τα πράγματα ήταν αλλιώς μέχρι την δεκαετία του ‘70, όταν ακόμα υπήρχε ένα ισχυρό εργατικό κίνημα. Ακόμα και τότε όμως αυτό που υπήρχε ήταν η αποκαλούμενη “βιομηχανική λογοτεχνία” που προερχόταν από μεσοαστούς αριστερούς διανοούμενους που ανήκαν σε εργατικές οικογένειες. Αυτοί λοιπόν μιλούσαν για την ζωή της εργατικής τάξης από την δική τους οπτική γωνία.

Όπως ο Nanni Balestrini στο Τα Θέλουμε Όλα;

Αυτό ήταν το καλύτερο τέτοιο βιβλίο εκείνης της περιόδου. Τα υπόλοιπα δεν ήταν τόσο αξιόλογα. Αρκετά εξ αυτών ήταν κάπως βαρετά, ενώ το Τα Θέλουμε Όλα είναι ένα μυθιστόρημα συγκρουσιακό και πολεμικό. Πολλά αντίστοιχα βιβλία ασχολούνταν κυρίως με την αλλοτρίωση, αναπαριστώντας τους εργάτες ως ανθρώπους που δουλεύουν και δεν κάνουν τίποτα άλλο. Αδυνατούσα λοιπόν να βρω τον εαυτό μου, ως παιδί εργατικής οικογένειας, μέσα σε βιβλία σαν αυτά. Η εργατική τάξη είναι κάτι ζωντανό και έντονο. Υπάρχει πολλή αλληλεγγύη, ποδόσφαιρο, ψησίματα, γιορτές, μανούρες, καβγάδες, τα πάντα.

Κάτι πολύ πιο πλούσιο και αντιφατικό από την πεζή περιγραφή της δουλειάς στο εργοστάσιο.

Φυσικά! Οπότε λοιπόν ήθελα να καταγράψω τα πράγματα όπως τα θυμόμουν. Ο πατέρας μου ήταν ένας αστείος άνθρωπος που δεν ταίριαζε με τις θλιμμένες φιγούρες των εργατών της “βιομηχανικής λογοτεχνίας”. Πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα που σχετιζόταν με την έκθεση σε αμίαντο. Οι γιατροί κατηγορούσαν τον ίδιο γι’ αυτό. Έλεγαν ότι οι εργάτες αναπτύσσουν ανθυγιεινή συμπεριφορά, ότι καπνίζουν και πίνουν πολύ κλπ. Δεν υπήρχε καμία αναγνώριση των κοινωνικών ευθυνών, δηλαδή της ευθύνης που είχαν οι βιομηχανίες που αναγκάζουν τους εργάτες να δουλεύουν σε επικίνδυνες συνθήκες. Τώρα το ξέρουμε, γιατί οι επιδημιολόγοι αναγνωρίζουν πως όλες οι δουλειές όπου δούλευαν εργάτες σαν τον πατέρα μου περιλαμβάνουν έκθεση σε επικίνδυνα υλικά, κι έτσι έχουν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν νέοι σε σύγκριση με άλλες κοινωνικές τάξεις. Λόγω της δουλειάς τους, όχι λόγω της συμπεριφοράς τους. Οπότε, πέρα από το να αναδείξω την ζωντάνια της εργατικής ζωής, ήθελα επίσης να φέρω στην επιφάνεια τις ευθύνες της καπιταλιστικής παραγωγής για τον θάνατο τόσων ανθρώπων. 

Έγραψα λοιπόν το βιβλίο και προσπάθησα να βρω εκδότη, αλλά δεν ήταν και τόσο εύκολο. Μου λέγανε πράγματα όπως ότι το βιβλίο μου ήταν υπερβολικά οργισμένο κι ότι ο κόσμος δεν νοιάζεται για ιστορίες εργατών που πέθαναν από αμίαντο. Μου λέγανε επίσης ότι η ιστορία είναι υπερβολικά ζοφερή, παρόλο που το βιβλίο μου είναι γεμάτο χιούμορ. Στην πραγματικότητα, ήθελαν μεσοαστικές ιστορίες από μεσοαστούς συγγραφείς γιατί πίστευαν ότι μόνο η μεσαία τάξη διαβάζει βιβλία. Τελικά το έδωσα σε έναν μικρό εκδοτικό οίκο και πήγε καλά. Ξαφνικά, όλες οι μεγάλες ιταλικές εφημερίδες ασχολούνταν μαζί μου. Γράφτηκαν πολλές κριτικές ανέβηκε στο θέατρο, κέρδισε βραβεία, κι έτσι συνέχισα γράφοντας τα 108 Μέτρα.

Έχεις εικόνα αν ο Αμίαντος διαβάστηκε από εργάτες;

Ναι, γνωρίζω καλά πως διαβάστηκε. Είχα πολλές προσκλήσεις από συνδικάτα και γνώρισα πολλούς συνταξιούχους εργάτες που εργάζονταν σε αντίστοιχες δουλειές. Ήταν πολύ χαρούμενοι και μου έλεγαν πως αυτή είναι η ιστορία τους, μιας και αναγνώριζαν τον εαυτό τους στην ιστορία του πατέρα μου. Συχνά συνέβαινε και το εξής: νεαρότεροι άνθρωποι αγόραζαν το βιβλίο κι έπειτα το έκαναν δώρο στους γονείς τους, τους θείους τους, τους παππούδες τους κλπ. Αυτό είναι κάτι που το εκτιμώ πολύ. Όταν έγραφα το βιβλίο, η εργατική τάξη δεν συζητιόταν ιδιαίτερα. Πολύς κόσμος μιλούσε για τους επισφαλώς εργαζόμενους, το πρεκαριάτο. Η κυρίαρχη αφήγηση έλεγε ότι δεν φταίει ο καπιταλισμός για την επισφάλεια των νεαρών ανθρώπων, αλλά ότι φταίγανε οι προηγούμενες γενιές εργατών που απαιτούσαν υπερβολικά δικαιώματα, πολλά προνόμια και μεγάλους μισθούς. Και ότι τώρα τα παιδιά τους είναι αναγκασμένα να πληρώσουν γι’ αυτό. Μαλακίες δηλαδή. Με εξοργίζανε αυτά τα πράγματα. Ήταν μια αφήγηση που προσπαθούσε να στρέψει τη μια γενιά ενάντια στην άλλη και να προκαλέσει διαμάχες μεταξύ των φτωχών. Ένας από τους στόχους του βιβλίου μου ήταν να δείξω ότι η ήττα της γενιάς του πατέρα μου επέτρεψε στο κεφάλαιο να καταστρέψει την ζωή της επόμενης γενιάς, της δικής μου γενιάς.

Έχει ενδιαφέρον το στερεότυπο ότι οι φτωχοί και οι εργάτες δεν διαβάζουν βιβλία. Η δική σου οικογένεια διάβαζε;

Δεν είχαμε πολλά βιβλία, αλλά είχαμε βιβλία στο σπίτι. Η μητέρα μου έλεγε ότι ο πατέρας μου δεν διάβαζε βιβλία, αλλά διάβαζε πολλές εφημερίδες – πολιτικές, συνδικαλιστικές και αθλητικές. Η μητέρα μου από την άλλη διάβαζε πάρα πολύ. Της άρεσε να διαβάζει. Δεν είχε λεφτά να αγοράζει πολλά βιβλία, αλλά δανειζόταν συνέχεια από την τοπική δημόσια βιβλιοθήκη. Το στερεότυπο λοιπόν είναι σε έναν βαθμό ψευδές. Είναι αλήθεια ότι πολλές εργατικές οικογένειες δεν έχουν αρκετά βιβλία στο σπίτι, αλλά μεταπολεμικά υπήρξε μια μεγάλη προσπάθεια από προοδευτικούς και αριστερούς εκδοτικούς οίκους να βγάλουν φτηνές εκδόσεις ώστε να κάνουν τα βιβλία προσβάσιμα στα πιο φτωχά στρώματα. Έτσι, τη δεκαετία του ‘50 και του ‘60 πολλές εργατικές οικογένειες ήρθαν σε επαφή με την λογοτεχνία. Μπορεί να μην τους ενδιέφεραν τα πειραματικά μυθιστορήματα, αλλά τους ενδιέφεραν οι ιστορίες που μιλάγανε για τις εμπειρίες τους. Και τους καταλαβαίνω. Γιατί θα έπρεπε ένας εργάτης να ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της αστικής τάξης; Γιατί τα θέματα της λογοτεχνίας πρέπει να είναι πάντα υπαρξιακά και ψυχαναλυτικά; Κι όχι για παράδειγμα το να μην έχεις λεφτά να πληρώσεις το νοίκι ή να στείλεις το παιδί σου στο σχολείο; Αυτό δε σημαίνει ότι όλες οι αφηγήσεις για την εργατική τάξη πρέπει να είναι σώνει και ντε δυσάρεστες. Το πρόβλημα είναι ότι ελάχιστοι άνθρωποι στην εκδοτική βιομηχανία προέρχονται από την εργατική τάξη, κι έτσι νομίζουν πως μια ιστορία που διαδραματίζεται μέσα σε ένα εργοστάσιο ανταποκρίνεται αναγκαστικά σε ένα συγκεκριμένο ύφος. Η πραγματικότητα όμως είναι πάντα πιο πολύπλοκη.

Ο δικός μου στόχος, κι ο στόχος άλλων ανθρώπων που καταπιάνονται με αυτό που λέμε εργατική λογοτεχνία (δεν είμαστε κίνημα, απλά γνωριζόμαστε μεταξύ μας), είναι να αναδείξουμε αυτήν την πολυπλοκότητα. Μεγάλο μέρος της έμπνευσής μας έρχεται από τη Μεγάλη Βρετανία. Είναι η σημαντικότερη πηγή εργατικής λογοτεχνίας και προσπαθούμε να μάθουμε πράγματα από εκεί. Υπάρχουν φεστιβάλ και συνέδρια για συγγραφείς που προέρχονται από εργατικό περιβάλλον. Είναι ένα πραγματικό ρεύμα. Δεν πρόκειται για κίνημα, αλλά για σκηνή. Ας πούμε, το περσινό Booker Prize πήγε στον Douglas Stuart για το Shuggie Bain, έναν Σκοτσέζο συγγραφέα που έγραψε για την μητέρα του ως μέρος της εργατικής τάξης στην Γλασκώβη του ‘80. Το βιβλίο έγινε best-seller και μεταφράστηκε σε όλον τον κόσμο. Υπάρχουν συγγραφείς όπως η Kit de Waal, μια Ιρλανδή που έγραψε το μυθιστόρημα My Name Is Leon, άλλο ένα best-seller εργατικής λογοτεχνίας. 

Υπάρχει στην Βρετανία άλλωστε μια μεγάλη παράδοση εργατικού ρεαλισμού που πηγαίνει πίσω μέχρι τα ρεύματα του kitchen sink realism και των angry young men.

Βέβαια! Αυτή η παράδοση συνεχίζεται από τη δεκαετία του ‘50 μέχρι σήμερα. Εκείνη η περίοδος μας έδωσε σπουδαία έργα, όπως τα Saturday Night and Sunday Morning και The Loneliness of the Long Distance Runner του Alan Sillitoe. Παρόμοια πράγματα βγαίνανε επίσης στο θέατρο και το σινεμά. Ας σκεφτούμε επίσης σκηνοθέτες σαν τον Ken Loach, ή σειρές του BBC σαν το This Is England. Νιώθω μια μεγάλη σύνδεση με την Αγγλία γενικά, γιατί είχα πάει να δουλέψω εκεί κάποτε – κι αυτό ήταν το θέμα του επόμενου βιβλίου μου, του 108 Μέτρα. Δεν είχα πάει στην Αγγλία σαν brain drain διανοούμενος, αλλά ως μετανάστης εργάτης. Στην Ιταλία έκανα κωλοδουλειές και δε μιλούσα αγγλικά. Πριν από 20 χρόνια λοιπόν πήγα στο Bristol και δούλευα απλά για να πληρώνω το νοίκι του δωματίου μου. Είχα δουλέψει για μερικούς μήνες σε πιτσαρία στην Ιταλία και πίστευα ότι αυτά τα λεφτά θα μου φτάσουν για κάποιον καιρό στην Αγγλία, αλλά τέλειωσαν μέσα σε 10 μέρες.

Ναι, η Αγγλία είναι ένα ακριβό μέρος…

Δεν είχα σκοπό να σπουδάσω στην Αγγλία, αφού οι σπουδές είναι επίσης ακριβό σπορ. Με ενδιέφερε απλώς να μάθω τη γλώσσα. Ήμουν ο πρώτος άνθρωπος στην οικογένειά μου που πήρε πτυχίο πανεπιστήμιου. Και πάλι όμως, αν δεν έχεις πολιτισμικό κεφάλαιο ή οικογενειακές διασυνδέσεις, είναι δύσκολο να αποφύγεις να καταλήξεις σε δουλειές του ποδαριού. Από παιδί δούλευα σε εποχιακές δουλειές, ειδικά λάντζα σε εστιατόρια, και δούλευα επίσης και καθ’ όλη την διάρκεια των σπουδών μου. Σκέφτηκα λοιπόν ότι θα μπορούσα να κάνω το ίδιο και στην Αγγλία. Οπότε πήγα. Εκεί στράφηκα σε γραφεία ευρέσεως εργασίας, αλλά λόγω των κακών αγγλικών μου δεν ήταν εύκολο να βρω δουλειά. Έτσι για κάποιο καιρό δούλευα σαν καθαριστής: τραπέζια, τουαλέτες, καθάριζα τα πάντα… Αυτές τις εμπειρίες ήθελα να καταγράψω στα 108 Μέτρα, αλλά με περισσότερο χιούμορ απ’ ό,τι τις περιγράφω τώρα. Και σίγουρα όχι σαν αυτοβιογραφία, αλλά σαν μυθοπλασία. 

Είναι πράγματι ένα αστείο βιβλίο. Και γεμάτο μουσικές και άλλες πολιτισμικές αναφορές με τις οποίες πολλοί άνθρωποι της γενιάς μου νιώθουμε πολύ συνδεδεμένοι. Μ’ αυτήν την έννοια, μου φαίνεται λογικό αυτό που λέγαμε στην αρχή, ότι μεταφράστηκε πρώτο στα ελληνικά. Μίλησε στις εμπειρίες πολλών νέων ανθρώπων από τον ευρωπαϊκό νότο που ταξίδεψαν προς τον βορρά την τελευταία δεκαετία προκειμένου να βρουν μια καλύτερη ζωή. Ήταν κοινή εμπειρία για τους ανθρώπους που έζησαν την οικονομική κρίση του 2008 κι έπειτα. Ήταν ένα βιβλίο για την σύγχρονη εργατική εμπειρία όπως είναι πραγματικά.

Μα η ίδια η εργατική τάξη αλλάζει συνεχώς. Η εμπειρία του πατέρα μου σαφώς συνδέεται περισσότερο με το παρελθόν παρά με το παρόν. Υπάρχουν φυσικά ακόμα βιομηχανικοί εργάτες. Αλλά πλέον ένα τεράστιο μέρος της εργατικής τάξης αποτελείται από ανθρώπους που δουλεύουν σε εστιατόρια, υπηρεσίες, logistics, καθαριότητα, διανομή κλπ. Κι υπάρχουν πλέον πολλές περισσότερες γυναίκες και μετανάστες σε τέτοιες δουλειές. Είναι λοιπόν μια διαφορετική εργατική τάξη πια. Κι υπάρχουν φυσικά περισσότερα προβλήματα, αφού είναι πολύ πιο δύσκολο για την εργατική τάξη να βρει πολιτική και συνδικαλιστική εκπροσώπηση. Οι σύγχρονοι εργαζόμενοι είναι πιο απομονωμένοι, πιο διασπασμένοι, χωρίς μεγάλα και δυνατά συνδικάτα. Είναι επομένως πιο δύσκολο να αγωνιστείς για τα δικαιώματά σου. Είδαμε με τα μέτρα covid ότι πολλοί άνθρωποι εξαναγκάστηκαν να δουλέψουν από το σπίτι, αλλά και πολλοί άλλοι εξαναγκάστηκαν να πάνε στις δουλειές τους. Αυτοί αποκλήθηκαν “essential workers”, όπως για παράδειγμα οι εργαζόμενοι στα σούπερ μάρκετ.

Είναι ένα ερώτημα βέβαια και τι ακριβώς εννοούμε εργατικές ιστορίες. Ας πούμε, θεωρώ ότι τα βιβλία του Irvine Welsh, όπως το Trainspotting, αποτελούνται στην πραγματικότητα από εργατικές ιστορίες. Στην Ιταλία όμως, για παράδειγμα, δεν το θεωρούμε εργατική λογοτεχνία. Μπορεί να θεωρηθεί ότι αφηγείται ιστορίες νέων, έτσι γενικά και αόριστα, ή ιστορίες γύρω από μια υποκουλτούρα ή γύρω από ναρκωτικά. Δεν θα έπρεπε όμως να ταυτίζουμε οπωσδήποτε την εργατική λογοτεχνία με τον κλασικό σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Οι ιστορίες συμμοριών ή καταχρήσεων είναι επίσης πολύ συχνά εργατικές ιστορίες κατά βάθος. Ο Welsh είναι πολύ καλός στο να αφηγείται τέτοιες ιστορίες με έναν χιουμοριστικό τόνο. Κι έτσι το όλο πράγμα γίνεται διασκεδαστικό. Αν διαβάσεις κλασικές εργατικές ιστορίες σοσιαλιστικού ρεαλισμού από τη δεκαετία του ‘60, για παράδειγμα, σε παίρνει ο ύπνος στα 5 λεπτά. Στην πραγματικότητα, αυτές οι επιλογές έχουν να κάνουν και με πολιτικο-ιδεολογικές θέσεις. Προσπαθώ να μην βάζω ευθέως την ιδεολογία στα βιβλία μου, αλλά θεωρώ πως είναι εντελώς πολιτικά. 

Έχει ενδιαφέρον πως πολλές πλευρές της σύγχρονης εργατικής εμπειρίας που περιγράφουμε δεν εκφράζονται απαραίτητα μέσα από την λογοτεχνία, αλλά εκφράζονται πολλές φορές μουσικά μέσω του hip-hop. Ειδικά στη Μεγάλη Βρετανία το grime και το drill εκπροσωπούν τα πιο αποκλεισμένα και υποτιμημένα κομμάτια της εργατικής τάξης κι είναι σημαντικό κομμάτι της αυτοέκφρασής της. Και στην Γαλλία επίσης, όπως και στην Ελλάδα σε ένα βαθμό.

Σίγουρα, βγαίνει πολύ πιο φυσικά σε έναν φτωχό πιτσιρικά να εκφράσει τις εμπειρίες του μέσα από hip-hop στίχους παρά μέσα από ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και σίγουρα επίσης οδηγεί σε μεγαλύτερη κοινωνική αποδοχή από τους φίλους τους και τον περίγυρό τους. Κατά μία έννοια, είναι κι αυτό μέρος του προβλήματος. Σκέφτομαι κι εγώ τον εαυτό μου δηλαδή. Αν στα 14-15 μου έλεγα στους φίλους μου ότι θέλω να γίνω συγγραφέας, θα με άρχιζαν στις φάπες. Αν όμως τους έλεγα ότι θέλω να ξεκινήσω μια μπάντα και να πω πράγματα μέσα από τους στίχους μου, θα το αποδέχονταν. Αφήσαμε τα βιβλία στις μεσαίες τάξεις. Είναι καιρός να επιστρέψουν και στα χέρια της εργατικής τάξης. Το οικονομικό και το πολιτισμικό κεφάλαιο συνδέονται μεταξύ τους. Πρέπει να παλέψουμε ταυτόχρονα και στα δύο επίπεδα. Όχι μόνο στο οικονομικό και πολιτικό, αλλά και στο επίπεδο των ιδεών, των συμβόλων και της φαντασίας. 

Best of internet