Quantcast

Η θρυλική βαβέλ, ένα περιοδικό για κόμιξ και όχι μόνο

Ένα μεγάλο αφιέρωμα στο περιοδικό που σημάδεψε την ελληνική αντικουλτούρα για τρείς δεκαετίες

Γιώργος Τσαγκόζης

7 Απριλίου 2017

Ένα από τα σημαντικά πράγματα που μας έφερε το 1981, δεν ήταν μόνο η πρώτη φορά ΠΑΣΟΚ, αγαπητοί μας φίλοι, άλλα και η Βαβέλ, ένα περιοδικό κόμιξ (και όχι μόνο), όπως διατείνονταν άλλωστε και το ίδιο για 27 ολόκληρα χρόνια στο εξώφυλλο του.

Εξώφυλλο του πρώτου τεύχους της βαβέλ – Φλεβάρης 1981

 

Το 1981 ο κόσμος στην Ελλάδα ήταν ακόμα αγουροξυπνημένος από την εφταετία της χούντας και η επαφή με DIY τάσεις και πολιτιστικές κινήσεις που διενεργούταν εκείνη την εποχή στην Ευρώπη και την Αμερική ήταν ελάχιστες.

Αυτό το κενό ήρθε να γεμίσει το περιοδικό Βαβέλ το οποίο είχε ως πρότυπο το Ιταλικό περιοδικό linus. Το Linus εκδόθηκε το 1965, είχε αριστερό προσανατολισμό (οι εκδότες του άνηκαν στο κομμουνιστικό κόμμα) και ήταν το πρώτο περιοδικό κόμιξ της γείτονος χώρας που στόχευε σε ενήλικο κοινό.

Η Bαβέλ, πέρα από την επιρροή της από το Linus, ήταν μάλλον και συνεχιστής ελληνικών underground εντύπων όπως το fanzine Χαρακίρι και του βραχύβιου περιοδικού Κολούμπρα (15 τεύχη).

 

 

Η Βαβέλ έκανε ντου σε μια απαίδευτη -όσον αφορά στα κόμιξ- κοινωνία και πρότεινε κάτι νέο, αφού μέχρι τότε, ό,τι είχε ζωγραφιές και μπαλονάκι με λόγια ονομαζόταν αυτόματα “μικυμάου” και θεωρείτο ότι απευθυνόταν σε παιδιά . Κάπως έτσι ήρθαμε σε επαφή με τις ερωτικές ιστορίες του Milo Manara (αυστηρά δια ενηλίκους),  τα ψυχεδελικά trip στον Sci Fi κόσμο του Moebius, τον κωμικά άναρχο κόσμο του Edika, τον δυστοπικό κόσμο του Billal,  τα ρεμάλο-ρέμαλα του Reiser και τον κυνισμό του Altan.

Ο τρομερός Altan

Εκτός όμως του να φέρει στην Ελλάδα όλους αυτούς τους δημιουργούς (κάποιους μάλιστα στη συνέχεια του έφερε εδώ και κυριολεκτικά) φρόντισε να δώσει βήμα και ουσιαστικά να γεννήσει την ελληνική σκηνή κόμιξ. Εκεί προωτοεμφανίστηκαν ο Αρκάς με τον Κόκκορα του, ο Γιάννης Καλαϊτζής σαν κομίστας (εκτός από πολιτικός γελοιογράφος) με την Τσιγγάνικη Ορχήστρα, εκεί έκανε τα πρώτα του βήματα ο χαοτικός Λέανδρος με τον Παρία του, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ακόμα και ο Βαγγέλης Περρής πριν τον ρουφήξει ο τηλεοπτικός βόθρος.

Από κομικ του Λέανδρου – 1996

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στον Κωστάκη Ανάν, τον συγγραφέα που μέσα από τις μικρές νεοελληνικές ιστορίες σουρεαλισμού (που άφηνε σύμφωνα με τον μύθο σε φάκελο στα σκαλοπάτια της Βαβέλ), κατάφερε να αναδειχθεί σε έναν από τους πιο γλαφυρούς και αστείους συγγραφείς της ελληνικής X generation, χωρίς κάνεις να τον έχει δει ή να γνωρίζει το πραγματικό του όνομα.

Διήγημα του Κωστάκη Ανάν

 

αυτή η φώτο τυχαία βγήκε με μήκος 666 πίξελς

Το «..και όχι μόνο» που συμπλήρωνε την υποσημείωση του εξώφυλλου “περιοδικό κόμιξ”, ήταν το ζουμί του περιοδικού. Πέρα από την ανάδειξη του κόμικ σαν τέχνης και όχι σαν “καραγκιοζάκια” , σε μια εποχή που οι πληροφορίες από έξω έρχονταν με το σταγονόμετρο, η Βαβέλ με αγνό DIY στυλ, αυτόνομη και χωρίς να έχει στόχο το κέρδος, προσέφερε μια εναλλακτική και ιδιαίτερα πολιτική πρόταση μέσα από τα κόμιξ του την αρθρογραφία του και τις κινηματογραφικές και μουσικές του προτάσεις, που ήταν μακριά από τα βαθιά κομματικοποιημένα στεγανά της μεταπολίτευσης.

Από το κομικ του Δημήτρη Παπαϊωάννου «Ο Τρομερός ΜΕΒΕΡ»

Πάντα ανατρεπτικό, είτε όταν έβαζε γυμνό και σεξ σε εποχές που ακόμα υπήρχε λογοκρισία, είτε όταν αναφερόταν στα δικαιώματα των κρατούμενων όπως τότε με το ιστορικό εξώφυλλο του τεύχους 35 με τα σκιτσάκια του φυλακισμένου για την πολίτικη του δράση Dario Dalmaviva, είτε όταν προκαλούσε τα χρηστά ήθη της εποχής με κόμιξ που είχαν ομοφυλόφιλους ήρωες, όπως αυτά του Ralf Konig.

 

 

Η Βαβέλ δεν έχασε ποτέ τον πολίτικο της λόγο, στηλιτεύοντας μέχρι και το τέλος της το 2008, τον άκρατο καταναλωτισμό άλλα και τον κεκαλυμμένο πουριτανισμό της ελληνικής κοινωνίας.

 

Το επόμενο μεγάλο βήμα η Βαβέλ το έκανε όταν διοργάνωσε τα φεστιβάλ κόμιξ στο Γκάζι. Τα φεστιβάλ του περιοδικού περιελάμβαναν εκθέσεις κόμιξ με καλεσμένους διάσημους κομίστες  από το εξωτερικό και liveακια. Η απήχηση του κόσμου αυξάνονταν σταδιακά κάθε χρονιά, μαθαίνοντας τα κόμιξ σε άσχετους που πηγαίναν για το hype, άλλα φέρνοντας και τους “ψαγμένους” σε επαφή με διάσημους σχεδιαστές του εξωτερικού και νέους Έλληνες δημιουργούς και fanzines.

 

Σταδιακά μέσω των φεστιβάλ η Βαβέλ απέκτησε μια τέτοια προβολή, ώστε έπαψε πλέον να ανήκει στο underground και αυτό σίγα-σιγά για διαφόρους λόγους (οικονομικής φύσεως κυρίως) σήμανε και το τέλος του εντύπου, το οποίο μέσα σε 27 χρονια κατάφερε να εκδώσει 246 τεύχη και σχεδόν 10 χρόνια μετά, βλέπουμε ότι το κενό που άφησε στον χώρο των διαφορετικών, μη mainstream εντύπων δυσαναπλήρωτο.

Η επίδραση της Βαβέλ σε μια γενιά νέων δημιουργών κόμιξ (και όχι μόνο) ήταν τεράστια και όχι μόνο ως προς την διαμόρφωση του στυλ του άλλα κυρίως ως προς την γνωριμία τους με έναν διαφορετικό κόσμο έκφρασης. Ρωτήσαμε έξι δημιουργούς να μας μιλήσουν για την σχέση τους με το περιοδικό.

Ιφιγένεια Καμπέρη

 

Στις αρχές του 80 στο μικροαστικό σπιτικό μας ένα πράγμα που υπήρχε σε αφθονία ήταν τα περιοδικά και τα κόμιξ. Αντί, Σχολιαστής, Αστερίξ, Ισνογκούντ, Λούκυ-Λουκ, Μαφάλντα, Παραπέντε έφτιαχναν έναν τεράστιο πύργο στο κομοδίνο του μπαμπά μου. Παρόλο που δεν ήξερα να διαβάζω, ξετρελαινόμουν με οποιοδήποτε σχέδιο. Υπήρχε και ο απαγορευμένος καρπός, το κόμικς με τα παράξενα γράμματα που ήξερα ότι λένε “βαβέλ”. Αυτό δεν έπρεπε να το ανοίγω γιατί “ήταν για μεγάλους”. Αν πω ότι δεν διάβαζα που και που στα κρυφά, θα είναι ψέμμα. Με εντυπωσίαζε η ένταση του ασπρόμαυρου σχεδίου και με τρόμαζαν οι γκροτέσκες φιγούρες. Ειδικά αυτοί οι αηδιαστικοί εξερευνητές με τις στριφογυριστές μύτες που γύριζαν στη ζούγκλα και παντού υπήρχαν κατσαρίδες! Σκεφτόμουν πως αυτός που τους έφτιαξε μάλλον δεν ήξερε να ζωγραφίζει καλά, αλλιώς για ποιόν λόγο να τους είχε κάνει τόσο άσχημους. Είχε και άλλα όμως, είχε διαστημικά, μαρκισίες, ντετέκτιβ, τέρατα, πάνκς και πολλές γυμνές γυναίκες που πάντα φαίνονταν να μην περνάνε και τόσο καλά. Παρολαυτά δεν τις λυπόμουν γιατί ίσως τελικά να μην τα πέρναγαν και τόσο άσχημα. Εγώ πάντως θα ήθελα να ήμουν στη θέση τους. Αυτό εξηγούσε φυσικά το γιατί δεν έπρεπε να διαβάζω αυτόν τον θησαυρό, είναι γνωστό ότι οι μεγάλοι κρατάνε τα καλύτερα μόνο για τον εαυτό τους! Και αν νομίζουν ότι όταν ήμουν 5 δεν ήξερα πάρα πολύ καλά τι έκαναν η Άντα, η Βαλεντίνα, η Ντρούνα, η Ζυστίν, η Λούμπνα είναι πολύ γελασμένοι! Τα χρόνια πέρασαν, έμαθα να διαβάζω και, ακολουθώντας την οικογενειακή μας παράδοση, αγόρασα την πρώτη μου Βαβέλ τον Ιανουάριο του 1993 και συνέχισα να την παίρνω κάθε μήνα μέχρι το τελευταίο τεύχος.

 

Τάσος Μαραγκός (Τασμάρ)

 

Πρέπει να ήταν το 1989 ή 1990, δεν θυμάμαι καλά. Είχα πάρει την μεγάλη απόφαση να πάω στο πρακτορείο τύπου, στην παραλία της Ερμούπολης και να προμηθευτώ το πρώτο μου περιοδικό με γυμνές γυναίκες. Ήμουν πολύ ντροπαλό παιδάκι και σκεφτόμουν τι θα πεί ο κύριος του πρακτορείου που μέχρι τότε με είχε συνηθίσει να αγοράζω Λούκυ Λουκ, X-Men και ιστορίες με παπιά. Είχα βαρεθεί όμως τις κυρίες με τα μαγιό από τα εξώφυλλα των σταυρόλεξων του παππού μου και έπρεπε επιτέλους να δω τι κρύβεται πίσω από αυτά τα μαγιό. Οργάνωσα καλά το σχέδιο μου, πως θα πάω, θα το πάρω και θα εξαφανιστώ επιστρέφοντας μετά από χρόνια στο πρακτορείο τύπου. Μπαίνοντας στο πρακτορείο κατευθύνθηκα στο ράφι, στο βάθος, εκεί που ήξερα ότι έχει αυτά τα κολασμένα έντυπα. Άρχισα να βλέπω τα εξώφυλλα και έπρεπε να επιλέξω γρήγορα γιατί ένιωθα το μάτι του κύριου Πρακτορείου να με χτυπάει στην πλάτη. Παντού βυζιά, βυζιά, κώλοι και άλλα ωραία σημεία του γυναικείου σώματος που ήδη με είχαν κάνει να κοκκινίζω και να νιώθω ένα φούσκωμα στο παντελόνι μου. Το μάτι μου όμως καρφώθηκε σε ένα εξώφυλλο που είχε μια πανέμορφη, γυμνή γυναίκα αλλά ήταν σκίτσο και όχι φωτογραφία. Βαβέλ έλεγε. Δεν είχα ιδέα τι ήταν. Το άρπαξα, πλήρωσα και έφυγα για το σπίτι κρύβοντάς το μέσα από το μπουφάν μου. Στο σπίτι, αφού βεβαιώθηκα ότι έλειπαν όλοι, το άνοιξα και άρχισα να το διαβάζω. Αυτό ήταν. Από τότε άλλαξε η ματιά μου για τα κόμικς. Ευχαριστώ Βαβέλ.

Τάσος Παπαιωάννου 

Ξεκίνησα να διαβάζω Βαβέλ, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν πήγαινα γυμνάσιο και όταν είχε αρχίσει να φθήνει η φάση της (οι ειδικοί έχουν να λένε για την Βαβέλ της δεκαετίας των 80s). Ένας γενναίος, σκατολογικός, λάγνος, βέβηλος κόσμος απλωνόταν μπροστά μου. Λίγο καιρό μετά, ο Λέανδρος έκανε την παρουσία του στις σελίδες της και ήταν λες και έτρωγα καρμικό χαστούκι από το πουθενά. Μετά ήρθε και το φεστιβάλ βαβέλ και άλλαξε το τοπίο, έγινε πιο γιορτή. Χαίρομαι που έζησα την φάση αυτή και έχω κάτι καλό να θυμάμαι. Στα ‘00s η φάση Βαβέλ είχε φτάσει ήδη στην παρακμή της και φυσικά μετά ήρθε και το επεισοδιακό της τέλος. RIP Βαβέλ.

Αντώνης Βαβαγιάννης 

Η πρώτη επαφή με τη «Βαβέλ» ήταν στην παιδική μου ηλικία. Πάντα σε κάποιο σπίτι «ψαγμένων» φίλων των γονιών μου θα έπαιζε ένα ράφι κάτω από τα Αστερίξ και τις Μαφάλντες που θα υπήρχαν αυτά τα ακατανόητα, κόμιξ. Το πρώτο ξεφύλλισμα γινόταν απλά για να βρεθεί κάποιο «ακατάλληλο» στιγμιότυπο, που για την ηλικία και την εποχή μπορούσε να θεωρηθεί «τσόντα»! Μετά μεγαλώνοντας κι αποκτώντας μια σφαιρικότερη σχέση με τα κόμιξ από το Λούκι Λουκ και το Αλμανάκο, μέσα σε μια κούτα του ξάδερφού μου γεμάτη με Βαβέλ γνώρισα μια από τις μεγαλύτερες κομιξικές μου αγάπες, τον Edika. Αλλά όχι μόνο. Τόσα πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους κόμικ. Αστεία και σοβαρά. «Βρόμικα» και «μεγαλίστικα» και τόσο μπροστά για την εποχή τους. Δεν νομίζω να υπάρχει μεγαλύτερη επιρροή για τη δικιά μου γενιά σκιτσογράφων από τη Βαβέλ και νομίζω ότι είμαστε πολύ τυχεροί που μεγαλώσαμε σε μια εποχή που κυκλοφορούσε.

Γιώργος Γούσης 

Σαν παιδί, δεν υπήρξα ποτέ φανατικός αναγνώστης κόμικ. Είχαμε μια αδιάφορη σχέση. Διάβαζα μόνο τα καλοκαίρια στις διακοπές και μονάχα ότι έβρισκα στο περίπτερο. Δηλαδή Μίκυ Μάους, Αστερίξ και Λούκυ Λούκ. Μεγαλώνοντας κιόλας, στην εφηβεία, τα έκοψα τελείως. Είναι εντελώς περίεργοι οι λόγοι που αργότερα, όταν κόντευα τα είκοσι, με έσπρωξαν στο να δοκιμάσω να δημιουργήσω μια σύντομη ιστορία κόμικ για να πάρω μέρος στον διαγωνισμό του ένθετου περιοδικού για κόμικς <<9>> της Ελευθεροτυπίας. Μέσο αυτού ήταν και η πρώτη μου επαφή με τα Ελληνικά κόμικ.
  Όταν όμως σύντομα κατάλαβα πως αυτή η τέχνη θα ήταν η βασική μου ασχολία από εκεί και πέρα, άρχισα να ψάχνω που θα μπορούσα να βρω κόμικ που να ταιριάζουν στο γούστο μου και στο αισθητικό μου κριτήριο για να τα περιεργαστώ και να τα μελετήσω. Το περιοδικό της Βαβέλ ήταν για εμένα λίγο πολύ μονόδρομος. Εκεί υπήρχαν δημοσιευμένα κόμικ ξένων δημιουργών που θα μου έκαναν εντύπωση και θα προσπαθούσα να αντιγράψω και να επηρεαστώ σαν νέος δημιουργός. Αν δεν υπήρχε η Βαβέλ θα ήταν πολύ μεγαλύτερη η απόσταση και ο χρόνος που θα έπρεπε να σπαταλήσω για να βρω τις δουλειές όλων αυτών των δημιουργών έναν έναν από μόνος μου. Δεν ήταν όμως μόνο το περιοδικό. Η Βαβέλ είχε δύο ακόμη σημαντικούς πομπούς γνώσης. Το βιβλιοπωλείο για κόμικ που είχε στο κέντρο της Αθήνας και μπορούσες να βρεις πληθώρα άλμπουμς χωρίς να πρέπει να σκάψεις πρώτα ανάμεσα σε χιλιάδες τευχάκια με σουπερηρωικά κόμικ που ήταν το κυρίαρχο προϊόν των υπόλοιπων κομιξάδικων. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα, το φεστιβάλ της Βαβέλ. Πρόλαβα και πήρα μέρος στα τρία τέσσερα τελευταία φεστιβάλ της σαν νέος δημιουργός και ήταν για μένα στιγμές που θα μου μείνουν αξέχαστες, κυρίως επειδή το κλίμα των ανθρώπων και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα με έκαναν να αισθάνομαι χαρά που ήμουν μέρος αυτού του συνόλου.
Από την άλλη, ενώ η Βαβέλ ήταν πρωτοπόρος στα κόμικ και αισθητικά μου ταίριαζε περισσότερο, σαν δημιουργός δεν δημοσίευσα ποτέ στο περιοδικό της γιατί δεν έδιναν αμοιβές κι έτσι, εφόσον στο <<9>> πληρωνόμασταν, προτιμούσαν όλοι να δημοσιεύουν εκεί. Αυτός πιστεύω είναι και ο βασικός λόγος που η Βαβέλ ανέδειξε ελάχιστους Έλληνες δημιουργούς σε σχέση με το <<9>> που παρήγαγε μια ολόκληρη γενιά νέων δημιουργών και άνοιξε τον δρόμο σε πολλούς απο εμάς για να δούν την τέχνη τους και επαγγελματικά.
Μπαίνοντας στην διαδικασία να γράψω όλα αυτά, το μόνο που μου μένει σαν επίγευση είναι το πόσο λείπει ένα τέτοιο περιοδικό για κόμικ στις μέρες μας που να μπορεί να αμοίβει και τους δημιουργούς, τώρα που το επίπεδο των κόμικ που παράγονται από Έλληνες ανεβαίνει χρόνο με τον χρόνο και το κοινό αρχίζει δειλά δειλά να τα νιώθει σαν μέρος της ψυχαγωγίας του.

Τηλέμαχος Σταυρόπουλος (Helm) 

Στις παλιές Βαβέλ του πατέρα μου είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου απεικονίσεις του έρωτος και ακόμα μέχρι σήμερα όταν κλείνω τα μάτια μου και φαντάζομαι το σεξ δεν βλέπω χρώματα και απτή σάρκα αλλά μαύρες αδρές γραμμές σαν του Crepax ή ίσως του Baldazzini να αιωρούνται και να σμίγουν πάνω σε ένα λευκό – σαν κέλυφος αυγού – Πλατωνικό κενό. Αυτό το αντίκρισμα της λίμπιντο ήταν απαραίτητο για να μου συμπληρώσει φαντασιακά όρια από τα υπερωικά αμερικάνικα κόμιξ και τα μικιμάου που επίσης διάβαζα μικρός. Έτσι έμαθα ότι μπορείς να κάνεις τέχνη για εσωτερικούς λόγους, ή για απόλαυση και πάθος, χωρίς να χρειάζεται σώνει και καλά να βγάζει περισσότερο νόημα, να είναι επαγγελματικό ζήτημα ή να αρχίζει και να τελειώνει κάτι οριστικά. Έμαθα επισης ότι η υπομονή έχει όρια, ο Pazienza όχι.

Από τη Βάβελ επίσης έμαθα και ίσως αμφίβολης αξίας μαθήματα, όπως το ότι μπορείς να κάνεις τέχνη για εσωτερικούς λόγους, ή για απόλαυση και πάθος, χωρίς να χρειάζεται σώνει και καλά να βγάζει περισσότερο νόημα, να είναι επαγγελματικό ζήτημα, ή να αρχίζει και να τελειώνει κάτι οριστικά. Όπως και να’χει, όταν σκέφτομαι ‘Βαβέλ’, καυλώνω λίγο και θέλω να φτιάξω κόμιξ. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ευχαριστώ από αυτό.

Ακολουθούν κάποια από τα αγαπημένα μας εξώφυλλα:

20 χρονια πριν η “φάση” φαινόταν ότι θα στραβώσει

 

Ένα από τα πολλά εξώφυλλα που διακόσμησε ο Moebius

 

Pop αιματοχυσίες

Όταν ξεκινούσε ο Αρκάς

 

Ο πάντα πικρόχολος Altan

 

Αγνός μηδενισμός

 

KE GAMO TA PERIODIKA! Greeklish before it was cool

 

2001: Ένα εξώφυλλο τιμιότατης σάτιρας στον “νεόπλουτο τύπο” της εποχής, δυστυχώς επτωχεύσαμεν

 

 

 

 

 

 

 

Best of internet