Quantcast

Multiverse, το φάντασμα που πλανιέται πάνω από το σινεμά

Το Dr. Strange in the Multiverse of Madness και το Everything Everywhere All At Once δεν είναι παρά οι κορυφές του παγόβουνου ενός νέου χολιγουντιανού κόσμου

Πώς σχετιζόμαστε με τις ιστορίες που καταναλώνουμε; Τι μας λένε για την σχέση με τον εαυτό μας και με τον κόσμο; Τι είδους μυθολογίες δημιουργούν και τι ηθικούς κώδικες κατασκευάζουν; Τέτοιου είδους ερωτήματα είναι θεμελιώδη και διαχρονικά όταν μιλάμε για την μυθοπλασία, όπως τουλάχιστον διαμορφώθηκε από την κινηματογραφική γλώσσα του 20ού αιώνα. Είτε μιλάμε για το ρεαλιστικό σινεμά που φιλοδοξεί να αναπαραστήσει πιστά την πραγματικότητα (ή να της ασκήσει κριτική) είτε μιλάμε για τον escapist κινηματογράφο που εκφράζει μια ανάγκη φυγής από αυτή, οι κυρίαρχες μυθοπλαστικές παραδόσεις πάντα προϋπέθεταν μια κοινή αντίληψη για την ίδια την πραγματικότητα: για την φύση της, την υφή της, την κατασκευή της, τους νόμους της. Η πραγματικότητα έπρεπε να είναι κάτι στατικό, ή έστω σταθερό, αλλά σίγουρα προσπελάσιμο από τον ανθρώπινο νου, κάτι που ως σύλληψη να συμφωνεί με την αμεσότητα της γνωσιακής και αισθητηριακής εμπειρίας της συμμετοχής στον κόσμο. Πάνω σε αυτήν την (επιστημολογική κατ’ ουσίαν) βάση μπορούσε έπειτα να χτιστεί ένα μυθοπλαστικό οικοδόμημα παρατήρησης, σχολιασμού ή κριτικής της πραγματικότητας. Τι θα συνέβαινε όμως αν αυτή η πραγματικότητα δεν ήταν αυτό που πιστεύαμε ότι είναι; Αν ήταν κάτι πιο ασταθές, ρευστό και εύπλαστο;

Τα μυθοπλαστικά genres του fantasy και του science fiction πάντα καταπιάνονταν με ερωτήματα σαν αυτά, άλλοτε κοιτάζοντας προς τα πίσω, σε ένα μυθικό παρελθόν, κι άλλοτε κοιτάζοντας προς τα μπρος, σε ένα φουτουριστικό μέλλον. Είτε μέσα από τις ανεξήγητες δυνάμεις της μαγείας είτε μέσα από τις ορθολογικές δυνάμεις της επιστήμης, το fantasy και το sci-fi συχνά μας έδειξαν εκδοχές της πραγματικότητας που προκαλούσαν ή αποσταθεροποιούσαν τις βεβαιότητές μας για την φύση του κόσμου που είναι προσπελάσιμος από τις αισθήσεις και τη νόησή μας. Απ’ όλες τις λογοτεχνικές και κινηματογραφικές μορφές που πήρε αυτή η τάση αμφισβήτησης της πραγματικότητας, καμία δεν ξεπέρασε σε εύρος και βάθος την ιδέα του multiverse, δηλαδή την ιδέα της ύπαρξης ενός υποθετικού συνόλου (άπειρων ή πεπερασμένων) δυνατών συμπάντων που περιλαμβάνει τόσο το σύμπαν του οποίου είμαστε μέρος όσο και κάθε άλλο σύμπαν που θα μπορούσε να υπάρξει. Πρόκειται για μια σύλληψη με τις ρίζες της στην φιλοσοφία, την κοσμολογία και την φυσική, η οποία επεκτάθηκε σε μια σειρά από πεδία της διανοητικής δραστηριότητας, από την ψυχολογία και τη λογοτεχνία μέχρι ευρύτερα την pop κουλτούρα.

Το μυθοπλαστικό εργαλείο του πολυσύμπαντος ή των παράλληλων συμπάντων, στην εκδοχή του που ήταν πιο εναρμονισμένη με την φιλοσοφική/κοσμολογική/φυσική προέλευση της ιδέας (κι ειδικά την many-worlds ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής), εμφανίστηκε για πρώτη φορά ολοκληρωμένα το 1963 στο έργο του πρωτοπόρου sci-fi συγγραφέα Michael Moorcock, ο οποίος αποτέλεσε γενικότερα μια από τις σημαντικότερες μορφές του λεγόμενου νέου κύματος της επιστημονικής φαντασίας το ’60 και το ’70 που τροφοδότησε το είδος με νέες, προοδευτικές, πειραματικές, ριζοσπαστικές και επαναστατικές αντιλήψεις. Στην πραγματικότητα, παρόλο που στοιχεία της ιδέας των παράλληλων συμπάντων υπήρχαν διάσπαρτα σε διάφορα στάδια της ιστορίας της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας, το multiverse, με την πιο απλοϊκή και συμβατική του έννοια, άρχισε να γίνεται μέρος της μαζικής κουλτούρας στον κόσμο που αναδύθηκε την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Καθόλου τυχαία, η μυθοπλαστική ιδέα της αμφισβήτησης της μοναδικότητας και της ενικότητας του σύμπαντος που γνωρίζουμε ακολούθησε την ιστορική εξέλιξη των επιστημονικών, φιλοσοφικών και ευρύτερα διανοητικών δραστηριοτήτων κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Μιλάμε για την εποχή που οι παλιές και σταθερές ιδέες της νεωτερικότητας αρχίζουν να αμφισβητούνται σε διάφορα πεδία, από την φυσική και την οντολογία μέχρι την λογοτεχνική θεωρία και την επιστημολογία. Πρόκειται γι’ αυτήν την διαδικασία που ονομάστηκε μεταμοντερνισμός, κατά την οποία αποδομήθηκαν συστηματικά οι μεγάλες αφηγήσεις του μοντερνισμού – η συνείδηση, η γλώσσα, η γνώση, ο εαυτός. Σταδιακά, την θέση της μοναδικότητας και της ενικότητας άρχισε να παίρνει η συνθετότητα, η πολλαπλότητα και η ενδεχομενικότητα.

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, το fantasy και το sci-fi ήταν βεβαίως τα καταλληλότερα genres ώστε να διοχετευθεί αυτό το νέο ιστορικό πνεύμα – και να μετατραπεί βεβαίως σε μαζική κουλτούρα. Καθόλου τυχαία, και πάλι, η χρυσή περίοδος της μυθοπλασίας που περιστρέφεται γύρω από τα παράλληλα σύμπαντα και τις εύθραστες πραγματικότητες έρχεται στα 60s και τα 70s, όταν γνώριζαν την μεγαλύτερη επιτυχία κι οι ριζοσπαστικές ιδέες του μεταμοντέρνου. Πέρα από την λογοτεχνία του Moorcock (αλλά και το έργο συγγραφέων όπως του Philip K. Dick που εκείνη την περίοδο σχηματίζει την δική του ιδέα της “πολλαπλής πραγματικότητας” και του Stephen King που αρχίζει να κατασκευάζει το δικό του αφηγηματικό multiverse μερικά χρόνια αργότερα), τα αμερικάνικα υπερηρωικά comics της Silver Age αρχίζουν επίσης να ενσωματώνουν όλο και περισσότερο της ιδέες των παράλληλων συμπάντων. Φτάνοντας στο τέλος του 20ού αιώνα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το The Matrix των αδερφών Wachowski, παρότι δεν περιλαμβάνει την ιδέα του multiverse με την στενή έννοια, συμπύκνωσε με τον πιο περιεκτικό τρόπο τις ιδέες της μεταβλητότητας, της πλαστικότητας και της πολλαπλότητας του κόσμου και του εαυτού. Πώς γίνεται να είσαι κάτι άλλο εδώ και κάτι άλλο αλλούς; Πώς γίνεται οι φυσικοί νόμοι της πραγματικότητας τη μια στιγμή να είναι σε ισχύ και την άλλη να γίνονται θρύψαλα; Πώς είναι δυνατόν να δημιουργήσεις ανθρώπινη ταυτότητα και επικοινωνία σε έναν ασταθή κόσμο χωρίς σταθερά κοινά σημεία αναφοράς για τις αισθήσεις και τη νόηση; Πώς μπορείς να πραγματευτείς τις έννοιες της ελευθερίας, της ευθύνης και της επιλογής όταν η πραγματικότητα δεν είναι πια αυτό που νόμιζες;

Φυσικά, από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι – όχι μόνο από την εποχή του Moorcock αλλά και από την εποχή του Matrix. Στην εποχή των υπερ-γιγαντωμένων superhero blockbusters και της δομικά αυτο-αναφορικής pop κουλτούρας, το multiverse είναι πλέον κάτι περισσότερο από αντανάκλαση των διανοητικών και επιστημονικών εξελίξεων της εποχής του μεταμοντέρνου στην σφαίρα της μυθοπλασίας. Εδώ και πολλά χρόνια, τα superhero comics έχουν βρει στην ιδέα του multiverse και των παράλληλων συμπάντων έναν τέλειο μηχανισμό για την απεριόριστη αυτο-αναπαραγωγή τους προς κάθε πιθανή κατεύθυνση ταυτόχρονα. Από εργαλείο αποσταθεροποίησης της πραγματικότητας, το multiverse έγινε μια αστείρευτη πηγή αφηγηματικής και επιχειρηματικής ανάπτυξης. Αν οι ήρωές μας μπορούν να είναι διαφορετικές οντότητες σε διαφορετικά σύμπαντα, τότε μπορούμε να πούμε άπειρες ιστορίες με αυτούς, δημιουργώντας επίσης απειρες δυνατότητες συναντήσεων μεταξύ τους. Καθώς το υπερηρωικό σινεμά γιγαντώθηκε με τη σειρά του τις τελευταίες δύο δεκαετίες, το multiverse άρχισε να γίνεται το απαραίτητο επόμενο βήμα ώστε να μην δημιουργηθεί κρίση συνωστισμού και υπερ-συσσώρευσης των παραδοσιακών superhero αφηγήσεων. Στην πραγματικότητα, όλοι ήξεραν ότι τα multiverses είναι μονόδρομος για την Marvel και την DC από ένα σημείο και μετά, καθώς τα συμβόλαια λήγουν, οι ηθοποιοί γερνάνε και το κοινό αλλάζει. Το σύγχρονο franchise σινεμά των αμέτρητων τίτλων sequels/prequels/spin-offs άρχισε να φτάνει στα όριά του με όρους γραμμικής ανάπτυξης. Έφτασε η ώρα λοιπόν για την δοκιμή μιας πολυσυμπαντικής συνταγής. Μαζί με το αφηγηματικό παράδειγμα αλλάζουν κι οι βασικές αρχές του αφηγηματικού χρόνου: η διάρκεια δίνει την θέση της στην συνδεσιμότητα, η διαχρονία δίνει την θέση της στη συγχρονία.

Προφανώς, το πρώτο κινηματογραφικό σύμπαν που δοκιμάζει την ιδέα του multiverse στην πιο φιλόδοξη εκδοχή του είναι αυτό της Marvel. Καθώς το Infinity War έφτανε προς το τέλος του, άρχισαν τα ερωτήματα: Προς τα πού πάει ένα τέτοιο αφηγηματικό οικοδόμημα; Πώς συνεχίζει να συντηρείται μια μεγα-μηχανή που είναι πλέον too big to fail; Πώς δημιουργούνται νέες δυνατότητες επέκτασης και κέρδους; Πώς αξιοποιείται το σύγχρονο πολυ-μεσικό περιβάλλον πλατφορμών και αιθουσών; Πώς συνεχίζεται το fan service προς ένα κοινό που είναι όλο και πιο πολυδιασπασμένο σε διαφορετικές ταυτότητες και διαφορετικές ταχύτητες; Κατά μία έννοια, το multiverse έπεσε σαν ώριμο φρούτο στην αγκαλιά της Disney. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να το εφεύρει ώστε να συνεχίσει να επεκτείνει τα franchises της με τρόπους και σε κατευθύνσεις που εναρμονίζονται με την σύγχρονη κατάσταση της μαζικής κουλτούρας που λατρεύει την αυτο-αναφορικότητα, τη νοσταλγία, το meta. Ακόμα κι αν κοιτάξουμε πέρα από το superhero σινεμά, θα δούμε ότι τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί όλο και περισσότερες χολιγουντιανές ταινίες που αναγνωρίζουν την επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών επιπέδων της πραγματικότητας κι έχουν συνείδηση της αυτο-αναφορικότητας της σύγχρονης pop κουλτούρας. Φυσικά, το γεγονός ότι τα περισσότερα σημεία αναφοράς έχουν συγκεντρωθεί στα χέρια μιας χούφτας στούντιο-ολιγοπωλίων βοηθάει πολύ, έτσι δεν είναι; Τέτοια παραδείγματα, ας πούμε, είναι ταινίες σαν το Ready Player One, το Wreck-It Ralph, το Free Guy ή το νέο Space Jam. Όχι όλα τους πετυχημένα παραδείγματα απαραίτητα, αλλά ενδεικτικά της τάσης που προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε εδώ.

Όπως και να ‘χει, πάντως, είναι αναντίρρητο ότι η Marvel βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού αυτής της διαδικασίας. H ιδέα του κινηματογραφικού multiverse άρχισε να σχηματοποιείται καθαρά στην post-Thanos φάση του Marvel Cinematic Universe, με τους βασικότερους πρωταγωνιστές του franchise (Robert Downey Jr, Chris Evans, Scarlett Johansson, Chris Hemsworth) να βρίσκονται σε τροχιά απόσυρσης. Πέρα από κάποιες φευγαλέες αναφορές στο πρώτο Doctor Strange, το Avengers: Endgame και το Spider-Man: Far From Home, η Disney είπε να δοκιμάσει πλήρως τα νερά του multiverse στο πιο ασφαλές και λιγότερο ριψοκίνδυνο περιβάλλον της streaming πλατφόρμας της. Έτσι, τα WandaVision, Loki και What If…? έστρωσαν το έδαφος τόσο με αφηγηματικούς όσο και με επιχειρηματικούς όρους. Όπως είχαμε γράψει ξανά, το multiverse μοιάζει λιγότερο με αυτόνομη καλλιτεχνική επιλογή και περισσότερο με εργαλείο marketing για βελτιστοποιημένο brand-building, αφού πλέον σκοπός των franchises είναι να επεκτείνονται απεριόριστα προς όλες τις κατευθύνσεις και όλα τα formats. Κατά μία έννοια, αν το δούμε πιο κυνικά, η σύγχρονη εκδοχή των superhero multiverses δεν είναι παρά το σημείο έκρηξης της λογικής της ανακύκλωσης που βρίσκεται στην καρδιά της μαζικής κουλτούρας που αδυνατεί να παράξει ριζικά νέες μυθολογίες. Είναι η αναγκαία αφηγηματική μορφή που αντιστοιχει στον κατακερματισμό και την αποσπασματικότητα της σημερινής pop κουλτούρας, ένα αφηγηματικό οικοδόμημα που αντανακλά την θρυμματισμένη κι ανακατεμένη υλική βάση του σινεμά και της τηλεόρασης.

Τα μεγάλα στοιχήματα, πάντως, ήταν το Spider-Man: No Way Home και το Dr. Strange in the Multiverse of Madness, αφού επρόκειτο για τα δύο κομβικά σημεία δοκιμής για το αν αυτό το πράγμα μπορεί να δουλέψει στην μεγα-κλίμακα των ταινιών-events ή αν η πολυπλοκότητά του είναι κατάλληλη μόνο για τα μικρότερα stakes των streaming πλατφορμών. Όπως αποδείχτηκε, το πετυχημένο viral marketing και η εξασφάλιση αγαπημένων χαρακτήρων από παλιότερα franchises (όπως οι τριλογίες Spider-Man και X-Men των 00s) αρκούσαν για να εκτοξεύσουν και τις δύο ταινίες στην κορυφή του box office. Για την ιστορία, το No Way Home έφτασε σχεδόν τα 2 δις δολάρια κέρδος, ενώ το Dr. Strange αγγίζει σιγά-σιγά το 1 δις. Δεν θα επιχειρήσουμε εδώ μια αναλυτική κριτική της ταινίας του Sam Raimi που κυκλοφόρησε πριν μερικές βδομάδες. Θα αρκεστούμε μόνο σε μερικά σχόλια, αφού το focus του παρόντος κειμένου είναι διαφορετικό. Θα πούμε λοιπόν ότι το Dr. Strange ενσωμάτωσε τόσο-όσο το WandaVision και το Loki όσον αφορά την ανάπτυξη των χαρακτήρων και την εξήγηση του multiverse, αλλά κυρίως έχτισε πάνω στην συνταγή και το hype του No Way Home. Με άλλα λόγια, το multiverse της μεγάλης οθόνης του MCU έχει μικρότερο δραματουργικό και φιλοσοφικό βάρος, κι εστιάζει κυρίως στην συνδεσιμότητα μεταξύ των τίτλων και των franchises ώστε να ενεργοποιήσει τα μέγιστα triggers στο κοινό. Μ’ αυτήν την έννοια, η μεταχείριση της Wanda ως χαρακτήρα μοιάζει αρκετά φτωχή και σχηματική σε σύγκριση με αυτήν του WandaVision, με τον ίδιο τον Raimi να παραδέχεται πως δεν είχε δει ολόκληρη την σειρά πριν φτιάξει το Dr. Strange 2 (λολ). Η επεξεργασία των θεμάτων της μητρότητας και της ψυχικής ασθένειας μοιάζει εντελώς διεκπεραιωτική στην ταινία, χρησιμεύοντας ως απλό plot point για να προχωρήσει η δράση μέσα από την Super Mammy Wanda. Έχει ενδιαφέρον πάντως ο τρόπος που η Marvel ταυτόχρονα επιβραβεύει και τιμωρεί όσους βλέπουν τις σειρές του MCU: από τη μία μεριά εντοπίζεις συνεχώς πραγματάκια και easter eggs, από την άλλη σε τελική ανάλυση δεν κάνει καμία διαφορά αν τις έχεις δει ή όχι.

Δεν τα γράφω αυτά για να απορρίψω συνολικά την ταινία. Ίσα-ίσα, πέρασα μια χαρά και κάποια μέρη της τα απόλαυσα πολύ. Από κάποιες πλευρές, το Dr. Strange in the Multiverse of Madness είναι μια τρου ταινία Sam Raimi, βουτηγμένη στην μερακλίδικη (ημι-horror) γλώσσα του δημιουργού, γεμάτη ευρηματικότητα που θυμίζει παλιότερες εποχές του blockbuster σινεμά. Μ’ αυτήν την έννοια, η ταινία έχει κάτι που λείπει από πολλές ταινίες Marvel: αισθητική ταυτότητα. Από κάποιες άλλες πλευρές, βέβαια, το φιλμ του Raimi υποκύπτει απογοητευτικά στην μαρβελική φόρμουλα προκειμένου να μην διαταραχθεί υπερβολικά η μορφή, το περιεχόμενο και η θέση των πιονιών στην μεγάλη σκακιέρα του MCU. Αυτή είναι η βασική αντίφαση της ταινίας που την κάνει να παλαντζάρει ανάμεσα στο απλώς fun και το legit καλό, κάτι που προσωπικά εγώ θα επιθυμούσα από έναν ανθρωπο-κλειδί για την ανατίμηση της nerd κουλτούρας τις τελευταίες δεκαετίες μέσα απο την κινηματογραφική πορεία του από το χειροποίητο horror των 70s μέχρι την σημερινή επιστροφή στα blockbusters και τα μεγάλα superhero franchises. Παρόλα αυτά, θα ήταν βιαστικό και επιπόλαιο εκ μέρους μας να υποθέσουμε πως όλα αυτά είναι ζητήματα και προβλήματα αποκλειστικά του franchise κινηματογράφου. Η λογική του multiverse, των πολλαπλών πραγματικοτήτων, της meta αυτο-αναφορικότητας και της υπερ-συνδεσιμότητας δεν είναι υπόθεση μόνο των superhero blockbusters, αλλά μια τάση που διαπερνά όλο και περισσότερα τμήματα της pop κουλτούρας του 21ού αιώνα. Και σχεδόν την ίδια ακριβώς στιγμή με το Doctor Strange in the Multiverse of Madness, το indie/arthouse σινεμά απέκτησε το multiversal αντι-blockbuster του. Το Everything Everywhere All at Once

Αν το Dr. Strange ήταν ένα γιγάντιο βιομηχανικό λούνα παρκ τύπου Disney, για να θυμηθούμε την κριτική του Martin Scorsese προς τις ταινίες Marvel, τότε η ταινία των Dan Kwan και Daniel Scheinert είναι ένα hipster εναλλακτικό organic εξευγενισμένο συνοικιακό θεματικό πάρκο με τη στάμπα της A24. Μπορεί οι δύο ταινίες να μοιάζουν με αντιτιθέμενες κινηματογραφικές ερμηνείες της ιδέας του multiverse, αλλά από κάποιες πλευρές θυμίζουν περισσότερο δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και μπορεί πολλοί kino fans του Everything Everywhere All at Once να αντλούν ικανοποίηση και ταυτότητα από το να αντιπαραθέτουν την ταινία των Daniels προς το MCU (όπως έκανε κι η ίδια η συμπρωταγωνίστρια Jamie Lee Curtis άλλωστε), αλλά η αλήθεια είναι ότι περισσότερο μοιάζει με απλή αντιστροφή (σε στεροειδή βέβαια) της φόρμουλας της Marvel παρά με ουσιαστική αντι-πρόταση για μια διαφορετική μεταχείριση της ιδέας της πολλαπλής πραγματικότητας. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, ο τίτλος της ταινίας παραπέμπει στο “A little bit of everything all of the time” που χρησιμοποιεί ο Bo Burnham για να περιγράψει την φύση της σύγχρονης ψηφιακής πραγματικότητας. Και πράγματι, η ταινία μοιάζει να βρίσκεται συνεχώς σε έναν αισθητηριακό πανικό, σε ένα διαρκές τρέξιμο, σε μια hyper-ταχύτητα και hyper-βιασύνη μην τυχόν και χάσει το κοινό που έχει γαλουχηθεί στην σύγχρονη ψηφιακή οικονομία της προσοχής. Οι αμέτρητες απανωτές αναφορές σε ταινίες, σειρές, anime, comics, βίντεο κλιπ, video games κλπ κάνουν μερικές φορές το Everything Everywhere All at Once να μοιάζει περισσότερο με ένα νευρικό σκρολάρισμα σε ένα χαοτικό social media feed παρά με συνεκτική κινηματογραφική εμπειρία (κάνοντας τον πετυχημένο ελληνικό τίτλο “Τα Πάντα Όλα” πιο ειλικρινή και εύστοχο σε σχέση με τον πρωτότυπο αγγλικό). Και, κατά μία έννοια, είναι μάλλον πολύ δύσκολο να μπεις στην ταινία και να πιάσεις το πνεύμα της αν δεν έχεις μεγαλώσει μέσα στο σύγχρονο περιβάλλον της αποσπασματικής ψηφιακής πραγματικότητας – και της δομικής διάσπασης προσοχής που την συνοδεύει. 

Όπως και στην περίπτωση του Dr. Strange, έτσι κι εδώ δεν τα γράφω αυτά για να κράξω συνολικά την ταινία. Μ’ άρεσαν πολλά σημεία της, ειδικά κατά το πρώτο μισό, και γενικά την απόλαυσα παρά το γεγονός ότι από ένα σημείο και μετά άρχισε να με κουράζει. Από κάποιες πλευρές, η υπεροχή έναντι του Dr. Strange μοιάζει εμφανής. Ενώ στην ταινία της Marvel η προβληματική της μητρότητας ξεπετιέται ως σχηματικό plot point, εδώ υπάρχει μια πιο ειλικρινής απόπειρα για ψυχολογικό και δραματουργικό βάθος. Κι ενώ μ’ άρεσε η τοξική θηλυκότητα της Gaslight-Gatekeep-Girlboss Scarlet Witch, σίγουρα ο χαρακτήρας της Evelyn Quan Wang προσφέρεται περισσότερο για μια σύνθετη επεξεργασία των σχέσεων μιας μητέρας με το παιδί, τον σύντροφο και τον εαυτό της. Επίσης, η έμφαση του Everything Everywhere στο τρίπτυχο του φύλου, της εθνικότητας και της κοινωνικής τάξης έδωσε στην ταινία ένα κοινωνιολογικό βάρος, ενώ οι ταινίες Marvel σχεδόν πάντα μοιάζουν φτιαγμένες σε κοινωνικο-ιστορικό κενό. Έτσι, η multiversal αφηγηματική ανάπτυξη του Everything Everywhere αντλεί συναισθηματική δύναμη από την διαγενεακότητα (και τα τραύματά της), ενώ προσφέρει και μια θεματική διέξοδο από την μονοκρατορία του καπιταλιστικού ρεαλισμού που λέει ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές προοπτικές της ζωής πέρα από ό,τι υπάρχει ήδη. Θα ήταν όμως κάπως αφελές να υποστηρίξει κάποιος ότι όλα αυτά αποτελούν κάτι περισσότερο από θράυσματα ή υπόνοιες στην ταινία. Οι Daniels παραπέμπουν αρκετά σε αυτά ώστε να δώσουν την αίσθηση βάθους, αλλά σπανίως παραμένουν σε ένα σημείο αρκετά ώστε να καταφέρουν πράγματι να εμφαθύνουν. Αντιθέτως, κινούνται ασταμάτητα και βιάζονται να πάνε στην επόμενη σκηνή, στο επόμενο ξυλίκι, στο επόμενο αστείο, στην επόμενη αναφορά.

Μ’ αυτήν την έννοια, παρότι πέρασα καλά, δυσκολεύομαι κάπως να καταλάβω τις υπερβολικά αποθεωτικές αντιδράσεις μεγάλου μέρους του κοινού. Είναι σίγουρα ευχάριστο και ευοίωνο για το σινεμά μικρής και μικρομεσαίας παραγωγικής κλίμακας ότι το Everything Everywhere All at Once κατάφερε να τα πάει τόσο καλά στο box office σε μια τόσο δύσκολη περίοδο (κοντεύει τα έσοδα 70 εκ. δολαρίων έναντι ενός μπάτζετ 25 εκ., ενώ στην ελληνική αγορά έπιασε ελάχιστα παρεμπιπτόντως), αλλά την ίδια στιγμή μου φαίνεται υπερβολικό το online hype που έφτασε την ταινία σε user ratings επιπέδου 8.4 στο IMDb και 4.5 στο Letterboxd. Θα μου πείτε, βέβαια, πως οι βαθμολογίες του κοινού στο ίντερνετ ελάχιστη σημασία έχουν στη μεγάλη εικόνα των πραγμάτων. Και σε έναν βαθμό θα συμφωνήσω, τίποτα δεν έχει πραγματικά σημασία άλλωστε, αλλά από την άλλη, όσο να πεις, ίσως αυτή η υπερβολική απήχηση μας δείχνει κάποια πράγματα ως προς το τι είναι αυτό που αναζητά το κοινό από μια ταινία σαν αυτή. Και, ακόμα πιο συγκεκριμένα, αν υπάρχει κάτι στην συγκεκριμένη εκδοχή της multiversal αφήγησης που κάνει τους θεατές να σχηματίζουν μια ιδιαιτέρως επιθυμητή εικόνα για το σινεμά και, κυρίως, για τον εαυτό τους. Το Everything Everywhere All at Once έδωσε την αίσθηση του αυθεντικά “διαφορετικού” και του “πρωτότυπου” σε ένα κινηματογραφικό περιβάλλον που θεωρητικά πριμοδοτεί το diversity και το originality αλλά στην πραγματικότητα καταλήγει απλώς να δημιουργεί μια νέα, πιο διακριτική εκδοχή κομφορμισμού και ομοιομορφίας.

Σε ένα βαθμό, τίποτα σε αυτά δεν είναι ψέμα. Άμα πάμε ένα βήμα παρακάτω, όμως, τότε θα δούμε ίσως ότι, όπως στο Dr. Strange το multiverse δεν χρησιμοποιείται παρά μόνο ως τρικ marketing, έτσι και στο Everything Everywhere το multiverse χρησιμοποιείται πρωτίστως ως τρικ εντυπωσιασμού. Τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς η pop κουλτούρα έχει μπει σε μια τροχιά όλο και πιο meta και ειρωνικής θέασης των πραγμάτων, ο εντυπωσιασμός μέσα από την δημιουργία μιας αίσθησης πολυπλοκότητας και ανατρεπτικότητας γίνεται όλο και πιο περιζήτητος για τους καλλιτέχνες και το κοινό. Όλο και συχνότερα βλέπουμε ταινίες και σειρές να στοχεύουν στο mindfuck απλά και μόνο για χάρη του mindfuck, χωρίς να υπάρχει από πίσω κάποιο ενοποιητικό θέμα, κάποιο δραματουργικό βάθος ή κάποια διανοητική φιλοδοξία. Από το Rick and Morty μέχρι τον Christopher Nolan, όλο και συχνότερα θεωρείται πως το meta και η αυτο-αναφορικότητα έχουν αυταξία, ότι έχουν αξία από μόνα τους, ότι παραπέμπουν αυτόματα σε ένα βάθος χωρίς αυτό να χρειάζεται να αποδειχτεί με κάποιον άλλο τρόπο πέρα από την ίδια την παραπομπή. Σε ένα επίπεδο, το meta έχει μολύνει αμετάκλητα την πολιτισμική μας συνείδηση. Η pop κουλτούρα του 21ού αιώνα μας έχει διαμορφώσει έτσι ώστε να αναζητούμε εμμονικά συνδέσεις και αναφορές, αντλώντας ικανοποίηση από το ίδιο το γεγονός της αυτο-αναφορικότητας και της υπερ-συνδεσιμότητας, απαιτώντας ενίοτε ελάχιστα παραπάνω πράγματα από την μυθοπλασία πέρα από το να μας κάνει να νιώθουμε έξυπνοι ή απλώς συμμετέχοντες σε ένα παιχνίδι σημειολογικής ανταλλαγής.

Βέβαια, όπως έχουμε αναλύσει πολύ εκτενώς σε άλλο μέσο, mindfuck από mindfuck μπορεί να διαφέρει πολύ – το ίδιο και στην περίπτωση των multiverses ή των πολλαπλών πραγματικοτήτων. Κάποιες φορές, ένα mindfuck δεν προσφέρει τίποτα περισσότερο από μια κενή έκσταση συμπλήρωσης ενός παζλ που έπειτα ξεθωριάζει γρήγορα. Άλλες φορές, μπορεί στην θέση του τεχνικού παζλ να βρίσκεται ένα κοσμικό και οντολογικό αίνιγμα, το οποίο δεν σε καλεί τόσο να το λύσεις όσο να δεις πλέον τον κόσμο με έναν διαφορετικό, πιο ανοιχτό τρόπο. Αντίστοιχα, η αίσθησή μου είναι ότι οι περισσότερες σύγχρονες εκδοχές των ιδεών του multiverse και της πολλαπλότητας -είτε στην blockbuster είτε στην arthouse εκδοχή τους- στην πραγματικότητα δεν αποτελούν παρά μορφές ψευδο-πολλαπλότητας, με την έννοια που ο Κορνήλιος Καστοριάδης περιέγραφε ως ψευδο-χάος τις εξελίξεις στις φυσικές επιστήμες που αναζητούσαν στα χαοτικά φαινόμενα έναν δήθεν νέο τρόπο θέασης του κόσμου. Τόσο στην περίπτωση του Doctor Strange όσο και στην περίπτωση του Everything Everywhere, μετά από ένα παιχνίδι με την πολλαπλότητα, δηλαδή την αστάθεια του εαυτού και του κόσμου, επιστρέφουμε στις απολύτως συμβατικές και κοινότοπες φόρμες αφήγησης. Έτσι, το multiverse χρησιμοποιείται όχι για να αποσταθεροποίησει την υφιστάμενη πραγματικότητά μας, αλλά για να μας επαναφέρει στην τάξη και να μας επανασυμφιλιώσει μαζί της. Για την ακρίβεια, ενδέχεται τελικά το Doctor Strange να πηγαίνει τουλάχιστον ένα βήμα πιο πέρα από το στερεοτυπικά γλυκανάλατο feelgood φινάλε του Everything Everywhere, αφού τουλάχιστον θέτει στους κεντρικούς χαρακτήρες του το  δυνητικά ανατρεπτικό ερώτημα αν είναι, σε τελική ανάλυση, ευτυχισμένοι.

Όπως είπαμε και στην αρχή του κειμένου, σε έναν βαθμό οι αφηγηματικές προκλήσεις της ιδέας του multiverse είναι μια αντανάκλαση των διανοητικών προκλήσεων του μεταμοντέρνου: δηλαδή των ερωτημάτων της πολλαπλότητας, της ανοιχτότητας, της ενδεχομενικότητας, της ειρωνείας, της αποδόμησης, της αμφισβήτησης. Όλο και συχνότερα, η σύγχρονη pop κουλτούρα παίρνει τις προκλήσεις του μεταμοντέρνου και τις ευτελίζει ή τις εμπορευματοποιεί, ντύνοντάς σε με έναν μανδύα ψευδο-πολλαπλότητας και ψευδο-ανατρεπτικότητας. Ακόμα κι όταν δεν χρησιμοποιούν το αφηγηματικό όχημα του  multiverse, τα έργα τέχνης που υιοθετούν μια πιο αυθεντική αντίληψη πολλαπλότητας της πραγματικότητας και πολυπρισματικότητας του εαυτού καθιστούν από δύσκολη έως αδύνατη την επιστροφή στην μονοδιάστατη αντίληψη του κόσμου. Αυτό είναι που, κατ’ εμέ, διαχωρίζει δημιουργούς σαν τον David Lynch, τον Alejandro Jodorowsky ή τον Charlie Kaufman από την ψευδο-πολλαπλότητα. Ακόμα και το The Matrix, με τον εντελώς pop τρόπο που ενσωμάτωσε τις τόσο διαφορετικές επιρροές του (που σίγουρα είχαν περισσότερο βάθος απ΄ό,τι το ίδιο), ακόμα και με τον εντελώς βιομηχανικό στουντιακό χαρακτήρα του ως franchise, επέστρεψε με το Resurrections ώστε να επιβεβαιώσει ότι αντιπροσωπεύει -τουλάχιστον σε αφηγηματικό επίπεδο- περισσότερο ένα πνεύμα ανατροπής παρά ένα πνεύμα συμφιλίωσης. Πώς να επιβιώσει όμως αυτό το πνεύμα ανατροπής, σαν στοιχείο της κινηματογραφικής γλώσσας, σε ένα περιβάλλον που η ίδια η ανατρεπτικότητα έχει μετατραπεί σε τρικ προς εντυπωσιασμό και προϊόν προς κατανάλωση; Ερώτημα.

Best of internet