Quantcast

The Green Knight: Γκρίζα η θεωρία και πράσινο το δέντρο της ζωής

Η νέα ταινία του David Lowery προσπαθεί να αποδομήσει τον αρθουριανό μύθο και την ιπποτική ιδεολογία, πράγμα μάλλον λίγο πιο δύσκολο απ’ όσο φαίνεται

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

29 Σεπτεμβρίου 2021

Αν διαβάσει κανείς τον Φάουστ του Γκαίτε, γύρω στον στίχο υπ’ αριθμόν 1700 του πρώτου μέρους του έργου θα συναντήσει τον Μεφιστοφελή να λέει τα λόγια που χρησιμοποιήσαμε (ελαφρώς παραφρασμένα) για τον τίτλο του άρθρου στον νεαρό φοιτητή που προβληματίζεται πάνω στην αντίφαση ανάμεσα στην γνώση και την εμπειρία, το νόημα και τις αισθήσεις, τις ιδέες και τα πράγματα. Την αντίφαση αυτήν ο απεσταλμένος του Διαβόλου την επιλύει προτείνοντας την βουτιά μέσα στην γλώσσα και μέσα στον κόσμο, κι εν τέλει στο ίδιο το παιχνίδι με το υλικό της ζωντανής πραγματικότητας. Αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που σκεφτόμουν βγαίνοντας από την προβολή του The Green Knight πριν από κάποιες μέρες, αφού η ταινία του David Lowery μοιάζει επίσης να βασανίζεται από τέτοιας υφής ερωτήματα. Μέσα από την προσπάθεια αποδόμησης του αρθουριανού μύθου και της ιπποτικής ιδεολογίας, ο Lowery βάζει στο τραπέζι το ζήτημα της δυνατότητας για αληθινή γνώση, ακεραιότητα και καλοσύνη, αφού καθώς τις επιδιώκουμε συναντούμε διαρκώς τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά εμπόδια. Τέτοιο είναι, στην πραγματικότητα, το ταξίδι του Sir Gawain μέσα στον κόσμο της μαγείας και του μύθου. Κι ο Lowery προσπαθεί να το ζωντανέψει με λίγα λόγια και πολλές εικόνες – ένα εγχείρημα ευγενές και γενναίο, αλλά και ριψοκίνδυνο, όπως ακριβώς η περιπέτεια του ήρωα.

Όλη τη χρονιά ανυπομονούσα για αυτήν την ταινία. Όντας ταλαιπωρημένη από συνεχείς αναβολές ήδη από την άνοιξη του 2020, το The Green Knight ξεκίνησε να κυκλοφορεί στις διεθνείς αίθουσες στα τέλη Ιουλίου και τελικά έκανε streaming πρεμιέρα στις 18 Αυγούστου, ημερομηνία έπειτα από την οποία έγινε ευρέως διαθέσιμη ψηφιακά. Εγώ προτίμησα να την δω σε θερινό σινεμά, όταν ξεκίνησε τελικά επιτέλους να προβάλλεται γύρω στις 9 Σεπτέμβρη. Τρεις βδομάδες μετά, η ταινία δεν κατάφερε καν να φτάσει τα 4.000 εισιτήρια στην Ελλάδα, παρά το σινεφιλικό word of mouth που είχε το φιλμ, παρά την οικειότητα με το υλικό μέσω του ποιήματος του J.R.R Tolkien και παρά το ρεύμα kino simps που ακολουθούν σταθερά την εταιρεία παραγωγής/διανομής A24 στις επιλογές της. Πρόκειται για κάτι που μας δείχνει πως η κυκλοφορία μιας ταινίας στην εποχή της ψηφιακής διαθεσιμότητας και της οικονομίας του hype και της προσοχής είναι μια πιο απαιτητική υπόθεση (από πλευράς επιμέλειας, προγραμματισμού και προώθησης) από το να πετάς απλά τίτλους στην αγορά και να περιμένεις μπας και φιλοτιμηθεί το κοινό να τους τσεκάρει. Τέλος πάντων, αυτά είναι ζητήματα που αφορούν γενικότερα τα προβλήματα της ελληνικής κινηματογραφικής διανομής που έχουμε πιάσει στο παρελθόν και θα συνεχίσουμε να πιάνουμε στο μέλλον.

Όπως και να ‘χει, στεναχωρέθηκα που δεν είδε περισσότερος κόσμος την ταινία, γιατί αν μη τι άλλο πρόκειται για ένα πείραμα που αξίζει επί της αρχής να δοκιμαστεί από τους δημιουργούς και να επικοινωνηθεί με το κοινό. Κι ήμουν συγκρατημένα αισιόδοξος για το περιεχόμενο του The Green Knight, κυρίως γιατί λατρεύω τον αρθουριανό κύκλο και νιώθω ότι έχουμε ανάγκη από μια ανανεωμένη κινηματογραφική γλώσσα πάνω στο είδος του high fantasy. Η αισιοδοξία αυτή προερχόταν εν πολλοίς από το σαγηνευτικότατο promo υλικό της ταινίας, κάτι στο οποίο δεν έχει απογοητεύσει ποτέ ο Lowery στην καριέρα του. Πέρα από την εξαιρετική εικαστική ματιά, βέβαια, δε μπορώ να πω ότι βρίσκω κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ή συναρπαστικό στο κινηματογραφικό του έργο: ούτε στο Ain’t Them Bodies Saints, ούτε στο A Ghost Story, ούτε στο The Old Man and the Gun. Ενώ βρίσκω αισθητικές αρετές και στα τρία, βρίσκω επίσης πως ταλαιπωρούνται από μια αίσθηση αναυθεντικότητας στην γραφή και το συναίσθημα. Με άλλα λόγια, πολλά aesthetics, λίγη ουσία – διαπίστωση που τοποθετεί για μένα τον Lowery στην θέση ενός δημιουργού με πολύ ενδιαφέρουσα ματιά αλλά χωρίς θεματικό και αφηγηματικό κέντρου βάρους (και γι’ αυτό θα συναντήσει κανείς τόσο συχνά επαίνους προς το πρόσωπό του ως visionary auteur χωρίς όμως να αναλύουν ιδιαίτερα το γιατί είναι τέτοιος). Κάποιος που αρέσκεται στο να χρησιμοποιεί λέξεις σαν αυτές, θα μπορούσε να τον αποκαλέσει hipster ή θολοκουλτουριάρη σκηνοθέτη. Εγώ αντιπαθώ βαθιά αυτές τις λέξεις, γιατί στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα (τις περισσότερες φορές είναι ένα κενό σημαίνον που εκφράζει ψευδολαϊκή αλλεργία προς την εκλεπτυσμένη καλλιτεχνική έκφραση), αλλά ίσως έκανα μια εξαίρεση αν ήταν να περιγράψουμε τον συνδυασμό υπερ-στυλιζαρίσματος και επιφανειακότητας που ενίοτε χαρακτηρίζει το έργο του Lowery.

Ήθελα να μου αρέσει λοιπόν η ταινία, κι ήμουν ήδη sold από τον συνδυασμό χριστουγεννιάτικης grinchοειδούς ιστορίας σε μεσαιωνικό arthouse περιβάλλον, αλλά ένιωσα να βαριέμαι και να κουράζομαι από τον τρόπο που ξετυλίχθηκε το The Green Knight – κι αυτό εδώ που τα λέμε είναι ένα αλάνθαστο κριτήριο για τον κάθε θεατή. Όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι μια ταινία σε αφηρημένο επίπεδο προθέσεων, τι να το κάνεις άμα στην πράξη σε κάνει να χασμουριέσαι; Είπαμε, γκρίζα η θεωρία και πράσινη η ζωή. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: το πρόβλημα εδώ δεν είναι η βραδύτητα, η πυκνότητα κι η λιτότητα. Αν κάποιος ξενέρωσε με το The Green Knight απλά επειδή είναι μια αργή ταινία και δεν έχει γρήγορη δράση (ούτε πολύ ξύλο), τότε μάλλον απλά περίμενε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που είχε σκοπό να δώσει ο Lowery. Ο άνθρωπος είναι μάστορας στον ρυθμό και την ροή. Εκεί που πάσχει είναι η λογική και η συνοχή. Για να δουλέψει μια ταινία τόσο ελλειπτική στον λόγο και τόσο πυκνή στην εικόνα, για να δουλέψει δηλαδή ένα αφηγηματικό φιλμ με μη-παραδοσιακή αφηγηματική δομή, τότε οι επιλογές είναι δύο: είτε να υπάρχει τρομερή ευκρίνεια στις ιδέες και την μετουσίωσή τους σε εικόνες (όπως κάνει για παράδειγμα ο Terρence Malick) είτε να αναδύεται μια αυτόνομη ονειρική/σουρεαλιστική λογική στην διαδοχή των εικόνων ώστε να προκύπτει μια εμπειρία βασισμένη στον ελεύθερο συνειρμό (όπως συμβαίνει ας πούμε στον David Lynch). Το The Green Knight, από την άλλη, δεν καταφέρνει να αφοσιωθεί σε κανένα από τα δύο αρκετά ώστε να αντλήσει από εκεί την συνοχή που του λείπει. Έτσι, καταλήγει ενίοτε μορφή χωρίς περιεχόμενο, ατμόσφαιρα χωρίς ιδέες και αισθητική χωρίς συναίσθημα.

Με τα παραπάνω δεν εννοούμε απαραίτητα ότι ο Lowery προσπάθησε να κάνει κάτι που δεν του βγήκε. Πιθανότατα να ήταν αυτές ακριβώς οι προθέσεις του, και το αποτέλεσμα να είναι απλώς μια ένδειξη των κινηματογραφικών του προτεραιοτήτων. Ας πούμε, η επιμονή στο ίδιο ιδιαίτερο ύφος και τόνο της ταινίας καθόλη την διάρκεια των 130 λεπτών του The Green Knight (μπορούσε και λίγο λιγότερο είναι η αλήθεια) μας έβαλε όντως σε ένα προσεκτικά καλλιεργημένο mood υπνωτικής μονοτονίας. Την ίδια ώρα, όμως, η συνειδητοποίηση των σπαταλημένων δυνατοτήτων, δηλαδή των ιδεών και των συναισθημάτων που εισάγονται αλλά μένουν ανεξερεύνητα, έδινε την εντύπωση πως η ταινία βρισκόταν διαρκώς σε μια κατάσταση αιώρησης, μάταιης απόπειρας για στύση ή διαρκούς edging που δεν καταλήγει ποτέ σε οργασμό (σόρι για τις σεξουαλικές μεταφορές, αλλά ο Lowery το ξεκίνησε πρώτος). Οι μόνες φορές που ξεφεύγει από τον μονότονα ποιητικό τόνο είναι για να προχωρήσει σε μικρά quirky ξεσπάσματα, κι αυτή η ειρωνική διάθεση δείχνει μια αδυναμία ουσιαστικής δέσμευσης στον ονειρικό λυρισμό που θα απαιτούταν ώστε να αποκτήσει μια υπερβατική διάσταση η παρακολούθηση της ταινίας, ακολουθώντας την φιλοσοφία του μεγάλου Paul Schrader που δίδαξε ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο αργό σινεμά που θέλει απλά δημιουργήσει υποβλητική ατμόσφαιρα και στο αργό σινεμά που αναδεικνύει την εμπειρία του περάσματος του χρόνου έτσι ώστε να ενεργοποιήσει τον ίδιο τον θεατή. Με άλλα λόγια, μένουμε με το σπαθί στο χέρι.

Υπάρχουν φυσικά σημαντικές αρετές στην ταινία, κι ειδικά οι παρουσίες του ίδιου του Πράσινου Ιππότη και του υπέροχου Dev Patel είναι εξαιρετικά αναζωογονητικές. Η ίδια η πρόθεση για αποδόμηση της ιπποτικής μυθολογίας και ιδεολογίας με οικολογικά και ψυχαναλυτικά εργαλεία που αναδεικνύουν τις έμφυλες και σεξουαλικές πλευρές τους είναι επίσης εξαιρετικά ευπρόσδεκτη. Ούτως ή άλλως, το επικό fantasy παρουσιάζει δομικά μια τάση προς την συντήρηση, την νοσταλγία και την εξιδανίκευση μέσα από την προσκόλληση στον κυκλικό αιώνιο χρόνο της παράδοσης και του μύθου, την ρομαντικοποίηση της προ-μοντέρνας κατάστασης πραγμάτων που υποτίθεται πως εξέφραζε μια φυσική και ηθική αγνότητα και την επιθυμία για επιστροφή σε μια σταθερότητα όσον αφορά τους θεσμούς, τις δομές, τα σύμβολα και τους ρόλους (κυρίως όσον αφορά το τρίπτυχο της φυλής, του φύλου και της τάξης). Φυσικά, αυτή η κριτική δεν είναι καινούρια. Ήδη από τα 70s, o Michael Moorcock, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ριζοσπαστικού νέου κύματος στο sci-fi και το fantasy, έγραφε στο εμβληματικό του κείμενο με τον εύγλωττο τίτλο Epic Pooh για τον πολιτικά συντηρητικό χαρακτήρα των κλασικότερων έργων της επικής φαντασίας (κι ιδιαίτερα εκείνων του Tolkien και του C.S. Lewis) που εκφράζουν μια βαθιά αντίδραση, μισανθρωπική όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος, απέναντι στις ιδέες της ανανέωσης και της αλλαγής.

Βέβαια, από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι και η μυθοπλασία του φανταστικού έχει να επιδείξει έναν πολύ μεγάλο πλούτο πολλαπλότητας ιδεών. Ακόμα περισσότερο, η ανατίμηση του είδους που ήρθε στο σινεμά και την τηλεόραση μετά την τεράστια επιτυχία παραδοσιακών τίτλων όπως το Lord of the Rings άνοιξε διάπλατα τον δρόμο για πειραματισμούς και αμφισβητήσεις της κυρίαρχης fantasy παράδοσης. Το πρόβλημα με το The Green Knight όμως είναι ότι δεν καταφέρνει να ξεκολλήσει ποτέ από το πρώτο επίπεδο των απλοϊκών μεταφορών και συμβόλων. Αφού τα έχει κάνει establish κατά την αρχή της ταινίας, μετά αρνείται να τα επεξεργαστεί περισσότερο ώστε να αναδείξει βαθύτερες αντιφάσεις ή κρυμμένες πλευρές τους, κι έτσι παραδίνεται από ένα σημείο κι έπειτα απλά στην ανάπτυξη της εικονοποιίας (κι αυτή άνιση βέβαια, με ένα μέρος της να είναι φανταστικό παραπέμποντας σε μια οριακά ταρκοφσκική ποιητική της εικόνας κι ένα άλλο να μοιάζει με μεταβατικά video game cutscenes). Ακόμα κι η ίδια η πειραματική αφηγηματική δομή της ταινίας, που αποκαλύπτεται κοντά στο φινάλε με την εκτύλιξη ενός μέρους της στην φαντασία του ήρωα, προσέφερε πολλές παραπάνω δυνατότητα για παιχνίδι μέσα στο φιλμ με ιστορίες που βρίσκονται μέσα σε ιστορίες που βρίσκονται μέσα σε ιστορίες (για μια τέτοια προσέγγιση πάνω στις απεριόριστες αφηγηματικές δυνατότητες του επικού σινεμά του φανταστικού αξίζει κανείς να επιστρέψει στο αριστουργηματικό φιλμ-μπάμπουσκα The Saragossa Manuscript του Wojciech Has από το 1965).

Παρά την φιλοδοξία του να παίξει με τα όρια του είδους και της αφήγησης, το The Green Knight καταλήγει εν τέλει κάπως πιο παραδοσιακό και κοινότοπο απ’ όσο νομίζει ότι είναι. Οι εικόνες του θα μπορούσαν να αντλήσουν θεματική και συναισθηματική δύναμη από την επεξεργασία των ιδεών του Lowery, αλλά εκείνος επιλέγει διαρκώς να τις αφήνει στο επίπεδο της υπόνοιας ή της απλής επισήμανσης (πχ ένα μέρος των ψυχαναλυτικών ιδεών μένει καθηλωμένο σε έναν εκλαϊκευμένο φροϋδισμό που υποθέτει απλοϊκά και μηχανικά πως κάθε αγόρι θέλει να γαμήσει τη μάνα του και κάθε μακρόστενο αντικείμενο είναι απλώς μια μεταφορά για το πέος). Ας πούμε, οι ιδέες για εξερεύνηση ενός τόσο καταστατικού μύθου του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού μέσα από τις κατηγορίες της επιθυμίας, της σεξουαλικότητας, της αρρενωπότητας, της ταυτότητας, του ηρωισμού, της μοίρας και της ελεύθερης επιλογής είναι πολύ έξυπνες, αλλά δεν φεύγουν ποτέ επαρκώς από το επίπεδο των ιδεών ώστε να γίνουν εικόνες και συναισθήματα – να περάσουν δηλαδή από το επίπεδο της θεωρίας στο επίπεδο της ζωής. Αρκεί, άραγε, να καταδείξεις απλώς τους δυϊσμούς άνδρας-γυναίκας, πολιτισμός-φύση, λογική-μαγεία, χριστιανισμός-παγανισμός αν δεν έχεις να πεις κινηματογραφικά κάτι ιδιαίτερο πάνω σε αυτούς; Το The Green Knight θέτει, αλλά δεν εξερευνά. Επισημαίνει, αλλά δεν αναλύει. Κι ένα άθροισμα από Καλές Ιδέες δε μπορεί σε τελική ανάλυση να φτιάξει μια καλή ταινία.

Ένα ιδανικό αντιπαράδειγμα ως προς τις δυνατότητες της κριτικής επεξεργασίας του μύθου μέσα από την μετατροπή των ιδεών σε εικόνες με συνοχή και λογική είναι το The New World του προαναφερθέντα Malick, μια (φουλ υποτιμημένη αν με ρωτάτε) ταινία που ζωντανεύει εκ νέου την ιστορικο-μυθική πραγματικότητα της Pocahontas και του John Smith με τρομερή ευχέρεια ποιητικής περιπλάνησης μέσα στην γλώσσα και τον κόσμο, γνωρίζοντας πως δεν μπορείς να αποδομήσεις τον μύθο αν δεν κατανοήσεις βαθιά την εσωτερική λογική και την λειτουργία του. Εκεί που αποδεικνύεται πιο ισχυρή η ταινία του David Lowery είναι στην κατάδειξη των υπόγειων διεργασιών που κρύβονται κάτω από την ιδεολογία του ηρωισμού στις επικές ιστορίες μεγάλων ανδρών με τις οποίες μεγαλώσαμε. Τις επόμενες μέρες μετά την προβολή του The Green Knight, σκεφτόμουν επίσης ένα άλλο αγαπημένο παιδί της hipster (σόρι για την δεύτερη εμφάνιση του όρου) αποδόμησης των παραδοσιακών και σύγχρονων μύθων των δυτικών κοινωνιών, τον πρόωρα χαμένο David Foster Wallace, ο οποίος στον δικό του Χλομό Βασιλιά αναμετριέται με την ηρωική ιδεολογία και ηθική γράφοντας:

“Δεν ήταν αληθινή γενναιότητα. Ήταν σκέτο θέατρο. Η μεγάλη χειρονομία, η στιγμή της επιλογής, ο κίνδυνος του θανάτου, η εξωτερική απειλή, η τελική μάχη που τα επιλύει όλα με την έκβασή της – όλα τους σχεδιασμένα για να μοιάζουν ηρωικά, να συναρπάσουν και να ικανοποιήσουν το κοινό. Κύριοι, καλώς ήλθατε στον πραγματικό κόσμο – εδώ δεν υπάρχει κοινό. Δεν υπάρχει κανένας να χειροκροτήσει ή να θαυμάσει αυτά τα επιτεύγματα. Καταλαβαίνετε; Να η αλήθεια: ο αληθινός ηρωισμός δεν παίρνει χειροκρότημα και δεν διασκεδάζει κανέναν. Κανένας δεν κάνει ουρά για να τον δει. Κανένας δεν ενδιαφέρεται.”

Το The Green Knight, στο βάθος του, κρύβει μια ιστορία για έναν αληθινό ήρωα που δεν ήθελε να ζήσει σαν ήρωας. Κρίμα που αυτή η ιστορία καταλήγει να προδίδεται από την ίδια την ταινία που προοριζόταν να την διηγηθεί. 

Best of internet