Quantcast

Φεστιβάλ Δράμας 2021: Δε μπορεί πια κανείς να μην παίρνει σοβαρά το ελληνικό σινεμά

Τι είδαμε και τι πρέπει να δείτε από το φετινό Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

24 Σεπτεμβρίου 2021

Όποιος κι όποια ασχολείται με το ελληνικό σινεμά, είτε επαγγελματικά είτε ερασιτεχνικά (είτε κάπου στη μέση, όπως είθισται συνήθως), θα έχει παρατηρήσει ίσως πως τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα ανανεωμένο πάθος για σινεμά στη χώρα – πάθος δημιουργίας και πάθος συμμετοχής, πάθος για κινηματογραφική εμπειρία και κινηματογραφική κοινότητα, ένα πάθος έκφρασης μέσα από την γλώσσα του σινεμά που διαπερνάει τόσο το πεδίο της παραγωγής όσο και αυτό της κατανάλωσης. Αυτό το πάθος, το οποίο βέβαια αποτυπώνεται όλο και συχνότερα στις ίδιες τις ταινίες που βγαίνουν τον τελευταίο καιρό κι οι οποίες καταφέρνουν να επικοινωνήσουν με το κοινό (το Digger και το Πρόστιμο ήταν δύο πολύ καλά παραδείγματα φέτος το καλοκαίρι), εδαφικοποιείται στο κατεξοχήν φεστιβάλ συμπύκνωσης και ανάδειξης του ελληνικού σινεμά στον πιο πρωτόλειο και πρωτογενή βαθμό, δηλαδή το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας που φέτος πραγματοποιήθηκε για 44η φορά στη μακεδονική πόλη. Παρακολουθώντας από κοντά ένα τέτοιο φεστιβάλ, όπου οι δημιουργοί μοιράζονται μεταξύ τους τα έργα τους με τον πιο άμεσο και αδιαμεσολάβητο τρόπο, καταλαβαίνεις πολύ αποτελεσματικά τι σημαίνει να προσπαθείς να κάνεις σινεμά με κάθε μέσο και με κάθε τρόπο σε μια χώρα που αυτό το πανέμορφο κι ευγενέστατο βίτσιο είναι είτε καλλιτεχνικός άθλος είτε μεγαλοαστικό χόμπι.

Μέχρι φέτος βέβαια δεν είχα πάει ποτέ ο ίδιος στο φεστιβάλ. Γνώριζα μόνο από δεύτερο χέρι την εμπειρία, από τους πάμπολλους φίλους και φίλες που είχαν συμμετάσχει ή παρακολουθήσει από διάφορα πόστα τα προηγούμενα χρόνια (και βλέποντας βέβαια τις ταινίες αργότερα σε δεύτερο χρόνο). Ήταν ένα ταξίδι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό και αναζωογονητικό για διάφορους λόγους (και για κάποιους πιο προσωπικούς, όπως ότι έχω καταγωγή από εκείνα τα μέρη αλλά δυστυχώς τα επισκέπτομαι σπάνια). Είναι πολύ όμορφο να χάνεσαι για μερικές μέρες σε ένα παράλληλο κοινωνικό σύμπαν όπου το μόνο που έχει σημασία είναι το σινεμά και η ζωή μέσα και γύρω από αυτό. Η Δράμα από τις 12 μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου ήταν ένα μικρο-ουτοπικό κινηματογραφικό οικοσύστημα, ένα θεματικό πάρκο, μια διέξοδος escapism από την απειλητική όψη της πραγματικότητας, ένα μετα-καλοκαιρινό break πριν τον (άλλον ένα) χειμώνα της δυσφορίας μας. Όλη η εμπειρία της Δράμας παρέπεμπε σε ένα οικογενειακό κλίμα – κι αυτό το λέω με επίγνωση τόσο των καλών όσο και των κακών συνδηλώσεών του. Έμοιαζε με μια μικρή και σφιχτή κοινότητα βαθιά αφοσιωμένη σε αυτά που την συνδέουν, έχοντας όμως ταυτόχρονα και τις αιμομικτικού τύπου παθογένειες της καλλιτεχνικής οικογένειας όπου σχεδόν κάθε επικοινωνία και συναναστροφή μεσολαβείται από συναισθήματα θαυμασμού, ζήλιας, φιλοδοξίας, ναρκισσισμού ή μνησικακίας (μερικές φορές όλα μαζί ταυτόχρονα). Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον μείγμα, γοητευτικότατο για όσους αγαπούν το σινεμά αλλά και την κοινωνική παρατήρηση των ανθρώπων και των φαινομένων που το συνθέτουν.

Επίσης, κι έχει σημασία να το διευκρινίσω αυτό ώστε να είμαστε ξεκάθαροι, είχα την χαρά να δουλέψω φέτος στο φεστιβάλ ως μέρος της ομάδας του επικεφαλής προγράμματος του διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος, του σκηνοθέτη Γιώργου Ζώη, και γι’ αυτόν τον λόγο απέφυγα να κάνω ανταπόκριση από τη διοργάνωση όσο βρισκόμουν εκεί, μιας και ένιωθα ότι μια τέτοια διπλή θέση θα παρήγαγε ένα micro-conflict ή έστω μια micro-αμηχανία. Επιστρέφοντας στην Αθήνα λοιπόν (κι επιστρέφοντας στην μονή θέση του κριτικού ή ό,τι είναι αυτό εδώ τέλος πάντων), είπα να γράψω μια γενική επισκόπηση με τις συνολικές εντυπώσεις από την πρώτη μου φορά στη Δράμα και τις ταινίες που προβλήθηκαν και βραβεύθηκαν στο φεστιβάλ, μιας και αυτές οι τελευταίες θα παίζουν μέχρι την Κυριακή στην streaming πλατφόρμα της διοργάνωσης για το ψηφιακό κινηματογραφικό κοινό. Θυμίζουμε βέβαια ότι πολλές από τις ελληνικές ταινίες που έπαιξαν στη Δράμα μπορείτε να τις δείτε και στο διαγωνιστικό τμήμα των μικρού μήκους στις Νύχτες Πρεμιέρας που ξεκίνησαν αυτή τη βδομάδα, ενώ παραδοσιακά μέσα στον Οκτώβριο το φεστιβάλ ταξιδεύει σύσσωμο στην Αθήνα για μερικές μέρες προβολών στον κινηματογράφο Τριανόν. Σε κάθε περίπτωση, αν θέλετε πραγματικά να δείτε τις ταινίες τότε με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο θα τα καταφέρετε.

Συνολικά, μου δημιουργήθηκε η εικόνα ότι το πρόγραμμα του φεστιβάλ άφησε θετικές εντυπώσεις. Είναι η δεύτερη χρονιά με τον σκηνοθέτη Γιάννη Σακαρίδη στην θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή μετά το περσινό crash test εκτάκτου ανάγκης. Φέτος το φεστιβάλ παρουσιάστηκε στο κοινό με ανανεωμένη οπτική και οργανωτική ταυτότητα, στοχεύοντας σαφώς στο να αποκτήσει ένα πιο “φεστιβαλικό” (chic) προφίλ και να αποτελέσει μια prestigious διοργάνωση στον χάρτη των ευρωπαϊκών φεστιβάλ. Πέρα από το εθνικό διαγωνιστικό τμήμα που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Σακαρίδης και το διεθνές που ανέλαβε ο προαναφερθέντας Ζώης, το φρεσκότατο διεθνές τμήμα σπουδαστικών ταινιών που έστησε ο σκηνοθέτης Θανάσης Νεοφώτιστος ήταν επίσης κατά γενική ομολογία ένα προσεγμένα και φροντισμένα curated κινηματογραφικό σύνολο. Φυσικά, αυτή η κατεύθυνση ανανέωσης είναι εξαιρετικά ευπρόσδεκτη στο βαθμό που χρειαζόμαστε πραγματικά σύγχρονα και αποτελεσματικά οργανωμένα φεστιβάλ που να στέκονται αντάξια και να αγκαλιάζουν την πολλαπλότητα της κινηματογραφικής δημιουργίας στη χώρα αλλά και διεθνώς. Την ίδια ώρα βέβαια, δημιουργώντας μια αντίρροπη δυναμική σε σύγκριση με τον μέχρι πρότινος “παλιομοδίτικο” και μονολιθικό χαρακτήρα της διοργάνωσης, το όλο πρότζεκτ του “εκσυγχρονισμού” αποπνέει επίσης μια κυριλοποίηση κι ένα εξευγενισμό που θεωρώ ότι δεν αντιστοιχεί στην πραγματική ζωή, ροή και κίνηση του φεστιβάλ με όρους δημιουργίας και συμμετοχής. Όσο όμορφα χαοτική είναι αυτή, άλλο τόσο άκαμπτη και άνευρη μοιάζει η ψευδογκλάμουρ προσέγγιση των τελετών έναρξης και λήξης, με τους πολιτικούς χαιρετισμούς και τις αβρές χειρονομίες, με τους εκπροσώπους των επεκτατικών μεγα-ιδρυμάτων πολιτισμού να σκάνε με στυλάκι sugar daddy/mommy, με τα αμέτρητα βραβεία/ειδικές μνείες να δίνουν και να παίρνουν σαν participation trophies που ικανοποιούν τα κλασικά φεστιβάλ politics.

Θα ήταν άδικο όμως να υποθέσει κανείς ότι αυτά είναι προβληματισμοί που αφορούν κατ’ εξαίρεση το Φεστιβάλ Δράμας. Πρόκειται για ενδημικές παθογένειες συνολικότερα της φάμπρικάς του πολιτισμού στην Ελλάδα. Άλλα εγχώρια φεστιβάλ τα επιδεικνύουν σε πολύ πιο κραυγαλέο βαθμό άλλωστε. Απλά θα ήλπιζε κάποιος ότι μια διοργάνωση αφοσιωμένη στην μικρού μήκους δημιουργία θα στόχευε σε μια ατμόσφαιρα που θα αναδείκνυε το άμεσο και το χειροποίητο, πιο κοντά δηλαδή στην πρωτογενή εμπειρία του σινεμά. Όπως και να ‘χει υπήρχε ένα οριακό cuteness στην αντίφαση ανάμεσα στην παραπάνω επιζητούμενη δημόσια εικόνα και την πραγματική θορυβώδη καθημερινότητα των συμμετεχόντων στο φεστιβάλ που κινούνταν διαρκώς μεθυσμένοι από σινεμά, αλκοόλ, φαΐ και υπερ-κοινωνικότητα μέσα στο παραδοσιακά γραφικό κέντρο της πόλης. Το βασικότερο θέμα που θα εντόπιζα εγώ όμως στην κατεύθυνση που έχει σκιαγραφηθεί τα τελευταία δύο χρόνια, με όλες της τις αρετές που δικαίως έχουν υμνηθεί από τα κινηματογραφικά μέσα, είναι το γεγονός της δραστικής μείωσης των ελληνικών ταινιών μικρού μήκους που προβάλλονται συνολικά στο φεστιβάλ. Φυσικά, δεν υπάρχει καμία αντίρρηση σε ένα πιο σφιχτό, συνεκτικό κι επιλεκτικό διαγωνιστικό τμήμα με λιγότερες ταινίες που θα εγγυώνται μια πιο προσεκτικά επιμελημένη επιλογή ταινιών. Παρόλα αυτά, δεδομένου ότι οι δημιουργοί μικρού μήκους στην Ελλάδα έχουν πραγματικά ελάχιστες επιλογές και διεξόδους ώστε να δουν τις ταινίες τους στη μεγάλη οθόνη (πόσα Vimeo links να στείλεις πια σε φίλους και γνωστούς;), θα μπορούσε δίπλα στο σφιχτό διαγωνιστικό να υπάρχει κι ένα χαλαρό πανόραμα που να προβάλει μια μεγαλύτερη ποικιλία μικρών φιλμ. Αν μη τι άλλο, καλό θα ήταν το κατεξοχήν short film festival της χώρας να παρουσιάζει και μια όσο γίνεται πιο αντιπροσωπευτική εικόνα για την κατάσταση της πρωτόλειας κινηματογραφίας.

Η περσινή αρχή του Σακαρίδη στην καλλιτεχνική διεύθυνση της Δράμας έδωσε μια νέα ώθηση στην ορατότητα του ελληνικού μικρού μήκους, εν μέρει λόγω του ποιοτικού εθνικού διαγωνιστικού που απέκτησε μεγάλο hype (είδαμε πολύ ωραίες ταινίες σαν το Bella, το Μάους Στόρι, το Τέλος του Πόνου και το Ανθολόγιο Μιας Πεταλούδας μεταξύ άλλων) κι εν μέρει λόγω της streaming πλατφόρμας που έκανε το πρόγραμμα διαθέσιμο εκτός Δράμας κι έδωσε σημαντικό momentum στο φεστιβάλ κατά τις μέρες της διεξαγωγής του. Ούτως ή άλλως, όπως λέγαμε και στην αρχή, τα τελευταία 2-3 χρόνια οι ζυμώσεις που συμβαίνουν στο ελληνικό σινεμά είναι όλο και πιο ενδιαφέρουσες, καθώς η εμπειρία της ελληνικής κρίσης έχει κατακάτσει, η έκτακτη ανάγκη έχει γίνει κανονικότητα, η πολλαπλότητα των ταυτοτήτων είναι πλέον δεδομένη σαν αντικειμενικό έδαφος της δημιουργίας κι οι κινηματογραφιστές έχουν αρχίσει να απεμπλέκονται από την περιπέτεια του weird wave που κυριάρχησε σαν ύφος, στυλ και νοοτροπία στο πρώτο μισό των 10s. Όλα αυτά έχουν μεταβολιστεί σε ένα σινεμά που αποκτάει όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον (ανατιμώντας την αύρα της αυθεντικότητας που τα προηγούμενα χρόνια είχε θαφτεί κάτω από τόνους συμβόλων) κι έχει μεγάλη ανάγκη να επικοινωνηθεί με το κοινό. Θα πρέπει, επομένως, να βρεθούν πλατφόρμες (physical και digital) που θα οργανώσουν αυτό το πρωτογενές υλικό και θα το μοιραστούν με τους θεατές με τρόπο που να δείχνει κινηματογραφική κατανόηση και επιμελητική σπιρτάδα. Γιατί να μην γίνονται στα σινεμά περισσότερες curated προβολές μικρού μήκους και γιατί να μην προηγούνται μικρού μήκους προβολές πριν από μεγάλου μήκους ταινίες που διανέμονται στις αίθουσες; Οι δημιουργοί διψάνε να δείξουν το υλικό τους και το υλικό τους απαιτεί περισσότερη προσοχή. Η Δράμα είναι κατεξοχήν οργανισμός που έχει την δυνατότητα να κατευθύνει μια τέτοια διαδικασία ενίσχυσης της ορατότητας του ελληνικού σινεμά, ειδικά στην εξώστρεφη και ζωηρή φάση που έχει μπει τα τελευταία δύο χρόνια.

Προς το παρόν, το γεγονός ότι όλες οι βραβευμένες ταινίες του φεστιβάλ είναι διαθέσιμες στην streaming πλατφόρμα του αποτελεί μια ιδιαίτερα ευχάριστη είδηση για όποιον άνθρωπο θέλει να τσεκάρει ιδίοις όμμασι τι παίχτηκε φέτος στη Δράμα. Η αλήθεια είναι ότι μια χρονιά σαν την περασμένη, πανδημική και οριακή δηλαδή, αποτελεί πάντα πρόκληση: πρώτα για τους δημιουργούς κι έπειτα για τους διοργανωτές. Η εμπειρία της έκτακτης ανάγκης μπορεί να πυροδοτήσει την επιθυμία για έκφραση, αλλά μπορεί επίσης να μπλοκάρει τις δημιουργικές ροές ή να φέρει τους καλλιτέχνες αντιμέτωπους με ανυπέρβλητα υλικά εμπόδια. Αντίστοιχα, η διοργάνωση έχει να αντιμετωπίσει το ερώτημα του πώς μεταχειρίζεται αυτό το υλικό και τι στίγμα θέλει να δώσει στο πρώτο physical φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου στην μετα-covid εποχή. Απ’ όσο μπορώ να δω και να καταλάβω, το πράγμα γενικά φέτος ήταν ζόρικο: η φετινή σοδειά δεν ήταν ιδιαίτερα πλούσια κι η πανδημική συνθήκη περισσότερο μπλόκαρε παρά πυροδότησε τις καλλιτεχνικές δυνάμεις. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που κάμποσες από τις ταινίες που απέσπασαν τα περισσότερα χειροκροτήματα και βραβεία είχαν ήδη δρομολογηθεί πριν τον covid και υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να έχουν φιλοξενηθεί και στην περσινή έκδοση του φεστιβάλ. Στο μεγαλύτερο μέρος του εθνικού διαγωνιστικού προγράμματος λοιπόν, αφού με αυτό ασχολούμαστε πρωτίστως εδώ (θα μου ήταν αμήχανο να κάνω κριτική στις ταινίες του διεθνούς διαγωνιστικού μιας και συμμετείχα στη διαμόρφωση του προγράμματος), είδαμε πολλές ενδιαφέρουσες ιδέες και πολλές αμήχανες εκτελέσεις. Προσωπικά μιλώντας, αλλά θέλοντας να ελπίζω πως συνέλαβα και κάτι από το συλλογικό πνεύμα του κοινού του φεστιβάλ, θα έλεγα ότι η επιλογή των βραβείων (μπορείτε να τα δείτε όλα αναλυτικά εδώ) αντιμετωπίστηκε επίσης κάπως αμήχανα.

Από τις ταινίες που δεν βραβεύτηκαν (οι οποίες ήταν συνολικά λιγότερες από αυτές που βραβεύθηκαν, για τους λάτρεις της στατιστικής), κι άρα δυστυχώς δε μπορείτε να τις δείτε online αυτή τη στιγμή, εκείνες που μου άρεσαν περισσότερο ήταν το Literal Legend των Δημήτρη Τσακαλέα και Λήδας Βαρτζιώτη για την αναζωογονητική φρεσκάδα στο θέμα και τα aesthetics, το Γιαφ-Γιουφ της Αθηνάς Γεωργίας Κουμελά για την χειροποίητη κινούμενη ζωγραφική που πάντα εκτιμώ και το Cortazar των Αργύρη Γερμανίδη και της Κατερίνας Στράουχ για τις πολύπλοκες ιδέες και τις πυκνές εικόνες. Περνώντας στις βραβευμένες ταινίες, βρίσκω ότι οι πιο ενδιαφέρουσες κινηματογραφικά ήταν εκείνες που επιχείρησαν με περισσότερη τόλμη και φαντασία να αναμετρηθούν με όψεις της εμπειρίας των σύγχρονων νεανικών υποκειμένων, ακόμα κι αν τελικά αυτοπεριορίζονταν ή αυτομπλοκάρονταν. Απ’ αυτά τα πειράματα, τα τρία που ξεχώρισα περισσότερο ήταν το Horsepower του Σπύρου Σκάνδαλου (ειδικό βραβείο και καλύτερη φωτογραφία), το Soul Food του Νίκου Τσεμπερόπουλου (καλύτερη σκηνοθεσία και ανδρική ερμηνεία) και το Όλα τα Πλάσματα της Νύχτας της Μέμης Κούπα (βραβείο ήχου).

Ξεκινώντας από το Horsepower, πράγματι εντυπωσιακά φωτογραφημένο από τον Θωμά Τσιφτελή, με κέρδισε η γενναιότητα κι η πυκνότητα των εικόνων, μιας κι η ταινία κουβαλάει αληθινό νοηματικό και αισθητικό τσαμπουκά. Το κεντρικό θέμα της ταινίας είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, επικεντρώνοντας σε μια millennial παρέα, ενδεικτική της σύγχρονης κυψελομανούς χιπ-εναλλακτικής middle class καλλιτεχνικής κοινότητας της Αθήνας, η οποία αναζητά την αυθεντικότητα στην εμπειρία και την έκφραση αλλά την ίδια στιγμή κάτι απροσδιόριστο μπλοκάρει τις ροές της επιθυμίας με αποτέλεσμα την σπατάλη στην ψευδο-επικοινωνία και την χημική εκτόνωση. Όπως συμβαίνει συχνά στο ελληνικό σινεμά βέβαια, το κείμενο τείνει να υπολείπεται της εικόνας (η οποία παίζει πετυχημένα με τις αντιθέσεις φύση-πολιτισμός και συνειδητό-ασυνείδητο). Θεωρητικά, μια τέτοια ιδέα θα μπορούσε να καταλήξει σε μπουμεροκριτική, αλλά το Horsepower δεν πέφτει σε αυτήν την παγίδα. Πέφτει, όμως, στην παγίδα του να χαθεί μέσα στο “σχόλιο” που θέλει να κάνει πάνω στο θέμα του, αποπνέοντας ενίοτε μια κάποια μνησικακία απέναντι στους ίδιους τους ήρωές του, και χάνοντας έτσι την ευκαιρία να εξερευνήσει την αντίφαση ανάμεσα στην επιθυμία και την ματαίωσή της, επιλέγοντας αντίθετα να χρησιμοποιήσει απλώς την αντίφαση για να δείξει την αναυθεντικότητα των υποκειμένων της.

Από την άλλη, το Soul Food, το οποίο επίσης πάσχει αφηγηματικά σε αρκετά σημεία (σε βαθμό που ένα βασικό μέρος της ιστορίας του καταλήγει να περνάει εντελώς ξώφαλτσα από αυτά που κάνουν την ταινία ιδιαίτερη), καταφέρνει να χτυπήσει διάνα στην αναπαράσταση μιας Generation Z πιτσιρικοπαρέας μέσα από μια υπερ-ικανοποιητική κινηματογράφιση της σωματικής, γλωσσικής κι ευρύτερα αισθητηριακής εκφραστικότητας των παιδιών του φιλμ – κι ειδικά του εξαιρετικού Απόλλωνα Σαρρή που πήρε δικαίως το (εξ ημισείας) βραβείο της ανδρικής ερμηνείας. Ίσως ο δημιουργός του Soul Food να βρίσκει ότι η καρδιά της ταινίας του χτυπάει στην σχέση ανάμεσα στον πιτσιρικά και την outsider/freak ενήλικα που τον γαλουχεί, αλλά προσωπικά βρίσκω ότι η σημαντικότερη αρετή του είναι ότι μεταδίδει την αίσθηση της νεολαίας της εποχής χωρίς να δίνει καθόλου vibes “εγώ θα αράξω εδώ με τη νεολαία”. Αξίζει επίσης να αναφερθούμε στο Όλα τα Πλάσματα της Νύχτας για την αποτύπωση μιας σύγχρονης νυχτερινής φαντασίωσης σχιζομητροπολιτικής εξέγερσης σα να πρόκειται για ένα μεταμεσονύχτιο πάρτι περιπλάνησης και εκδίκησης ενάντια σε όσα καταπιέζουν τα σύγχρονα υποκείμενα. Και πάλι, όταν η ταινία θυσιάζει την εκφραστικότητα των ήχων και των εικόνων για χάρη της πιο συμβατικής αφήγησης αρχίζει να γίνεται κοινότοπη και λίγο ανιαρή, αλλά κρατάμε σίγουρα τα όμορφα aesthetics και την έξυπνη pop ιδέα. Ούτως ή άλλως, περισσότερο με ενδιαφέρουν οι ταινίες που εξερευνούν τις δυνατότητες του short film ως αυτόνομης κινηματογραφικής έκφρασης κι όχι μόνο ως μεγάλου μήκους σε μινιατούρα ή ως προπαρασκευαστικό στάδιο για την περαιτέρω ανάπτυξη μιας ιστορίας.

Από τις ταινίες που βραβεύτηκαν, πάντως, την μεγαλύτερη αμηχανία μου την προκάλεσαν εκείνες που επιχείρησαν να κάνουν σινεμά γύρω από την θεματική της ταυτότητας με τρόπους που προσωπικά βρίσκω κινηματογραφικά άστοχους, προβληματικούς ή χρεοκοπημένους. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν το Motorway 65 της Εύης Καλογηροπούλου που πήρε μια τιμητική διάκριση (έτσι, γενική) και το βραβείο μοντάζ για την δουλειά του Χρήστου Γιαννακόπουλου. Εδώ, η πληβειακότητα, όπως τουλάχιστον την φαντασιώνεται ο κόσμος των μεταμοντέρνων avant-pop εικαστικών, γίνεται αντικείμενο αναπαράστασης απλώς ως cool στοιχείο του βιντεοκλιπίστικου διάκοσμου χωρίς να μετουσιώνεται σε στοιχειωδώς συνεκτική εικονογραφία και το προλεταριακό βίωμα εξωτικοποιείται σε βαθμό που να μην αποτελεί τίποτα παραπάνω από ένα φετίχ που αντλεί τη δύναμή του από το γεγονός ότι παρουσιάζεται σαν μια ωμή (σωματική κι αισθητηριακή) εξωτερικότητα προς τον εξημερωμένο κόσμο των καλών τεχνών. Δυσκολεύομαι να σκεφτώ μια εκδοχή του φιλμ που να μην μυρίζει exploitation, και δυσκολεύομαι να βρω έστω και λίγο από το δυνητικό camp που θα μπορούσε να έχει το όλο πράγμα αν δεν ήταν βουτηγμένο στη μπανάλ πρόκληση, την συγχυσμένη οπτική ταυτότητα και την ακούσια ειρωνεία του να μην καταλαβαίνει καν πόσο colonial είναι μέσα στην αυταρέσκειά του. Ωραίο κομμάτι από τον Νέγρο του Μοριά όμως.

Βέβαια, βρίσκω ότι αυτή είναι μόνο η μία όψη από το νόμισμα της αστικού τύπου κινηματογραφικής ενσωμάτωσης/εκμετάλλευσης της εργατικής ταυτότητας και εμπειρίας. Αν η μία πλευρά είναι η εκλεκτικίστικη αισθητικοποίηση σαν αυτή που εκπροσωπεί το Motorway 65, η άλλη πλευρά είναι αυτή που αναπαριστά τους φτωχούς και τους καταπιεσμένους ως ακλόνητους φάρους ηθικής, αγάπης και ανθρωπιάς, ως απανθρωποποιημένα σύμβολα ευγένειας και ευαισθησίας που απλά υπομένουν το ένα βάσανο μετά το άλλο χωρίς να χάνουν τίποτα από την ακεραιότητά τους, χωρίς αντιφάσεις και χωρίς αντιθέσεις. Μου φαίνεται ότι αυτή είναι μια κλασική παγίδα του αστικού ανθρωπισμού και ηθικισμού στην οποία πέφτει το σινεμά του κοινωνικού ρεαλισμού που αναζητά μια δήθεν νατουραλιστική απεικόνιση των κατώτερων τάξεων, καταλήγοντας εν τέλει να μοιάζει ψεύτικη και απονευρωμένη (δηλαδή στην ουσία της αντι-ανθρώπινη), αφού βλέπει τους φτωχούς σαν κοσμικούς άγιους-μάρτυρες. Ε, αν με ρωτάτε, προλεταριακό σινεμά με φωτοστέφανα δεν γίνεται, και μου φαίνεται ότι δυστυχώς αυτό καταλήγει να κάνει Το Βανκούβερ της Άρτεμης Αναστασιάδου (δύο χρόνια μετά το πολύ καλύτερο I Am Mackenzie του 2019), το οποίο σώζεται από τις φανταστικές ερμηνείες του Βασίλη Κουτσογιάννη (δικαιότατο το βραβείο ερμηνείας που μοιράστηκε με τον προαναφερθέντα Σαρρή) και της Μαργιάννας Καρβουνιάρη, η αβίαστη χημεία και φυσικότητα των οποίων ζωντανεύει την ταινία δίνοντάς της έναν συναισθηματικό πυρήνα που γίνεται αυθεντικά τρυφερός (Το Βανκούβερ παρεμπιπτόντως έλαβε και το ειδικό βραβείο της επιτροπής από κοινού με το Horsepower).

Συνεχίζοντας σχετικά με το σινεμά που περιστρέφεται γύρω από την προβληματική της ταυτότητας, βρήκα μια αντίφαση ανάμεσα την μεγαλοστομία των δηλώσεων σχετικά με τον διακηρυγμένα queer χαρακτήρα του προγράμματος και το πραγματικό περιεχόμενο των ίδιων των ταινιών. Ας πούμε, το γεγονός ότι το A Summer Place της Αλεξάνδρας Ματθαίου (στο οποίο η βραβευμένη για την ερμηνεία της, Μαίρη Μηνά, είναι πραγματικά εντυπωσιακή) πήρε το queer βραβείο του φεστιβάλ την ώρα που στην ίδια την ταινία οποιοδήποτε lgbtq θέμα παραμένει απλώς στο επίπεδο της διακριτικότατης αμφίσημης υπόνοιας είναι κάτι που κυμαίνεται ανάμεσα σε μια αμήχανη στιγμή υπερ-ερμηνείας του έργου και σε μια ακούσια αυτοπαρωδία της liberal νοοτροπίας που θα δει ό,τι θέλει να δει προκειμένου να αυτοεπιβραβευθεί και να αυτοϊκανοποιηθεί. Ακόμα κι η Αμυγδαλή της Μαρίας Χατζάκου που ήταν η κατεξοχήν queer-themed ταινία του φεστιβάλ όμως, κι η οποία τιμήθηκε με το βραβείο μουσικής για την πολύ ωραία επένδυση της Μαριλένας Ορφανού, δεν κατάφερε να γίνει κάτι παραπάνω από ένα υπερ-ασφαλές άθροισμα από γνώριμα αισθητικά signifiers του queerness όπως έχει εδραιωθεί μέσα από τα σύγχρονα οπτικά μέσα, προσφέροντάς μας εν τέλει ελάχιστα πράγματα σε επίπεδο ιδεών και δράματος (παρότι εκτίμησα την unapologetic genre στροφή της ιστορίας, κάτι που πολύ συχνά φοβάται το ελληνικό σινεμά).

Η απόλυτη crowd-pleasing ταινία του εθνικού διαγωνιστικού πάντως, κι αυτή για την οποία υπήρξαν οι πιο ενθουσιώδεις και θερμές συζητήσεις την βδομάδα του φεστιβάλ, ήταν με διαφορά το Από το Μπαλκόνι του Άρη Καπλανίδη, το οποίο τιμήθηκε μόλις με ένα βραβείο στο εθνικό τμήμα (σχεδιασμού ήχου) αλλά πήρε κάμποσα βραβεία διαγωνιζόμενο σε άλλα τμήματα, ανάμεσά τους το βραβείο καλύτερης ταινίας νοτιοανατολικής Ευρώπης, το βραβείο Onassis Film Development Grant και το βραβείο κοινού. Πραγματικά, αν την ώρα της απονομής των βραβείων κατά την τελετή λήξης είχε ανακοινωθεί πως ο Χρυσός Διόνυσος πηγαίνει στο Από το Μπαλκόνι, τότε στην αίθουσα τελετών του Δημοτικού Ωδείου του Δράμας θα είχε στηθεί ένα γηπεδικό σκηνικό με κραυγές, συνθήματα, ξηλωμένα καθίσματα και αναμμένα καπνογόνα. Μιλώντας όλες τις μέρες του φεστιβάλ με όσο κόσμο συναντούσα, δεν έβρισκα σχεδόν κανέναν που να μην του άρεσε η ταινία και να μην ήθελε να την δει νικήτρια. Η ταινία του Καπλανίδη (γνώριμου στους μερακλήδες από τον Πανίσχυρο Μεγιστάνα των Νίντζα και τους ΤΡΙ.Π.Α ΚΡΟΥ, μαζί με τον Ηλία Ρουμελιώτη των οποίων έγραψαν το σενάριο) είναι δείγμα ενός έξυπνου, ουσιαστικού, λαϊκού, πρωτότυπου και αναζωονητικού σινεμά που σε κάνει να βγαίνεις πιο ζωντανός από την αίθουσα απ’ ό,τι πριν. Πατώντας πάνω σε ένα τεχνικά σχηματικό αλλά αισθητικά ζωηρό animation, το Από το Μπαλκόνι επιδεικνύει μια πολλαπλότητα αφηγηματικών επιπέδων την οποία χειρίζεται με σεμνότητα και άνεση, κάνοντάς σε να νομίζεις πως έβλεπες μια ιστορία μέχρι να συνειδητοποιήσεις πως τελικά έβλεπες μια άλλη ιστορία, η οποία όμως ήταν πάντα εκεί, μπροστά στα μάτια σου, απλά εσύ κοίταζες αλλού. Αυτό που δίνει στην ταινία μια πραγματική αίσθηση αυθεντικότητας κόντρα στην ψευδο-αργκό του αυθεντικού που κυνηγάνε δονκιχωτικά οι περισσότεροι δημιουργοί είναι ότι καταφέρνει να συλλάβει κάτι από την χαοτική συνύπαρξη των ανθρώπινων και μη-ανθρώπων εντάσεων και ροών της ζωής στη μητρόπολη, κι αυτήν την αίσθηση να την διοχετεύει μέσα σε μια συνεκτική ιστορία γεμάτη ευαισθησία και νοιάξιμο.

Εν τέλει, το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ πήγε στην ταινία Brutalia, Days of Labour του Μανώλη Μαυρή, κι αυτή ήταν μια βράβευση που, παρότι προβλέψιμη και ορθολογική με μια σειρά από συμβατικά κριτήρια, προσωπικά με απογοήτευσε. Ο λόγος είναι πως η ταινία περιείχε πολλά από τα πράγματα που θεωρούσα ότι είχε αρχίσει σιγά σιγά να αφήνει πίσω του του ελληνικό σινεμά, τουλάχιστον στην μικρού μήκους κινηματογραφία των νεαρότερων δημιουργών. Η υπερβολική αυστηρότητα, η βεβιασμένη εγκεφαλικότητα, η ψυχρή αποστασιοποίηση, οι υπερφιλόδοξες αναλογίες, οι μεγαλόστομες μεταφορές, η φλυαρία των συμβόλων, η ακαμψία της γλώσσας, το στρίμωγμα που περνιέται για πυκνότητα, η απουσία ιδεών που περνιέται για ελλειπτικότητα – όλα αυτά που αποτελούν την χειρότερη, κατ’ εμέ, πλευρά της κληρονομιάς της weird wave περιπέτειας υπάρχουν στον έναν ή τον άλλο βαθμό μέσα στο Brutalia, το οποίο μοιάζει περισσότερο να φλεξάρει το μεγάλο του budget και το παραγωγικό του capacity και λιγότερο να ενδιαφέρεται να μετατρέψει τις πρώτες του ύλες σε ολοκληρωμένο έργο. Όλη η ταινία, η οποία σημειωτέον διαρκεί 26 λεπτά, βασίζεται στο ξετύλιγμα μια αναλογίας ανάμεσα στην κοινωνική οργάνωση των μελισσών και των ανθρώπων σε ένα δυστοπικό μέλλον (ήδη μιλάμε για μια αρκετά παρωχημένη προβολή του πολιτισμού πάνω στη φύση), η οποία παραμένει μέχρι το τέλος απλώς αυτό: μια αναλογία. Γρήγορα συνειδητοποιείς πως το Brutalia ό,τι έχει να πει το είπε στα πρώτα του 30-40 δευτερόλεπτα, κι έπειτα ξεδιπλώνεται σχεδόν αλγοριθμικά, μιας και μπορείς να προβλέψεις κάθε εικόνα που πρόκειται να ακολουθήσει απλά ακολουθώντας τους κανόνες της αναλογίας που έκανε establish στην αρχή. Απουσιάζει, έτσι, οποιοδήποτε στοιχείο δραματικής έντασης και αισθητικής φαντασίας, και το Brutalia απλώς παραδίνεται σε μια δυστοπική πορνογραφία αμφιβόλου πολιτικής στόχευσης που είναι πασέ ήδη εδώ και χρόνια τόσο στο επίπεδο του φεστιβαλικού arthouse όσο και στο επίπεδο της pop τηλεόρασης.

 Φυσικά, κι εδώ επιστρέφουμε στον προαναφερθέντα ορθολογικό χαρακτήρα της βράβευσης, το Brutalia είναι ένα καθόλα ευπώλητο prestigious διεθνές φεστιβαλικό προϊόν, αφού προηγουμένως είχε ταξιδέψει στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ Καννών απ’ όπου έφυγε με το βραβείο του Canal+ για Καλύτερη Μικρού Μήκους Ταινία (να σημειωθεί πως και το Motorway 65 συμμετείχε φέτος στο διαγωνιστικό τμήμα των φετινών Καννών). Καλά έκανε και βραβεύτηκε βέβαια και στη Δράμα, και μακάρι να το πάρουν σε όλα τα φεστιβάλ στα οποία έχει κάνει submission. Το ζήτημα δεν είναι το βραβείο ως τέτοιο. Όπως είπε έξυπνα ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης που απένειμε το βραβείο στον Μανώλη Μαυρή άλλωστε: “μην παίρνετε σοβαρά τα βραβεία”. Αν προσωπικά μου προκαλεί μια απογοήτευση η βράβευση, αφορά στο είδος άρρητου κι έμμεσου μηνύματος που αυτή στέλνει στους Έλληνες κινηματογραφιστές: ότι η προτεραιότητα είναι ένα σινεμά που θα είναι φεστιβαλικά ανταγωνιστικό. Αυτό από μόνο του είναι οκ προφανώς, και σίγουρα εναρμονίζεται με τον χαρακτήρα που επιδιώκουν τα περισσότερα φεστιβάλ για τον εαυτό τους (εσχάτως και η Δράμα), αλλά βρίσκω ότι έρχεται σε αντίθεση με την πραγματική δύναμη, ορμη και δυνατότητες που κουβαλάει το ελληνικό σινεμά όπως παράγεται από τα κάτω, εκείνο που μυρίζει προσωπική εμπλοκή και αυθεντική φωνή, φτιαγμένο με χίλια ζόρια και ενάντια σε χίλια εμπόδια που, κατά έναν μαγικό τρόπο, δεν καταφέρνουν να κάμψουν την επιθυμία των καλλιτεχνών να κάνουν καλό κινηματογράφο. Του χρόνου πάλι, με το καλό.

Best of internet