Quantcast

Όλα μαύρα όπως τα βάφει η ζωή: Τα 21 καλύτερα κινηματογραφικά neo-noir του 21ου αιώνα

Γιατί τίποτα δε μπορεί να συγκριθεί με ένα καλό noir, ό,τι κι αν σημαίνει ακριβώς αυτός ο όρος πια

Το film noir βρίσκει πάντα έναν τρόπο να επιστρέφει. Φευγαλέα μεν, αλλά επιστρέφει. Μιλώντας για το δικό του αλλόκοτο noir του 2009, το Bad Lieutenant: Port of Call New Orleans, o Werner Herzog έλεγε πως η επανεμφάνιση του noir έρχεται ως φυσικό επακόλουθο του ίδιου του πνεύματος των καιρών. Η κατάρρευση των βεβαιοτήτων κι η αστάθεια των προοπτικών αποτελούν το ίδιο το γόνιμο έδαφος για να ανθίσει, με νέους όρους κάθε φορά, το είδος. Ούτως ή άλλως, η ιστορική εμφάνισή του ηταν προϊόν μιας εποχής κατάρρευσης. Κι ήταν, επίσης, το αποτέλεσμα μιας μοναδικής συνάντησης παραγόντων.

Αυτό που γνωρίζουμε ως χρυσή εποχή του αμερικάνικου film noir, η οποία συμβατικά θεωρείται πως ξεκινάει από το The Maltese Falcon του John Huston το 1941 και ολοκληρώνεται με το A Touch of Evil του Orson Welles το 1958, προέκυψε μέσα από την αντιφατική συνάντηση του ευρωπαϊκού μοντερνιστικού σινεμά του μεσοπολέμου με την αμερικάνικη μαζική pulp εγκληματική λογοτεχνία της ίδιας περιόδου. Και οι δύο αυτές πηγές του κλασικού film noir προέρχονταν από δύο εκδοχές της ιστορικής περιπέτειας του πρώιμου 20ού αιώνα. Οι Ευρωπαίοι δημιουργοί, γαλουχημένοι πρωτίστως στον σκοτεινό γερμανικό εξπρεσιονισμό, κατέφευγαν στην Αμερική κυνηγημένοι από τους ναζί και τους συνεργάτες τους, με την σκιά του Ολοκαυτώματος να σκεπάζει όλη την ήπειρο. Από την άλλη, οι αμερικάνικες hardboiled ιστορίες των φτηνών περιοδικών αποτύπωναν το κοινωνικό και ψυχικό σκοτάδι της Μεγάλης Ύφεσης, όταν η καπιταλιστική συσσώρευση έπαιρνε πλέον ανοιχτά τον χαρακτήρα του οργανωμένου εγκλήματος κατά της εργατικής τάξης κι οι θεσμοί της αστικής δημοκρατίας αποδεικνύονταν άδειο κέλυφος.

Ήδη από την κλασική εποχή του, όμως, ο ίδιος ο όρος film noir ήταν ένα διαρκές διακύβευμα, ένα ερώτημα προς διερεύνηση και μια ασάφεια προς διευκρίνιση. Ο όρος film noir, λοιπόν, αποδόθηκε αναδρομικά το 1946 από τους Γάλλους κριτικούς κινηματογράφου Nino Frank και Jean-Pierre Chartier το 1946 για να περιγράψουν μια σειρά από φιλμ που φτιάχτηκαν τα προηγούμενα χρόνια στην Αμερική από μετανάστες της κεντρικής Ευρώπης. Από αυτό ακριβώς το αμερικανο-ευρωπαϊκό καλλιτεχνικό μπαστάρδεμα, με φόντο την κατάρρευση της ιδέας ότι η καπιταλιστική νεωτερικότητα οδεύει προς την ανθρώπινη πρόοδο, ήταν που προέκυψε η ιδιαίτερη σαγήνη που άσκησε το film noir τόσο στους δημιουργούς όσο και στις μάζες, ακόμα κι αν δεν κατάφερναν ποτέ να συμφωνήσουν στο τι ακριβώς σημαίνει ο όρος ή αν πρόκειται καν για ένα διακριτό κινηματογραφικό genre. Για παράδειγμα, ο σκηνοθέτης και θεωρητικός του σινεμά, Paul Schrader, υποστήριζε πως δεν πρόκειται για είδος αλλά για ύφος, δηλαδή για κινηματογραφικό τόνο και κινηματογραφική διάθεση. Τι περιλάμβανε το συντακτικό αυτού του ύφους; Μπορεί τα αναγνωρίσιμα στοιχεία του noir, μετά από τόσες δεκαετίες χρήσης και κατάχρησης, να μοιάζουν πλέον σχεδόν σαν άδειες χειρονομίες που επικαλούνται ένα νεκρό πια στυλ αλλά στην πραγματικότητα κατάφερναν να συλλάβουν την ιδιαίτερη αύρα του κόσμου που σύρθηκε τραυματισμένος μέσα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και του κόσμου που βγήκε αγκομαχώντας μέσα από αυτόν. Κι όμως, από την άλλη, η ιστορική εξέλιξη ενός ύφος μέσα από την ποσοτική αύξησης της εμφάνισης των χαρακτηριστικών του δεν οδηγεί άραγε με τον καιρό στην ποιοτική ανάδυσή του ως είδος; Σα να λέμε: το ύφος, καθώς εξελίσσεται ιστορικά, γίνεται είδος.

Δεν ήταν, βέβαια, απλώς οι χαρακτήρες, το setting και όλες οι δραματικές συμβάσεις του film noir που καθόρισαν αυτό το κινηματογραφικό συντακτικό. Ήταν πρωτίστως οι άυλες ποιότητες της ηθικής αστάθειας, της δυσπιστίας, της αμφισημίας, της αναξιοπιστίας της φωνής, της απώλειας του εαυτού, της υποκειμενικής οπτικής, της ονειρικής λογικής, της εμπειρίας της αλλοτρίωσης, της πνιγηρότητας της μεγαλούπολης, του θανατηφόρου ερωτισμού, της μελαγχολίας και της σκληρότητας. Πριν μετατραπούν σταδιακά σε στιλιστικά κλισέ μέσα από την επαναληπτική επιτέλεσή τους, όλα αυτά συντελούσαν στην ανάδειξη του film noir σε μια ριζοσπαστική κινηματογραφική δύναμη γεμάτη αντιφατικό πλούτο. Έτσι, παρόλο που εκ πρώτης όψεως το κλασικό film noir δεν μοιάζει να αμφισβητεί σε κανένα επίπεδο την κυρίαρχη καλλιτεχνική γλώσσα και αφηγηματική δομή του mainstream σινεμά, σε επίπεδο κοινωνικό, ηθικό και ψυχολογικό καταφέρνει να προκαλέσει την “άλλη βία” του σινεμά για την οποία μίλαγε ο φιλόσοφος Gilles Deleuze – εκείνη την οποία καταφέρνει και φέρνει στο προσκήνιο το ριζοσπαστικό σινεμά, βάζοντας μπροστά τα ερωτήματα αντί για τις απαντήσεις, αποσταθεροποιώντας τα σημεία αναφοράς του θεατή στον εξωτερικό κόσμο, προτείνοντας δηλαδή όχι ένα νέο λεξιλόγιο αλλά ένα νέο συντακτικό ώστε να ανασκαφεί μια ξένη γλώσσα μέσα από εκείνη που μας φαινόταν γνωστή και οικεία.

Όλα αυτά δεν τα γράφω απλώς επειδή τρέφω μεγάλη αγάπη προς το κλασικό film noir και τα όσα έχουν γραφτεί κι ειπωθεί γύρω από αυτό. Ο λόγος είναι για να δείξω, όσο μπορώ ευκρινέστερα τουλάχιστον, τι καταλαβαίνω εγώ λέγοντας film noir και τι με ενδιαφέρει να αναδείξω με τη λίστα ταινιών που θα ακολουθήσει. Αν συνεχίσουμε την λογική όλων των παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι το κλασικό film noir γέννησε με τη σειρά του δύο κινηματογραφικές τροχιές που άλλοτε συναντιούνται κι άλλοτε όχι. Η πρώτη αφορά το noir ως είδος κι η δεύτερη αφορά το noir ως ύφος. Αμφότερες είναι σημαντικές, αφού έχουν αφήσει ένα σαφές ίχνος στην κινηματογραφική ιστορία των τελευταίων 50 χρόνων, αλλά δεν αφορούν ακριβώς το ίδιο το πράγμα. Από τη δεκαετία του ’60 κι έπειτα, ξεκίνησε ένα ρεύμα νοσταλγίας προς το κινηματογραφικό παρελθόν του noir, επιχειρώντας την προσομοίωσή του μέσα από την επιτέλεση όλων των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του (αυτό που λέμε ορθόδοξο neo-noir) ή τον εκσυγχρονισμό του μέσα από το crossover με άλλα κινηματογραφικά genres (με αποτέλεσμα neo-noir υβρίδια τύπου tech-noir, western-noir, comedy-noir κλπ). Την ίδια ώρα, και συχνά σε επικοινωνία με αυτήν την τάση, αναπτύχθηκε και μια διαρκής διαδικασία επανανακάλυψης του noir ως ύφος που γονιμοποιείται μέσα από τη συνάντηση με τις εκάστοτε ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες και την ανασφάλεια/αστάθεια που παράγουν (για να επιστρέψουμε στην δήλωση του Herzog με την οποία ξεκινήσαμε το κείμενο) ακόμα κι αν δεν πατάει όλα τα στερεοτυπικά κουμπιά ώστε να χαρακτηριστεί neo-noir με την στενή έννοια.

Με άλλα λόγια, μπορεί μια ταινία να είναι neo-noir με την λογική του είδους, αλλά μπορεί να είναι και neo-noir με τη λογική του ύφους. Και μπορεί, επίσης, να συνδυάσει αυτές τις δύο εκδοχές με διάφορους τρόπους ώστε να παράξει κάτι καινούριο, μια νέα ισορροπία μεταξύ των δύο. Μ’ αυτήν την έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το παγκόσμιο σινεμά από το ’60 και μετά διαπραγματεύεται με διάφορους τρόπους την διπλή αυτή noir παρουσία και δημιουργεί μια διαρκώς μεταβαλλόμενη και διαπραγματεύσιμη ne0-noir γλώσσα. Έτσι, είδαμε στα 60s τη Nouvelle Vague να ανακαλύπτει στο παλιό αμερικανοευρωπαϊκό noir έναν μεγάλο κρυμμένο θησαυρό, είδαμε στα 70s το New Hollywood να εγκαταλείπει την αισιοδοξία του ’60 για την βρωμιά και την παράνοια που έφερε το Βιετνάμ, το Watergate και η πετρελαϊκή κρίση, είδαμε στα 80s την χολιγουντιανή παραγωγή να επιστρέφει νοσταλγικά στο noir υπερ-στυλιζάρισμα αναζητώντας σε αυτό μια μοχθηρή λάμψη, είδαμε στα 90s μια στροφή προς τον small time κοινωνικό-εγκληματικό πλούτο της αμερικάνικης ενδοχώρας αλλά και ένα άνοιγμα προς τη μεταμοντέρνα ειρωνεία που χρησιμοποιεί το noir ως ακόμα ένα στοιχείο του παρελθόντος προς αποδόμηση και επανοικειοποίηση. Κι έτσι, ο 21ος αιώνας ξημέρωσε με μια εδραιωμένη φουρνιά auteurs για τους οποίους το noir ήταν, με ιδιαίτερο τρόπο στον καθένα, θεμελιώδης κινηματογραφική αναφορά – από τον David Lynch και τον David Fincher μέχρι τους αδερφούς Coen και τον Christopher Nolan – ενώ παράλληλα το κινεζικό και το κορεάτικο σινεμά βρίσκουν έναν δικό τους μοναδικό τρόπο να αξιοποιήσουν την μεγάλη κι αντιφατική noir κληρονομιά.

Αν η παρακάτω λίστα εστιάζει στο neo-noir του 21ου αιώνα, αυτό δε συμβαίνει μόνο επειδή είναι ένας βολικός τρόπος να χωρίσεις τον ιστορικό χρόνο σε μικρές και ευκολότερα διαχειρίσιμες μονάδες. Το κάνω επίσης γιατί το τέλος του 20ού αιώνα κι η αρχή του νέου millennium έφεραν μαζί τους αφενός μια μεγάλη κρίση για τις βεβαιότητες του παρελθόντος κι αφετέρου την αναγγελία ενός νέου κόσμου που με το πέρασμα του χρόνου γίνεται όλο και πιο παράξενος, πολύπλοκος κι αφιλόξενος. Υπάρχει άραγε πιο γόνιμο έδαφος για μια επανεμφάνιση του noir ύφους με σύγχρονους και επίκαιρους όρους, είτε βρίσκεται μέσα στα όρια του noir ως είδους είτε όχι; Το noir, ως κατεξοχήν σινεμά της αστάθειας και της κρίσης, γνωρίζει εδώ και χρόνια μια περίοδο σημαντικής ανατίμησης όσο η εποχή μας γεννάει περισσότερη αστάθεια και κρίση. Ο μεταμοντέρνος 21ος αιώνας της 11ης Σεπτεμβρίου, της χρηματοπιστωτικής κρίσης, της διαρκούς γεωπολιτικής έντασης, του παγκόσμιου εμπορικού πολέμου, της post-truth πολιτικής, της διεθνοποιημένης μαζικής κουλτούρας, της απεριόριστης τεχνολογικής επέκτασης, των νέων μορφών κοινωνικού ελέγχου και της γενικευμένης ανόδου του αυταρχισμού είναι αν μη τι άλλο ένα ιδανικό ιστορικό έδαφος για το σύγχρονο neo-noir συντακτικό. Το σύγχρονο υποκείμενο (γεμάτο noir δυνατότητες) ζει την δική του αβεβαιότητα, περικυκλωμένο από φωτεινές οθόνες και πλαστικά εμπορεύματα, φθαρμένο από την δικτατορία της ευεξίας και την υπερέκθεση του εαυτού, μπερδεμένο από την κρίση των παραδοσιακών ρόλων των φύλων, εξαντλημένο από την κυριαρχία της ταχύτητας και της αποδοτικότητας, ζαλισμένο από το σωματικό και το ψυχικό burnout, θολωμένο από τον cool κυνισμό και την meta ειρωνεία, στιγματισμένο από την την χρεοκοπία της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και στοιχειωμένο από την ακύρωση των εναλλακτικών μελλοντικών προοπτικών.

Μέσα σε αυτό το χαοτικό κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον, το neo-noir μοιάζει πράγματι γεμάτο δυνατότητες. Εξάλλου, το χρώμα είναι το νέο μαύρο, όπως η χαρά είναι η νέα λύπη. Στις λιγότερο ενδιαφέρουσες πλευρές του, το σύγχρονο neo-noir αρκείται σε μια μορφική ανακατασκευή του παλιού noir είδους, εκφράζοντας άμεσα ή έμμεσα το αίτημα για νοσταλγική επιστροφή σε ένα παρελθόν όπου τα πράγματα ήταν λιγότερο πολύπλοκα (αφού οι αβεβαιότητες του τότε ενδέχεται να φαντάζουν πια παιχνιδάκι με τα σημερινά μάτια), λειτουργώντας ως επαναφορά σε μια παραδοσιακή αισθητική και ηθική τάξη. Στις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές πλευρές του, αυτές που στοχεύουν περισσότερο στην αναζωογόνηση του διαχρονικού noir ύφους, οι δημιουργοί ρίχνουν νέο φως στο παρελθόν ή στο παρόν με στόχο να τα αποσταθεροποιήσουν ακόμα περισσότερο, αποκαλύπτοντας αυτό που κρύβεται κάτω από την αυτο-εικόνα του σύγχρονου κόσμου, δηλαδή την βαρβαρότητα και την ψυχοπαθολογία του. Σε μια εποχή που γίνονται επιτυχίες πράγματα όπως οι εγκληματικές ιστορίες ταξικής σύγκρουσης του Parasite και του Burning ή ο hyper-ρεαλισμός του Uncut Gems, και την ίδια ώρα ο Guillermo del Toro ετοιμάζει remake του Nightmare Alley κι ο David Fincher prequel του Chinatown, πραγματικά όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά.

Μετά από αυτήν την εκτενή εισαγωγή λοιπόν, προχωράμε στην λίστα με τα 21 καλύτερα neo-noir από το 2000 μέχρι το 2021, χαρτογραφώντας το πεδίο του σύγχρονου noir ως ένα μεγάλο κινηματογραφικό ψηφιδωτό του σύγχρονου κόσμου, με βασικό γνώμονα βέβαια το υποκειμενικό γούστο του γράφοντος. Δύο σημειώσεις μόνο. Πρώτον, τα Zodiac και Shutter Island τα αγαπώ πολύ αλλά θεωρώ πως δεν κολλάνε στην λίστα (δεν έχουμε χρόνο να το εξηγήσουμε, απλά προχωράμε). Δεύτερον, στα εγχώρια πράγματα αξίζει να κάνουμε μικρή τιμητική αναφορά στον Μαχαιροβγάλτη του Γιάννη Οικονομίδη και στο Τετάρτη 4:45 του Αλέξη Αλεξίου. Τέλος, ενθαρρύνω και καλωσορίζω το κράξιμο για το αν οι παρακάτω ταινίες αποτελούν neo-noir ή όχι, μην το λυπηθείτε. Πάμε στη λίστα τώρα.

Sexy Beast (Jonathan Glazer, 2000)

Ανάμεσα στις κάμποσες ταινίες αποτύπωσαν στυλιζαρισμένα τον βρετανικό εγκληματικό υπόκοσμο στην στροφή της χιλιετίας, από την επιτυχία του ειρωνικού chadism του Lock, Stock and Two Smoking Barrels (προτιμώ προσωπικά τις crime-comedy εκδοχές του Martin McDonagh και του Shane Black) μέχρι το υπέροχα μαυρόψυχο Dead Man’s Shoes,  αυτό που κατ’ εμέ συνεχίζει να ξεχωρίζει είναι το μικρό cult διαμάντι του Jonathan Glazer, πολύ πριν εκθειαστεί ως sci-fi τζίνιους με το Under the Skin. Φέρνοντας συναισθηματικό πλούτο δίπλα στο απαράμιλλο στιλ, ο Glazer, όπως κι άλλοι δημιουργοί εκείνη την περίοδο, πιάνει κάτι σημαντικό: την αρχή του τέλους του άνδρα του 20ού αιώνα.

Mulholland Drive (David Lynch, 2001)

Ο David Lynch, κατεξοχήν σκηνοθέτης-μυθολόγος της αμερικάνικης μετανεωτερικότητας, αποδομεί και επανασυναρμολογεί το noir ύφος ήδη από την αρχή της πορείας του, αλλά στο Mulholland Drive καταπιάνεται πολυπρισματικά με την παραδοσιακή noir προβληματική των εύθραυστων και πολλαπλών ταυτοτήτων (όπως έκανε την ίδια περίοδο κι ο Nolan με το λιγότερο πετυχημένα μπερδεμένο Memento, αλλά κι οι αδερφοί Coen στο στυλιστικά ορθόδοξο The Man Who Wasn’t There), δίνοντας ένα γυναικείο meta twist σε ένα παραδοσιακά (κι εμμονικά) ανδρικό είδος που συχνότατα υπήρξε ανοιχτά μισογύνικο. Παρότι για χρόνια θεωρούσα πως δεν ανήκει στις καλύτερες ταινίες του Lynch, όσο περνάνε τα χρόνια αυτή η ταινία βρίσκει νέους τρόπους να με κάνει να την ανακαλύπτω και να την αγαπώ.

Collateral (Michael Mann, 2004)

Η ταυτότητα, η νύχτα και η πόλη. Κατά μία έννοια, αυτό είναι το ιερό τρίπτυχο της noir κινηματογραφίας. Κι ο Michael Mann είναι σπουδαίος ακριβώς γιατί από το Thief του 1981 κι έπειτα δεν σταματάει να προσπαθεί να βρει νέους τρόπους να μας φωτίσει αυτά τα τρία πράγματα. Μ’ αυτήν την έννοια, ο Mann παραμένει ο πιο ορθόδοξος από τους neo-noir αποδομητές, κατανοώντας όμως βαθύτατα την παράδοσή του αντί απλώς να προσπαθεί να την ανακατασκευάσει. Χωρίς αυτόν, δεν υπάρχει ούτε The Dark Knight ούτε Drive (μάλλον οι δύο πιο εμβληματικές neo-noir ταινίες του 21ου αιώνα, αλλά κατ’ εμέ σίγουρα όχι οι καλύτερες). Ελπίζω στο μέλλον να εκτιμηθούν περισσότερο και τα μετέπειτα Miami Vice και Blackhat που εμένα μου άρεσαν πολύ.

Brick (Rian Johnson, 2005)

Εφηβικό noir; Ναι. Στο φως της μέρας; Ναι. Και ταυτόχρονα εντελώς πιστό αφηγηματικά στη noir φόρμουλα της κλασικής εποχής; Ναι. Ο Rian Johnson είναι ένας τεχνασματίας του κινηματογραφικού fun και σαν μεταμοντέρνος pop σκηνοθέτης στο Brick καταφέρνει να χτυπήσει την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στην αποδόμηση και την ορθοδοξία, το spoof και το tribute.

A History of Violence (David Cronenberg, 2005)

Όπως έκαναν με τον τρόπο τους κι οι Lynch και Mann, ο David Cronenberg επίσης είχε το noir μέσα στο κινηματογραφικό του dna ήδη από τα 70s. Μεταλλαγμένο, βέβαια, όπως και το κάθε τι μέσα στο κρονενμπεργκικό κοσμοείδωλο. Κι όπως συνέβη την ίδια περίπου περίοδο με τα Road to Perdition και Sin City, ο Cronenberg συνδύασε την 40s noir παράδοση με το 90s κομιξάδικο ύφος, με τη διαφορά ότι είναι απέραντα καλύτερος σκηνοθέτης από τον Mendes και τον Rodriguez – και γι’ αυτό το A History of Violence είναι τόσο ανώτερο σαν ταινία.

Before the Devil Knows You’re Dead (Sidney Lumet, 2007)

Ως κατεξοχήν θεσμός της αστικής κοινωνίας και βασικός πυρήνας του σύγχρονου καπιταλισμού, η μορφή-οικογένεια ήταν πάντα προβληματοποιημένη μέσα στην noir παράδοση. Όχι απλά σαν κλασική κινηματογραφική αποτύπωση της δυσλειτουργίας της, αλλά σαν δομικά διεφθαρμένο κύτταρο μιας δομικά διεφθαρμένης κοινωνίας. Πιάνοντας λοιπόν το family noir νήμα, ο Sidney Lumet παρέδωσε ένα υπέροχο κύκνειο άσμα που θα έπρεπε να εκτιμηθεί (ακόμα) περισσότερο απ’ όσο εκτιμήθηκε.

Mother (Bong Joon-ho, 2009)

Υπάρχει σπουδαία κορεάτικη neo-noir παράδοση (θα επανέλθουμε παρακάτω) και στην θέση του θα μπορούσαν να είναι και πιο πρώιμα έργα του Bong Joon-ho, αλλά διαλέγω το Mother γιατί επαναφέρει φανταστικά την γυναικεία οπτική της επικίνδυνης αγάπης/φροντίδας, όπως την εδραίωσε σε noir εκδοχή το Mildred Pierce (αρχικά ως μυθιστόρημα του James M. Cain, μετά ως ταινία του Michael Curtiz και τελικά ως σειρά του Todd Haynes). Έχω αδυναμία άλλωστε στην φαινομενικά παράταιρη πρόσμιξη noir και μελοδράματος, γι’ αυτό και μ’ αρέσουν τόσο ταινίες σαν το The Letter ή το Letter from an Unknown Woman.

Bad Lieutenant: Port of Call New Orleans (Werner Herzog, 2009)

Έχω καταγράψει λεπτομερώς την λατρεία μου τόσο για τον Werner Herzog όσο και για τον Nicolas Cage. Όταν είχε πρωτοβγεί το είχα θεωρήσει κι εγώ μείζον στραβοπάτημα, αλλά με τα χρόνια το εκτίμησα όλο και περισσότερο σαν μια οριακή καταγραφή της υστερικής καταρρέουσας αρρενωπότητας στην αυγή του 21ου αιώνα. Πλέον, το θεωρώ απλά μεγαλοφυή ταινία δύο μεγαλοφυών καλλιτεχνών.

The Yellow Sea (Na Hong-jin, 2010)

Ενδεικτικό του μεγάλου πλούτου που περιέχει το κορεάτικο genre σινεμά και ενδεικτικό των υπέροχων προσμίξεων που περιλαμβάνει το σινεμά του Na Hong-jin (το είχε αποδείξει προηγουμένως στο The Chaser κι έπειτα στο The Wailing). Ας πούμε, το The Yellow Sea ξεκινάει ως αρκετά ορθόδοξο neo-noir για να περάσει σε φρενήρες ανθρωποκυνηγητό κι από εκεί να καταλήξει σε over-the-top γκανγκστερικό μπιλμπάο. Τέτοια μπασταρδέματα θέλουμε.

Killing Them Softly (Andrew Dominik, 2012)

Αν με ρωτάτε, πρόκειται για μια από τις πιο υποτιμημένες αμερικάνικες ταινίες της περασμένης δεκαετίας, δια χειρός ενός από τους πιο ενδιαφέροντες Αμερικάνους σκηνοθέτες του 21ου αιώνα (δεν μπορώ να σταματήσω να λατρεύω Chopper και The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford). Το Killing Them Softly, κυνικό και σκοτεινό με τρόπο που σε φέρνει σε αμηχανία αντί να σε χαϊδεύει με κοινοτοπίες, είναι ένα καλό παράδειγμα του χαρακτήρα του noir ως διεστραμμένη μορφή κοινωνικού ρεαλισμού που είναι παράφορα ερωτευμένη με την ίδια την βία και την αδικία την οποία αναπαριστά και κριτικάρει. Μαζί με τις επόμενες δύο ταινίες, επίσης, ανήκει στην σχεδόν ταυτόχρονη τριπλέτα των πιο ευθέων συγκρούσεων του neo-noir με την σύγχρονη αμερικάνικη κοινωνία.

Blue Ruin (Jeremy Saulnier, 2013)

Εδώ, από την άλλη, η βία είναι ένας πραγματικός εφιάλτης, όχι ένα στοιχείο του κινηματογραφικού στυλ. Και γι’ αυτό το small-town noir-thriller του Jeremy Saulnier καταφέρνει να πετύχει διάνα εκεί που αποτυγχάνουν τόσες και τόσες άλλες ταινίες γύρω από την βία. Κατά μία έννοια, πρόκειται για έναν υπέροχο απόγονο του βρώμικου, χειροποίητου, ανθρώπινου αμερικάνικου σινεμά που εξέφρασε καλύτερα απ’ όλους ο Samuel Fuller στα 50s και τα 60s.

Nightcrawler (Dan Gilroy, 2014)

Το 2014 ήταν ξεκάθαρα η χρονιά του neo-noir. Δεν ξέρω τι σκατά είχε συμβεί. Πέρα από αυτά που ακολουθούν παρακάτω, σκεφτείτε ότι είδαμε επίσης το Gone Girl, το Cold in July, το Man from Reno και το A Most Violent Year, μεταξύ άλλων. Η ταινία του Dan Gilroy, ένα σπουδαίο σύγχρονο noir πόλης, ένα υπέροχο L.A. noir, καταφέρνει να αποτυπώσει με παραδοσιακό πλην εμφατικό τρόπο την ανορθολογικότητα και την ανηθικότητα του μοντέρνου φιλελεύθερου καπιταλισμού και την διαβρωτική επίδραση που έχει η ιδεολογία του στην ανθρώπινη υποκειμενικότητα. Επίσης, ο δημιουργός του μελέτησε και διάβασε καλά τα αριστουργήματα Ace in the Hole και Shock Corridor, πράγμα σημαντικό.

The Drop (Michaël R. Roskam, 2014)

Από το Los Angeles περνάμε σε ένα ακόμα ένα noir πόλης, ένα πανέμορφο Brooklyn drama την εποχή που ο Ben Affleck έφτιαχνε επίσης τα δικά του Boston noir (καλύτερο ανάμεσά τους το The Town) με αντίστοιχη έμφαση στις έμφυλες κοινωνικές σχέσεις εντός των μητροπολιτικών γειτονιών. Είχα λατρέψει το Bullhead, το βέλγικο ντεμπούτο του Michael R. Roskam και περίμενα πώς και πώς την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του, μιας και έδειχνε να κατανοεί σφαιρικά τις αδιέξοδες αντιφάσεις της σύγχρονης αρρενωπότητας. Φανταστική ερμηνεία από τον Tom Hardy και συγκινητικός James Gandolfini στο κύκνειο άσμα του.

Black Coal, Thin Ice (Diao Yinan, 2014)

Δεν είναι καθόλου τυχαία η άνθιση του κινέζικου noir μέσα στην τελευταία δεκαετία. Η κρίση της αμερικάνικης αυτοκρατορίας και της διεθνούς ηγεμονίας έχει μετατρέψει την Κίνα σε έναν όλο και μεγαλύτερο (κι αινιγματικότερο) παίχτη του παγκόσμιου καπιταλισμού. Μοιραία, οι ζωές των υποτελών στις κινεζικές μεγαπόλεις και αχανείς επαρχίες γίνονται de facto το πεδίο απ’ όπου μπορούν να ξεπηδήσουν οι σπουδαίες κινηματογραφικές ιστορίες βίας, αδικίας και αβεβαιότητας. Στην θέση αυτή θα μπορούσε να βρίσκεται και το A Touch of Sin ή το Ash is Purest White του Jia Zhangke, αλλά διαλέγω το Black Coal, Thin Ice κυρίως για τον τρόπο που μεταχειρίζεται ταυτόχρονα το στυλ και το πνεύμα του κλασικού noir.

Phoenix (Christian Petzold, 2014)

Είναι σχεδόν αυταπόδεικτο πως ο Christian Petzold αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές του σύγχρονου γερμανικού και ευρωπαϊκού σινεμά. Στο Phoenix, λοιπόν, κατάφερε να πετύχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ισορροπία ανάμεσα στο noir στυλιζάρισμα, το εκλεπτυσμένο ψυχογράφημα, και τον ιστορικό εφιάλτη. Γιατί, ε, θέλει να είσαι μάστορας για να πας να φτιάξεις μια pulp genre ταινία για το Ολοκαύτωμα και να βγει τόσο καλή.

Inherent Vice (Paul Thomas Anderson, 2014)

Ηλιόλουστο hippie noir; Σκοτεινή stoner ταινία; Ψυχεδελικό detective story; Ναι, όλα αυτά. Αρχικά, ήμουν επιφυλακτικός απέναντι στη μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου του Thomas Pynchon. Ακόμα και στα χέρια του Paul Thomas Anderson, υπήρχε μεγάλο ρίσκο φόλας. Εξάλλου, καλός-χρυσός ο PTA, αλλά δεν θεωρούσα πως μοιράζεται κάποια κοινή καλλιτεχνική φλέβα με τον Pynchon. Παρόλα αυτά, η ταινία κατάφερε να χρησιμοποιήσει το κινηματογραφικό noir παρελθόν ακριβώς όπως το μυθιστόρημα χρησιμοποίησε τις παλιές pulp εγκληματικές ιστορίες: σαν ένα υφολογικό υπόστρωμα που παραπέμπει στο αλλόκοτο και το απόκοσμο ώστε να τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια της πραγματικότητας. Με παρανοϊκό τρόπο, πάντα.

You Were Never Really Here (Lynne Ramsay, 2017)

Ξανά Joaquin Phoenix, ξανά pulp υλικό που μετατρέπεται σε φανταστικό neo-noir αποσταθεροποίησης του εαυτού και του κόσμου. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας άνδρας σε μόνιμη κατάρρευση, σκορπώντας γύρω του φονική βία καθώς θρυμματίζεται εσωτερικά. Κι ο τρόπος που κινηματογραφεί αυτήν την βία η Lynne Ramsay είναι απλά αριστουργηματικός, χωρίς στυλιζαρίσματα και αισθητικοποιήσεις, με ένταση που (ειδικά στη μεγάλη οθόνη) σε αφήνει αληθινά με το στόμα ανοιχτό. Μεγάλη ταινία, από τις καλύτερες της δεκαετίας.

Under the Silver Lake (David Robert Mitchell, 2018)

Παράξενη περίπτωση ταινίας, ομολογώ με μπέρδεψε. Αρχικά μου φάνηκε πως δε μου άρεσε, αλλά όσο περνούσε ο καιρός έβρισκα τον εαυτό μου να την θεωρεί όλο και καλύτερη. Το ενδιαφέρον εδώ είναι το εξής. Θεωρώ ότι ο David Robert Mitchell είναι πολύ πιο κοντά στον Pynchon απ’ ό,τι ήταν ο Paul Thomas Anderson. Καταλαβαίνει καλύτερα το πνεύμα του παρανοϊκού στοχασμού και της extravagant συνωμοσιολογίας. Αυτό που του λείπει σε σύγκριση με το Inherent Vice, βέβαια, είναι μια ερμηνεία σαν του Phoenix, μια μουσική σαν του Greenwood και ένας κατευθυντήριος άξονας σαν το ίδιο το κείμενο του Pynchon ώστε να τον συγκρατεί αφηγηματικά. Παρόλα αυτά, μου αρέσει πολύ τελικά το Under the Silver Lake, ακριβώς για την φιλοδοξία και την υπερβολή που σε κάποια σημεία το κάνει να αυτοσαμποτάρεται. Εξάλλου, το αυτοσαμποτάζ είναι μια κατεξοχήν noir ποιότητα.

Long Day’s Journey Into Night (Bi Gan, 2018)

Επιστρέφουμε στην Κίνα και ερχόμαστε σε ένα από τα σπουδαιότερα φιλμ του 21ου αιώνα, μια αληθινά εντυπωσιακή απόπειρα να ξαναγραφτεί το συντακτικό του σινεμά ως αυτοτελές καλλιτεχνικό μέσο, και μια από τις πιο έντονες κινηματογραφικές εμπειρίες που έχω ζήσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Είναι δύσκολο να επικοινωνήσεις την μορφή και το περιεχόμενο της ταινίας του Bi Gan αν δεν την έχεις δει όπως πρέπει (δηλαδή με 3D γυαλιά), αλλά θα πω ότι το Long Day’s Journey into Night ξεκινάει μεταχειριζόμενο μια σειρά από παραδοσιακές noir φιλμικές συμβάσεις για να καταλήξει να προτείνει μια ονειρική αφηγηματική λογική που σε βάζει σε κατάσταση μόνιμης ήπιας έκστασης (εκεί που η αντίστοιχα αριστουργηματική ονειρική λογική του Lost Highway σε βάπτιζε στον τρόμο του ασυνείδητου). Επίσης, ως σκοτεινή ερωτική noir ιστορία, έστω ονειρική και θραυσματική, ξεπερνάει για μένα με τεράστια ευκολία τα (υπερτιμημένα, θεωρώ) Gone Girl και Nocturnal Animals που κυριάρχησαν στην κινηματογραφική συνείδηση της περασμένης δεκαετίας.

Motherless Brooklyn (Edward Norton, 2019)

Μια ανάσα πριν το τέλος, κάνουμε στάση σε μια ταινία που μάλλον προσπεράστηκε χλιαρά και γρήγορα. Μοιάζει παλιομοδίτικο και συντηρητικό στην μορφή και το περιεχόμενό του, αλλά θεωρώ πως η ταινία του Edward Norton κρύβει μια θεματική επεξεργασία της σύγχρονης καπιταλιστικής μητρόπολης που απουσιάζει από το σινεμά σήμερα. Όχι γιατί λείπει η αποτύπωση της προλεταριακής εμπειρίας. Ίσα-ίσα, το φαινομενολογικό προλεταριακό σινεμά της Αμερικής περνάει μια χρυσή περίοδο τα τελευταία χρόνια (και θα επιστρέψουμε σε αυτό σε επόμενο αφιέρωμα). Αυτό που λείπει, ενίοτε, είναι η ματιά προς την ολότητα, εκείνη η (καλλιτεχνική και πολιτική) κριτική ανάλυση που πραγματοποιεί το πέρασμα από την μερικότητα της εμπειρίας στην ολότητα του συστήματος (ένα σύστημα εικόνων, σχέσεων, δομών). Έτσι, ναι, το Motherless Brooklyn μοιάζει “παλιομοδίτικο” και “συντηρητικό”, αλλά με την καλή την έννοια.

Uncut Gems (Josh & Benny Safdie, 2019)

Τα έχουμε πει αναλυτικότατα για τις δύο πρόσφατες ταινίες των αδερφών Safdie, δηλαδή το Good Time και το Uncut Gems, κι αυτό που τις δένει με το noir ύφος είναι η προαναφερθείσα βουτιά στο τρίπτυχο νύχτα-πόλη-ταυτότητα. Για τους αδερφούς Safdie, η νυχτερινή μητροπολιτική εμπειρία είναι ταυτόσημη με την αναζήτηση της ταυτότητας εκ μέρος του σύγχρονου υποκειμένου. Αυτό, όμως, δεν αποτελεί κάποια cool αντι-ηρωική αποστολή. Αντίθετα, αποτελεί μια διαρκή hyper-κόλαση υψηλών εντάσεων και ταχυτήτων, ένα μόνιμο ψυχικό και σωματικό burnout, έναν μάταιο αγώνα δρόμου ενάντια στο κενό που δε γεμίζει ποτέ. Καλώς ήλθατε στην έρημο του πραγματικού noir. Καλές τσίτες να έχετε.

Best of internet