Quantcast

Da 5 Bloods: Ο Spike Lee κάνει το σωστό τη στιγμή που τον χρειαζόμαστε περισσότερο

Ακόμα κι αν το κάνει με άνισο τρόπο, όπως συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια

Πριν δύο χρόνια, ο κινηματογραφικός κόσμος πανηγύρισε για τον Spike Lee. Η τότε νέα ταινία του, το BlackKklansman, πήγε γαμιώντας. Το Μάιο του 2018 έκανε πρεμιέρα στις Κάννες, όπου κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής. Έπειτα, μέσα στο καλοκαίρι κυκλοφόρησε διεθνώς στις κινηματογραφικές αίθουσες αποσπώντας θετικές κριτικές από κοινό και επαγγελματίες για να μαζέψει τελικά σχεδόν 100 εκ. δολάρια στο box office και να γίνει μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του σκηνοθέτη. Και στις αρχές της επόμενης χρονιάς, το BlackKklansman κέρδισε το Όσκαρ Σεναρίου, αποτελώντας την πρώτη και μοναδική έως τώρα διαγωνιστική νίκη του Lee στον θεσμό, αφού πρόκειται για έναν από τους πιο σνομπαρισμένους δημιουργούς στην πρόσφατη ιστορία των βραβείων. Το κλίμα, λοιπόν, ήταν πανηγυρικό κι η ατμόσφαιρα γύρω από το BlackKklansman συνέτεινε προς την εξής ετυμηγορία: ο Spike Lee επέστρεψε επιτέλους στις καλές ταινίες. Αυτή, βέβαια, είναι μια συζήτηση που χωράει αρκετούς αστερίσκους. Όχι τόσο σχετικά με την ίδια την ποιότητα της ταινίας, όσο σχετικά με τη μεγάλη εικόνα της φιλμογραφίας του Spike Lee.

Όπως γράφαμε και τότε, το ότι ο Spike Lee είναι σπουδαίος σκηνοθέτης είναι ένα γεγονός σχεδόν αυταπόδεικτο. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερο κόπο, αρκεί να κάνεις ένα scroll-down στη φιλμογραφία του. Είναι ο άνθρωπος που έδωσε όσο ελάχιστοι άλλοι τέτοια ώθηση στην μαύρη κινηματογραφική δημιουργία, κι είναι ο άνθρωπος που γύρισε μερικά αληθινά αριστουργήματα σαν το Do the Right Thing και το Malcolm X, με όλες τις ταινίες του από τα μέσα των 80s έως τα τέλη των 90s να είναι από αξιοπρεπείς μέχρι υπέροχες. Εξίσου αυταπόδεικτο, όμως, είναι και το γεγονός ότι ο Lee είναι ένας δημιουργός αρκετά άνισος. Για παράδειγμα, από την αυγή του 21ου αιώνα κι έπειτα οι πραγματικά καλές ταινίες εμφανίζονται όλο και πιο αραιά στο έργο του. Ναι, το Bamboozled είναι υποτιμημένο, η 25η Ώρα είναι εκπληκτική, όπως και το Inside Man, αλλά τα τελευταία 10-15 χρόνια έχουμε ποντάρει ουκ ολίγες φορές σε μια αληθινή επιστροφή του Lee στον παλιό, καλό του εαυτό – με το αποτέλεσμα να αποδεικνύεται τις περισσότερες φορές από χλιαρό έως απογοητευτικό. Με άλλα λόγια, το ότι κατά γενική ομολογία το BlackKlansman ήταν μια καλή ταινία δεν είναι αρκετό για να ανακηρυχθεί η επιστροφή του στις καλές ταινίες. Θα έπρεπε να φτιάξει άλλη μια καλή ταινία στα καπάκια, κάτι που είχε να κάνει σχεδόν 20 χρόνια.

Από την άλλη, τα προγνωστικά ήταν καλά. Η συνεργασία του Lee με το Netflix ξεκίνησε θετικά με την τηλεοπτική μεταφορά του She’s Gotta Have It που απέδειξε ότι ο σκηνοθέτης έχει την ικανότητα να εκμοντερνίσει αποτελεσματικά το ύφος του για το σύγχρονο τηλεοπτικό περιβάλλον. Παρόλα αυτά, πέρσι το καλοκαίρι η πλατφόρμα ακύρωσε τη σειρά έπειτα από δύο σεζόν και ουσιαστικά η συνεργασία τους ξεκίνησε ξανά από το μηδέν. Το νέο φιλμ του Lee για την πλατφόρμα, λοιπόν, ανακοινώθηκε στις αρχές του 2019. Ο τίτλος του είναι Da 5 Bloods και πρόκειται για ένα πολεμικό δράμα κατά το οποίο τέσσερις μαύροι βετεράνοι του Βιετνάμ επιστρέφουν στη νοτιοανατολική Ασία για να βρουν όχι μόνο τη σορό του αρχηγού της διμοιρίας τους αλλά κι έναν θησαυρό που είχαν θάψει μαζί του. Η ταινία κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες στο Netflix, αλλά δεν ήταν αυτό το σχέδιο. Αρχικά, το Da 5 Bloods θα προβαλλόταν εκτός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ των Καννών που ακυρώθηκε λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, ενώ στη συνέχεια θα κυκλοφορούσε σε περιορισμένο κύκλωμα διανομής πριν καταλήξει στην πλατφόρμα. Πρόκειται για ένα μοντέλο που έχει αποδειχτεί λειτουργικό για το Netflix τα τελευταία χρόνια, ισορροπώντας ανάμεσα στο παραδοσιακό σύστημα διανομής και την ψηφιακή αποκλειστικότητα, αλλά ο Spike Lee στάθηκε άτυχος. Κι εμείς το ίδιο βέβαια, με την έννοια ότι το Da 5 Bloods είναι η πρώτη αληθινά σημαντική ταινία του 2020 που προβάλλεται κατευθείαν σε streaming αντί να μετατεθεί σε άλλη ημερομηνία. Κι είναι κρίμα, γιατί η μεγάλη οθόνη είναι που έχει πραγματικά ανάγκη δημιουργούς σαν τον Spike Lee, όχι το αντίστροφο.

Η ιστορία, βέβαια, αποδείχτηκε πως ήταν με το πλευρό του Lee. Ό,τι έχασε η ταινία λόγω του περιορισμού της στο streaming, το κέρδισε συνδεόμενη με τη συγκυρία της αναζωπύρωσης του κινήματος Black Lives Matter έπειτα από την αστυνομική δολοφονία του μαύρου George Floyd στη Μινεάπολις. Ο Spike Lee πήρε σαφέστατη θέση φυσικά, αλλά η σύνδεσή του με το μαύρο ριζοσπαστισμό είναι βαθιά και διαχρονική, δεν προκύπτει από μια τυχαία σύμπτωση με το κλίμα της εποχής. Ήδη από το 1989 και το Do the Right Thing, o Lee μιλάει ανοιχτά για τον αναπόφευκτο και δίκαιο χαρακτήρα της μαύρης εξέγερσης δύο δεκαετίες μετά τις εξεγέρσεις του ’60 και λίγα χρόνια πριν την εξέγερση του Λος Άντζελες. Το πρωί μετά τη δολοφονία του Radio Raheem από την αστυνομία της Νέας Υόρκης και τις ταραχές που ακολούθησαν, ο Mookie (τον οποίο υποδύεται ο ίδιος ο Lee) ζητάει να πληρωθεί από το πρώην αφεντικό του. Όταν εκείνος του λέει ότι θα κρατήσει το μισθό του για τη βιτρίνα του μαγαζιού που σπάστηκε το προηγούμενο βράδυ, ο Mookie απαντάει: “Γάμα τη βιτρίνα, ο Radio Raheem είναι νεκρός”. Αυτό ακριβώς το πνεύμα του Spike Lee είναι που παραμένει ζωντανό στις απαραίτητες συζητήσεις για τις αστυνομικές δολοφονίες μαύρων όπως του Floyd. Όπως στη ζωή έτσι και στο σινεμά, όταν κυκλοφόρησε το Do the Right Thing πολλοί επέλεξαν να σταθούν περισσότερο στην καταστροφή της ιδιοκτησίας παρά στην ρατσιστική δολοφονία. Ο Lee, από την άλλη, φώναζε ότι οι μαύρες ζωές έχουν σημασία – κι άρα πρέπει να δικαιωθούν (και) κινηματογραφικά.

Κατά μία έννοια, σ’ αυτό το πρότζεκτ αφιερώνεται και το Da 5 Bloods: στην κινηματογραφική δικαίωση της μαύρης ζωής. Ο Spike Lee αφηγείται μια μαύρη ιστορία από το Βιετνάμ, προσφέροντας μια από τις λίγες μη-λευκές οπτικές στην τεράστια κινηματογραφική ιστορία του πολέμου. Όντας κι ο ίδιος παιδί της εποχής του Βιετνάμ, γεννημένος λίγο πριν την φουλ-ον στρατιωτική εμπλοκή της Αμερικής στον πόλεμο, ο Lee γνωρίζει καλά την διπλή τραγωδία της μαύρης ζωής στις ΗΠΑ κατά τον πολεμοχαρή 20ό αιώνα. Από τη μία πλευρά, υποτίμηση, διαχωρισμός και θάνατος εντός των συνόρων. Από την άλλη, θυσία στην πρώτη γραμμή των πολέμων ως κρέας για τα αμερικάνικα κανόνια. Όπως σχολιάζει καθόλου διακριτικά αλλά απολύτως δίκαια το Da 5 Bloods, οι μαύροι στρατιώτες στο Βιετνάμ πολεμούσαν σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός τους για μια χώρα που δεν ήταν δικιά τους εναντίον κάποιων Ασιατών με τους οποίους δεν είχαν να χωρίσουν απολύτως τίποτα. Ουσιαστικά, ο Lee αποφασίζει να φέρει στην επιφάνεια την φυλετική και ταξική διαίρεση που ενυπάρχει μέσα στον εθνικό πόλεμο. Παίζοντας μπάλα τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον της αφήγησης κατά τη διάρκεια της ταινίας, διατυπώνει ένα σαφέστατο αίτημα που ζητάει Αποκάλυψη Τότε και Τώρα. Ήδη από την αρχή, οι αντίστοιχες αντι-πολεμικές δηλώσεις του Μοχάμεντ Άλι θέτουν τον τόνο την ταινίας με χαρακτηριστική άνεση και σαφήνεια. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο παρεξήγησης: έχουμε να κάνουμε με ένα Spike Lee Joint.

O Lee, λοιπόν, επιστρέφει στην ιστορία για να διατυπώσει το κατεξοχήν ερώτημα: Τι κάνεις με την ιστορία; Πώς επεξεργάζεσαι το ιστορικό παρελθόν; Πώς διαχειρίζεσαι το ιστορικό τραύμα; Πώς αποκαθιστάς την ιστορική αδικία; Η διατύπωση αυτών των ερωτημάτων διαχωρίζει το Da 5 Bloods από άλλα πρόσφατα χολιγουντιανά έργα σπουδαίων δημιουργών που βλέπουν στον ιστορικό ρεβιζιονισμό και την καταβύθιση στο μεταπολεμικό παρελθόν της Αμερικής μια ευκαιρία για να ενδώσουν στις παραδοσιακές αισθητικές και θεματολογικές εμμονές του. Μ’ αυτήν την έννοια, ο ρεβιζιονισμός του Lee εδώ μοιάζει λιγότερο με το Once Upon a Time in Hollywood του Quentin Tarantino και το The Irishman του Martin Scorsese και περισσότερο με το σύγχρονο ρεύμα ιστορικών μαύρων ταινιών από το 12 Years a Slave του Steve McQueen μέχρι το Selma της Ava DuVernay που καθιστά σαφές ότι το επίδικο ενός τέτοιου ιστορικού έργου δεν είναι απλώς η πραγματική ή φαντασιωτική ενθύμηση, η ανακατασκευή της μνήμης του παρελθόντος. Το επίδικο είναι μάλλον περισσότερο η απόδοση δικαιοσύνης για το παρελθόν, η υπέρβαση της ιστορικής αδικίας, η δικαίωση των αδικημένων. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται να γκρεμιστούν αγάλματα, να βεβηλωθούν μνημεία, να αποκαθηλωθούν κυρίαρχες ιδέες και να αναδειχθούν αποσιωπημένες φωνές. Όπως πάντα, ο πιο ουσιαστικός τρόπος να σχετιστείς με την ιστορία είναι η ίδια η ιστορική πρακτική – το να κάνεις ιστορία. Όταν οι ήρωες της ταινίας βρίσκονταν στο Βιετνάμ, οι εξεγέρσεις για τη δολοφονία του Martin Luther King τον Απρίλιο του 1968 τους έθεσαν έμπρακτα το ερώτημα πού βρίσκονται και τι θέση παίρνουν. Τώρα, στον πραγματικό χρόνο όπου οι ήρωες επιστρέφουν στο Βιετνάμ κι εμείς παρακολουθούμε την ταινία, οι νέες εξεγέρσεις του 2020 μας θέτουν τα ίδια ερωτήματα, είτε το βλέπουμε είτε όχι. Όπως στην εποχή του Βιετνάμ, έτσι και τώρα, ο πόλεμος επιστρέφει πίσω στο σπίτι.

Ας μην μπερδευόμαστε όμως. Ο Lee μπορεί να είναι υπερβολικά ευθύς κι ενίοτε αρκετά διδακτικός, αλλά σίγουρα αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι το να γίνει ανιαρός και κοινότοπος. Μ’ αυτήν την έννοια, το Da 5 Bloods επικοινωνεί με μερικές από τις καλύτερες πλευρές του κινηματογραφικού ύφους του Spike Lee. Η ταινία επιδεικνύει ζωντάνια, σπιρτάδα, δίνει την αίσθηση ότι όλα διακυβεύονται, ότι οτιδήποτε μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Επίσης, παρά την σοβαρότητα του θέματος, ο Lee δεν συμπαθεί τη σοβαροφάνεια. Η ιδιαίτερη χρήση του μονολόγου, της μουσικής και της φωτογραφίας προσδίδει στην ταινία το γνώριμο τσαχπίνικο αφηγηματικό στυλ του σκηνοθέτη. Ταυτόχρονα, οι meta αναφορές της ταινίας δίνουν ένα επιπλέον ειρωνικό επίπεδο που δικαιολογεί την χρήση του “joint” στη φράση “A Spike Lee Joint”. Το Ride of the Valkyries του Apocalypse Now ακούγεται σε μια γαλήνια βαρκάδα, τα Stinking Badges του The Treasure of Siera Madre ξεστομίζονται από έναν Βιετναμέζο πιστολέρο και το θρυλικό Shieeeeeet του The Wire έρχεται την κατάλληλη στιγμή από το κατάλληλο στόμα για να αποσυμπιέσει την ένταση. Ο Spike Lee επικοινωνεί με την σπουδαία παράδοση του αμερικάνικου σινεμά από τον John Huston μέχρι τον Francis Ford Coppola αναδεικνύοντας παιχνιδιάρικα τα όρια και τις αντιφάσεις της (κομμάτι των οποίων είναι φυσικά κι η εξύμνηση της αμερικάνικης πολεμικής μηχανής), και την ίδια στιγμή αποφασίζει συνειδητά να εξωκείλει σε μια b-movie pulp αυτοπαρωδία που θυμίζει blaxploitation εκδοχή του Rambo.

Βέβαια, για να επιστρέψουμε στην εισαγωγή του άρθρου, όλα αυτά δε σημαίνουν ότι μιλάμε για μια αριστουργηματική ταινία. Είναι μια κλασική ταινία του ύστερου Spike Lee, με όλα τα καλά και τα κακά που συνεπάγεται αυτό. Με άλλα λόγια, το Da 5 Bloods είναι καίριο, ουσιαστικό και διασκεδαστικό – αλλά ταυτόχρονα παραμένει αρκετά άνισο. Κλασικά, η ταινία πάσχει από φλυαρία, αφού οι 2μιση ώρες σίγουρα δεν δικαιολογούνται από την πραγματική δραματική ανάπτυξη του Da 5 Bloods. Έτσι, αντί το σενάριο να καταφέρνει υποστηρίζει διαρκώς τις εξαίρετες ερμηνείες των Norm Lewis, Clarke Peters, Isiah Whitlock, Jr. και (ειδικά) Delroy Lindo που ζωντανεύουν πραγματικά τους χαρακτήρες τους, πέφτει αντίθετα σε όλο και περισσότερη σχηματικότητα και επιστράτευση ευκολιών για να ολοκληρώσει την δαιδαλώδη ιστορία που ξεκίνησε να λέει. Επιπλέον, υπάρχουν σημεία που ο πολιτικός συμβολισμός ξεφεύγει από τη σφαίρα της ευθύτητας και της ειλικρίνειας και γίνεται απλά ατσούμπαλα χοντροκομμένος, τραβώντας τον θεατή έξω από τον ρυθμό της ταινίας προκειμένου να επιστήσει την προσοχή σε ένα καπέλο Make America Great Again. Και τέλος, παρότι η έμφαση του Lee στη μαύρη εμπειρία του πολέμου αποτελεί δικαίως την θεματική και συναισθηματική καρδιά του Da 5 Bloods, η οριακά καρικατουρίστικη αναπαράσταση του σύγχρονου Βιετνάμ και των κατοίκων του μοιάζει ενίοτε με απρόκλητο αυτοπυροβόλημα της ταινίας στο πόδι.

Είναι δύσκολο όμως ρε γαμώτο να κρατήσεις κακία στο Da 5 Bloods όταν η αίσθηση που σου αφήνει όταν ολοκληρώνεται είναι αυτή της ιστορικής επιτακτικότητας. Ο Spike Lee, με τον τρόπο του πάντα, συνεχίζει να μας εγκαλεί προκειμένου να κάνουμε το σωστό. Και για να κάνουμε το σωστό πρέπει να αναγνωρίσουμε το λάθος. Εδώ, η ταινία δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρεξήγησης. Το διπλό έγκλημα της Αμερικής εντός κι εκτός των συνόρων έχει δημιουργήσει ένα ιστορικό πλεόνασμα φωτιάς και αίματος. Ταυτόχρονα, το διαρκές έγκλημα της κυριαρχίας της αξίας πάνω στη ζωή έχει φθείρει την ικανότητα των ανθρώπων για αναζήτηση νέων τρόπων να σχετίζονται μεταξύ τους. Μέσα από την φωτιά και το αίμα, ξανά, το Da 5 Bloods κλείνει το μάτι σε έναν νέο κόσμο δυνατοτήτων με το ποίημα του σπουδαίου μαύρου λογοτέχνη Langston Hughes αντηχεί ακόμα στην οθόνη:

O, yes,
I say it plain,
America never was America to me,
And yet I swear this oath—
America will be!

Best of internet