Quantcast

Κριντζάροντας με το νέο Pinocchio του Roberto Benigni, σχεδόν 20 χρόνια μετά το παλιό

Δύσκολες ώρες στο Φεστιβάλ Βερολίνου

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

23 Φεβρουαρίου 2020

Είπαμε: το να αναμετριέσαι με τα πράγματα που σε μεγάλωσαν δεν είναι εύκολο πράγμα γενικά. Ούτως ή άλλως, όμως, η μεγάλη νοσταλγική αναβίωση των 90s που πρόκειται αρχίσει να συνεπαίρνει την pop κουλτούρα θα μας θέσει εκ των πραγμάτων το ερώτημα: θα καταναλώσουμε άκριτα τον τουρισμό στο παρελθόν μας ή θα προσπαθήσουμε να επεξεργαστούμε λίγο πιο κριτικά την ίδια την pop νοσταλγία και αυτά που μας μεγάλωσαν; Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, ήδη μιλήσαμε για τον μεγάλο χαμό του 1999, για το The Matrix και για το Fight Club, ενώ πηδήξαμε και ελαφρώς μέσα στο νέο millennium για να επανεξετάσουμε το High Fidelity. Κάποιες άλλες φορές, βέβαια, τα πράγματα δεν είναι και τόσο δύσκολα, ακόμα κι αν παραμένουν τραυματικά. Ας πούμε, για παράδειγμα, χρειάζεται μήπως κανένα μεγάλο ενδοσκοπικό αναστοχασμό για να θυμηθούμε ότι ο Pinocchio του Roberto Benigni ήταν μια από τις πιο τρομακτικές κινηματογραφικές εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας;

Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, το γεγονός ότι η 70ή Berlinale θα φιλοξενούσε φέτος την επιστροφή του Benigni στον Pinocchio ήταν κάπως triggering για μένα. Πριν προχωρήσουμε, όμως, ας ξεκαθαρίσουμε ένα βασικό πράγμα για να μην το κουβαλάμε μαζί μας στην πορεία. Απεχθάνομαι τον Roberto Benigni. Δε μπορώ. Το σώμα μου αντιδράει, η ψυχή μου κουρνιάζει. Απλά δε μπορώ. Αυτός ο συνδυασμός τυρένιας κακογουστιάς, φτηνού συναισθηματισμού, μη-αστείου καραγκιοζιλικίου που αυτοπλασάρεται ως λαϊκή κωμωδία, «κοινωνικού μηνύματος» (ιχ) και «τρελιάρικων» (sic) ιταλικών στερεότυπων έχει κάτι που με τρελαίνει. Είναι σαν μια κινούμενη επιθεώρηση, που όλως τυχαίως έχει πάρει και δύο Όσκαρ (στα οποία τερμάτισε το κριντζόμετρο, ως γνωστόν). Κι ενώ αδιαμφισβήτητα η παρουσία του στον πρώιμο Jim Jarmusch ήταν φουλ ενδιαφέρουσα (μιλάμε βέβαια για το Down by Law, το Coffee and Cigarettes και το Night on Earth), τα 90s τον μετέτρεψαν σε εθνικό ήρωα της Ιταλίας και pop star του Hollywood με τρόπο που πραγματικά με εντυπωσιάζει. Φτιάχνοντας μια δική του εκδοχή ανάμεσα στην commedia dell’arte και τον Charlie Chaplin, ο Benigni έγινε ένας από τους πιο παράξενους κινηματογραφικούς αστέρες του ’90.

Επιχειρώντας ένα πρώτο χολιγουντιανό ντου με το Son of the Pink Panther το 1993 κι έπειτα από μια τεράστια ευρωπαϊκή επιτυχία με το Il Monstro το 1994, ο Benigni κατέκτησε και τις δύο ηπείρους λίγα χρόνια αργότερα με το La Vita e Bella του 1997, όπου φυσικά υποδύθηκε τον Ιταλ0-Εβραίο Guido Orefice που προσπαθεί να βρει την ελπίδα μέσα στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ως γνωστόν, αυτή η υπερ-μελοδραματική, ούλτρα-χειριστική και φουλ-ανεύθυνη αναπαράσταση του Ολοκαυτώματος (που, συγνώμη κιόλας, περισσότερα κοινά έχει με τo Schindler’s List παρά με το Jojo Rabbit αν μας ρωτάτε) προκάλεσε πανζουρλισμό. Πράγματι, ο κόσμος χάζεψε κι ο Benigni τα σάρωσε όλα: Κάννες, Τορόντο, BAFTA, Σεζάρ, Όσκαρ. Ευτυχώς, αυτός ο πυρετός έληξε απότομα και γρήγορα, μιας και ο κόσμος σύντομα κατάλαβε ότι δεν πρόκειται για κάποια κινηματογραφική ιδιοφυΐα. Μετά από έναν σαχλαμάρικο ρόλο στην ταινία Asterix and Obelix vs Caesar, ο Benigni έγραψε και σκηνοθέτησε δύο απαίσιες ταινίες που λίγο-πολύ τερμάτισαν την καριέρα του ως κινηματογραφιστή. Η δεύτερη ήταν το The Tiger and the Snow του 2005, το οποίο προφανώς και δεν θυμάστε γιατί όλοι όσοι το είδαν το ξέχασαν αμέσως. Η πρώτη, όμως, ήταν το Pinocchio του 2002, το οποίο τραυμάτισε βαθιά όσους το είδαν, εμποδίζοντας τους να το ξεχάσουν για πολλά χρόνια.

Σε περίπτωση που ανήκετε στους τυχερούς που δεν το έχουν δει, θα σας πούμε μόνο ότι ο Benigni παίζει τον Pinocchio. Ναι, ο 50χρονος τότε ηθοποιός έπαιζε ένα ξύλινο αγόρι. Αυτό. Και τώρα, λοιπόν, 18 χρόνια μετά από εκείνο το εφιαλτικό φιάσκο, ο Benigni επιστρέφει ως κινηματογραφικός Geppetto στη νέα ταινία του Matteo Garrone, σκηνοθέτη του εμβληματικού Gomorrah και του προπέρσινου Dogman, η οποία προβλήθηκε σήμερα πανηγυρικά στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Πηγαίνοντας στην προβολή με αρκετά χαμηλές προσδοκίες, το βασικό κίνητρο ήταν η περιέργεια. Όχι, το πρόβλημα δεν είναι το γεγονός της μεταφοράς του Pinocchio. Ίσα ίσα, έχοντας γνωρίσει ουσιαστικά μόνο μία πετυχημένη μεταφορά μέσω της Disney, το παιδικό βιβλίο του Carlo Collodi έχει ζουμί. Όντας γραμμένος στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Pinocchio είναι στην πραγματικότητα πολύ πυκνός όσον αφορά το context και το subtext. Από τη μία πλευρά, λειτουργεί ως λαϊκό bildungsroman και αγροτική χριστιανική παραβολή. Από την άλλη, η ιδεολογική του λειτουργία ήταν έντονη σε μια περίοδο όπου η ιταλική ενοποίηση ήταν ακόμα πολύ πρόσφατη και η βιομηχανοποίηση της χώρας απαιτούσε την μετατροπή των χωρικών σε προλεταριάτο. Γι’ αυτούς τους λόγους, μας φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα η απόπειρα του Guillermo del Toro να μεταφέρει την ιστορία στην φασιστική Ιταλία του ’30, όπως θα δούμε του χρόνου στον δικό του Pinocchio.

Δυστυχώς, όμως, ο Garrone επιλέγει έναν πολύ πιο ασφαλή, προβλέψιμο και βαρετό δρόμο. Ο δικός του Pinocchio, με τον Benigni ως πατέρα, είναι γραμμένος σχηματικά και γυρισμένος προβλέψιμα, προτείνοντας ένα κυριλέ και αφελές μεσογειακό δράμα με υπερβολικό συναισθηματισμό. Ούτως ή άλλως, παρόλο που μας άρεσε το Dogman, η σύγκρουση ενός μικροκαμωμένου φιλήσυχου ανθρώπου κι ενός γιγαντόσωμου επιθετικού τέρατος έμοιαζε αρκετά σχηματική, κάνοντας την ταινία να διατηρεί τελικά έναν πυρήνα αφελούς ουμανισμού που δεν καταφέρνει να παράξει ούτε αυθεντική ένταση ούτε αυθεντική ανθρωπίλα. Εδώ, από την άλλη, κάτι οι φολκλορικές ερμηνείες, κάτι η μελιστάλακτη μουσική, κάτι τα σολαρίσματα του Benigni – όλα αυτά κάνουν το Pinocchio να μην έχει τελικά ούτε την εύθυμη και συγκινητική μαγεία μιας παιδικής ιστορίας ούτε την ωριμότητα ενός ενήλικου δράματος (πράγματα εξαιρετικά ευπρόσδεκτα αμφότερα). Πέφτει κάπου στη μέση, σε έναν κινηματογραφικό χώρο όπου τουλάχιστον εμένα δε με ενδιαφέρει καθόλου να εξερευνήσω. Μου φαίνεται σαν μια ταινία που θεωρητικά απευθύνεται τόσο στους μικρούς όσο και τους μεγάλους, εγγυώμενη πως αναπόφευκτα θα την βαρεθούν και οι δύο.

Καθώς λοιπόν βαριόταν τόσο η ανήλικη όσο και η ενήλικη πλευρά μου, σκεφτόμουν το εξής. Πριν μερικούς μήνες είχα πάει στην Σικελία. Εκεί, στο Παλέρμο, πήγα στο μουσείο μαριονέτας κι έπειτα είδα μια παράσταση παραδοσιακού ξύλινου κουκλοθεάτρου. Ήταν στα ιταλικά, οπότε δεν καταλάβαινα χριστό. Παρ’ όλα αυτά, η κατασκευαστική μαστοριά, ο λαογραφικός πλούτος κι αυτή η παράξενη τρομακτική αίσθηση του ανοίκειου που αποπνέουν οι μαριονέτες μου μετέδιδαν όλα εκείνα που δε μπορούσε η γλώσσα. Υπάρχει, εν τέλει, ένα είδος αδιαμφισβήτητης μαγείας στην κοινωνική και καλλιτεχνική πρώτη ύλη απ’ την οποία πηγάζει η φανταστική ιστορία του Pinocchio. Ο Benigni της γάμησε τα πρέκια. Ο Garrone την έκανε κοινότοπη. Ο del Toro ελπίζω ότι θα την ζωντανέψει όπως της αξίζει.

Best of internet