Quantcast

Τι είναι το fan service και γιατί θα καταστρέψει όλα όσα αγαπάτε

Μερικές φορές το να ικανοποιείς το κοινό δεν είναι και τόσο καλή ιδέα

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

14 Φεβρουαρίου 2020

Πίσω στο 1892, ο Oscar Wilde ανέβαζε για πρώτη φορά στο Λονδίνο το κωμικό θεατρικό του έργο με τον τίτλο Η βεντάλια της λαίδης Ουΐντερμηρ. Εκεί, κατά το σύνηθες πολλών συγγραφέων, ένας ελάσσων χαρακτήρας με το όνομα Mr. Dumby δανείζεται την καθαρή κι ευκρινή φωνή του δημιουργού και ξεδιπλώνει μια μεγάλη αλήθεια: «Δύο τραγωδίες υπάρχουν στη ζωή. Η μία είναι να μην αποκτάς αυτό που θέλεις, κι η άλλη είναι να το αποκτάς». Ναι, καλά θα πάει αυτό.

Fast forward, 127 χρόνια μετά. Την άνοιξη του 2019, κυκλοφόρησε η τελευταία σεζόν του Game of Thrones. Αν θυμάστε, το Game of Thrones ήταν μια σειρά που βασίστηκε τα μάλα στο παιχνίδι με τις προσδοκίες του κοινού της. Ουσιαστικά, αυτό που την έκανε να αντέξει σε δημοτικότητα για τόσες σεζόν ήταν η αίσθηση του απρόβλεπτου που προσέφεραν οι πρώτοι κύκλοι της σειράς – το γεγονός δηλαδή ότι ένιωθες πως μπορούσαν να συμβούν τα πάντα στην οθόνη. Κυρίως, βασικά, ότι μπορεί να πεθάνει ο οποιοσδήποτε. Ήταν κάτι όντως αναζωογονητικό για το περιβάλλον της μαζικής τηλεόρασης του 2011. Αυτό το προτέρημα, όμως, δεν άργησε και πάρα πολύ να εξελιχτεί σε μια κυνική μανιέρα – και μέχρι το φινάλε είχε μετατραπεί πια σχεδόν σε παρωδία του εαυτού του. Έτσι, το παιχνίδι με τις προσδοκίες έγινε περισσότερο κρυφτούλι με το κοινό. Για την ακρίβεια, από την εποχή του Lost είχαμε να δούμε μια σειρά να παίζει τόσο μεγάλο κρυφτούλι με τους fans της, όντας εγκλωβισμένη ανάμεσα στο fan service και το shock factor, κυνηγώντας άλλοτε τον μέσο όρο κι άλλοτε τον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή του κοινού, διατηρώντας μια καθ’ όλα τοξική και χειριστική σχέση μαζί του. Όπως γράφαμε τότε: «Αυτές οι δύο πλευρές του GoT έμοιαζαν πια ασυμφιλίωτες, κι έτσι απομακρυνόμασταν όλο και περισσότερο από ένα φινάλε που θα μπορούσε απ’ αυτήν την σκοπιά να ικανοποιήσει το κοινό. Η σειρά έγινε δέσμια της ίδιας της αντίφασής της. Ένα happy ending θα απογοήτευε το κοινό. Ένα unhappy ending πάλι θα απογοήτευε το κοινό. Το συνεκτικό στοιχείο είναι ένα: καμιά προσδοκία απ’ όλες αυτές που χτίζονταν εδώ και μια δεκαετία δεν είχε νόημα». Ας προσθέσουμε εδώ ότι αυτό μοιάζει με μια δομική αντίφαση αυτής της σχέσης έργου και κοινού. Αν η προτεραιότητά σου είναι πρωτίστως να ανατρέψεις ή να ικανοποιήσεις με εμμονικό τρόπο, τότε θα καταλήξει σε μια τοξική κατάσταση όπου καμία ανατροπή ή ικανοποίηση δεν είναι πια αρκετή.

Fast forward, 7 μήνες μετά. Λίγο πριν την εκπνοή του 2019, κυκλοφορεί στους κινηματογράφους το Star Wars: The Rise of Skywalker, δηλαδή το φινάλε της νέας τριλογίας που επρόκειτο να δώσει τέλος στο μεγάλο saga της γνωστής οικογένειας που ζαλίζει τις μπάλες του γαλαξία εδώ και δεκαετίες. Αυτή η ταινία, λοιπόν, είχε την εξής ιδιαιτερότητα. Ακολουθώντας το The Last Jedi, όπου είδαμε την Disney να παίρνει τα ρίσκα της και να δοκιμάζει κάτι διαφορετικό, το franchise προσέλαβε τον J.J. Abrams ώστε να αλλάξει την τροχιά που του έδωσε ο Rian Johnson κι η οποία οδήγησε σε σημαντική απώλεια ψυχραιμίας εκ μέρους των σκληροπυρηνικών fans του Star Wars. Έτσι, είχαμε την εικόνα μιας τριλογίας που στην πρώτη ταινία τα έκανε όλα safe για να ικανοποιήσει τους fans, στην δεύτερη τα γύρισε όλα τούμπα ώστε να ανατρέψει τις προσδοκίες τους και στην τρίτη επέστρεψε σε ό,τι πιο ασφαλές γίνεται προκειμένου να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται. Ουσιαστικά, ο Abrams επιλέχθηκε για να κάνει course correction και retconning στον προκάτοχό του, κάτι που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ένα μεγάλο κωλοδάχτυλο σε ό,τι προσπάθησε να κάνει το The Last Jedi. Πιο ξεκάθαρα, ήταν μια ταινία με στόχο το fan service, με στόχο να δώσει δηλαδή στους fans αυτό ακριβώς που θέλουν χωρίς εκπλήξεις (παρά μόνο στο βαθμό που αποτελούν προβλέψιμες πατροναριστικές «ανατροπές». Αυτή η τοξική σχέση του franchise με το κοινό και τις επιθυμίες του οδήγησε στη συρρίκνωση του ενδιαφέροντος του ίδιου του κοινού. Ενδεικτικά, το Force Awakens έβγαλε 2 δις δολάρια στο box office, το Last Jedi 1,3 δις και το Rise of Skywalker με το ζόρι έφτασε το 1 δις. Για έναν ογκόλιθο σαν την Disney, αυτή η καθοδική πορεία είναι απαράδεκτη, όπως μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς. Κι αυτό εξηγεί την ακύρωση διαφόρων κινηματογραφικών πρότζεκτ Star Wars ή την στροφή προς άλλη κατεύθυνση, όπως έγινε πετυχημένα με το The Mandalorian.

Μέχρι στιγμής, έχουμε αναφέρει την φράση fan service τέσσερις φορές μέσα στο κείμενο. Μία στον τίτλο, μία για το GoT,  μία για το Star Wars και μία στην αρχή αυτής της πρότασης όπου αναφέρουμε ότι το έχουμε αναφέρει τέσσερις φορές. Χοντρικά, θα λέγαμε ότι η πρακτική του fan service συνίσταται στην δημιουργία περιεχομένου μέσα σε ένα έργο μυθοπλασίας με στόχο την εξόφθαλμη ικανοποίηση των προσδοκιών ή επιθυμιών του κοινού. Ο όρος είναι ιδιαίτερα οικείος στις anime, comics και video games υποκουλτούρες, όπου το fan service συχνά χαρακτηρίζει την υπερ-σεξουαλικοποιημένη παρουσίαση ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα. Πρόκειται όμως ταυτόχρονα για μια πρακτική που πηγαίνει πολύ πέρα απ’ αυτό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει μια μεγάλη γκάμα από επιλογές που εντοπίζονται σε ταινίες, σειρές ή άλλα έργα μυθοπλασίας. Αν θέλουμε να είμαστε πιο ακριβείς, θα λέγαμε πως η ιδιαιτερότητα του fan service έγκειται στο ότι αποτελεί ένα κλείσιμο του ματιού προς τους fans, εδραιώνοντας μια άμεση σχέση μαζί τους που ξεπερνάει (ή και ακυρώνει κάποιες φορές) την λειτουργία ενός συγκεκριμένου στοιχείου μέσα στην αφήγηση του έργου. Σε τελική ανάλυση, το fan service αποπνέει κυνισμό, ανειλικρίνεια και εκμετάλλευση – ακόμα κι αν όντως καταλήγει να ικανοποιεί το κοινό αντί να το αποξενώνει. Τα παραδείγματα που θα μπορούσε να αναφέρει κανείς είναι πολλά, από το metal bikini της Princess Leia μέχρι την επιστροφή του Jon Snow απ’ τον θάνατο κι από το φινάλε του How I Met Your Mother μέχρι την επιλογή του Henry Cavill ως πρωταγωνιστή του τηλεοπτικού The Witcher λόγω της ιδιότητας του ως ένθερμου fan του παιχνιδιού (όπως και του Ryan Reynolds ως Deadpool μερικά χρόνια νωρίτερα).

Αυτή είναι, λοιπόν, η πιο στενή έννοια με την οποία μπορούμε να δούμε το fan service. Παρόλα αυτά, αν το διευρύνουμε, μπορούμε να δούμε και μια ευρύτερη τάση στην σύγχρονη pop μυθοπλασία που σχετίζεται με την λογική του fan service. Σε ένα πρώτο επίπεδο, μιλάμε για φαινόμενα όπως τα πολυπληθή petitions των fans για ψύλλου πήδημα, την τρομερή δημοτικότητα των fan theories στο Reddit που επηρεάζουν το γράψιμο των δημιουργών, την δυνατότητα άμεσου feedback των θεατών μέσα από τις πλατφόρμες streaming ή τα social media. Με έναν τρόπο, μέσα από την μεγαλύτερη δυνατότητα επιλογής μεταξύ πολιτιστικών προϊόντων και έκφρασης των εντυπώσεων των θεατών, ο ρόλος του καταναλωτή έχει αναβαθμιστεί συνολικά στην σύγχρονη μαζική κουλτούρα. Δεν μιλάμε για μια τυπική σχέση πομπού και δέκτη (που ανάθεμα αν υπήρξε και ποτέ έτσι απλοϊκά), αλλά για μια σχέση αλληλοκαθορισμού που λειτουργεί με δυναμικούς και πλήρως επικερδείς βιομηχανικά όρους. Το παιχνίδι ανάμεσα στο έργο και το κοινό έχει αλλάξει, λοιπόν, με τους παραγωγούς να έχουν αμεσότερη επαφή με τους καταναλωτές. Οι πρώτοι θέλουν άμεσο κέρδος, οι δεύτεροι θέλουν άμεση ικανοποίηση. Αυτό είναι καλό, σωστά; Έτσι δεν δουλεύουν τα πράγματα; Εχμ, ναι, έτσι δουλεύουν. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι και ΟΚ. Για την ακρίβεια, αν μας ρωτάτε, βρίσκουμε ότι όλα τα παραπάνω διαμορφώνουν ένα πολιτισμικό περιβάλλον πιο φτωχό σε ουσία και δημιουργικότητα, με τα έργα τέχνης ακόμα πιο εμπορευματοποιημένα και αντικειμενοποιημένα (αφού υποτάσσονται όλο και πιο εξόφθαλμα στους νόμους της ζήτησης και της προσφοράς) και με την βιομηχανία του θεάματος να δείχνει λιγότερη διάθεση για ρίσκο, έμπνευση και πρόκληση. Με πιο απλά λόγια, περισσότερα εμπορεύματα για να διαλέξεις αυτό που σου ταιριάζει, αλλά ελάχιστα πράγματα που ικανοποιούν πραγματικά και βαθύτερα. Μιλάμε γι’ αυτήν την ψευδαίσθηση της ελευθερίας επιλογής μέσα σε ένα κατασκευασμένο περιβάλλον περιορισμένων δυνατοτήτων – αυτήν την ψευδή ελευθερία των εμπορευμάτων, όπως έδειξε ο γέροντας Μαρξίσιος πριν από ενάμιση και βάλε αιώνα.

Για να επιστρέψουμε στην αρχή του κειμένου, τα παραδείγματα του Game of Thrones και του Star Wars είναι σίγουρα ενδεικτικά, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση μοναδικά. Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, αντανακλούν μια βαθύτερη τάση στην σύγχρονη παραγωγή και κατανάλωση μαζικής κουλτούρας. Συνοπτικά, η κυριαρχία της αντίληψης του fan service λειτουργεί ταυτόχρονα προς δύο κατευθύνσεις: από τη μία τα πολιτισμικά προϊόντα γίνεται όλο και πιο μεγάλα, από την άλλη εξαρτώνται με όλο και άμεσο τρόπο από τον μεμονωμένο καταναλωτή. Κι αυτό είναι πρόβλημα, είναι κάτι που κάνει κακό τόσο σ’ αυτούς που δημιουργούν όσο και σ’ αυτούς που απολαμβάνουν – περιστέλλοντας του πρώτους όλο και περισσότερο στον ρόλο του παρόχου υπηρεσιών και τους δεύτερους όλο και περισσότερο στον ρόλο του πελάτη-καταναλωτή που παρεμβαίνει στο προϊόν που πρόκειται να αγοράσει. Σ’ αυτήν την δυσοίωνη κατάσταση συνηγορούν και μια σειρά ακόμα από τάσεις της σύγχρονης πολιτιστικής βιομηχανίας. Για παράδειγμα, η τελευταία δεκαετία έχει στιγματιστεί από την μεγάλη κεφαλαιοποίηση της geek κουλτούρας με την μετατροπή της σε απόλυτο mainstream (με τις superhero ταινίες να αποτελούν το ιδανικότερο παράδειγμα αυτής της δυναμικής), την τάση για σχηματισμό μονοπωλίων κουλτούρας (ειδικά από την Disney και το Netflix), την τάση για ξεχείλωμα και άρμεγμα των πάντων μέσα από συνεχώς διογκούμενα franchises, την κυριαρχία της νοσταλγικής επιστροφής στο παρελθόν αντί για την παραγωγή νέων ιδεών και την κρίση του ίδιου του σινεμά ως βιομηχανία και ως καλλιτεχνική γλώσσα. Στο άρθρο του όπου εξηγούσε πολύ αναλυτικά τους λόγους που τον οδήγησαν στις αμφιλεγόμενες δηλώσεις για την Marvel, ο Martin Scorsese περιέγραφε πολύ πετυχημένα και συμπυκνωμένα αυτήν την διαδικασία. Αντιγράφουμε από το κείμενο: «That’s the nature of modern film franchises: market-researched, audience-tested, vetted, modified, revetted and remodified until they’re ready for consumption». Ακόμα κι αν διαφωνούμε μαζί του σε διάφορα σημεία του κειμένου, εδώ απλά τα είπε όλα μέσα σε λίγες λέξεις.

Εντάξει, δεν λέμε ότι είναι όλα μαύρα. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν και ελπιδοφόρες εξελίξεις. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι είδαμε την επιτυχία μιας ταινίας σαν το Parasite και μιας σειράς σαν το Watchmen είναι διόλου αμελητέα αντίβαρα στην κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω. Η κυρίαρχη τάση, όμως, είναι ανησυχητική – ακόμα κι αν μας δίνει διασκεδαστικά ή ικανοποιητικά πράγματα στο ενδιάμεσο. Σε βάθος χρόνου, το επίδικο είναι ο τρόπος με τον οποίο παράγονται και καταναλώνονται οι ιστορίες. Πέρα απ’ το αν μας άρεσε ή δε μας άρεσε, έχει σημασία το πώς βλέπουμε τις ιστορίες που μας αγγίζουν. Τι περιμένουμε από αυτές, τι επιθυμούμε από αυτές, πώς θέλουμε να σχετιστούμε μαζί τους. Το σημερινό πολιτισμικό περιβάλλον τείνει να μετατρέψει το έργο όλο και περισσότερο σε προϊόν κι εμάς όλο και περισσότερο σε πελάτες. Όταν μιλάγαμε για το τρικ του Black Mirror: Bandersnatch που μας έβαζε στην θέση του Θεού δίνοντάς μας την «ελευθερία» να επιλέξουμε τι θα γίνει, λέγαμε ότι την δύναμη δεν την έχει αυτός που αποφασίζει αλλά αυτός που σχετίζεται. Με άλλα λόγια, ο Wilde είχε δίκιο ότι είναι τραγωδία τόσο το να αποκτάς αυτό που θέλεις όσο και το να μην το αποκτάς, ακριβώς γιατί το αληθινό ζητούμενο δεν είναι η επιθυμία απόκτησης αλλά η επιθυμία συσχέτισης. Ο τρόπος που προτείνω να σχετιζόμαστε με τις ιστορίες, λοιπόν, θέλω να οδηγεί σε μια βαθιά κι όχι σε μια επιφανειακή ικανοποίηση.

Τι θα σήμαινε αυτή η η βαθιά ικανοποίηση; Σίγουρα όχι να γίνει απλώς αυτό που θέλεις ή να γίνει κάτι που σε εκπλήξει και θα σε πετάξει στον αέρα. Σημαίνει να σε ξεπεράσει η ιστορία που παρακολούθησες, να αποκτήσει νόημα με έναν τρόπο που δεν ανάγεται στα συγκεκριμένα σημεία της πλοκής ή τις συγκεκριμένες επιθυμίες των καταναλωτών της, να δεις την εσωτερική αλήθεια και φιλοσοφία του έργου να γίνεται απελευθερωτική κι όχι στραγγαλιστική, να σε ξαλαφρώνει από τις πεποιθήσεις και τις βεβαιότητές σου κι όχι να σου τις οχυρώνει περισσότερο, να σου ανοίγει έναν νέο κόσμο σημασιών και σχέσεων, ένα παράθυρο στο χάος.

Best of internet