Quantcast

Αυτή είναι η προφορική ιστορία της Χαμένης Λεωφόρου του Ελληνικού Σινεμά

Μια συζήτηση με τους σκηνοθέτες Αλέξη Αλεξίου, Γιάννη Βεσλεμέ, Ελίνα Ψύκου και την ιστορικό κινηματογράφου Αφροδίτη Νικολαΐδου για την άτυπη κινηματογραφική κοινότητα που άλλαξε το πώς βλέπουμε με σημερινά μάτια το ελληνικό σινεμά

Πριν από δύο χρόνια και μισό, ξεκίνησε ένα πρότζεκτ με τίτλο Η Χαμένη Λεωφόρος του Ελληνικού Σινεμά. Επρόκειτο για μια σειρά προβολών ξεχασμένων, υποτιμημένων και άγνωστων ελληνικών ταινιών από τη δεκαετία του ’60 μέχρι και τη δεκαετία του ’90, με πρωτοβουλία της Ένωσης Σκηνοθετών Παραγωγών Ελληνικού Κινηματογράφου και σε επιμέλεια των σκηνοθετών Αλέξη Αλεξίου, Γιάννη Βεσλεμέ, Ελίνας Ψύκου και της ιστορικού κινηματογράφου Αφροδίτης Νικολαϊδου.

Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, λοιπόν, η στοά του κινηματογράφου Άστορ στο κέντρο της Αθήνας φιλοξένησε μια σειρά από κύκλους προβολών ελληνικών ταινιών (70 συνολικά!) – αλλά και κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Πρωτίστως και σημαντικότερα, η Χαμένη Λεωφόρος με τις εκατοντάδες κόσμου, τις καλαίσθητες αφίσες, την φροντίδα των events, τις μουσικές και τα πάρτι έδωσε το στίγμα μιας άτυπης και διάχυτης κινηματογραφικής λέσχης που θύμιζε κοινότητα – μια λέξη που δύσκολα θα ερχόταν στο μυαλό ακόμα και του πιο καλόπιστου παρατηρητή όσον αφορά τα ελληνικά κινηματογραφικά πράγματα.

Φέτος, τον χειμώνα του 2019, η Χαμένη Λεωφόρος έκλεισε έναν κύκλο κάνοντας μια σούμα: παρουσίασε μια επιλογή ταινιών για 5 μέρες σε Β’ προβολή, παρουσίασε τον ομώνυμο συλλογικό τόμο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη σε επιμέλεια της Αφροδίτης Νικολαΐδου και της Άννας Πούπου, παρουσίασε μια εγκατάσταση με τις εικόνες που συνόδεψαν τα ταξίδια της Λεωφόρου, όπως τις φιλοτέχνησε ο σκηνοθέτης Νίκος Πάστρας.

Λίγο καιρό αργότερα, συναντηθήκαμε με τους τέσσερις ανθρώπους που έστησαν σχεδόν ολομόναχοι αυτό το διαρκές κινηματογραφικό event της τελευταίας τριετίας προκειμένου να μιλήσουμε για την προέλευσή του, την οργάνωσή του, τα περάσματα που άνοιξε, τα ζητήματα που έθεσε, τους τοίχους που βρήκε, τις υποσχέσεις κι απαιτήσεις που αφήνει στον αέρα για το μέλλον. Αυτό που προέκυψε από την συζήτησή μας ήταν, εν τέλει, μια προφορική ιστορία της Χαμένης Λεωφόρου του Ελληνικού Σινεμά – ένα μικρό υπόμνημα στο πιο ενδιαφέρον πρότζεκτ κινηματογραφικής χαρτογράφησης που έχουμε δει εδώ και πολλά χρόνια.

Δεν φλυαρώ περισσότερο, γιατί η κουβέντα μας με την Αφροδίτη, τον Αλέξη, την Ελίνα και τον Γιάννη ήταν ούτως ή άλλως εκτενέστατη και χειμαρρώδης. Για την ακρίβεια, ξεκίνησαν ήδη να μιλάνε από μόνοι τους πριν ακόμα ανάψει το κόκκινο φως στο μαγνητόφωνο…

AΦ: Ξεκίνησε όντως το ‘16; Μου φαίνεται απίστευτο.

Γ: Αν περνάς καλά, περνάνε τα χρόνια.

ΑΦ: Η πρώτη προβολή ήταν Δεκέμβριο του ‘16…

Ε: Εμείς όμως είχαμε αρχίσει να το δουλεύουμε από το Μάιο του ‘16.

Πώς σχηματοποιήθηκε σαν ιδέα πριν πάρει την τελική του μορφή το πρότζεκτ;

Γ: Απ’ την αρχή το κόνσεπτ ίδιο ήταν πάνω-κάτω. Εξελίχθηκε τη δεύτερη χρονιά που δεν αφορούσε πλέον μόνο τις πιο «παραμελημένες» ή «άγνωστες» πτυχές του ελληνικού σινεμά. Ήταν πια ένα μιξ από διαφορετικά πράγματα. Την ιδέα κατά καιρούς την είχαμε όλοι. Απλά η Ελίνα ήρθε και το έβαλε σε κάποια τάξη μέσω της ΕΣΠΕΚ.

Ε: Ναι, έχω αυτήν την κακή συνήθεια να βάζω τα πράγματα σε τάξη. 

ΑΦ: Ευτυχώς!

Αυτό το συγκεκριμένο πράγμα πώς το έβαλες λοιπόν σε τάξη;

Ε: Τον Γενάρη του ‘16 μπήκα στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΣΠΕΚ. Πριν μπω εγώ, είχε συζητηθεί ήδη να γίνουν κάποιες προβολές. Δεν είχε καρποφορήσει όμως κι είπα: “Ωραία, εμένα με ενδιαφέρει να γίνει πραγματικότητα αυτό το πράγμα. Το αφήνετε πάνω μου;”. Είπαν όλοι ναι μ’ ένα στόμα και μια φωνή, κι επομένως μετά απευθύνθηκα στα παιδιά που ήξερα ότι θα τους ενδιέφερε πολύ. Με τα παιδιά, λοιπόν, ένιωθα την ασφάλεια ότι θα γίνει πραγματικότητα. Οι ιδέες είναι ένα πράγμα, κι η υλοποίησή τους είναι ένα άλλο πράγμα. Και κάπως έτσι μπήκε σε τάξη. Με την πλατφόρμα της ΕΣΠΕΚ από πίσω, δημιουργήθηκε αυτή η ομάδα εργασίας. Από τις πρώτες συζητήσεις ήδη ο Γιάννης πρότεινε τον τίτλο, ο οποίος άρεσε σε όλους μας, και μετά ξεκίνησε σιγά-σιγά η θέαση των ταινιών.

Γ: Όλοι πάνω-κάτω ξέραμε τις περισσότερες ταινίες. Η Αφροδίτη και λίγες παραπάνω! Εκείνο το καλοκαίρι του ‘16 βλέπαμε ανελλιπώς ταινίες. Είδαμε εκατοντάδες ταινίες στην κυριολεξία.

Ε: Δεν τις είδαμε όλοι μαζί, αλλά ανταλλάξαμε πάρα πολλά emails.

Γ: Οι ταινίες που κέρδιζαν την προσοχή κάποιου από εμάς προτείνονταν και στους άλλους, ώστε να τις δουν ή να τις ξαναδούν. Το όλο πράγμα ήταν στα όρια του καψίματος.

Ακούγεται πολύ ενθουσιώδης διαδικασία.

Γ: Εκείνο το καλοκαίρι ήταν πολύ ενθουσιώδες. Μέχρι εκεί. [ΓΕΛΙΑ]. Εντάξει, αστειεύομαι.

Ε: Για μένα τουλάχιστον, που νομίζω ότι είχα δει τις λιγότερες ταινίες, ήταν τρομερά ενθουσιώδες εκείνο το καλοκαίρι. Ξέρεις, ήταν αυτός ο ενθουσιασμός της ανακάλυψης, το να βλέπεις κάτι για πρώτη φορά.

ΑΦ: Διορθώστε με αν κάνω λάθος, αλλά νομίζω ότι πάντοτε υπήρχε η λογική ότι βλέπουμε το πίσω με τα μάτια του τώρα. Δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο, ψάχνουμε να βρούμε τις ταινίες εκείνες που μας αφορούν εμάς σήμερα και ως κινηματογραφιστές και ως μελετητές. Να βρούμε τη σύνδεση με το τώρα. Και γι’ αυτό νομίζω ότι υπήρχε εξαρχής η ιδέα των παρουσιάσεων από νέους σκηνοθέτες. Δεν ήταν μια νοσταλγική ματιά πάνω σε παλιές ταινίες ή στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν το να βρεις τι είναι αυτό που συνδέει το τότε με το τώρα. 

Γ: Και γι’ αυτό δεν βάλαμε τις αγαπημένες μας ταινίες. Όλοι είχαμε  αγαπημένες ταινίες, απ’ τις οποίες ελάχιστες κατέληξαν στο πρόγραμμα της πρώτης χρονιάς. Ακόμα κι απ’ τους σκηνοθέτες που αγαπάμε επιλέξαμε τις λιγότερο γνωστές ταινίες τους.

Είχατε συζητήσει μεθοδολογικά γι’ αυτό που είπε η Αφροδίτη ή προέκυψε πιο φυσικά σαν κοινή επιθυμία;

ΑΦ: Έχω την εντύπωση πως ήταν κάπως δεδομένο εξαρχής. 

Γ: Ενδεχομένως η Αφροδίτη έβαλε κάποια όρια σ’ αυτό, με την καλή έννοια. 

Ε: Πάντως νομίζω πως προέκυψε και κάπως ασυνείδητα αυτό, μιας και αποδεικνύεται κι από το γεγονός ότι πολλές ταινίες που παίξαμε ήταν εντελώς αποτυχημένες στην εποχή τους. Ή ταινίες που έκαναν αίσθηση στην εποχή τους και θέλαμε να δούμε αν θα βρίσκαμε και σήμερα το ίδιο ενδιαφέρον σ’ αυτές. Ήταν σημαντικό για μας το θέμα του χρόνου και το πώς μπορεί μια ταινία να αποκτήσει νέο νόημα. Μπορεί στην αρχή αυτό να ήταν για κάποιους πιο συνειδητό και για κάποιους πιο ασυνείδητο, αλλά στη συνέχεια έγινε κοινό κτήμα.

ΑΦ: Μπορεί να το βάλαμε αργότερα σε λόγια, αλλά για μένα προσπαθήθηκε να φτιαχτεί μια γενεαλογία του ελληνικού σινεμά του τώρα. Εγώ μ’ αυτή τη ματιά το έβλεπα. 

ΑΛ: Νομίζω ότι πρώτα απ’ όλα ο ίδιος ο τίτλος σημαίνει αυτό το πράγμα, ήταν η δική μας επιθυμία να δούμε ταινίες που παίζονται λιγότερο συχνά ή ταινίες που για κάποιο λόγο δεν θεωρούνται «σταθμοί», που δεν μπαίνουν στον κανόνα του ελληνικού κινηματογράφου. Από την άλλη είναι σαφές για όλους μας ότι το σύγχρονο ελληνικό σινεμά μοιάζει να συγγενεύει περισσότερο με το ρεύμα του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου όπως αυτό εμφανίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, διακόπτεται για λίγο την περίοδο της Χούντας και συνεχίζει μετά έως και τα μέσα της δεκαετίας του ‘80. Αν κάτσει να δει κανείς τις σημερινές ταινίες των νέων δημιουργών, θα γίνει σαφές ότι είναι μια συνέχεια αυτού του πράγματος κι όχι των 90s ή των 00s. Έτσι, ήταν φυσικό επακόλουθο ότι επικεντρωθήκαμε σ’ αυτές τις δεκαετίες, από το ‘60 μέχρι το ‘80.

ΑΦ: Ήταν κι οι πιο άγνωστες. Δηλαδή κάποιοι τις είχαμε δει τη δεκαετία του ‘90 σε κάποια αφιερώματα. Από εκεί κι ύστερα όμως σταμάτησαν αυτά τα αφιερώματα και τα τελευταία 10-15 χρόνια υπήρχε μια φειδωλή αντιπροσώπευση των ταινιών απ’ αυτές τις δεκαετίες στις αίθουσες.

ΑΛ: Και στην τηλεόραση επίσης.

Κάτι ακόμα γι’ αυτό το κομμάτι της προϊστορίας. Μ’ αρέσουν οι επιτυχημένοι τίτλοι κι η Χαμένη Λεωφόρος είναι ένας πολύ επιτυχημένος τίτλος. Και πιστεύω έπαιξε ρόλο στην αύρα που δημιουργήθηκε…

Γ: Στην εποχή του χλευάστηκε όμως. [ΓΕΛΙΑ]

ΑΛ: Διαφωνήσαμε και γι’ αυτό. 

Ενώ είναι πολύ προφανή τα references του τίτλου, δούλεψε πολύ στο να μεταφέρει την ατμόσφαιρα αυτών των προβολών. Εσείς πώς τον βλέπατε στην αρχή και πώς τώρα;

ΑΛ: Σε όλους άρεσε, αλλά υπήρχε κι η ανησυχία μήπως το “Χαμένη” παραπέμπει σε κάτι αρνητικό. Τελικά, αφού το συζητήσαμε πολύ, είπαμε ότι είναι ΟΚ. Είναι πιο έντονη η σύνδεση με τη συνεφιλική αναφορά, το παιχνίδι που κάνει ο τίτλος.

Γ: Καλά, υπάρχει κι ένας υπότιτλος που το δικαιολογεί. Και στον υπότιτλο βέβαια υπάρχει μια “αρνητική” αίσθηση, κάτι που είναι παρεξηγημένο ή παραγνωρισμένο ή παραμελημένο. 

ΑΛ: Αλλά προσθέτει κι ένα μυστήριο…

Εμένα μ’ άρεσε γιατί έδινε την αίσθηση ενός αγεωγράφητου χώρου που θα χαρτογραφόταν μέσα από την διαδικασία των προβολών. 

Ε: Ναι, ενός σκοτεινού και αταξινόμητου χώρου, αφού υπάρχουν διάφορα πράγματα που δεν μπορείς να τα ταξινομήσεις κι υπάρχουν διάφορες τάσεις που μπορεί στην πορεία να χάθηκαν. Ήταν για μας ένας εξαρχής επιτυχημένος τίτλος. Έπαιξε στην αρχή αυτό το μικρό debate, αλλά όπως είπε ο Αλέξης το ξεπεράσαμε γιατί θεωρήσαμε πως είναι εύστοχος.

Γ: Επίσης και το περιεχόμενο καθορίζεται απ’ τον καθένα από μας χωριστά. Η Αφροδίτη έχει μια άλλη αφετηρία, θεωρητική. Εγώ κι ο Αλέξης ενδεχομένως είχαμε μια άλλη αφετηρία, πιο σινεφιλική. Επειδή είχαμε βαρεθεί να βλέπουμε τις ίδιες και τις ίδιες ελληνικές ταινίες, με ενδιέφερε πολύ να παίζουμε ταινίες που δε μπορείς να τις βρεις πουθενά, με την κλασική έννοια της λέσχης, της σινεματέκ.

Ε: Στην πρώτη συνάντηση που είχαμε κάνει, θυμάμαι ότι υπήρχαν 2-3 ταινίες που εξαρχής θέλατε οπωσδήποτε να παιχτούν. 

Γ: Όπως το Oh Babylon ή το Δι’ Ασήμαντον Αφορμή. Ο καθένας ξεκινούσε λοιπόν από ελαφρώς διαφορετική αφετηρία, πέρα από την αγάπη για το ελληνικό σινεμά που ήταν δεδομένη. 

Ε: Και μετά ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε το πρόγραμμα, να φροντίζουμε να ταιριάζουν οι ταινίες μεταξύ τους. 

ΑΛ: Το δυσκολότερο ήταν το να οργανωθεί κάπως σε θεματικές όλο αυτό.

Ε: Ναι, αλλά θεωρώ ότι τελικά αυτό ήταν σημαντικό κομμάτι της επιτυχίας. 

ΑΦ: Κι ήταν επίσης το πιο δημιουργικό κομμάτι. 

Φαντάζομαι ότι ήσασταν ήδη κοντά κι ήρθατε ακόμα πιο κοντά με όλο αυτό.

Ε: Ήμασταν φίλοι, ήμασταν ήδη κοντά. 

ΑΦ: Γνωριζόμαστε ήδη τουλάχιστον 15 χρόνια. 

Γ: Αυτό βοήθησε, αλλά ταυτόχρονα δημιούργησε και προβλήματα γιατί δεν υπήρχε κανένας επαγγελματικός κώδικας. Υπήρχε πολλή οικειότητα και τσακωνόμασταν συνεχώς.

ΑΦ: Πέφτανε και βρισίδια. [ΓΕΛΙΑ]

Γ: Από πάθος δεν είχαμε έλλειψη, ναι. 

Ελίνα, μιας κι εσύ απευθύνθηκες στα παιδιά, πιστεύεις θα είχε δουλέψει με ανθρώπους που δεν ήσουν τόσο κοντά;

Ε: Τελείως πρακτικά, δεν θα γινότανε καν. Καταρχάς, ξεκινήσαμε αυτήν την κουβέντα χωρίς να ξέρουμε αν θα βρεθούνε κάποια χρήματα για να το υποστηρίξουν. Οπότε είχαμε σαν δεδομένο ότι αυτό το πράγμα το κάνουμε αμισθί. Άρα απευθύνθηκα σε φίλους γιατί αρχικά τους ζητούσα υποστήριξη. Δεν τους πρόσφερα μια δουλειά. Και μπορεί αυτή η οικειότητα μερικές φορές να ήταν όντως πρόβλημα στη δική μας σχέση, αλλά θεωρώ ότι μόνο καλό έκανε στο δημιουργικό κομμάτι, γιατί τελικά υπάρχει μέσα ο εαυτός όλων και δεν είναι κάτι μονομερές. Άλλες ταινίες αρέσουν στον καθένας μας και θέλαμε αυτό να αποτυπωθεί στις προβολές.

ΑΦ: Για να το συνδέσω μ’ αυτό που λες, νομίζω ότι κανείς δε μπορεί να ρίξει τόση δουλειά αν δεν υπάρχουν χρήματα. Μόνο αν είσαι φίλος κι είσαι παθιασμένος με το αντικείμενο. Αυτά τα τρία χρόνια έγινε μια δουλειά για την οποία κανένας μας δεν πληρώθηκε. Η πρώτη χρονιά μάλιστα ήταν σχεδόν full-time.

Γ: Βασικά, είναι απλό. Θα βρισκόμασταν έτσι κι αλλιώς μεταξύ μας υπό κανονικές συνθήκες μία ή δύο φορές το μήνα (ή και τρεις) και τώρα απλώς βρισκόμασταν και μιλάγαμε για τη Χαμένη Λεωφόρο αντί να πίνουμε κρασί στα μπαράκια. Αυτό έγινε.

Ε: Πάντως, μετά από αυτήν την εμπειρία, το πιστεύω ακράδαντα ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν μόνο μέσα από τις παρέες. Καταλαβαίνω κάποιον μέσα στον χώρο μας που μπορεί να αναφερθεί στον όρο “κλίκα” ως κατηγορία, αλλά απ’ την άλλη ας το δούμε και λίγο πιο πραγματιστικά. Δεν είναι ότι ο ένας επιλέγει τον άλλο απλά επειδή είναι φίλος του. Επιλέγει τον φίλο του γιατί μαζί του μπορεί να συνεννοηθεί. Κι ακριβώς επειδή στο χώρο μας υπάρχει μεγάλο αφήγημα περί κλίκας, απ’ τη μία το κατανοώ αλλά κι απ’ την άλλη κάνουμε μια δουλειά που γενικά δεν αμοίβεται (εν γένει η ενασχόληση με το σινεμά στην Ελλάδα) οπότε είναι σημαντικό να είσαι με ανθρώπους που μπορείς να συνεννοηθείς και να επικοινωνήσεις.

Μιας και γενικά στο πεδίο της τέχνης και της ψυχαγωγίας είναι συχνά αόρατη η υλική εργασία που πέφτει, αυτό το πρότζεκτ τι δουλειά περιείχε ακριβώς από πλευράς ψαξίματος, έρευνας, οργάνωσης κλπ;

Ε: Πολλή!

Γ: Αρχικά ήταν οι συναντήσεις που στην αρχή ήταν πολύ συχνές κι έπειτα ήταν η ανταλλαγή emails που ήταν άπειρα. Και βέβαια η θέαση των ταινιών σε καθημερινή βάση. Κι από εκεί και πέρα ήταν τα κείμενα, το φωτογραφικό υλικό κλπ. Μιλάμε συνολικά για 70 ταινίες!

ΑΦ: Και για να δεις τις ταινίες πρέπει πρώτα να βρεις screener βέβαια.

Γ: Κάναμε ακόμα και προβολές  σε σινεμά, γιατί δεν υπήρχαν screeners, και βλέπαμε 35άρες κόπιες.

AΦ: Σε μουβιόλες! Μας βοήθησε η Ταινιοθήκη σ’ αυτό.

Ε: Δηλαδή μια ταινία την είδαμε σε μουβιόλα, την άλλη την είδαμε σε αίθουσα, άλλη την πήραμε και φτιάξαμε εμείς τα αρχεία. Κι αφού καταφέραμε όλα αυτά, αρχίσαμε σιγά-σιγά τον προγραμματισμό. Και μετά ξεκίνησαν οι επαφές ώστε να δούμε σε ποιον ανήκουν οι ταινίες…

ΑΦ: Αυτό ήταν δύσκολο.

Ε: Ένα θέμα ήταν οι δικαιούχοι κι ένα άλλο θέμα ήταν τα υλικά προβολής, οι κόπιες. 

Γ: Πολλές φορές βλέπαμε διαφορετικές κόπιες της ίδιας ταινίας για να διαλέξουμε. Διαφορετικά τυπωμένες κοπιες, απο διαφορετικά εργαστήρια, κόπιες που ο χρόνος δεν της είχε λυπηθεί. Διαλέγαμε  έτσι αυτές που βρισκόντουσαν πάντα στην καλύτερη κατάσταση.

Ε: Κάποιες ταινίες δεν τις παίξαμε ποτέ, είτε γιατί δεν βρέθηκε υλικό που να μπορούμε να προβάλλουμε είτε γιατί οι δικαιούχοι δε μας έδωσαν την άδεια. Συγκεκριμένα, ας πούμε, για τις ταινίες του Σταύρου Τορνέ προσπαθούμε τρία χρόνια τώρα και δε μπορούμε να τις προβάλλουμε γιατί τα ανίψια του που τις έχουν ζητάνε υπέρογκα ποσά. Κι επίσης είχαμε κι αυτό που είπε ο Γιάννης, δηλαδή την αναζήτηση κειμένων και παλιών κριτικών για να τροφοδοτούμε τα δελτία τύπου και τις ανακοινώσεις. Επίσης ψηφιακό φωτογραφικό υλικό δεν υπήρχε, οπότε παίρναμε φωτογραφίες από το Κέντρο Κινηματογράφου ή βρίσκαμε φωτογραφίες από βιβλία που είχε η Αφροδίτη και τις σκανάραμε.

Γ: Αυτή τη στιγμή δηλαδή υπάρχει στο ίντερνετ υλικό για 70 ταινίες που δεν υπήρχε πριν: φωτογραφίες, περιλήψεις, αφίσες, trailers. Πριν τρία χρόνια δεν υπήρχε και τώρα θα υπάρχει για πάντα.

Ε: Γενικώς, έγινε μια δουλειά που αν υπήρχε ένα οργανωμένο οπτικοακουστικό αρχείο σ’ αυτήν την χώρα δεν θα χρειαζόταν να την κάνουμε εμείς. Ούτε να ψάχνουμε ποιος έχει τις κόπιες και τα δικαιώματα. Πάντως εμείς από τη μεριά μας πάρα πολλές φορές θέσαμε το ζήτημα αυτής της έλλειψης, αλλά δε βλέπω να υπάρχει καν διάθεση για να κατανοηθεί καταρχήν η έλλειψη.

Όσον αφορά τις ανάγκες που θέλατε να καλύψετε με τη Χαμένη Λεωφόρο, δικές σας αλλά κι ευρύτερα κινηματογραφικές, από τι επίπεδο ξεκινήσατε και σε τι επίπεδο φτάσατε μετά από αυτά τα χρόνια;

ΑΛ: Νομίζω γενικά είμαστε χαρούμενοι που πολύς κόσμος είδε αυτές τις ταινίες για πρώτη φορά – φίλοι μας, άγνωστοι, κόσμος όλων των ηλικιών. Αυτό που θέλαμε ήταν να δείξουμε κάποιες ταινίες που είτε τις είχαμε δει παλιά είτε τις ανακαλύψαμε πρόσφατα και θεωρούσαμε ότι έχουν πολύ ενδιαφέρον. Θέλαμε να τις δούνε δικοί μας άνθρωποι, ακόμα και συνάδελφοι κινηματογραφιστές της γενιάς μας. Πολλοί από τους παρουσιαστές που επιλέξαμε ήτανε κόσμος που δεν είχε δει ποτέ αυτές τις ταινίες. Ήταν ωραίο ότι μπήκαν στην διαδικασία να τις δούνε και να μιλήσουν γι’ αυτές. Όλο αυτό αναζωπύρωσε μια συζήτηση γύρω απ’ το ελληνικό σινεμά, το τι έχουν να μας πουν αυτές οι ταινίες σήμερα.

Άρα κι η χαρά του μοιράσματος ήταν ένα κίνητρο απ’ την αρχή.

Γ: Την πρώτη χρονιά συγκεκριμένα συσπειρώθηκε λίγο ο κινηματογραφικός χώρος γύρω απ’ αυτό. Μιλάω κυρίως για νέους ανθρώπους που είναι της ηλικίας μας. 

ΑΦ: Και πιο νέους, εμείς είμαστε μεγάλοι πια. [ΓΕΛΙΑ]

Γ: Ήταν πολλοί φίλοι μας θεατές σ’ αυτό το πράγμα την πρώτη χρονιά. Τα καλά νέα είναι ότι την επόμενη χρονιά έφυγε το κομμάτι του κινηματογραφικού χώρου κι ήρθανε καινούργιοι, 25χρονοι, πολύ μικρότεροι από μας – που δεν είχαν δει καν τα classics κι εμείς τους δείχναμε τα πιο παράξενα, τα δυσκολάκια. Και την τρίτη χρονιά, δηλαδή στη σούμα των δύο ετών, κόσμος όλων των ηλικιών, παλιου και νέοι.

Ε: Εγώ πιστεύω ότι κάτι σημαντικό που έκανε ήταν ότι έφερε σε επαφή τις κινηματογραφικές γενιές μεταξύ τους. Δηλαδή το ότι απευθυνθήκαμε σε ανθρώπους που σήμερα είναι 80 χρονών, που μπορεί να είχαν αυτοί μια εικόνα χ για εμάς ως νεότερους κι εμείς μια εικόνα ψ γι’ αυτούς ως μεγαλύτερους, δημιούργησε μεταξύ μας μια γνωριμία, μια επαφή και μια επικοινωνία. Δεν υπάρχει πια απλώς μια εικόνα γεμάτη στερεότυπα. Κάποιοι απ’ αυτούς είδαν και τις δικές μας ταινίες, κάτι που εγώ το βρίσκω πολύ συγκινητικό. Άρα οι ανάγκες μας ξεκίνησαν από αυτό το πολύ μικρό και απλό, να δούμε κι εμείς οι ίδιοι αυτές τις ταινίες σε αίθουσα. Μετά να τις δειξουμε στους φίλους μας. Και το τρίτο και κάπως πιο μεγάλο να γίνει κάπως ένα rebranding αυτού του πράγματος που λέγεται ελληνικό σινεμά και το οποίο είναι πάρα πολύ παρεξηγημένο. 

ΑΛ: Αυτό που λέει η Ελίνα είναι πολύ σημαντικό. Ποτέ δεν υπήρχε μια συνθήκη όπου ένας 20χρονος μικρομηκάς ήταν σε θέση να συναντήσει έναν 80χρονο σκηνοθέτη όπως ο Δήμος Θέος και να συνομιλήσει μαζί του. Ξαφνικά δημιουργήθηκαν εδώ αυτές οι συνθήκες.

Ε: Να σημειώσω πως μέσα σ’ αυτήν την συνάντηση των γενεών συνέβη και κάτι άλλο που εμένα με συγκίνησε πάρα πολύ: ότι συναντήθηκαν οι ίδιοι οι δημιουργοί μεταξύ τους, κάτι που μπορεί να είχε να συμβεί πάνω από 20 χρόνια. Κάτι πολύ συγκινητικό ήταν ας πούμε το ότι συναντήθηκαν εδώ ο Δήμος Θέος με τον Κώστα Φέρρη, είχαν να βρεθούν πάρα πολλά χρόνια, και καθόντουσαν μετά την προβολή στο φουαγιέ και μιλούσανε με τις ώρες. Ήρθανε ξανά κοντά, έστω για 2-3 ώρες.

ΑΛ: Κι αυτή είναι ίσως η διαφορά μιας λέσχης από ένα άλλο event τύπου φεστιβάλ. Δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να έρθουν κοντά και να συζητήσουν.

Δεδομένου ότι δεν υπάρχει ακριβώς μια κοινώς αποδεκτή μεγάλη αφήγηση για την ιστορία του ελληνικού σινεμά, έτσι κι εσείς έμμεσα την αφηγηθήκατε με έναν καινούριο τρόπο. Πιστεύετε ότι το αποτέλεσμα έγερνε περισσότερο προς μια ιστορία ρήξεων κι ασυνεχειών ή συνδέσεων και συγγενειών;

Γ: Καλώς ή κακώς, υπάρχει μια πεποίθηση ότι ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος ξεκινάει με την Αναπαράσταση το 1970, το οποίο δεν είναι ακριβώς  αλήθεια. Σίγουρα είναι μια εμβληματική ταινία, αλλά το πράγμα δεν ξεκινάει εκεί. Υπάρχουν ταινίες που ανανέωσαν τη φόρμα και τις θεματικές πριν από την Αναπαράσταση, τις οποίες και προβάλαμε. Μ’ αυτή την έννοια, όντως, αποσαφηνίσαμε ένα παρεξηγημένο  κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου. Από εκεί και πέρα έρχεται η προσωπική μας θεώρηση για το ποιες ταινίες χρειάζεται να ξαναδούμε. Δεν παίξαμε καν αυτές που θεωρούνται οι καλύτερες, όπως ας πούμε την Ευδοκία ή τον Θίασο. Δεν θα λεγα ότι ήταν ξαναγράψιμο της ιστορίας αλλά κάποιες μικρές δικές μας σημειώσεις. Ότι η εκκίνηση αυτού του νέου σινεμά δεν είναι εκεί που νομίζαμε κι ότι σ’ αυτό το σώμα ταινιών που θεωρείται σημαντικό υπάρχουν ταινίες που είχαν παραμεληθεί.

ΑΦ: Είναι βασικά μια αναθεώρηση. Δεν υπάρχει μία ιστορία. Υπάρχουν πολλές ιστορίες και πολλές τάσεις ταυτόχρονα. Υπάρχουν συνέχειες, υπάρχουν γέφυρες, υπάρχουν παραλληλίες – ακόμα και με τον λεγόμενο παλιό κλασικό ελληνικό κινηματογράφο. Άρα μπορούμε να βρούμε και ρήξεις και συνέχειες. Αυτό που βγάζω εγώ σα συμπέρασμα είναι ότι ιστοριογραφία δε σημαίνει κάθομαι σπίτι μου, βλέπω τις ταινίες και γράφω γι’ αυτές. Η ιστοριογραφία είναι πράξη. Νομίζω ότι η Χαμένη Λεωφόρος αυτό έκανε. Θέλησε να ξαναδεί την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου με έναν διαφορετικό τρόπο.

Μιας κι όπως είπατε κι εσείς υπάρχει μια δυσκολία πρόσβασης σ’ αυτές τις ταινίες, εσάς ποια ήταν η πρώτη σας επαφή μ’ αυτήν την πλευρά του ελληνικού σινεμά;

Γ: Εγώ ξεκίνησα να βλέπω ελληνικό arthouse σινεμά πριν ανακαλύψω το ευρωπαϊκό. Τελείως τυχαία. Δηλαδή έτυχε να δω στην τηλεόραση, στην ΕΡΤ, ταινίες του Τορνέ, του Παναγιωτόπουλου και του Νικολαΐδη – και πιο μετά άρχισα να βλέπω Φελίνι, Αντονιόνι και Μπέργκμαν, για παράδειγμα. Ξεκίνησα ανάποδα. Αλλά υπήρχε μια εποχή στην Ελλάδα του ‘90 που, αν σε ενδιέφερε, υπήρχανε χώροι που έδειχναν τέτοιες ταινίες, όπως η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, η Ταινιοθήκη της Κανάρη ή το Παλάς και το Άστυ – και βέβαια το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Αυτό κάπως σταμάτησε στα 00s. 

ΑΛ: Αρχές του ‘00 κάποιες από αυτές τις ταινίες βγήκανε και σε DVD. Λίγες βέβαια. Με τα χρόνια όμως φτάσαμε ένας σημαντικός όγκος ταινιών να είναι ξεχασμένες πλέον. Δεν υπάρχουν να τις δεις, πουθενά.

Ε: Εγώ πάντως θα βάλω το κλείσιμο του Παλάς ως σημαντικό σημείο-σταθμό. Πήγα στη Σχολή Σταυράκου το 2001 και πρόλαβα το Παλάς για 1 ή 2 χρόνια. Εκεί είδα πολλά πράγματα από τον ελληνικό και τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Αλλά μετά σταμάτησαν αυτά τα μεγάλα αφιερώματα.

ΑΛ: Πάντως δυστυχώς είναι φοβερό που δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ένας χώρος στην Αθήνα όπου κάποιος να μπορεί να δει σταθερά παλιό σινεμά εν γένει.

Γ: Μια κανονική ταινιοθήκη με προβολές από το πρωί μέχρι το βράδυ  χωρίς να την ενδιαφέρει άμα θα έχει θεατές ή όχι.

Είναι ενδιαφέρον αυτό, γιατί πράγματι η Λεωφόρος άνοιξε το θέμα της πρόσβασης. Γιατί μπορεί η ιστοριογραφία να είναι όντως πράξη, αλλά το ζήτημα της δημοσιότητάς της είναι πολύ βασικό. Αν δεν δημοκρατικοποιηθεί η ίδια, τότε ποιο το νόημα; 

ΑΦ: Ναι, μαζί πάνε αυτά, παράλληλα.

Γ: Και δημοκρατικοποιήθηκε με έναν πολύ απλό τρόπο. Η τιμή του εισιτηρίου ήταν χαμηλή κι υπήρχε πολύς κόσμος που έβλεπε μέσα σε μια μέρα 3 ταινίες με 7 ευρώ. 

Ήθελα να μιλήσουμε λίγο για την επιμέλεια του προγράμματος και το κινηματογραφικό curation γενικότερα, μιας κι ο τρόπος που το στήσατε έδειχνε αφενός ένα αυθεντικό νοιάξιμο κι αφετέρου ένα αισθητικό στίγμα. Σίγουρα παίξανε ρόλο οι αφίσες του Νίκου Πάστρα, τα trailers, τα κείμενα, τα mixtapes του Γιάννη, τα πάρτι.

ΑΦ: Ναι, δώσαμε χρόνο σ’ αυτό το πράγμα και μας απασχόλησε.

Το θέτω αυτό γιατί υπάρχουν αρκετές διοργανώσεις στα κινηματογραφικά πράματα που πάνε άπατες και φαίνεται ότι λείπει το κάτι παραπάνω πέρα από το να φτιάξεις ένα πρόγραμμα προβολών και να περιμένεις το κοινό να έρθει. Η δικιά σας λογική δεν ήταν αυτή.

ΑΦ: Έχοντας στην ομάδα τόσους κινηματογραφιστές δε γινόταν διαφορετικά. Έπρεπε ένα πολύ συγκεκριμένο αισθητικό στίγμα να διέπει την κάθε λεπτομέρεια, από την αφίσα μέχρι τη γραμματοσειρά.

Γ: Βασικά προσπαθήσαμε να πακετάρουμε όχι ακριβώς τις ταινίες αλλά τον ενθουσιασμό που είχαμε για τις ταινίες. Νομίζω ότι αυτή είναι η αλήθεια. Μπορεί να έβλεπες μια ήσυχη ταινία χωρίς καθόλου ποπ υπόσταση, αλλά ο δικός μας ενθουσιασμός να της έδινε ένα πιο δελεαστικό περιτύλιγμα. Όταν λέω ποπ εννοώ ότι τα κείμενα ήταν ψυχωμένα, οι αφίσες ήταν αρκετά εξπρεσιονιστικές ακόμα και τις πιο ρεαλιστικές ταινίες, οι καλεσμένοι είχαν ορμή κι ενθουσιασμό. Αυτό λειτούργησε ακόμα και σε ταινίες που ήταν αργές, τρίωρες, δύσκολες, ασπρόμαυρες.

ΑΦ: Αν θέλεις να κάνεις οποιαδήποτε πολιτιστική εκδήλωση, θα πρέπει να ενεργείς έτσι. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Το άλλο είναι απλά διεκπεραίωση: βάζω τις ταινίες να παίζουν ή τοποθετώ τα έργα τέχνης κάπου. Το να επιμεληθείς όλα τα επί μέρους στοιχεία και να το κάνεις αυτό ένα brand και μια αισθητική πρόταση είναι αναγκαίο και δημιουργικό.

Κοιτώντας προς τα πίσω φαίνεται όντως μια πολύ σωστή απόφαση κι αποδείχτηκε πολύ πετυχημένο, αλλά ήταν και μια μικρή αλλαγή παραδείγματος για το πώς στήνεις σήμερα ένα κινηματογραφικό πρότζεκτ στην Αθήνα.

Ε: Όταν αυτό βγήκε από την ΕΣΠΕΚ και την τετράδα μας κι έγινε πιο εξωστρεφές, μας κοιτάγανε σαν ούφο. Μας λέγανε “τι πάτε να κάνετε;”. Η πρώτη στιγμή που κοινοποιήθηκε το πρότζεκτ ήταν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το Νοέμβριο του ‘16 κι ακούγαμε ατάκες όπως “πώς σας ήρθε τώρα αυτό;”. Αυτή η αντιμετώπιση ερχόταν από ανθρώπους που πίστευαν ότι θα κάνουμε απλά προβολές, ενώ εμείς είχαμε στο μυαλό μας κάτι άλλο. Προφανώς δεν ξέραμε αν θα πετύχει ή όχι, αλλά καταβάλαμε μια προσπάθεια να το κάνουμε event. Είμαστε σε μια εποχή που και μια νέα ταινία να βγάλεις στις αίθουσες πρέπει να δώσεις ένα νοιάξιμο παραπάνω από το να κάνεις απλά το booking των αιθουσών και να πάρεις τρεις δημοσιογράφους τηλέφωνο ώστε να δώσει συνέντευξη ο σκηνοθέτης. Δυστυχώς οι διανομείς δεν το έχουν καταλάβει αυτό, με τα γνωστά αποτελέσματα στις αίθουσες.

Γ: Επίσης κάτι διαφορετικό που έχει η Λεωφόρος σε σχέση με παλιότερες διοργανώσεις είναι ότι εκείνες αντιμετωπίζανε το ελληνικό σινεμά με μια σοβαροφάνεια. Η αλήθεια είναι ότι εμείς ξεφύγαμε από αυτόν τον κανόνα. Και θέλει ας πούμε λίγο χιούμορ για να μπορείς να πλασάρεις τον Φέρρη ως τον Έλληνα Χοδορόφσκι ή τα Παιδιά του Κρόνου ως μια μεταγραφή του Ρομέρ στο κέντρο της Αθήνας. Το να αγαπάς μια ταινία δε σημαίνει να την αντιμετωπίζεις μόνο με δέος. Υπήρχε ένα fun στην ατμόσφαιρα. Στα δημιουργικά (πόστερς, μπάνερς, ιντερνετικά) της προώθησης υπήρχε μια συνειδητή φετιχοποίηση συμβόλων, σωμάτων, ηθοποιών.

ΑΛ: Μια σημαντική διαφορά είναι επίσης ότι δεν είμαστε επαγγελματίες. Άρα τι πιο απλό από το να θες να δείξεις κάποιες ταινίες που σου αρέσουν και να θες να περάσεις καλά;

Υπάρχει μια κοινή πεποίθηση ότι ο κόσμος δεν γουστάρει να πηγαίνει σινεμά – και συγκεκριμένα ότι δε γουστάρει να πηγαίνει να βλέπει ελληνικό σινεμά. Το ότι πήγε τόσο καλά η Λεωφόρος πιστεύετε ότι ταρακούνησε καθόλου τους ανθρώπους του κλάδου;

[ΓΕΛΙΑ ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΥ]

Γ: Νομίζω ότι δεν αλλάζουν τόσο εύκολα τα πράγματα. Αλλάζει λίγο το κέφι το δικό μας, ενδεχομένως. Αλλά δεν αλλάζει έτσι εύκολα το κινηματογραφικό τοπίο. Ενδεχομένως να αλλάξει κάτι στις συνειδήσεις των πολύ νέων θεατών, αυτών που η Λεωφόρος αποτέλεσε το βάπτισμα του πυρός στο ελληνικό σινεμά.

ΑΛ: Νομίζω ότι απλά αποδεικνύεται ότι υπάρχει κοινό γι’ αυτό το σινεμά. Υπάρχει κόσμος που ενδιαφέρεται για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Κι είναι κρίμα γιατί πολλές απ’ αυτές τις ταινίες τα επόμενα χρόνια θα χαθούν, οι κόπιες θα καταστραφούν, θα σαπίσουν. Αν δεν ψηφιοποιηθούν, φοβάμαι ότι δεν θα τις ξαναδούμε ποτέ.

Ε: Υπήρξαν ίσως κάποιες αναλαμπές ευαισθητοποίησης, αλλά όσο μένουν αναλαμπές δεν εξυπηρετούν σε κάτι αν δεν υπάρχει συνέχεια και πράξη. Αν αυτό δεν γίνει πολιτική, δεν αρκούν οι αναλαμπές.

Γ: Και για τους ανθρώπους που δεν τους ενδιαφέρει η μεγάλη εικόνα του ελληνικού κινηματογράφου, η Λεωφόρος άνοιξε ένα μικρό παραθυράκι ενασχόλησης τους μ’ αυτό το σινεμά. Για μένα αυτό είναι πιο σημαντικό από το αν η πολιτεία θα ενδιαφερθεί ή όχι. Αλλά πράγματι αν δεν δεν υπάρξει μια πρωτοβουλία σχετικά με το archiving και την ψηφιοποίηση αυτών των ταινιών τότε απλά θα σταματήσουν να υπάρχουν.

Ακόμα κι αν στο μέλλον αποδειχτεί αναλαμπή η Λεωφόρος, είχε μια έντονη αίσθηση κινηματογραφικής δημόσιας σφαίρας που έλειπε γενικά από το ελληνικό σινεμά. Αυτό εμένα μου έδειξε ότι υπάρχει και μια κοινωνική ανάγκη πέρα από αυτά που είπατε πριν. Μια επιθυμία του κόσμου για κινηματογραφική κοινότητα.

ΑΛ: Δε μπορεί να σε ενδιαφέρει γενικά σαν θεατή το σινεμά σαν κάτι παραπάνω από απλή ψυχαγωγία και να μην σε ενδιαφέρει το σινεμά που παράγει η χώρα σου ή ποια είναι η κινηματογραφική της ιστορία.

ΑΦ: Εγώ νομίζω ότι υπάρχει τρομερή ανάγκη να δημιουργηθεί αυτό που είπες, μια κινηματογραφική δημόσια σφαίρα. Όχι μόνο για το ελληνικό σινεμά αλλά γενικότερα. Αντίστοιχα, το γεγονός ότι είναι πετυχημένο το Midnight Express που κάνει ο Άκης Καπράνος αποδεικνύει το ίδιο πράγμα. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να μαζεύονται στο σινεμά, να βλέπουν ταινία σε μια αίθουσα με ζωντανά σώματα δίπλα τους, με ζωντανούς ήχους, ζωντανές ομιλίες. Αυτό δε μπορείς να το έχεις στις εξατομικευμένες συνθήκες του tablet ή της τηλεόρασης. Πάντως η ανάγκη είναι γενικότερη και σχετίζεται με τη διακίνηση άπειρου οπτικοακουστικού υλικού στο διαδίκτυο, το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι αρχειοθετημένο ή curated. H επιμέλεια βάζει μια τάξη και προτείνει μια ερμηνεία πάνω στα πράγματα.

Γ: Κι αυτή η οπτική είχε κάποιες επιλογές που είχαν ρίσκο. Για παράδειγμα, το να βλέπεις 4 τα ξημερώματα Μεγάλης Παρασκευής την πιο δύσκολη ταινία του ελληνικού σινεμά, την Αλληγορία του Σφήκα, και να έχει 25-30 άτομα μέσα είναι μια επιτυχία, ένα κατόρθωμα. Είναι παραπάνω άνθρωποι απ’ όσους έχουν δει συνολικά την ταινία τα τελευταία 10 χρόνια.

Δεδομένου ότι είχατε μια εμπλοκή στο κάλεσμα για αγάπη στο ελληνικό σινεμά και δεδομένου ότι η Χαμένη Λεωφόρος ανέδειξε μια σειρά από κινηματογραφικές ανάγκες, πώς θα βλέπατε να συνεχιζόταν η δουλειά που κάνατε ενταγμένη πλέον στα πλαίσια μιας ρεαλιστικής ή φαντασιωτικής σοβαρής κινηματογραφικής πολιτικής;

E: Φαντασιωτικά είναι πολύ απλά τα πράγματα: ψηφιοποίηση, αποκατάσταση, προσβασιμότητα, καταλογογράφηση. 

Γ: Να πάρεις τις ταινίες και ουσιαστικά να τις πακετάρεις από τρεις πλευρές: DCP για φεστιβάλ, Blu-Ray και κάποιου είδους πλατφόρμα VOD. Αυτά ήταν, είναι, και θα είναι.

Ε: Κάτι απλό θα πω. Η Αμερική έχει τόσα φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου. Ήρθαμε σε επαφή μαζί τους και όλα θέλουν να παίξουν αυτές τις ταινίες. Κι είναι και το θέμα της ελληνικής επαρχίας που έχει μεγάλη ανάγκη από ένα τέτοιο προσβάσιμο υλικό.

Γ: Κι όταν λέμε για restoration δε μιλάμε απλά για ψηφιοποίηση. Πρέπει να σεβαστείς την εικόνα της κόπιας της ταινίας, την αρχική πρόθεση του σκηνοθέτη που πιθανόν να μην είναι πια ζωντανός. Να διορθώσεις με τρόπο σύγχρονο την φθορά, από τον χρόνο, των υλικών.

Ας πούμε λίγο για τον φετινό κύκλο, την σούμα που είπατε. Το είδατε πιο σφαιρικά αυτή την φορά. Είχατε μια έκθεση αφίσας κι είχατε κι ένα βιβλίο, το οποίο το δούλεψε κυρίως η Αφροδίτη.

ΑΦ: Νομίζω ότι με το βιβλίο δόθηκε μια επιπλέον διάσταση, που αφορούσε τη σύνδεση αυτού του ελληνικού κινηματογράφου με τις νεότερες γενιές συγγραφέων – όχι μόνο κινηματογραφιστών. Αυτό ήταν το κόνσεπτ. Να ενισχυθεί η αντίληψη που έχουμε για το σινεμά ως τέχνη που βρίσκεται σε διάλογο με τις άλλες τέχνες. Επίσης, το βιβλίο είναι κάτι που μένει. Όλα τα υπόλοιπα που έκανε η Χαμένη Λεωφόρος έχουν κάτι το εφήμερο. Το βιβλίο είναι το ίχνος, το αποτύπωμα αυτής της εφήμερης διαδικασίας και της ατμόσφαιρας. Δεν αποτυπώνει τις ταινίες, αποτυπώνει το event.

Γ: Κι αν βλέπαμε μπροστά μας και μια κασετίνα με δέκα ταινίες της Λεωφόρου, θα νιώθαμε πλέον ότι αυτό το πράγμα τελειώνει, κλείνει.

Είναι σημαντικό αυτό με την ατμόσφαιρα, κι αφήνει ένα απόθεμα πίσω του. Ας πούμε, αυτό που ένιωσα εγώ έντονα με την Λεωφόρο είναι το πώς εντάχθηκε στην αθηναϊκή νύχτα. Είχε κάτι αυθεντικά μητροπολιτικό όλο το event κι η αισθητική του.

ΑΦ: Ναι, είναι σημαντικό αυτό. Είναι αυτή η επαναδιεκδίκηση του κέντρου και των στοών που αποτελούν μια κατεξοχήν μητροπολιτική συνθήκη. Δηλαδή η στοά γέμισε κόσμο, φωνές και μουσικές. 

Ε: Ήταν ένα meeting point. 

Γ: Σίγουρα ήταν μια αθηναϊκή εμπειρία γιατί είμαστε από εδώ κι αυτό μπορούμε να προσφέρουμε. Κι εδώ κολλάει πάλι αυτό που λέγαμε πριν με τη σοβαροφάνεια. Δηλαδή μπορεί να δεις μια πραγματικά δύσκολη ταινία και μετά να βγεις έξω και να χορέψεις. 

Ένα πολύ αθηναϊκό πράμα για να κάνει κανείς ούτως ή άλλως…

Γ: Δεν ξέρω αν είναι αθηναϊκό, αλλά μητροπολιτικό είναι σίγουρα.

Ε: Μέχρι νταούλια και κλαρίνα φέραμε μετά την προβολή του Έρωτας στη Χουρμαδιά!

Γ: Εμένα πάντα με συγκινούν οι άνθρωποι που έρχονται μόνοι τους. Όχι απαραίτητα επειδή δεν έχουν φίλους,  αλλά γιατί νιώθουν οικεία μέσα σ’ αυτό το πράγμα. Γιατί θα βρούνε εδώ ο ένας τον άλλον και παρέα θα ζήσουν μέσα στις ταινίες. Μπορεί να μη γνωριστούνε πραγματικά αλλά κάτι όμορφο θα πάρουν πίσω στο σπίτι μαζί τους. Όπως όταν χορεύεις μόνος στα σκοτεινά κλαμπ καταγώγια της πόλης, μαζί με τους άλλους αλλά και χώρια.

Θέλω να ρωτήσω κάτι διπλό που απευθύνεται περισσότερο στους τρεις από εσάς που είστε και κινηματογραφιστές ταυτόχρονα. Το πρώτο σκέλος αφορά το πώς ανασυγκροτήσατε εσείς τη δική σας γενεαλογία στο ελληνικό σινεμά μέσα από τη Λεωφόρο. Και το δεύτερο αφορά το αν αυτή η διαδικασία άλλαξε το πώς βλέπετε το σινεμά από εδώ και πέρα.

ΑΛ: Καλή ερώτηση, δύσκολη απάντηση…

Γ: Είναι μια τόσο μακροχρόνια διαδικασία το να φτιάχνεις ταινίες που την επηρεάζουν τα χρόνια που περνάνε και τα όσα συμβαίνουν στο ενδιάμεσο.

Ε: Εμένα με επηρέασε πάρα πολύ αυτό το πράγμα σε ένα συναισθηματικό επίπεδο και με προσγείωσε με έναν τρόπο. Όλη αυτή η συναναστροφή με τόσους σκηνοθέτες προηγούμενων γενεών μου δημιούργησε ένα βαθύ υπαρξιακό παραλήρημα. Με έκανε να θέσω ξανά στον εαυτό μου το ερώτημα γιατί θέλω να ασχοληθώ με το σινεμά, γιατί θέλω να κάνω σινεμά. Και μ’ οδήγησε επίσης στο να μετριάσω πολύ την όποια ματαιοδοξία μου. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, σίγουρα βρήκα κινηματογραφικές συγγένειες και πράγματα που με ενθουσίασαν. Ένιωσα μια ταύτιση με κάποιους από τους δημιουργούς.

Γ: Βλέπεις έναν κύκλο δημιουργίας στους περισσότερους σκηνοθέτες και το απογοητευτικό είναι ότι αυτός ο κύκλος δημιουργίας τους στην Ελλάδα υπήρξε σύντομος. Υπαρξιακά, ας πούμε, ταυτίζεσαι απόλυτα με τη δυσκολία να κάνουν το ντεμπούτο τους και το θαυμάζεις. Μετά με μια πικρία διαπιστώνεις ότι το ντεμπούτο τους είναι μάλλον καλύτερο από πολλές απ’ τις ταινίες που έπονται. Και, πριν ανοιγοκλείσεις τα μάτια, έχει κλείσει ο κύκλος τους. Είναι κάτι που σε βάζει σε σκέψεις για τη ντόπια βιομηχανία / βιοτεχνία, για τον εαυτό σου, για το πού βρίσκεσαι. Η αλήθεια είναι ότι θα έπρεπε να κάνουμε πολύ πιο συχνά ταινίες, με κάθε τρόπο.

ΑΛ: Συνειδητοποιείς βασικά ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα. Σ’ αυτή τη χώρα δυστυχώς πάντα ήταν τρομακτικά δύσκολο να κάνεις ταινίες. Γι’ αυτο και βλέπεις ανθρώπους εξαιρετικά ταλαντούχους που κάνανε 1 ή 2 ταινίες και μετά δε μπόρεσαν, κουράστηκαν, σταμάτησαν, απογοητεύτηκαν. Δεν έχει αλλάξει κάτι σήμερα στην ελληνική πραγματικότητα, οπότε αυτό σίγουρα σε προβληματίζει. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, εγώ μ’ αυτές τις ταινίες μεγάλωσα. Τις έβλεπα από έφηβος και μ’ είχανε ήδη επηρεάσει σαν θεατή και σαν άνθρωπο – και μ’ έναν τρόπο περίεργο έχουν επηρεάσει τη δουλειά σου χωρίς καν να το συνειδητοποιείς. Σε κάνει εν τέλει να σκεφτείς πώς στέκεται μια ταινία κι ένας δημιουργός μέσα στον χρόνο. Κι αρχίζει να σε απασχολεί κι αυτό καλλιτεχνικά.

Κλείνοντας σιγά σιγά, ποιες ταινίες έχετε σαν απωθημένο που δε μπορέσατε να παίξετε;

Γ: Τον Ντανίλο Τρέλες, την Καρκαλού και γενικά τις ταινίες του Τορνέ .

ΑΛ: Υπήρχαν και ταινίες που δεν βρήκαμε κόπιες.

Γ: Όπως τον Εφιάλτη του Ερρίκου Ανδρέου που θέλαμε πάρα πολύ να τον παίξουμε αλλά δεν καταφέραμε να τον βρούμε. Ή τους Παράνομους του Κούνδουρου και διάφορες χαμένες ταινίες της δεκαετίας του ‘50, πχ την πρώτη ταινία του Κώστα Μανουσάκη, το Έρωτας στους Αμμόλοφους.

ΑΦ: Ή την Έβδομη Μέρα της Δημιουργίας που μ’ αρέσει πάρα πολύ.

Ε: Πάντως από άποψη δικαιωμάτων μόνο με τον Τορνέ είχαμε πρόβλημα. Οι άλλες ήταν λόγω μη εύρεσης υλικών προβολής.

Τελευταία ερώτηση: θέλω να μου πείτε ποια ήταν η αγαπημένη σας προβολή αυτά τα τρία χρόνια. Όχι ταινία. Προβολή, ως συνολική εμπειρία.

Ε: Εγώ την έχω έτοιμη. Να την πω; Νομίζω ήταν 9 Γενάρη του ‘17, ήταν στο πλαίσιο του κύκλου Ξοδεμένα ‘80 κι έξω χιόνιζε. Στα Παιδιά του Κρόνου και τον Λιποτάκτη έγινε το αδιαχώρητο. Ήταν η δεύτερη προβολή της Λεωφόρου κι ήταν μαγικά.

Γ: Κι εγώ σίγουρα αυτή, αλλά κι η πρώτη προβολή του Oh Babylon. Ήταν μεταμεσονύχτια κι ήταν συγκινητική γιατί είναι μια απόλυτα παρεξηγημένη ταινία που κάπως δικαιώθηκε με κάποιον τρόπο. 

ΑΦ: Κι εμένα αυτή ήταν η αγαπημένη μου προβολή. Ήταν και απόκριες, μετά είχε πάρτι…

ΑΛ: Για μένα η πιο σημαντική ήταν η πρώτη μέρα, γιατί είχαμε όλοι αγωνία τι θα γίνει, αν θα έρθει κανένας άνθρωπος κλπ. Είχαν έρθει φίλοι μας που κι αυτοί δεν ήξεραν τι θα δούνε γιατί είχαμε διαλέξει αρκετά άγνωστες ταινίες – Υπόγεια Διαδρομή, Δι’ Ασήμαντον Αφορμή και Κιέριον. Κι ήρθε πολύς κόσμος τελικά. Ήταν υπέροχα και συγκινητικά με έναν τρόπο, αφού ήταν εκεί κι οι ίδιοι οι δημιουργοί που είχαν πολλά χρόνια να δούνε τις ταινίες τους στο σινεμά.

Αφού φτάσαμε ως εδώ, πείτε μου για φινάλε και ποια είναι η αγαπημένη σας ελληνική ταινία, γενικά, απ’ όλες.

Γ: Εμένα τρεις είναι οι αγαπημένες μου: Singapore Sling, Γλυκιά Συμμορία και Καρκαλού.

ΑΦ: Κι εγώ θα πω τα Κουρέλια. Πολύς Νικολαΐδης στην παρέα όπως καταλαβαίνεις…

Ε: Εγώ έχω πληρωμένη απάντηση, έχω αποφασίσει ότι θα απαντάω έτσι όταν μου κάνουν αυτήν την ερώτηση επειδή είναι μια ταινία που με συγκίνησε πολύ όταν την πρωτοείδα: το Ταξίδι του Μέλιτος του Πανουσόπουλου.

ΑΛ: Εγώ θα πω το εξής αληθινό παρόλο που μπορεί να ακουστεί λίγο διπλωματικό. Σαν έφηβος και σαν θεατής μεγάλωσα αγαπώντας τις πρώτες ταινίες του Παναγιωτόπουλου και του Νικολαΐδη. Με βοήθησαν να αγαπήσω το σινεμά. Τα τελευταία χρόνια όμως μου αρέσει να αναφέρω συνεχώς μια ταινία που είναι απ’ τις αγαπημένες μου κι είναι ένας δρόμος που το ελληνικό σινεμά δυστυχώς δεν ακολούθησε ποτέ: ο Φόβος του Κώστα Μανουσάκη.

Best of internet