Quantcast

Το Captain Marvel πουλάει τόση 90s νοσταλγία που θα ‘θελε να παίζει Κυριακή μεσημέρι στο Mega

Εξοργίζοντας στο μεταξύ μερικούς ευερέθιστους άνδρες nerds

Ας ξεκινήσουμε με δύο αυταπόδεικτες αλήθειες που έχουν ενταθεί σε ισχύ τα τελευταία χρόνια όσον αφορά τη δημόσια σφαίρα της pop κουλτούρας. Πρώτον, γνωρίζουμε καλά ότι οι άνδρες nerds έχουν μια τάση να περιφρουρούν την nerdoσύνη τους και τα σημεία αναφοράς της απέναντι στην εισβολή του Άλλου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ξενερώνουν τη ζωή τους με πράγματα όπως: οι γυναίκες superheroes, οι μαύροι stormtroopers κι άλλα τέτοια απειλητικά πράγματα για τα αντικείμενα της απόλαυσής τους. Δεύτερον, και σε βαθιά συσχέτιση με το πρώτο, γνωρίζουμε καλά ότι το internet πέρα από ένα μαγικό μέρος όπου μπορείς να αποφύγεις τις ευθύνες της ενήλικης ζωής φτιάχνοντας memes, είναι επίσης κι ένας βόθρος ρατσισμού, σεξισμού και online παρενόχλησης. Καθόλου τυχαία, ο διαδικτυακός alt-right όχλος πολύ συχνά επιλέγει την online υστερία προκειμένου να μεταθέσει δεξιότερα την δημόσια σφαίρα της pop κουλτούρας, επιλέγοντάς για στόχους του συχνότατα αυτά που αντιλαμβάνεται ως σύμβολα της «δικτατορίας της πολιτικής ορθότητας» (sic). Το είδαμε πρόσφατα με το Star Wars, το είδαμε επίσης και με το Guardians of the Galaxy, μεταξύ πολλών άλλων.

Ε, όσο να πεις, το γεγονός ότι η Marvel θα κυκλοφορούσε την πρώτη ταινία του MCU με γυναίκα υπερηρωίδα πρωταγωνίστρια, σε συνδυασμό με το ότι η ηθοποιός που την υποδύεται έχει φεμινιστικές απόψεις και τις εκφράζει ανοιχτά, τρίγκαρε τα ούτως ή άλλως ευαίσθητα συναισθήματα αυτού του διαδικτυακού όχλου, οδηγώντας τον στο να εξαπολύσει μια μεγα-καμπάνια εναντίον της Captain Marvel και της Brie Larson κατά την τελευταία βδομάδα που η ταινία κυκλοφόρησε στις αίθουσες. Παρόλα αυτά, θα τολμήσουμε να πούμε ότι το κόλπο δεν έπιασε, με την ταινία να σπάει ταμεία: μέσα στο πρώτο σαββατοκύριακο κυκλοφορίας της, η Captain Marvel μάζεψε 456 εκ. δολάρια, πετυχαίνοντας το 6ο μεγαλύτερο κινηματογραφικό άνοιγμα όλων των εποχών – σε απόλυτα νούμερα φυσικά. Ως γνωστόν, δεν υπάρχει αρνητική διαφήμιση.

Όπως και να ‘χει, η Captain Marvel είχε δύο πολύ δυνατά selling points που θα την έκαναν έτσι κι αλλιώς μια μεγάλη εμπορική επιτυχία. Πρώτον, είναι η τελευταία ταινία – κι άρα η ντε φάκτο γέφυρα – πριν το Avengers: Endgame που θα ολοκληρώσει αυτό που άφησε στη μέση το Infinity War. Δεύτερον, είναι η πρώτη ταινία του MCU με γυναίκα πρωταγωνίστρια, έπειτα από 20τόσα φιλμ τα τελευταία 11 χρόνια. Κι ενώ σίγουρα έχουμε δει εδώ και μπόλικα χρόνια female-led υπερηρωικές αφηγήσεις από τη Marvel και την DC στο σινεμά (Supergirl, Catwoman, Elektra, Wonder Woman) και την τηλεόραση (Wonder Woman, Birds of Prey, Jessica Jones, Supergirl), το γεγονός ότι αυτό θα συνέβαινε για πρώτη φορά στη μεγαμηχανή των Marvel/Disney είχε από μόνο του ένα έξτρα βάρος. Απ’ ό,τι φαίνεται, δυστυχώς, το στούντιο ασχολήθηκε περισσότερο μ’ αυτό το βάρος παρά με το να φτιάξει μια καλή superhero ταινία.

Η ταινία των Anna Boden και Ryan Fleck, λοιπόν, δηλαδή του διδύμου που μας έχει δώσει στο παρελθόν χλιαρές πλην καλοδεχούμενες ταινίες σαν το Half Nelson και το Sugar, τοποθετείται στα 90s, όταν η Carol Danvers μετατρέπεται σε Captain Marvel κατά τη διάρκεια ενός γαλαξιακού μπιλμπάο μεταξύ εξωγήινων φυλών που μεταφέρεται στη Γη. Χοντρικά, η ταινία βασίζεται πάνω στο κλασικό 70s storyline του πολέμου ανάμεσα σε Kree και Skrull, αλλά προφανώς το βασικό της μέλημα είναι να αποτελέσει ένα origin story της ηρωίδας και μια πάσα στο Endgame. Κι ενώ αναμενόταν ούτως ή άλλως πως το δεύτερο θα αποτελέσει ένα από τα αδύναμα στοιχεία της ταινίας, το Captain Marvel κατά την αρχή του λειτουργεί εντυπωσιακά καλά ως origin story, αφού μας δίνει το απαραίτητο backstory της Carol Danvers με μια ιδιαιτέρως ευρηματική σκηνή θραυσματικών αναμνήσεων α-λα Eternal Sunshine of the Spotless Mind. Από εκεί και μετά, όμως, κατήφορος.

Παρόλο που η λατρεία του λαού προς τους Guardians of the Galaxy θα έπρεπε να ωθήσει την Marvel ακόμα περισσότερο στο να εξερευνήσει την αλλόκοτη, εξωφρενική, cosmic πλευρά του MCU (με την Captain Marvel να είναι ιδανικό όχημα για κάτι τέτοιο), η ταινία ρίχνει μια βαριά κι ασήκωτη άγκυρα στα αμερικάνικα 90s και δε λέει να το κουνήσει ούτε χιλιοστό από εκεί. ΟΚ, ούτως ή άλλως περνάμε μια φάση στην μαζική κουλτούρα όπου η pop νοσταλγία είναι ένα νόμισμα που εξαργυρώνεται πολύ πιο συχνά απ’ όσο έχουμε ανάγκη, αλλά η Captain Marvel το ξετίναξε σε βαθμό εξοργιστικό. Για την ακρίβεια, τόσο φορτικό, μπουχτιστικό και επιφανειακό πόλεμο νοσταλγικών σημείων αναφοράς είχαμε να δούμε από το Ready Player One του Steven Spielberg. Γιατί, ναι, το Captain Marvel μας βομβαρδίζει με τόσα πολλά αδιαφοροποίητα και άδεια references που το πράγμα οδηγείται πια σε ένα αφόρητο randomness όπου όλα έχουν θέση αλλά τίποτα δεν έχει σημασία. Σε αντίθεση με πρόσφατες pop ταινίες σαν το Mid90s του Jonah Hill ή το Lady Bird της Greta Gerwig που ψάχνουν ένα αυθεντικό προσωπικό και συλλογικό συναίσθημα μέσα στη νοσταλγία, το Captain Marvel φαντασιώνεται μια τελείως ψεύτικη εκδοχή των 90s που μοιάζει σα να υπήρξε αποκλειστικά μέσα στις χολιγουντιανές ταινίες της εποχής. Ε, κάπου ανάμεσα στα απανωτά τραγούδια Nirvana ή TLC, τα grunge πουκάμισα, τις μπλούζες Nine Inch Nails και τις παύσεις για αστείες γκριμάτσες ανάμεσα στα κλωτσομπουνίδια (ναι), μπουχτίσαμε.

Ακόμα κι αν ξεπεράσουμε το nostalgia-exploitation, όμως, το Captain Marvel δυσκολεύεται αρκετά να σταθεί σαν ταινία δράσης με στοιχειώδη συνοχή και λογική. Με το ύφος της ταινίας να βρίσκεται σε διαρκή σύγχυση, το πράμα άλλοτε γίνεται buddy comedy (με τον Samuel L. Jackson να μοιάζει τρομακτικά ψεύτικος λόγω ψηφιακού de-aging), άλλοτε οικογενειακό δράμα, άλλοτε διαστημικό war film κι άλλοτε girl power αφήγηση (με τον κλασικό corporate τρόπο που συνηθίζει το Χόλιγουντ). Το αποτέλεσμα, βέβαια, είναι να έχεις διαδοχικές σκηνές με ελάχιστη επαφή μεταξύ τους από πλευράς γραφής και τόνου, αλλά και μια διάχυτη αίσθηση ασοβαρότητας που στερεί από την ταινία τόσο τον κωμικό όσο και τον δραματικό της χαρακτήρα. Παράλληλα, αφού η Captain Marvel προαλείφεται σαφώς ως ηρωίδα αντάξια ενός Thanos εν όψει Endgame, η ένταση και τo επίδικο της δικής της ταινίας δεν θα μπορούσε να βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο. Και τέλος, τίποτα δεν δένει το γλυκό μιας τέτοιας ταινίας καλύτερα από μια γερή τζούρα πατροπαράδοτου στρατόκαυλου αμερικάνικου πατριωτισμού.

Για να είμαστε σαφής: έχουμε δει πολύ καλύτερες superhero ταινίες, κι έχουμε δει και πολύ (πολύ) χειρότερες superhero ταινίες. To Captain Marvel είναι μια μέτρια ταινία – αλλά κυρίως είναι μέτρια με τρόπο αρκετά επιθετικό. Δεν είναι ότι η ταινία δεν έχει ευχάριστες στιγμές. Έχει – κι έχει επίσης το καλύτερο γατί που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στο σινεμά. Όπως και να το κάνεις, είναι προχώρημα που οι μέτριες ταινίες της Marvel είναι πλέον έτσι κι όχι όπως, ας πούμε, το Thor: The Dark World. Δηλαδή, τουλάχιστον, σε κρατάνε εντός της αίθουσες και δεν σε κάνουν να φεύγεις τρέχοντας. Αλλά, παρόλο που τα ψηφιακά δάκρυα του online όχλου είναι αδιαμφισβήτητα γλυκά, το Captain Marvel αποτυγχάνει τόσο σαν superhero ταινία γενικά όσο και σαν γυναικεία superhero ταινία ειδικά.

Best of internet