Quantcast

Ο Σταύρος Τσιώλης δεν είναι οι ήρωές του, αλλά θα το ‘θελε πολύ

Μιλήσαμε μαζί του με αφορμή τη νέα του ταινία, Γυναίκες που Περάσατε από Εδώ, κι η χαρά μας ήταν μεγάλη

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

13 Δεκεμβρίου 2018

Μου είναι κάπως δύσκολο να γράψω για τον Σταύρο Τσιώλη. Ναι, έχω δει 30 φορές το Ας Περιμένουν οι Γυναίκες. Ναι, το ξέρω ολόκληρο απ’ έξω. Όπως και μπόλικοι ακόμα που κινούνται πέριξ των 30 ετών, είμαι στην γενιά που ανακάλυψε τον Τσιώλη μετά το Φτάσαμε του 2004, κι η θέαση του Ας Περιμένουν οι Γυναίκες ήταν μια διαβατήρια τελετή προς έναν καινούριο (για εμάς) κινηματογραφικό και (υπο)πολιτισμικό κόσμο. Μπορεί η λέξη καλτ να έχει γνωρίσει μεγάλες στιγμές κατάχρησης, αλλά εδώ έχει ισχύ πραγματική – όσο ελάχιστα άλλα πράγματα στην πρόσφατη ιστορία της ντόπιας pop δημόσιας σφαίρας. Ήταν μια λατρευτική διαδικασία που κινούταν από στόμα σε στόμα, από πισί σε πισί.

Μετά, βέβαια, άρχισα να ανακαλύπτω τις υπόλοιπες ταινίες του Τσιώλη – και κατάλαβα βαθιά μέσα μου ότι πρόκειται για έναν αληθινά σπουδαίο δημιουργό, πιο σπουδαίο απ’ όσο υπονοούσε εκείνη η ταινία. Για την ακρίβεια, πρόκειται για έναν από τους λίγους του ελληνικού σινεμά (υπήρξαν κι άλλοι, ευτυχώς) που κατάφεραν να φτιάξουν έναν τόσο λαϊκό και πνευματικό κινηματογράφο, αποτυπώνοντας μια μικρο-εθνική εμπειρία που χορεύει παιχνιδιάρικα πάνω στον αέρα που φυσάει ανάμεσα στα ερείπια του 20ού αιώνα. Από τα νουάρ κοινωνικά μελοδράματα των 60s και των 70s μέχρι την επιστροφή του στο σινεμά μια δεκαετία αργότερα με τις ταινίες που τον καθιέρωσαν σαν έναν δημιουργό με ασυναγώνιστα προσωπικό ύφος, ο Τσιώλης μεταχειρίστηκε την περιπλανώμενη λαϊκότητα με τον πιο ποιητικό κι υπερβατικό τρόπο που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς – με τόνους ευαισθησίας κι ούτε ένα γραμμάριο κυνισμού.

Το 2004, λοιπόν, που τον ανακαλύπταμε εμείς, ο Σταύρος Τσιώλης εγκατέλειπε το σινεμά για δεύτερη φορά στη ζωή του. Η ιντερνετική κουλτούρα μετέτρεψε τις καλτ ατάκες του σε memes που γίνονται viral, κι η λατρεία του Ας Περιμένουν οι Γυναίκες πήρε σχεδόν μορφή οργανωμένης θρησκείας. Στο μεταξύ, όμως, ο Τσιώλης για μια δεκαετία στράφηκε στο θέατρο, μέχρι που το 2015 ανακοινώνει πως πρόκειται να γυρίσει άλλη μία ταινία. Ο τίτλος της είναι Γυναίκες που Περάσατε από Εδώ και αποτελεί το τρίτο και τελευταίο μέρος της χαλαρής τριλογίας που ξεκίνησε το 1992 με το Παρακαλώ Γυναίκες Μην Κλαίτε (από κοινού με τον Χρήστο Βακαλόπουλο) και συνεχίστηκε το 1998 με το Ας Περιμένουν οι Γυναίκες. Δύο χρόνια αργότερα, το 2017, το Γυναίκες που Περάσατε από Εδώ κάνει την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κι οι υπόλοιποι περιμένουμε.

Και σήμερα, κυριολεκτικά, η ταινία αυτή βγαίνει επιτέλους στις κινηματογραφικές αίθουσες. Η νέα ταινία του Τσιώλη έχει στο επίκεντρό της δύο φτωχοδιάβολους, τον Ερρίκο Λίτση και τον Κωνσταντίνο Τζούμα, που κρατάνε τσίλιες για μια πολεοδομική κομπίνα, καθώς οι άνθρωποι κι οι ιστορίες τους παρελαύνουν από μπροστά τους και μοιράζονται ένα κομμάτι από τον εαυτό τους, συνδεόμενοι έτσι με το μεγάλο μουτζουρωμένο κείμενο της ζωής στην πόλη. Εδώ, σε αντίθεση με τις προηγούμενες δύο ταινίες των Γυναικών, οι πρωταγωνιστές του Τσιώλη εμφανίζονται σαν δύο ιδιότυποι μπεκετικοί ήρωες που επιθυμούν να συνδεθούν με το παράξενο ανθρώπινο δράμα κάνοντας κάτι πολύ απλό: ακούγοντας. Κρατώντας τα αυτιά τους ανοιχτά με ευαισθησία και κατανόηση προς τους ανθρώπους που διηγούνται τις ιστορίες τους. Και για πρώτη φορά, οι γυναίκες του Τσιώλη (η Ελένη Ουζουνίδου, η Κωνσταντία Τάκαλου, η Ελλη Τρίγγου, η Ρόζα Προδρόμου) μιλάνε με τους δικούς τους όρους κι οι ιστορίες τους άλλοτε τραβάνε γενναία προς την απελευθέρωση κι άλλοτε συμφιλιώνονται μελαγχολικά με την παραίτηση. Αυτήν την φορά, όμως, ο τίτλος δεν τους προτρέπει να κάνουν κάτι. Το κάνουν μόνες τους.

Έτσι, καθώς πλησίαζαν οι μέρες που θα μιλούσαμε με τον Σταύρο Τσιώλη, όλα αυτά βάθαιναν περισσότερο την συγκίνηση και το άγχος. Ελάχιστη σημασία είχε, όμως, γιατί από το πρώτο δευτερόλεπτο η ζεστασιά της γνωριμίας με τον Τσιώλη ήταν τέτοια που η χαρά μας πλημμύρισε τις σελίδες με τις καταγεγραμμένες σημειώσεις. Για την επόμενη μία ώρα περίπου, λοιπόν, μιλήσαμε μαζί για κάμποσα πράγματα. Για τις φορές που εγκατέλειψε το σινεμά. Για τους γυναικείους χαρακτήρες του. Για την κινηματογραφική ευαισθησία. Για τις ατάκες. Για τον δρόμο. Αυτή εδώ ήταν η συζήτησή μας, ελπίζουμε να σας αρέσει.

Είναι η πρώτη ταινία που κάνετε από το 2004 και μετά. Πώς νιώσατε επιστρέφοντας στην κάμερα; Τι σήμανε για σας αυτή η επιστροφή;

Κοίταξε να δεις. Απογοητεύτηκα μετά το Φτάσαμε. Περιέργως έχει κι αυτό θαυμαστές, αλλά εγώ είχα απογοητευτεί και τον εγκατέλειψα για δεύτερη φορά τον κινηματογράφο. Τώρα τι να σου πω, ξαναέρχεται η νοσταλγία. Άμα έχεις αγαπήσει πολύ, μπορεί να χωρίσεις και για δύο χρόνια να είσαι μια χαρά – να τιτιβίζεις από ‘δώ, να πηγαίνεις από ‘κεί – και μετά έρχεται μια νύχτα και ξανάρχεται στο μυαλό, και την πατάς. Ο κινηματογράφος δεν ξεχνιέται μανάρι μου, έρχεται μια στιγμή και ξαναγεμίζεις μέσα σου, και θες κάτι να πεις – και πώς να το πεις; Δεν έχεις άλλο τρόπο. Ο καθένας έχει έναν τρόπο. Είτε έχει τους φίλους του, είτε έχει μια γυναίκα με την οποία συζητάει τα πάντα, ή με τον πατέρα του, ή με τον Θεό – δεν ξέρω. Πολλές τρέλες. Εμείς τα συζητάμε με τον κινηματογράφο. Όλα τα βλέπουμε σαν εικόνα.

Όταν ένιωσα την ανάγκη να κάνω ξανά μια ταινία, δεν υπήρχαν λεφτά. Ούτε πια ήθελα να πάω στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, γιατί είχα δηλώσει ένα χρόνο πιο πριν ότι αν πάω στο Κέντρο και μου δώσει λεφτά, στερώ τη δυνατότητα από ένα νέο παιδί να κάνει την πρώτη του ταινία. Το Κέντρο να χρηματοδοτεί τα νέα παιδιά, να μας αφήσει ήσυχους εμάς. Έχει τελειώσει πια η ζωή και το έργο μας. Ο κ. Κωνσταντακόπουλος της Faliro House, που είναι ένα συγκλονιστικό πρόσωπο, είπε “θέλω μια ταινία”. Ψιλοέφτιαχνα ένα κείμενο για θεατρικό εγώ, και δεν είχα τίποτα άλλο. Στρώθηκα σε ένα σενάριο, του το πήγα και μου λέει “ξεκινάμε”. Ε, κι εγώ δε μπορούσα να του πω “δεν ξεκινάω”. Ύστερα μετάνιωσα, δεν ήθελα να ξεκινήσω. Αλλά ξεκινήσαμε. Βρήκαμε τον Τζούμα και τον Λίτση, βρήκαμε και τα κορίτσια – μετά δεν κάνεις πίσω. Με φόβο ξεκίνησα. Γι’ αυτό κι η ταινία έχει κάτι φοβισμένο. Αλλά με τον ίδιο σεβασμό και με το ίδιο δέος απέναντι στον κινηματογράφο. Σήμερα κλείνω 62 χρόνια στο σινεμά. Όταν έχεις την ανάγκη κάτι να πεις, να νικήσεις τη μοναξιά, να νικήσεις την απομόνωση, έρχεται ξανά ο κινηματογράφος σου λέει: εδώ είμαι, έλα.

Άρα γύρισε αυτός σ’ εσάς, κι όχι εσείς σ’ αυτόν…

Ναι! Αυτός γύρισε σ’ εμένα. Κι αυτό είναι κάτι που δεν σ’ αφήνει να ησυχάσεις. Ξαναγυρνάει. Είναι άτιμο πράγμα. Γιατί ήταν η δεύτερη φορά που την πάταγα. Έφυγα το ‘70 από τον Φίνο και το ‘85 ξαναγύρισα. Δε γινότανε αλλιώς…

Στο δεύτερο κενό, ασχοληθήκατε πολύ με το θέατρο. Τι ανάγκη σας κάλυψε αυτό;

Ένα μέρος. Απαντάω με μια ωμότητα. Ένα μέρος. Αλλά δεν είναι το θέατρο η δουλειά μου, παρ’ όλη την αγάπη μου και παρόλο που ένιωσα πολύ όμορφα, γιατί χαιρόμουνα τις πρόβες. Πήγαινα και καθόμουν κάπου μακριά κι έβλεπα την προσπάθεια των ηθοποιών να προχωρήσουνε και καταχαιρόμουνα. Ναι, μ’ άρεσε. Ήταν πολύ ωραίο αυτό. Αλλά μέχρι εκεί. Ο πόνος είναι αλλού. Το θέατρο είναι πολύ μεγάλη τέχνη. Αιώνια. Αλλά εμείς τον κινηματογράφο γνωρίσαμε, αυτός είναι ο φίλος μας, αυτή είναι η αγάπη μας. Αυτή είναι η έκφρασή μας.

Στο πρώτο σας κενό, όμως, δεν πήγατε στο θέατρο. Τι διέξοδο βρήκατε τότε;

Όχι, δεν πήγα. Δεν το ήξερα το θέατρο τότε. Αγαπούσα τις παραστάσεις, είχα δει έργα, αλλά δεν είχα επικοινωνήσει ακόμα με τον Τένεσι Ουίλιαμς ή με τον Τσέχωφ σε βάθος. Οπότε τι έκανα; Έκανα πάλι κινηματογράφο, αλλά με άλλο τρόπο. Έγινα πλασιέ ειδών λαϊκής τέχνης. Γύρναγα σ’ όλη την Ελλάδα και πούλαγα ταπεινά πράγματα. Κουκουβάγιες με σμάλτο, ανοιχτηράκια, πιατάκια διακοσμητικά. Έπαιρνα παραγγελίες, είχα πελάτες. Και μ’ ευχαριστούσε πάρα πολύ ο τρόπος που τους έπειθα. Έβγαλα μερικά λεφτάκια, τα οποία σιγά σιγά μάζευα, κι έτσι κάναμε μαζί με τον Γιώργο τον Αρβανίτη την πρώτη ταινία της επιστροφής, το Μια Τόσο Μακρινή Απουσία. Ο Γιώργος έβαλε το συνεργείο, τις μηχανές, όλα αυτά τα πράγματα. Κι εγώ έβαλα τα μετρητά που είχα και κάναμε την ταινία.

Πήγα και στο Άγιο Όρος και προσπάθησα να γίνω αγιογράφος. Δεν τα κατάφερα όμως, γιατί δεν έχω ταλέντο στη ζωγραφική. Με επηρέασε αυτό στον κινηματογράφο. Το να φέρνεις το πνευματικό κομμάτι μπροστά. Το ανακάλυψα μετά στον Dreyer, στον Bresson, στον Ozu. Ο κινηματογράφος είναι μια συμπύκνωση εμπειριών. Αυτές οι εμπειρίες αργά ή γρήγορα θα σε βοηθήσουνε να δεις την εικόνα. Εγώ παρ’ όλες τις φοβερές εμπειρίες και εικόνες, αγαπάω και πιστεύω ότι είναι αληθινός ένας μινιμαλιστικός κινηματογράφος. Όσο μπορείς πιο αληθινά και πιο ταπεινά.

Άρα την πρώτη φορά το σινεμά επέστρεψε σε σας με έναν πιο πνευματικό τρόπο.

Ναι, γιατί τότε ήμουνα πιο νέος κι έψαχνα να βρω τι σημαίνει βαθύτερα ο κινηματογράφος – και τι σημαίνει ο ίδιος και τι σημαίνει για μένα. Έψαξα. Αυτήν την δεύτερη φορά που έφυγα από απογοήτευση, δεν έψαξα. Είναι σαν ένας γέρος πια άνθρωπος, ηλικιωμένος, που μένει στις εμπειρίες του κι έρχονται οι αναμνήσεις και τον πνίγουνε. Και λέει: “Να ξαναπάω ρε παιδί μου σε εκείνο το μέρος, να το ξαναδώ”. Με τρομερή συγκίνηση.

Και τώρα γυρίσατε ξανά με μια ταινία που έχει για τρίτη φορά την λέξη “Γυναίκες” στον τίτλο. Πιστεύετε ότι πρόκειται ουσιαστικά για τριλογία;

Όλες σου οι ερωτήσεις έχουνε ένα καρφί μέσα. Είναι ωραίο αυτό.

Άμα σας αρέσει, τότε χαίρομαι κι εγώ.

Ναι, μ’ αρέσει! Λοιπόν, οι δύο προηγούμενες ταινίες της τριλογίας είναι άντρες. Οι γυναίκες υπάρχουν, αλλά χωρίς να φαίνονται. Καθορίζουνε σχεδόν τη ζωή των ανδρών. Η παρουσία τους στοιχειώνει τις ταινίες. Εδώ τώρα, με την ωριμότητα των 78 χρονών που ήμουν όταν το έγραφα, λέω “δε γίνεται να μην τις δω”. Οπότε έχουμε γυναίκες που περνάνε.

Νιώθατε ότι το χρωστάγατε αυτό στις γυναίκες των ταινιών σας;

Κοίταξε, δεν το έκανα από χρέος. Το έκανα από αγάπη και σεβασμό, γιατί σ’ αυτά τα χρόνια διαπίστωσα ότι το ανώτερο είδος της δημιουργίας είναι η γυναίκα. Αυτή γεννάει, πονάει, συντηρεί τη ζωή. Εμείς όλο πολέμους κάνουμε, σκοτωνόμαστε. Ανατιναζόμαστε, βομβαρδίζουμε. Σκοτώνουμε παιδιά, γυναίκες, οικογένειες. Είδες ποτέ γυναίκες να σκοτώνουν άνδρες; Η γυναίκα μένει πίσω. Παρόλο που τρώει ξύλο, παρόλο που την βιάζουνε και την καταδικάζουνε κι από πάνω. Τρομακτικά πράγματα. Ενάντια σε ποιον; Στη δημιουργό της ζωής.

Αυτή η συγκίνηση, που την κατάλαβα και την είδα αυτά τα 14 χρόνια της καινούριας απουσίας, μου έφερε μια βαθιά αγάπη κι έναν σεβασμό. Θυμήθηκα τις θυσίες της μητέρας μου. Σκέψου ότι εγώ γεννήθηκα το ‘37, η μητέρα μου πέρασε την πείνα και την κατοχή. Κι όλες αυτές οι 5 ιστορίες που διηγούμαι στην ταινία είναι αληθινές. Και θέλω να σου πω ότι δεν διάλεξα κάποια πιο χαρούμενα θέματα. Όταν έγραφα, οι εικόνες με φέρνανε σ’ αυτές τις γυναίκες που όλες έχουνε μια πληγή.

Κι αυτήν την φορά λένε οι ίδιες την ιστορία τους, με ποιητικότητα και αξιοπρέπεια.

Με αξιοπρέπεια, αυτό είναι πάρα πολύ σωστό. Έχουν ανάγκη να μιλήσουνε.

Υπάρχει κάτι που το ψάχνω και το βρίσκω σε όλες τις ταινίες σας. Μου φαίνεται ότι είστε ένας από αυτούς τους δημιουργούς που αγαπάνε πολύ τους χαρακτήρες που γράφουνε, που δεν αποστασιοποιούνται καθόλου. Διαχωρίζεται για σας η ευαισθησία από το σινεμά;

Πιστεύω ότι οι περισσότεροι σκηνοθέτες, του σημερινού αμερικάνικου σινεμά που βγάζουν τόσες ταινίες κάθε χρόνο, δεν πάσχουν. Δεν πάσχουν. Κάνουνε ψυχρά τη δουλειά τους. Όσο μπορούνε. Να έχει ρυθμό. Να έχει σπουδαίες ερμηνείες. Καλό φωτισμό. Όμως, ο Dreyer ας πούμε, όταν έκανε τον Λόγο, σπάραζε. Το ίδιο κι ο Bresson όταν έκανε τον Πορτοφολά. Το ίδιο ο Bergman όταν έκανε τη Σιωπή. Δεν ήταν “director”, ήταν εκφραστής κάποιων ανθρώπων σ’ έναν βαθύ πόνο ή σε μια βαθιά χαρά. Σ’ ένα θαύμα. Εάν σ’ αυτό δεν πονάς, δεν έχεις δώσει όλη σου την ψυχή, δεν έχει ματώσει η ψυχή σου, μπορείς να το τολμήσεις; Μόνο να σου περάσει απ’ το μυαλό, θα πας να κρυφτείς.

Εσάς τι σας ωθεί να βάλετε τόσο πολύ νοιάξιμο στους ήρωές σας;

Άκουσε να δεις, όταν γράφω τα σενάρια αυτά, δεν σκέφτομαι καθόλου. Βγαίνει ο ήρωας και βγαίνει από μέσα μου. Με τον πόνο του, μ’ αυτό που κουβαλάει. Δεν σκέφτομαι ότι αυτός είναι κακός. Γι’ αυτό δεν έχω και κακούς. Γι’ αυτό δεν έχω ένα φιλί. Οι σχέσεις δεν ολοκληρώνονται. Μένουν ακόμα σε ονειρικό κόσμο.

Στις ταινίες σας υπάρχει πολύς ερωτισμός, αλλά τον προσεγγίζετε μέσω του λόγου, ερωτισμός και λόγος γίνονται ένα.

Χαίρομαι που το λες αυτό, γιατί βεβαίως υπάρχει ο ερωτισμός του λόγου στις ταινίες μου. Εγώ δεν τολμάω όμως να τον αγγίξω στην εικόνα, γιατί δεν το ‘χω το δικαίωμα. Αλλά το νιώθω. Και σπαράζει η ψυχή μου, και θα ήθελα να μετέχω κι εγώ σ’ αυτό. Γι’ αυτό πολλές φορές λέω ότι οι ήρωες είμαι εγώ. Αλλά δεν είναι εγώ. Γιατί θέλω όμως να είναι εγώ; Για να μπορώ και ‘γω να ερωτευτώ, να πονέσω, να ονειρευτώ. Χαίρεσαι, γιατί τουλάχιστον το αποτυπώνεις στην εικόνα. Πρέπει να την σεβαστείς την ομορφιά. Ο έρωτας είναι βαθιά μυστικοπαθής υπόθεση, δε μπορείς να τον εκθέτεις. Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να μπούμε στην ιδιαίτερο, ιερό, μυστικό ερωτικό χώρο των ανθρώπων. Οι σκηνοθέτες μπαίνουν. Ε, αυτούς δεν τους εκτιμώ καθόλου. Όμως μπορώ να εκτιμήσω μια ερωτική σκηνή. Το έλεγε κι ο Δήμος ο Θέος αυτό, ότι ο έρωτας είναι μυστικοπαθής υπόθεση. Δε μπορούσε να δει στο δρόμο που φιλιούνταν τα ζευγάρια. Χαιρότανε που είναι ερωτευμένα. Αλλά στεναχοριώτανε κιόλας.

Ήσασταν κοντά με τον Δήμο Θέο;

Ζήσαμε 8 χρόνια μαζί. Σ’ έναν παράδρομο της Αχαρνών, ένα ημιυπόγειο.. Εκεί φιλοξενήσαμε τον Τορνέ, τον Φέρρη, τον Σφήκα. Όλοι περάσανε. Εγώ κι ο Θέος ήμασταν οι μόνιμοι εκεί πέρα.

Άρα σας άγγιξε πολύ ο θάνατός του φέτος…

Ναι. Ο Δήμος με επηρέασε, όπως τον επηρέασα κι εγώ σε έναν βαθμό. Ο τελευταίος που έπαιξε έναν βαθύ ρόλο στη ζωή μου ήταν ο Χρήστος ο Βακαλόπουλος. Με τον οποίο είχα την χαρά να κάνουμε μαζί την τελευταία ταινία του. Την μοιραστήκαμε αυτήν την χαρά. Κι εκεί υπάρχει ο θρησκευτισμός του Χρήστου μαζί μ’ αυτό που κουβαλάω εγώ. Ο Χρήστος δεν θα έκανε ποτέ ταινία που να έχει μέσα σκυλάδες, γύφτους, της πουτάνας το κάγκελο. Αλλά οι αγιογράφοι είχαν την δική του θρησκευτικότητα.

Ας μιλήσουμε λίγο για το Ας Περιμένουν οι Γυναίκες. Είναι μια ταινία που έχει λατρευτεί πολύ, ειδικά την τελευταία δεκαετία…

Υπάρχει κάτι για το οποίο θέλω να προειδοποιήσω τα παιδιά που θα δουν την καινούρια ταινία. Προσέχτε μάγκες. Η ταινία δεν είναι Ας Περιμένουν οι Γυναίκες. Μην περιμένετε νο2. Είναι άλλη ταινία. Εύχομαι να σας αρέσει. Αλλά εγώ σ’ αυτά τα 14 χρόνια άλλαξα. Μετά το Ας Περιμένουν οι Γυναίκες, έκανα τους σκυλάδες, το Φτάσαμε. Εύχομαι να βρείτε κι εδώ κάτι που να έχει μια αξία. Αλλά το άλλο, μην το περίμενετε. Τελείωσε. Αυτή ήταν η ιστορία τους.

Ας περιμένουν αυτοί που περιμένουν το Ας Περιμένουν οι Γυναίκες δηλαδή…

Ακριβώς!

Μέσα από αυτήν την λατρεία, λοιπόν, με τον κόσμο να αποστηθίζει και να επαναλαμβάνει τις ατάκες σας, πιστεύετε ότι έχει διαφύγει κάτι; Όχι απαραίτητα να έχει παρεξηγηθεί, αλλά να έχει διαφύγει από τον κόσμο που δημιουργήσατε.

Τότε ήταν απόλυτα αληθινό αυτό που έβγαλα. Για την επανάληψη της ατάκας δεν φταίω εγώ, φταίει ο κόσμος. Τι θέλω να πω; Τα σενάρια τα γράφω για 6 μήνες με 1 χρόνο. Αυτό μου βγήκε σε 20 με 22 μέρες. Βγήκε τόσο αυθόρμητα. Έκανα το θαύμα μου. Ατάκες που τις αγαπάνε τόσο πολύ και τις επαναλαμβάνουνε ήτανε κρυμμένες. Και κάνανε μπαφ και βγήκανε. Είχανε στοιβαχτεί μέσα μου χρόνια. Και βγήκε αυτό το πράγμα και αγαπήθηκε πολύ. Είναι ένα σημάδι αλήθειας, έχει μια αλήθεια αυτή η ταινία. Έχει το ΠΑΣΟΚ μέσα. Έχει ατάκες αληθινές, ΠΑΣΟΚοειδείς ατάκες. Έχει μια ποδοσφαιρική φιλολογία. Υπάρχει μια καθημερινή αλήθεια που κατέκτησε φαίνεται τα παιδιά. Εγώ δε μπορώ να δώσω άλλη εξήγηση. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό όταν είδα ότι σιγά σιγά έβγαινα στο δρόμο, πέρναγε ένα αυτοκίνητο και μου φωνάζαν τα παιδιά μια ατάκα.

Βέβαια, αυτοί που τραβάγανε μεγάλο λούκι ήταν ο Ζουγανέλης, ο Μπουλάς κι ο Μπακιρτζής. Μου λέει ο Ζουγανέλης: “Δεν αντέχω. Ξεκινάω να πάω στο θέατρο και στο δρόμο μου λένε ατάκες. Θα αυτοκτονήσω. Θα τρελαθώ”. Του λέω αυτοκτόνα, τι να σε κάνω εγώ. Εσύ ήθελες να παίξεις στην ταινία. Αλλά κι εγώ το πλήρωσα αυτό. Μου λένε: “Κύριε Τσιώλη ήτανε πέναλτι;”. Κι αναγκάζομαι εγώ και λέω “ο ορισμός του πέναλτι!”. Και γελάνε. Έχει αυτήν την χαρά η ταινία. Χαίρομαι που έκανα μια κωμωδία που δίνει χαρά.

Θα σας κάνω και μια τελευταία ερώτηση. Οι ταινίες σας έχουν πολύ έντονη την αίσθηση του δρόμου, σαν να φτιάχνετε λαϊκά και υπαρξιακά road trips μαζί, ακόμα κι αν είναι ακίνητα. Εσάς ποια είναι η αγαπημένη σας εμπειρία στο δρόμο;

Στον Έρωτα στη Χουρμαδιά και στους Ακατανίκητους Εραστές ένιωσα πιο πολύ το δρόμο. Στις άλλες ταινίες, κάπου κάθονται, κάπου στεριώνουνε. Σ’ αυτές τις δύο δεν στεριώνουνε πουθενά. Εκεί έρχεται ο δρόμος και σε εμπνέει. Συνήθως στους δρόμους αυτούς, όπως στην Αρκαδία, έβλεπες το άσπρο λιθάρι που κρύβει από κάτω όλη την φτώχεια, τη σκληρή ζωή. Έχω μεγάλη συγκίνηση όποτε περνάω μέσα από αυτές τις ομορφιές, γιατί ξαφνικά μπαίνεις σ’ ένα δάσος με έλατα. Και ξαφνικά στη Μάνη είναι οι ακτές κάτω. Έχει κάτι χουρμαδιές, κι εκεί είναι ένα μικρό μαγαζάκι. Μαγεύεσαι. Πας με το τραίνο, φτάνεις στον Καϊάφα. Είναι η λίμνη. Κι έχει ένα πρωινό πούσι που βγαίνει. Σου τα δίνει η ζωή έτοιμα. Γιατί ο μεγάλος κινηματογραφιστής μανάρι μου είναι η ζωή, δεν είμαστε εμείς. Εμείς κλέβουμε. Εκμεταλλευόμαστε. Κλέβουμε κομματάκια. Γι’ αυτό αγαπώ αυτόν τον αληθινό κινηματογράφο κι όχι τον άλλο που τον φτιάχνω όπως γουστάρω εγώ.

Best of internet