Quantcast

Το American Gods είναι φτιαγμένο απ’ το υλικό που φτιάχνονται οι μύθοι

Η βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Neil Gaiman τηλεοπτική σειρά οδηγεί παλιές και νέες θεότητες στον πόλεμο, χωρίς στο μεταξύ να παραλείπει να μας αφήνει με το στόμα ανοιχτό

Ας ξεκινήσουμε ως εξής: είναι αδιαμφισβήτητο ότι η αμερικάνικη τηλεόραση περνάει μια χρυσή εποχή κατά την δεκαετία που διανύουμε, με τα budget και την ποιότητα να αυξάνονται αντίστοιχα, και τα τηλεοπτικά ή ιντερνετικά δίκτυα να προσελκύουν όλο και περισσότερους σκηνοθέτες, σεναριογράφους και ηθοποιούς που μέχρι πρόσφατα εργάζονταν κατά κύριο λόγο στο Hollywood. Ας προς προχωρήσουμε όμως κι ένα βήμα προς μια πιο συγκεκριμένη κατεύθυνση: η τρέχουσα τηλεοπτική δεκαετία έχει φέρει μαζί της επίσης και μια άνθιση τηλεοπτικών genres που παραδοσιακά είτε λογίζονταν ως β’ διαλογής είτε απευθύνονταν σε ένα μικρότερο πλην αφοσιωμένο ακροατήριο. Μπορεί η horror, fantasy και sci-fi λογοτεχνία και κινηματογράφος να μετρούν έναν αιώνα παρουσίας στην δυτική μαζική κουλτούρα (περνώντας φυσικά από χίλια κύματα), αλλά οι τηλεοπτικές εκδοχές τους, εκτός κάποιων εμβληματικών franchise-εξαιρέσεων, δεν αποτελούσαν και το πιο ευπώλητο τηλεοπτικό προϊόν.

Καθώς μια σειρά από πολιτισμικές και τεχνολογικές αλλαγές αναδιατάσσουν το τοπίο του οικιακού ελεύθερου χρόνου, φέρνοντας μαζί τους τη μαζικοποίηση της pop νοσταλγίας και των nerd υποκουλτούρων, βλέπουμε να ξεπηδούν σειρές που βασίζονται άμεσα ή έμμεσα στην horror, fantasy και sci-fi πολιτιστική παραγωγή των περασμένων δεκαετιών. Τα παραδείγματα είναι πια αμέτρητα: από την επιστημονική φαντασία των Westworld, Orphan Black και Handmaid’s Tale, μέχρι τον τρόμο των Bates Motel, Hannibal και Walking Dead, κι από εκεί ως το φανταστικό στοιχείο των Game of Thrones, Penny Dreadful και Preacher, συνυπολογίζοντας φυσικά τα διευρυνόμενα τηλεοπτικά σύμπαντα των DC και Marvel, αλλά και την all-around επιτυχία του Stranger Things.

Αυτό είναι, λοιπόν, πάνω-κάτω το τηλεοπτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ανακοινώθηκε το καλοκαίρι του 2014 ότι οι Bryan Fuller (Pushing Daisies, Hannibal, Star Trek) και Michael Green (Heroes, Logan) θα αναλάμβαναν να ετοιμάσουν μια εκδοχή του μυθιστορήματος American Gods του Neil Gaiman για λογαριασμό του δικτύου Starz, η πρώτη σεζόν του οποίου ολοκληρώθηκε στα τέλη του προηγούμενου μήνα. Βέβαια, ο βρετανός συγγραφέας κάθε άλλο παρά άγνωστος ήταν στην τηλεοπτική και κινηματογραφική βιομηχανία. Δεν είναι μόνο ότι το μυθιστόρημά του Stardust μεταφέρθηκε από τον Matthew Vaughn στην μεγάλη οθόνη με τον ίδιο ως συμπαραγωγό, αλλά έχει ετοιμάσει επίσης μια τηλεοπτική για το BBC (Neverwhere) και έχει υπογράψει μεταξύ άλλων τα σενάρια μιας σειράς επεισοδίων των Doctor Who και Babylon 5. Λογικό είναι, επομένως, να εμπλέκεται κι ο ίδιος ο Gaiman στην παραγωγή του American Gods, συμπληρώνοντας τους Fuller και Green στην κοπιώδη δουλειά της μεταφοράς του μυθιστορήματός του.

ΟΚ, θα πείτε, τι είναι όμως πια αυτό το μυθιστόρημα; Χρειάζεται να τα ξέρουμε όλα αυτά; Δε μπορούμε απλά να δούμε τη σειρούλα σαν άνθρωποι; Όχι, δεν χρειάζεται και, ναι, μπορείτε. H θέση του Gaiman όμως στην ιστορία της σύγχρονης fantasy λογοτεχνικής παραγωγής, ως συγγραφέας comics και μυθιστορημάτων, φωτίζει αρκετές πλευρές της αναγέννησης που περιγράψαμε στην αρχή. Όντας μέλος του άτυπου κύκλου βρετανών κομιξάδων που ξεκίνησαν να δουλεύουν στην αμερικάνικη βιομηχανία comics στα τέλη του ’80 και στις αρχές του ’90, μαζί με τους εξίσου σημαντικούς Alan Moore, Grant Morrison, Jamie Delano, Peter Milligan και λίγο αργότερα τους Warren Ellis και Garth Ennis, ο Gaiman ήταν απ’ αυτούς τους ανθρώπους που έδωσαν νέα πνοή στην comics μυθολογία, δημιουργώντας μια νέα, πιο ώριμη γλώσσα και εγκαταλείποντας ή ανασκευάζοντας το superhero ύφος. Το horror fantasy έπος του, The Sandman, ήταν ένα απ’ αυτά τα comics της Vertigo που άνοιξαν τον δρόμο, μαζί με τίτλους όπως τα Hellblazer, Preacher, Invisibles και Transmetropolitan, και διαμόρφωσαν σε σημαντικό βαθμό αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως σύγχρονη ενήλικη γλώσσα του φανταστικού.

Απ’ όλους αυτούς τους δημιουργούς, ο Gaiman ήταν αυτός που πέρασε με την μεγαλύτερη άνεση στο λογοτεχνικό προσκήνιο της ποπ κουλτούρας. Ξεκινώντας την μυθιστορηματική πορεία του συνεργαζόμενος με τον μάστορα του φανταστικού Terry Pratchett στο Good Omens το 1990, ο Gaiman εκδίδει το American Gods το έτος 2001. Το βιβλίο γρήγορα γίνεται best-seller και μεταφράζεται σε δεκάδες γλώσσες, ενώ την επόμενη χρονιά σαρώνει τα βραβεία Hugo, Nebula, Bram Stoker και Locus. Εδώ, ο Gaiman επιχειρεί κάτι ταυτόχρονα εξαιρετικά απλό και αποκαρδιωτικά πολύπλοκο. Παίρνοντας σαν αφετηρία την χιλιοειπωμένη ιστορία ενός ανθρώπου που βγαίνει απ’ την φυλακή και ανακαλύπτει ότι είναι μόνος στον κόσμο μετά το θάνατο της συζύγου και του καλύτερού του φίλου, ο συγγραφέας διευρύνει σιγά-σιγά τον ορίζοντα του μυθιστορήματος αποκαλύπτοντας έναν πόλεμο μεταξύ των αρχαίων θεών και μύθων της ανθρωπότητας και των νέων θεοτήτων της παγκοσμιοποίησης, της τεχνολογίας, των media. Όπως ο Gaiman αφιερώνει το βιβλίο του “στην Kathy Acker και τον Roger Zelazny, και όλες τις ενδιάμεσες στάσεις”, προσπαθώντας να οικειοποιηθεί το σύνολο της λογοτεχνικής παράδοσης του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, έτσι επιχειρεί να ενοποιήσει και την μυθολογία και την ιστορία των παλιών και των νέων κόσμων σε μια συγκυρία που μεταβάλλεται έντονα από δυνάμεις τόσο ισχυρές στις αρχές του 2000 όσο η 11η Σεπτεμβρίου και η μαζικοποίηση των νέων τεχνολογικών μέσων.

Αν κάτι τέτοιο ακούγεται υπερβολικά φιλόδοξο για μεταφορά σε τηλεοπτική σειρά, αυτό συμβαίνει γιατί πράγματι είναι. Όντως, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, η αφήγηση της σειρά ξεκινάει με την έξοδο του Shadow Moon (Ricky Whittle) από τη φυλακή και τη συνάντησή του με τον μυστηριώδη Mr. Wednesday (Ian McShane), καθώς ο πρώτος ανακαλύπτει ότι δεν έχει πια τίποτα στον κόσμο κι ο δεύτερος του ανοίγει τα μάτια σ’ έναν κόσμο όπου τίποτα δεν είναι απλώς όπως φαίνεται. Από αυτό το σημείο κι έπειτα, η κυρίως πλοκή αναπτύσσεται μέσα από το βλέμμα του Shadow, καθώς καλείται να εισέλθει σ’ έναν κόσμο θεών και μύθων υπό την καθοδήγηση του μίγματος σαγήνης και γλίτσας που χαρακτηρίζει τον Mr. Wednesday. Η καθοδήγηση αυτή παίρνει τη μορφή περιπλάνησης του roadtrip και της παραμονής σε παλιά μοτέλ των κεντρικών αμερικάνικων πολιτειών, στις οποίες οι δύο χαρακτήρες συναντούν, συμμαχούν και συγκρούονται με παλιές και νέες θεότητες – από αρχαίους θεούς της Αιγύπτου, της Σκανδιναβίας ή των Σλαβικών χωρών και μυθικά πλάσματα της Ιρλανδικής μυθολογίας και του Ισλάμ, μέχρι γκατζετάκηδες νέους θεούς της τεχνολογίας και των media.

O Gaiman και οι δημιουργοί της σειράς, επιλέγοντας την τοποθεσία της βασικής πλοκής, γνωρίζουν καλά την μυθική λειτουργία της Americana εικονογραφίας, του συνόλου δηλαδή των πολιτισμικών στοιχείων των ΗΠΑ που παραπέμπουν αφηρημένα σε μια κατευναστική, δήθεν αθώα, νοσταλγικο-πατριωτική εκδοχή της χώρας όπου το έδαφος οριοθετείται από λευκούς ξύλινους φράχτες και ο αέρας μυρίζει μηλόπιτα. Δεν μένουν όμως σ’ αυτήν την διαπίστωση, πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα. Καθώς όλα στην σειρά φαίνεται να στροβιλίζονται γύρω από την αντίθεση παλιού και νέου, το American Gods εξετάζει την επιβίωση της μυθικής σκέψης μέσα από τις μορφές του σύγχρονου κόσμου: την λατρευτική σχέση με το star system, τον φετιχισμό του εμπορεύματος, την λυτρωτική επένδυση στιες νέες τεχνολογίες. Όλα αυτά αντανακλώνται υπέροχα στην οθόνη από τις μυθικές μεταμορφώσεις της θεάς Media (Gillian Anderson) ως Marilyn Monroe, David Bowie και Judy Garland, αλλά και από τα gadgets του αναιδούς νεαρού θεού Technical Boy (Bruce Langley). Οι δημιουργοί της σειράς, υπό την καθοδήγηση του Gaiman, έχουν εδώ την οξυδέρκεια να τονίσουν το γεγονός ότι δεν έχουμε μπροστά μας την σύγκρουση ενός παλιού μυθικού-θεϊκού κόσμου με έναν νέο πλήρως απο-μαγευμένο ορθολογικό κόσμο, αλλά με την αντίθεση μεταξύ δύο (ή και περισσότερων) συστημάτων μυθικής επένδυσης στον κόσμο που άλλοτε συνυπάρχουν και άλλοτε συγκρούονται. Αυτό είναι, εν τέλει, που επιτρέπει στη σειρά να αποφύγει την παγίδα ενός κοινότοπου και επικίνδυνου συντηρητισμού που θα καλούσε απλώς στην επαναφορά των παλιών μύθων.

Καθώς το ενδιαφέρον του Gaiman δεν στρέφεται τόσο στην θεολογία όσο στην αλληλοδιαπλοκή μεταξύ μυθολογίας και ιστορίας, εδώ οι θεοί και οι θεές εξετάζονται ως αναπόσπαστα στοιχεία της λαϊκής κουλτούρας των κατώτερων τάξεων. Τα δυνατότερα στοιχεία του American Gods, κι αυτά που συνοδεύονται από την πιο εκστατική και υπερρεαλιστική σκηνοθεσία (τα βουνά από κρανία που οδηγούν σε φωτισμένα κόκκινα δάση και τις νεουορκέζικες σκάλες που οδηγούν σε κοσμικές πύλες στη μέση της ερήμου), δεν είναι αυτά που ακολουθούν την κυρίως αφήγηση, αλλά αυτά που μας προσφέρουν κλεφτές ματιές στον μυθολογικό πλούτο της ανθρώπινης ιστορίας. Αυτές οι μικρές φέτες αφήγησης αφορούν άλλοτε μια θεϊκά υποκινούμενη εξέγερση σε πλοίο Αφρικανών σκλάβων που μεταφέρονται στην Αμερική τον 17ο αιώνα, κι άλλοτε αφηγούνται την ιστορία μιας μουσουλμάνας γυναίκας στο Queens της Νέας Υόρκης που μεταφέρεται στον άλλο κόσμο από τον αιγυπτιακό θεό Anubis. Άλλοτε περιγράφουν την ιστορία αρχαίων φυλών που περνούν τον Βερίγγειο πορθμό και ξεχνούν τους παλιούς θεούς τους, καταδικάζοντάς τους έτσι σε θάνατο, κι άλλοτε μας δείχνουν τον Ιησού να δολοφονείται στα σύνορα των ΗΠΑ μαζί με τους μεξικανούς μετανάστες που προσπαθούν να τα περάσουν. Μέσα απ’ τις ιστορίες αυτές, η σειρά τοποθετεί το ζήτημα της μετανάστευσης, σε όλες τις ιστορικές μορφές της, βαθιά εντός της μυθολογίας των ανθρώπων που αναζητούν μια καλύτερη ζωή – όχι ως στοιχείο της οργανωμένης θρησκείας τους αλλά σαν σημάδι της κουλτούρας που μοιράζονται.

American Gods Season 1 2017

Παρότι σε ένα μεγάλο βαθμό η σειρά ακολουθεί πιστά το μυθιστόρημα, οι Fuller και Green επιλέγουν να κάνουν μια σειρά από αλλαγές που εν τέλει ενδυναμώνουν σημαντικά το American Gods. Καθώς η σιωπηλή έκπληξη του Shadow γι’ αυτά που αντικρίζει και η εσωτερική του διαπάλη με την δυσπιστία μεταφράζεται τηλεοπτικά στον Ricky Whittle να κοιτάει συχνά γύρω του σαν χάνος, οι δημιουργοί της σειράς πολύ σωστά στρέφουν το ενδιαφέρον τους εξίσου σε πιο δευτερεύοντες χαρακτήρες του βιβλίου προκειμένου να τους αναπτύξουν ως πραγματικά ανθρώπινα (και θεϊκά βέβαια) όντα. Κι αν το μυθιστόρημα έπασχε σε κάτι, αυτό ήταν σίγουρα η απουσία ανάπτυξης ή η σεξιστική αντιμετώπιση πολλών εκ των γυναικείων χαρακτήρων του. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η Laura Moon (Emily Browning), η οποία μέχρι τα μισά σχεδόν της σεζόν εμφανίζεται σε μεγάλο βαθμό απλά ως η νεκρή σύζυγος του πρωταγωνιστή που λειτουργεί ως κίνητρο για να τον εισάγει στην πλοκή (έναν ρόλος που έχει και για μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος). Aπό ένα σημείο και μετά όμως, η δυναμική αυτή αντιστρέφεται και εκτιθόμαστε στο σκοτεινό δράμα της Laura και του παράλληλου παρελθοντικού alter-ego της, σε βαθμό που την καθιστά εν πολλοίς πιο ενδιαφέροντα χαρακτήρα από τον ίδιο τον Shadow. Κατά τη διάρκεια της σεζόν, με αντίστοιχα ενδιαφέροντα τρόπο αναπτύσσονται και οι χαρακτήρες του Salim (Omid Abtahi), του Mad Sweeny (Pablo Schreiber) και της θεάς Bilquis (Yetide Badaki).

Με την πρώτη σεζόν να έχει ολοκληρωθεί και την δεύτερη να αναμένεται προς την άνοιξη του 2018, το American Gods έθεσε τις βάσεις της δημιουργίας ενός σύμπαντος εντός του οποίου οι θεοί υπάρχουν, ζουν κι αναπνέουν μόνο στο βαθμό που οι πραγματικοί άνθρωποι πιστεύουν κι επενδύουν σ’ αυτούς. Η μοίρα αυτών των θεών είναι να παλέψουν ενάντια στον θάνατο και τη λήθη με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν κι οι παλιοί ή νέοι πιστοί τους. Ο Gaiman προτάσσει μια ενότητα των μύθων της ανθρώπινης ιστορίας που ξεκινάει από τους αρχαίους πολιτισμούς και φτάνει μέχρι την σύγχρονη μυθολογία της υπερ-τεχνολογικοποιημένης ποπ κουλτούρας. Και ναι, λοιπόν, αυτό το πράγμα είναι πλέον τηλεοπτική σειρά και μέχρι στιγμής λειτουργεί απρόσμενα καλά.

Best of internet