Quantcast

Good Time: Ο θρίαμβος των αδελφών Safdie και η εξιλέωση του Robert Pattinson

Οι Safdie γυρίζουν μια απ’ τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, με τον Pattinson σε μια απ’ τις καλύτερες ερμηνείες της χρονιάς και τον Oneohtrix Point Never στο -σίγουρα- καλύτερο soundtrack της χρονιάς.

Αυτό ήταν, ο Robert Pattinson τα κατάφερε. Η ποπ νεανική λατρεία είναι ένα μυστήριο φρούτο, κι ο Pattinson το ξέρει μάλλον αρκετά καλά. Όταν οι νεαροί stars φτάνουν σε τέτοια επίπεδα μυθολογικής επένδυσης, σαν αυτό που γνώρισε ο ηθοποιός στα χρόνια του Twilight, συχνά ανοίγονται δύο δρόμοι μπροστά τους: είτε να καθηλωθούν σ’ αυτό το στάδιο, είτε να επιχειρήσουν να το υπερβούν. Η αλήθεια είναι ότι ο Pattinson προσπαθεί καιρό τώρα. Το επιχείρησε συνεργαζόμενος με σπουδαίους σκηνοθέτες όπως ο Cronenberg (στα Cosmopolis, Maps to the Stars) ή ο Herzog (στο Queen of the Desert), αλλά και σε μικρότερου βεληνεκούς πλην φιλόδοξες παραγωγές όπως το Childhood of a Leader του Corbet, το Life του Corbijn και το The Lost City of Z του Gray. Τα αποτελέσματα, βέβαια, ήταν κατά πλειοψηφία μέτρια – κι όχι απαραίτητα με ευθύνη του Pattinson. Είναι ένας καλός ηθοποιός, κι η διαδικασία της εξιλέωσης για το προπατορικό αμάρτημα του Twilight ολοκληρώνεται στο Good Time των Ben και Josh Safdie.

Βέβαια, η ταινία των αδελφών Safdie, η οποία κυκλοφορεί αυτήν τη βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες, καταφέρνει πολλά περισσότερα από το να παρέχει απλώς τον προβολέα που θα φωτίσει τον Pattinson. Ήδη από τις πρώτες σκηνές του, το Good Time μας προετοιμάζει για το πανέμορφο μίγμα που το αποτελεί: ένα φρενήρες και στυλιζαρισμένο genre film με πληγωμένη και ελαττωματική ανθρωπιά στον πυρήνα του. Στην εξαιρετική εναρκτήρια σκηνή παρακολουθούμε τον νεαρότερο από τους δύο αδερφούς Nikas (Ben Safdie) να υποβάλλεται σε μια μακρά ψυχιατρική συνεδρία ερωταπαντήσεων, με τρόπο που σχεδόν θυμίζει το Voigt-Kampff Test του Blade Runner, μέχρι να εισβάλλει στην αίθουσα ο πρεσβύτερος αδερφός (Robert Pattinson) και να τον παρασύρει τοξικά σε μια εκρηκτικής έντασης και ρυθμού ληστεία, η οποία αποτελεί την αφετηρία μιας σειράς λανθασμένων αποφάσεων που πρόκειται να ακολουθήσουν.

Τα υπερβολικά κοντινά πλάνα, η σωματική σπασμωδικότητα, η αγχωτική κίνηση και η εκρηκτική ενέργεια αποτελούν τα βασικά συστατικά της οπτικής γλώσσας των αδελφών Safdie καθώς αφηγούνται την ιστορία των αδελφών Nikas. Παρόλο που το Good Time αποπνέει μια ενθουσιώδη ερασιτεχνικότητα, οι Safdie δεν είναι σε καμία περίπτωση πρωτάρηδες στο indie κινηματογραφικό κύκλωμα, έχοντας πίσω τους μια 10ετή σταδιοδρομία και ένα μικρό διαμάντι με το Heaven Knows What του 2014. Εδώ, υπογράφοντας μια ερωτική επιστολή προς την χαοτική νυχτερινή Νέα Υόρκη του 70s New Hollywood (με παραλήπτες που ξεκινούν από τον Sidney Lumet, τον Martin Scorsese και τον William Friedkin και φτάνουν μέχρι τον Michael Mann του Thief), οι Safdie κατασκευάζουν ένα παλλόμενο και στυλιζαρισμένο crime thriller με ανθρώπους που βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο της αναπηρίας, της φτώχειας, των μειονοτήτων, της νύχτας, της απόγνωσης – αποφεύγοντας σε σημαντικό βαθμό τις παγίδες της καταγγελτικότητας και της μυθολογικοποίησης.

Εκθέτοντας μια μεθυστική αντίληψη των χρωμάτων και επιτυγχάνοντας μια ενότητα κίνησης, ρυθμού και ήχου, το Good Time παρουσιάζει μια δρομίσια αισθητική γεμάτη από neon φώτα και black light, απρόσμενες ροζ ή πορτοκαλί χρωματικές εκρήξεις και χαμηλής ανάλυσης τηλεοπτικές λάμψεις. Η διεύθυνση φωτογραφίας του υπέροχου Sean Price Williams (συχνού συνεργάτη των Safdie αλλά και του αγαπημένου Alex Ross Perry) φτάνει στο απόγειο της πληθωρικότητάς της με μια χαοτική νυχτερινή σκηνή σ΄ένα παρηκμασμένο Νεοϋορκέζικο λούνα πάρκ ραντισμένο με LSD, αποτελώντας δίκαια ένα από τα οπτικά highlights της ταινίας.

Παρά το γεγονός ότι το Good Time είναι μια βίαιη ταινία, οι Safdie αποφεύγουν να αισθητικοποιήσουν αυτήν την βία – κάτι που θα ήταν εξαιρετικά εύκολο για μια genre ταινία τέτοιου τύπου. Αναγνωρίζοντας την βία ως αναπόσπαστο κομμάτι της αφήγησης, δεν την εκθέτουν απλώς ως ένα ακόμα στοιχείο του στυλ. Αντίθετα, η αναπαράστασή της στο Good Time θυμίζει μάλλον περισσότερο την ρεαλιστικότητα άλλων πρόσφατων crime thrillers, όπως το Blue Ruin του Jeremy Saulnier ή το εξαιρετικό φετινό You Were Never Really Here της Lynne Ramsay.

Το βασικό cast του Good Time συμπληρώνεται από την σταθερά αξιόλογη και βαθιά έμπειρη Jennifer Jason Leigh, αλλά και από την έφηβη Taliah Webster που αποτελεί ένα από τα πιο απολαυστικά στοιχεία της ταινίας. Παράλληλα, το soundtrack του Daniel Lopatin (γνωστότερου ως Oneohtrix Point Never) είναι πανταχού παρόν και δίνει μια απόκοσμη υφή στο Good Time, παίρνοντας την συνταγή των Tangerine Dream από το Thief και ραντίζοντας τα synthesizers με μια στοιχειωτική σκόνη που εισβάλλει παντού – προσφέροντας εν τέλει και μια υπέροχη συναισθηματική κορύφωση στο The Pure and the Damned με έναν σπαρακτικό Iggy Pop στα φωνητικά.

Παρόλο που στα χαρτιά το Good Time ενδέχεται να θυμίζει το Drive του Nicolas Winding Refn, στην ουσία πρόκειται σχεδόν για αντιστροφή του. Ενώ το δεύτερο παρέπεμπε σε μια ψυχρή άσκηση ύφους και στυλ, το πρώτο ποντάρει στο στυλ ως gateway για την κατάβαση στο συναίσθημα. Οι χαρακτήρες δεν είναι cool, λιγομίλητοι και αινιγματικοί. Είναι αγχωμένοι και αγχωτικοί, πληγωμένοι και πληγωτικοί. Η ιστορία τους είναι ένα στυλιζαρισμένο thriller επιβίωσης, με μια περιστασιακή αίσθηση σκοτεινής κωμωδίας παρεξήσεων. Υπάρχει μια ισορροπία ανάμεσα στην σκληρότητα και την ευαισθησία, τον κυνισμό και την ειλικρίνεια – κι είναι μια ισορροπία εύθραυστη, πολύπλοκη, χειροπιαστή.

Εκπληρώνοντας την προφανή ειρωνική προφητεία του τίτλου, η ντελιριακή πλοκή του Good Time οδηγεί σε ένα εκπληκτικό φινάλε όπου η αφήγηση και η μουσική γίνονται ένα, οι αγνοί και οι καταραμένοι φτάνουν στον προορισμό τους, η αισθητική και η συναισθηματική εμπειρία βρίσκουν την ενότητα που τους αξίζει.

Best of internet